— Μία από τις θεωρητικές προσεγγίσεις αναφορικά με την επέκταση του φαινομένου της υπερχρέωσης αφορά στις πρακτικές ανεύθυνου δανεισμού από την πλευρά των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, με στόχο το υπερκέρδος. Βασικό σημείο της προσέγγισης αποτελεί ο μειωμένος έλεγχος της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειζόμενων, γεγονός που οδήγησε σε αλόγιστη πιστωτική επέκταση προς τον ιδιωτικό τομέα. Συνδυαστικά, οι δύο αυτές πρακτικές οδηγούν σε αθετήσεις πληρωμών και συσσωρευμένα χρέη.
Μία δεύτερη θεωρητική προσέγγιση αφορά στην υπαιτιότητα των καταναλωτών, στην αλόγιστη καταναλωτική συμπεριφορά και στην συντήρηση με «δανεικά» μίας πολυτελούς ζωής. Όσοι αντιλαμβάνονται το πρόβλημα της καταναλωτικής υπερχρέωσης ως αποτέλεσμα του καταναλωτικού υπερδανεισμού εστιάζουν κυρίως στην απαξίωση της έννοιας της αποταμίευσης και την «αποπλάνηση» από μία καταναλωτική κοινωνία. Οι Medoff και Harless, ο Clayton και ο Calder αντιλαμβάνονται ως κυριότερο αίτιο την καταναλωτική κουλτούρα και τον «ηδονιστή» καταναλωτή ο οποίος είναι ανήμπορος, εξαιτίας κυρίως της έλξης του πλαστικού χρήματος, να αντισταθεί στις υπερβολικές δαπάνες. Αυτές οι προσεγγίσεις δίνουν έμφαση στην προσωπική και κοινωνική παρέκκλιση ή στα συμπεριφορικά ελαττώματα, όπως την κοινή συσχέτιση του υψηλού χρέους σε πιστωτικές κάρτες με στοιχεία ψυχαναγκαστικής προσωπικότητας. Το κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο της υπερχρέωσης τείνει να ανάγεται στην ψυχολογία του ατόμου όπου τα ίδια τα άτομα ενοχοποιούνται για την μη-αποταμίευση και την υπερβολική σπατάλη και δανεισμό δίχως την έννοια των συνεπειών που θα επακολουθήσουν [1] .
Επίσης, η οπτική των μειωμένων επιτοκίων χρησιμοποιείται ως παράγοντας επεξήγησης των αυξημένων επιπέδων καταναλωτικού χρέους κυρίως για χώρες όπου ίσχυσε εντονότερα η νεοφιλελευθεροποίηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς όπως οι Η.Π.Α , το Ηνωμένο Βασίλειο και ο Καναδάς. Σύμφωνα με την Montgmorie [2] παρόλο που αυτή η άποψη δίνει μία μερική εξήγηση για τον ενυπόθηκο δανεισμό, π.χ τα στεγαστικά δάνεια, δεν μπορεί να επεξηγήσει την αύξηση της καταναλωτικής πίστωσης.
Ο Gregory Squires [3] τοποθετεί τους μετασχηματισμούς που συντελούνται στις πιστωτικές πρακτικές ή πρακτικές δανεισμού στην δραματική αύξηση των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Οι ανισότητες, δηλαδή, ισχύουν ακόμη και στον τομέα των οικονομικών υπηρεσιών και ειδικότερα όσον αφορά την παροχή και την πρόσβαση στις οικονομικές υπηρεσίες (ή στενότερα τις πηγές πίστωσης) με δίκαιους και ισόνομους όρους. Οι μειωμένες ευκαιρίες – εκπαίδευσης, απασχόλησης, εργασίας – για τα άτομα χαμηλού εισοδήματος θα πρέπει να ειδωθούν υπό μία διάσταση κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων που δεν μπορούν να τεθούν υπό τον έλεγχο των ίδιων των μειονεκτούντων ατόμων. Οι ανισότητες βιώνονται από τα πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής και ενισχύονται κατά την μετάβαση στην ενηλικίωση, σε αρκετές περιπτώσεις. Οι έντονες ανισότητες επεξηγούν τόσο την κοινωνικοοικονομική μειονεξία όσο και τους αυξημένους πιστωτικούς κινδύνους που οδηγούν τα φτωχά νοικοκυριά στην υπερχρέωση.
Πέρα από το χρηματοπιστωτικό πλαίσιο των Η.Π.Α, όπου και δημιουργήθηκε ένα άνισο και άδικο πιστωτικό σύστημα δύο ταχυτήτων[4], ακόμη και στον ευρωπαϊκό χώρο και στην ευρωπαϊκή εμπειρία οι φτωχοί βρίσκονται αντιμέτωποι με υψηλότερους πιστωτικούς κινδύνους, υψηλότερα επιτόκια, υψηλότερες δόσεις αποπληρωμών και γενικότερη έλλειψη πληροφοριών για τους όρους του δανεισμού από ότι οι πλούσιοι.
