του Ανδρέα Λιούμπα – Τις τελευταίες ημέρες βρίσκεται για άλλη μια φορά στην επικαιρότητα η συζήτηση για το τι συνιστά “εθνική ταυτότητα”.
Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της “ελληνικής ταυτότητας”;
Ταυτίζεται ο Ελληνισμός με την Ορθοδοξία;
Ποια είναι η κατάλληλη παιδεία για την ανάπτυξη μιας εθνικής συνείδησης;
Οι απόψεις που εξέφρασε πρόσφατα η κυρία Ρεπούση, οι οποίες εμπεριέχονται στην πρόταση του κόμματος της σχετικά με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία, άγγιξαν τις ευαίσθητες χορδές των απανταχού στον κόσμο συντηρητικών κύκλων και θεωρήθηκαν από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού ως σκόπιμο πλήγμα σε αυτό που, κατά τη γνώμη τους, συνιστά τον πυρήνα της “εθνικής ταυτότητας” : θρησκεία και γλώσσα (έμμεσα εμπλέκεται και η ιστορία, και εδώ προστίθεται το “παρελθόν” της κυρίας Ρεπούση στο ζήτημα).
Απέχοντας πολύ από το να έχω καταλήξει σε κάποια οριστική θέση σχετικά με το τι συνιστά “εθνική ταυτότητα”, ακόμη και αν υφίσταται κάτι σαν αυτό, αλλά έχοντας διανύσει ένα μέρος του δρόμου σκέφτηκα πώς η καταγραφή των σκέψεων που με έφεραν σε αυτό το σημείο της διαδρομής ίσως γίνει πιο ξεκάθαρη και πιο σαφής μόλις πάρει μια κάποια υλική μορφή. Αφετηρία για την σειρά των κειμένων αυτών υπήρξε μια μεγάλη κουβέντα με φίλους οι οποίοι με διαφορετική αφετηρία και διαφορετικό θεωρητικό εξοπλισμό υποστήριξαν εξίσου πειστικά μια σειρά από εναλλακτικές οπτικές του τι συνιστά “εθνική ταυτότητα”
Θα ξεκινήσω με μια, αναγκαία για μένα, ηθικού χαρακτήρα, διευκρίνηση. Κείμενα όπως αυτό που γράφω έχουν μια βασική ιδιαιτερότητα: χρωματίζονται από την προσωπική άποψη του γράφοντος ακόμη και όταν καταβάλει προσπάθεια για το αντίθετο.
Αυτό συμβαίνει διότι διαπραγματεύονται θέματα, έννοιες και αξίες και ως γνωστόν στοιχεία που σχετίζονται με αξίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να μην παρουσιάζονται υπό το προσωπικό πρίσμα του εκάστοτε μελετητή. Η συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί με αυτό που ο Habermas ονόμασε “επικοινωνιακή ηθική” (Habermas, 1987: 305-307) και η οποία μπορεί να συνοψιστεί σε μια φράση : ειλικρίνεια προς τον αναγνώστη, ήτοι όχι απεμπόληση των προσωπικών προσεγγίσεων/θέσεων αλλά παρουσίαση, όπου απαιτείται, των προσωπικών θέσεων μας προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα εντοπισμού της υποκειμενικής προσέγγισης. Σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται η τήρηση εκ μέρους μας μια στάσης διαλόγου όπως προτείνει ο Bakhtine (Bakhtine,1981: 293-294).
Στα κείμενα που θα ακολουθήσουν αυτό το πρώτο εισαγωγικό πρόθεση μου είναι μια προσέγγιση του ζητήματος εντάσσοντας το σε αυτό που εγώ θεωρώ το ευρύτερο πλαίσιο.
Πρόκειται για μια απόπειρα εξέτασης της επίδρασης του φαινομένου που περιγραφικά μπορούμε να ονομάσουμε ποικιλομορφία και πιο συγκεκριμένα τη ποικιλομορφία των παραδόσεων, εθίμων, θρησκειών που σε παγκόσμιο επίπεδο αποκαλείται πολυπολιτισμικότητα και το οποίο επηρεάζει καταλυτικά την όποια συζήτηση για το καθορισμό “εθνικής ταυτότητας” σε πολιτιστική βάση, όπως στην περίπτωση της χώρας μας.