Το γενικότερο πλαίσιο των επεκτεινόμενων αλλαγών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην επέκταση του ιδιωτικού δανεισμού τοποθετείται από τον Ian Ramsay σε τρείς άξονες[5]: (α) στις αλλαγές και στην αυξανόμενη κυριαρχία του παγκόσμιου χρηματοοικονομικού κεφαλαίου από την δεκαετία του ΄70, (β) στην επακόλουθη αναμόρφωση των ρυθμίσεων ώστε να διευκολυνθούν οι πρακτικές δανεισμού όπως η τιτλοποίηση[6] και ο δανεισμός που πραγματοποιείται εξ αποστάσεως μέσω υπολογιστή με υψηλό ρίσκο και (γ) στην συμπορευόμενη κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και μίας επεκτεινόμενης κουλτούρας πίστωσης. Αναφορικά με την νεοφιλελευθεροποίηση της οικονομίας, o Harvey[7] σημειώνει ότι ο νεοφιλελευθερισμός στο Ηνωμένο Βασίλειο, «εκπροσωπήθηκε» από το άνοιγμα της αγοράς των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Η συγκεκριμένη επέκταση της χρηματοοικονομικής αγοράς επέτρεψε την άνθιση της καταναλωτικής κουλτούρας και έφερε στο προσκήνιο την κουλτούρα της χρέωσης ώστε να συσσωρεύεται ολοένα και μεγαλύτερο κεφάλαιο στις τράπεζες και στους εν γένει πιστωτές.
Σύμφωνα με την Johnna Montgmorie[8], η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας της καταναλωτικής πίστωσης είναι αυτή που μπορεί να επεξηγήσει την νεοφιλελεύθερη στρατηγική της μη-πληθωριστικής μεγέθυνσης, που διαχέεται από το μακροεπίπεδο των μακροοικονομικών πολιτικών σε αυτό της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο μικρότερο δυνατό επίπεδο της επιλεγμένης μεθόδου πληρωμής (την πίστωση, και πιο συγκεκριμένα τις πιστωτικές κάρτες). Η λογική του νεοφιλελευθερισμού, έγκειται σύμφωνα με την Montgmorie, στην μετακίνηση της οικονομίας προς ένα οικονομικό παράδειγμα επενδυτικής μεγέθυνσης με παράλληλη διατήρηση χαμηλών και βιώσιμων επιπέδων μακροοικονομικής μεγέθυνσης, απαντώντας έτσι στο πρόβλημα του στασιμοπληθωρισμού[9] της δεκαετίας του ’70, μέσω ενός πλέγματος μη-πληθωριστικών οικονομικών μέτρων. Ένα από αυτά τα μέτρα υπήρξε η απορρύθμιση και η «ξέφρενη» επέκταση της χρηματοπιστωτικής αγοράς ως μέσο επανόρθωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου εν μέσω μίας γενικότερης στρατηγικής μεγέθυνσης μέσω δανεισμού.
Μία περαιτέρω συνθετική προσέγγιση είναι αυτή της Jean Braucher[10], όπου επιχειρηματολογεί προς την διάδραση των δομικών και προσωπικών (κουλτούρας) αιτίων της υπερχρέωσης. Ένα παράδειγμα αποτελεί το μίγμα της απορρύθμισης της πιστωτικής αγοράς και του επεκτατικού μάρκετινγκ των χρηματοπιστωτικών προϊόντων εν μέσω ενός κλίματος εργασιακής αστάθειας και μειωμένων εισοδημάτων για τα νοικοκυριά. Τα νοικοκυριά στην συγκεκριμένη περίπτωση προσπαθούν να εξομαλύνουν την κατανάλωσή τους ή πιο ειδικά να ανταπεξέλθουν στα απότομα οικονομικά και κοινωνικά σοκ (απόλυση, ασθένεια, χωρισμός/διαζύγιο) μέσω του δανεισμού.
Η υπερχρέωση των νοικοκυριών πολύ συχνά, και εν μέρει λανθασμένα, ταυτίζεται με τις ανεξόφλητες οφειλές των δανειζόμενων από μία τράπεζα ή ένα πιστωτικό οργανισμό. Αυτό το γεγονός δημιουργεί ένα κλίμα θεωρητικής «συναίνεσης» αλλά αποκρύπτει τα πραγματικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που βιώνουν τα νοικοκυριά εν μέσω περιόδου έντονης οικονομικής ύφεσης και κρίσης. Έτσι, γίνεται προφανές ότι η φτώχεια και η αποστέρηση δημιουργούν νέες στρατιές υπερχρεωμένων οι οποίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν σε βασικά έξοδα διαβίωσης (λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, ενοίκια, έξοδα θέρμανσης, μεταφορικά έξοδα) και οι οποίοι χρησιμοποιούν ενδεχομένως τον δανεισμό ώστε όχι απλώς να εξομαλύνουν το επίπεδο κατανάλωσής τους, αλλά για να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.
Έτσι, μία άποψη που θα έπρεπε να βρει μεγαλύτερη απήχηση είναι ότι υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δανεισμός από κάποιο πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί απλώς το τελικό στάδιο στην διαδικασία της υπερχρέωσης ή μία απόπειρα αποφυγής της.
Αυτή η άποψη θα πρέπει να κινητοποιήσει τις ερευνητικές προσπάθειες προς μία μίξη ποσοτικών αλλά και ποιοτικών μεθόδων εκτίμησης της υπερχρέωσης, ώστε να κατανοηθεί με ευρύτερο τρόπο το σύνθετο αυτό κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο και να εντοπισθεί ως ένα κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργείται ως αποτέλεσμα της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων και της ανεργίας. Η υπερβολική προσήλωση ως προς την υπαιτιότητα ορισμένων (πλούσιων) καταναλωτών, απλώς επιρρίπτει την ευθύνη στα ίδια τα θύματα και συσκοτίζει τα πραγματικά κοινωνικά και οικονομικά αίτια της υπερχρέωσης.
[1] Johnna Montgomerie, The Logic of Neo-liberalism and the Political Economy of Consumer Debt-Led Growth στο S. Lee and S. McBride (eds.), Neo-Liberalism, State Power and Global Governance, 157–172, 2007 Springer Editions.
[2] Johnna Montgomerie, The Logic of Neo-liberalism and the Political Economy of Consumer Debt-Led Growth στο S. Lee and S. McBride (eds.), Neo-Liberalism, State Power and Global Governance, 157–172.
[3] Gregory D. Squires, Inequality and Access to Financial Services στο Johanna Niemi, Iain Ramsay, William C Whitford, Consumer Credit, Debt and Bankruptcy Comparative and International Perspectives, Hart Publishing, 2007.
[4] Το πιστωτικό σύστημα στις Η.Π.Α έχει εν ουσία έναν διττό και έντονα αποκλίνοντα χαρακτήρα: α) αυτόν που εξυπηρετεί τις αποταμιεύσεις και την συσσώρευση πλούτου για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, μέσω μιάς καλά ελεγχόμενης αγοράς (δημιουργώντας την «επενδυτική τάξη» (investor class), και β) αυτόν που συντελεί στην ανεξέλεγκτη συσσώρευση χρεών για τις κατώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις μέσω ληστρικών επιτοκίων ή «αποπλάνησης» για συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια (ενεχυροδανειστήρια, δανειστές ημέρας, τοκογλυφία, πιστωτικές κάρτες), δημιουργώντας την επονομαζόμενη τάξη της λοτταρίας (lottery class) βλέπε Commission on Thrift, «For A New Thrift: Confronting The Debt Culture», Institute for American Values, New York, 2008.
[5] Iain Ramsay, ‘Wannabe WAGS’ and ‘Credit Binges’: The Construction of Overindebtedness in the UK στο Johanna Niemi, Iain Ramsay, William C Whitford, Consumer Credit, Debt and Bankruptcy Comparative and International Perspectives, Hart Publishing, 2007.
[6] Ως τιτλοποίηση εν ευρεία εννοία, νοείται κάθε αξιογραφική ενσωμάτωση δικαιωμάτων με σκοπό την άντληση κεφαλαίων και τη χρηματοδότηση της όποιας επιχείρησης. Δηλαδή, τιτλοποίηση εν ευρεία εννοία είναι κάθε έκδοση αξιογράφου, με σκοπό τη χρηματοδότηση του εκδότη ή και τρίτου με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα την έκδοση ομολογιών από ανώνυμη εταιρεία, οι οποίες ομολογίες ενσωματώνουν αξιώσεις των δανειστών κατά της εκδότριας εταιρείας.
[7] Το άνοιγμα της Βρετανίας στο ελεύθερο εμπόριο οδήγησε στην άνθηση της καταναλωτικής κουλτούρας και ο πολλαπλασιασμός των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων έφερνε όλο και περισσότερο στο επίκεντρο της μέχρι τότε μετρημένης ζωής των Βρετανών τη συνήθεια του να χρεώνονται για να καταναλώνουν. Χάρβεϊ Ντεϊβιντ, Νεοφιλελευθερισμός – Ιστορία και Παρόν, Αθήνα (Εκδόσεις Καστανιώτη), 2007.
[8] Johnna Montgomerie, The Logic of Neo-liberalism and the Political Economy of Consumer Debt-Led Growth στο S. Lee and S. McBride (eds.), Neo-Liberalism, State Power and Global Governance, 157–172.
[9] Ο στασιμοπληθωρισμός σημαίνει ότι η ανεργία αυξάνεται ενώ μειώνεται η ανάπτυξη με παράλληλο αυξανόμενο πληθωρισμό.
[10] Jean Braucher, Theories of Over-Indebtedness: Interaction of Structure and Culture, Working Paper, October 2005.