Προφανώς κάθε τέτοια απόπειρα έχει ως όρια τα προσωπικά όρια του μελετητή. Στην περίπτωση μου ο θεωρητικός εξοπλισμός μου επιτρέπει μια ρηχή βουτιά στα νερά της Πολιτισμικής Ιστορίας και κάποιες απόπειρες ψηλάφησης στο πεδίο της Κοινωνιολογίας. Έχω με το μέρος μου την ευρύτητα του πεδίου του πολιτισμού, την κοινή λογική και την εμπειρική πραγματικότητα κατά τα λοιπά το κείμενο και οι θέσεις μου έχουν όλες τις αδυναμίες που μπορεί να έχει μια σχεδόν ακατέργαστη σκέψη που καταγράφεται για πρώτη φορά.
Όμως αυτός ήταν και ο αρχικός σκοπός μου. Θα ξεκινήσω με την κοινή λογική που πηγάζει από την καθημερινή εμπειρία, δηλαδή πρόκειται να ξεκινήσω με μια αξιωματική δήλωση:
Ο κόσμος που ζούμε είναι, πλέον, ένα ψηφιδωτό, ή αλλιώς ένα παλίμψηστο στο οποίο όλες οι προηγούμενες εγγραφές είναι ταυτόχρονα ορατές.
Ψηφιδωτό ατόμων, παραδόσεων, γλωσσών, θρησκειών, καταβολών, αρχών και αξιών και πολλών άλλων που, με κάποια αόριστη αφαιρετική διαδικασία και με κάποια διανοητική αλαζονεία, έχουμε αποκαλέσει γενικά πολιτισμό . Με όρους εμπειρικής πραγματικότητας και με δυο μάλλον ακραία παραδείγματα μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι έχουμε πάψει να είμαστε μια Λέσχη Αξιωματικών στην ελληνική περιφέρεια του μακρινού 1960 και είμαστε μάλλον κάτι σαν την πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα το 2013 .
Για το καταστήσω απόλυτα σαφές: το πολυπολιτισμικό φαινόμενο δεν είναι πολιτικό πρόγραμμα αλλά κοινωνική πραγματικότητα – κάθε κοινωνία είναι, με τον ένα ή άλλο τρόπο, φορέας πολλών πολιτισμών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κόσμος (με την έννοια της ολότητας) βρίσκεται στην ανάγκη να διαχειριστεί μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα. Έχει συμβεί ξανά στο παρελθόν. Το ζήτημα είναι η ένταση και η έκταση του φαινομένου το οποίο, εξαιτίας μιας σειράς ετεροβαρών αιτιών, έχει λάβει σήμερα διαστάσεις τέτοιες που είναι αδύνατο να αγνοηθεί. Επιπλέον, όπως η εμπειρία μας έδειξε, έχει δημιουργήσει μια σειρά εντάσεων οι οποίες, εν πολλοίς, οφείλονται σε αυτό που ο Levi – Strauss είχε αναφέρει ως “συγκριτική έλλειψη της ικανότητας για επικοινωνία” (Levi – Strauss, 2003: xiii).
Παρακάτω ισχυρίζομαι ότι ο Levi – Strauss και όσοι ακολούθησαν την γραμμή της σκέψης του, επιδίωξαν και πέτυχαν να δομήσουν μια μάλλον συντηρητική θεωρία. Η προσπάθεια τους εστίασε στο να αντικρούσουν μια τάση η οποία, κατά τη γνώμη τους, καταλύει την ιδιαιτερότητα των πολιτισμών μέσω μια μορφής πολιτισμικής όσμωσης και με αυτό το τρόπο προωθεί ένα “χαλαρό” κοσμοπολιτισμό.
Αν παραβλέψουμε τις μικρές διαφοροποιήσεις και αν αφήσουμε εκτός του σχήματος μας τις ολοκληρωτικές ιδεολογίες, τις οποίες θα εξετάσουμε ξεχωριστά, θεωρώ ότι οι δυο αυτές αφηγήσεις ορίζουν το πλαίσιο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Με δεδομένο ότι, στην χώρα μας, ο πολιτισμός είναι καθοριστικό στοιχείο αυτού του νεφελώδους και ιδεολογικά φορτισμένου όρου που καλούμε “εθνική ταυτότητα” η συζήτηση γύρω από τις δυο αυτές αφηγήσεις και το πώς αυτές γίνονται αντιληπτές από την κοινωνία καθίσταται αναγκαία.
Σκοπός μου είναι να καταδείξω ότι είναι εντός των δυνατοτήτων μας να αποκτήσουμε εκείνη τη αντίληψη που θα μας επιτρέψει να υπερβούμε αυτές τις κυρίαρχες αφηγήσεις και να δομήσουμε μια νέα. Προφανώς πρόκειται για ισχυρισμό ο οποίος μένει να επαληθευθεί στην πραγματική ζωή.
Παρόλα αυτά η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου εκτιμώ ότι είναι πιο αναγκαία από ποτέ στις μέρες που ζούμε. Θεωρώ ότι θα μας επιτρέψει επιστρατεύσουμε το πλήρες δυναμικό μας και να στρέψουμε όλη την ενέργεια μας σε πραγματικά προβλήματα.
Τα παραπάνω πρόκειται να τα υποστηρίξω σε επόμενο κείμενο, προς το παρόν επιστρέφω στην σύλληψη της κοινωνίας ως ψηφιδωτό.
Για να ζήσει κάποιος σε ένα ψηφιδωτό πρέπει πρακτικά να είναι ικανός να ξεδιαλύνει τα στοιχεία του, να δύναται να προσδιορίσει ποια είναι και πώς συσχετίζονται μεταξύ τους ενώ ταυτόχρονα πρέπει να έχει σαφή αίσθηση για την τοποθέτηση του και την ταυτότητα του μέσα σε αυτό το χώρο.
Προφανώς πρόκειται για μια δεξιότητα της οποίας η απόκτηση απαιτεί τιτάνια προσπάθεια και η οποία παραμένει πάντοτε ατελής.
Πρόκειται για την προσπάθεια να κατανοήσουμε εκείνο που μας είναι (και θα παραμείνει παρ όλη την προσπάθεια) μορφολογικά ανοίκειο. Η κατανόηση στην οποία αναφέρομαι δεν είναι η επιδερμική αναγνώριση της διαφορετικότητας υπό τον μανδύα της κοινής ανθρωπιάς ή της αυτάρεσκης απομονωτικής αντίληψης ότι ο καθένας δικαιούται να διατηρεί τις ιδιαιτερότητες του. Αυτή η “επιδερμική” μορφή κατανόησης, ως ελάχιστος κοινός παρονομαστής συμβίωσης έχει εμπεδωθεί ως κοινωνική κατάκτηση και έχει να κάνει με τον θεμελιώδη χαρακτήρα αυτού που ονομάζουμε Δυτικό Πολιτισμό και κατ΄επέκταση με τις δυτικές δομές του Κράτους.
Στη Δύση, μετά και την τελευταία ολοκληρωτική περιπέτεια, θέσαμε γενικά στα θεμέλια των κρατών μας τις αρχές του διαφωτισμού με μεγαλύτερες ή μικρότερες παραδοχές. Σαν γενικές αρχές έχουμε αποδεχτεί τα ανθρώπινα διακαιώματα, την ισότητα των πολιτών, το κράτος δικαίου και, ως επισφράγιση, το σαφή διαχωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Στην περίπτωση μας ο πολιτισμός (η κουλτούρα) είναι ιδιωτική υπόθεση ενώ οι νόμοι (το πλαίσιο κοινής ζωής) είναι δημόσια και στο πλαίσιο αυτό θεωρήσαμε ότι λύσαμε επαρκώς το ζήτημα.
Στο συγκεκριμένο κείμενο όμως δεν εννοώ αυτό ως μορφή κατανόησης αλλά την σύμφωνη γνώμη, την κοινή δέσμευση και την κοινότητα συναισθημάτων.
Η απόκτηση αυτής της δεξιότητας δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής συμφωνίας ή απόφασης.
Η κατάκτηση αυτού του επιπέδου και της ποιότητας κατανόησης συνιστά ένα διανοητικό και ψυχοσυναισθηματικό άθλο ο οποίος είναι εφικτός μόνο με την ενίσχυση των νοητικών μας δυνάμεων μέσω της διαρκούς άσκησης στην μελέτη της ποικιλομορφίας.
Γιατί πρόκειται όμως για άθλο;
Κατά την άποψη ενός μελετητή ο οποίος αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην κατανόηση της έννοιας πολιτισμός “η μελέτη των πολιτισμών άλλων λαών (και επίσης του πολιτισμού του μελετητή, αλλά αυτό εγείρει διαφορετικά ζητήματα) συνεπάγεται να ανακαλυφθεί ποιοι σκέφτονται ότι είναι, τι σκέφτονται ότι κάνουν και για ποιο σκοπό σκέφτονται ότι το κάνουν [….] προκειμένου να ανακαλυφθεί ποιοι σκέφτονται ότι είναι οι άνθρωποι, τι σκέφτονται ότι κάνουν και για ποιο σκοπό σκέφτονται ότι το κάνουν απαιτείται να κερδηθεί μια λειτουργική οικειότητα με το νοηματικό πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο εκδραματίζουν τη ζωή τους. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι κάποιος αισθάνεται τα αισθήματα ή σκέφτεται τις σκέψεις του άλλου, πράγματα που απλούστατα είναι αδύνατα [….] Εμπεριέχει το να μάθει κάποιος ως ύπαρξη με διαφορετική προέλευση και με τον προσωπικό της κόσμο πώς να ζει μαζί τους” (Geertz, 2009: 33).
Είναι λοιπόν αναγκαία η βιωματική ενσωμάτωση της διαφορετικότητας και η ταυτόχρονη νοητική επεξεργασία των χαρακτηριστικών της ενόσω έχει κανείς πλήρη συνείδηση της απόστασης που τον χωρίζει στην πραγματικότητα προκειμένου να κατακτήσει την δεξιότητα που ονόμασα κατανόηση.
Αν αυτό δεν είναι άθλος τότε δεν έχω άλλο καλύτερο παράδειγμα για τον όρο.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν θα πετύχουμε την πλήρη κατάκτηση αυτής της δεξιότητας αλλά ακόμη και η μερική κατάκτηση της σημαίνει ότι θα έχουμε τον διανοητικό εξοπλισμό που απαιτείται προκειμένου να κάνουμε το επόμενο βήμα : να αρθούμε πάνω και πέρα από τις δυο κυρίαρχες “αφηγήσεις” που προανέφερα και οι οποίες προσπαθούν, η κάθε μια από την πλευρά της, να δώσουν μια ερμηνεία του φαινομένου. Στη συνέχεια αυτών των κειμένων θα αναφέρομαι στην συντηρητική αφήγηση με τον περιγραφικό τίτλο “πολιτισμικός εγωκεντρισμός” και στον αντίλογο της με την εύηχη, αλλά παραπλανητική έννοια “κοσμοπολιτισμός”.
Το γιατί είναι παραπλανητική η έννοια θα είναι η αφετηρία του επόμενου κειμένου.
Αναφορές :
- Bakhtine, M. 1981. The Dialogic Imagimnation, trans C. Emerson and M. Holquist, Austin University of Texas Press.
- Geertz, C. 2009. Διαθέσιμο Φώς: Ανθρωπολογικοί Στοχασμοί για Φιλοσοφικά Θέματα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια
- Habermas, J. 1987. Theorie de l’agir communicationnel ( tome 2): Critique de la raison fonctionnaliste (traduit de l’allemand par J.M. Ferry), Paris, Fayard.
- Levi – Strauss, C. 2003. Εξ΄αποστάσεως, Αθήνα, Αρσενίδης