Η 26η Σεπτεμβρίου καθιερώθηκε ως Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών στις 6 Δεκεμβρίου 2001, στο τέλος του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών, από το Συμβούλιο της Ευρώπης, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Ημέρα Γλωσσών είναι μια πανευρωπαϊκή εκστρατεία για την προώθηση της εκμάθησης γλωσσών και εντάσσεται στην ευρύτερη προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της πολυγλωσσίας στην Ευρώπη.
Οι γενικοί στόχοι της ημέρας είναι:
- να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τη σημασία της εκμάθησης γλωσσών και της διαφοροποίησης των γλωσσών που μαθαίνονται με σκοπό την αύξηση της πολυγλωσσίας και της διαπολιτισμικής κατανόησης·
- να προωθήσει την πλούσια γλωσσική και πολιτιστική ποικιλία της Ευρώπης·
- να ενθαρρύνει τη δια βίου εκμάθηση γλωσσών μέσα και έξω από το σχολείο.
Στο πλαίσιο αυτών των στόχων, οι πολίτες της Ευρώπης ενθαρρύνονται να ξεκινήσουν την εκμάθηση μιας γλώσσας ή να αισθάνονται ιδιαίτερα υπερήφανοι για τις υπάρχουσες γλωσσικές τους δεξιότητες. Επίσης, όσοι είναι υπεύθυνοι να παρέχουν πρόσβαση στην εκμάθηση γλωσσών ενθαρρύνονται να διευκολύνουν τους πολίτες να μάθουν ένα μεγαλύτερο εύρος γλωσσών και να υποστηρίξουν πρωτοβουλίες για πολιτικές που προωθούν τις γλώσσες. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην εκμάθηση γλωσσών πέρα από τα αγγλικά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει 24 επίσημες γλώσσες, οι οποίες είναι και οι γλώσσες εργασίας της: Αγγλικά, Βουλγαρικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Δανέζικα, Ελληνικά, Εσθονικά, Ιρλανδικά, Ισπανικά, Ιταλικά, Κροατικά, Λετονικά, Λιθουανικά, Μαλτέζικα, Ολλανδικά, Ουγγρικά, Πολωνικά, Πορτογαλικά, Ρουμανικά, Σλοβακικά, Σλοβενικά, Σουηδικά, Τσεχικά και Φινλανδικά.
Ο πρώτος κοινοτικός κανονισμός που όριζε τις επίσημες γλώσσες θεσπίστηκε το 1958. Συγκεκριμένα, όριζε τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά ως τις πρώτες επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της ΕΕ, καθώς επρόκειτο για τις γλώσσες των τότε κρατών μελών. Έκτοτε, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών και γλωσσών εργασίας έχει αυξηθεί με την ένταξη νέων χωρών στην ΕΕ. Ωστόσο, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών είναι μικρότερος από τον αριθμό των κρατών μελών, δεδομένου ότι ορισμένες χώρες έχουν την ίδια γλώσσα. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι επίσημες γλώσσες είναι τα γαλλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά, ενώ στην Κύπρο η πλειονότητα του πληθυσμού μιλά ελληνικά, που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους.
Ο χαρακτηρισμός μιας γλώσσας ως “επίσημης και γλώσσας εργασίας” έχει δύο βασικές συνέπειες:
- Τα έγγραφα που αποστέλλονται στα ευρωπαϊκά όργανα καθώς και οι απαντήσεις τους μπορούν να συντάσσονται σε μία από τις γλώσσες αυτές
- Οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και άλλα νομοθετικά έγγραφα, καθώς και η Επίσημη Εφημερίδα, δημοσιεύονται σε όλες αυτές τις γλώσσες
Λόγω χρονικών και δημοσιονομικών περιορισμών, ένας μικρός σχετικά αριθμός εγγράφων εργασίας μεταφράζεται προς όλες τις γλώσσες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποιεί εν γένει τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά ως διαδικαστικές γλώσσες, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχει υπηρεσίες μετάφρασης προς διάφορες γλώσσες, ανάλογα με τις ανάγκες των μελών του.
Οι νοηματικές γλώσσες αποτελούν σημαντικό τμήμα του γλωσσικού μωσαϊκού της Ευρώπης. Βασίζονται σε κωδικοποιημένες κινήσεις των χεριών αντί σε ήχους και είναι εξίσου πλούσιες με τις ομιλούμενες γλώσσες όσον αφορά τις γραμματικές δομές, το συντακτικό και το λεξιλόγιο. Σε γενικές γραμμές, κάθε ομιλούμενη γλώσσα έχει μια αντίστοιχη νοηματική.
Αριθμός των χρηστών νοηματικής γλώσσας
Αν και δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία για τον αριθμό των χρηστών νοηματικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η έρευνα του ευρωβαρόμετρουπου πραγματοποιήθηκε το 2001 αποκάλυψε ότι το 0,2% των ερωτηθέντων γνώριζαν μια νοηματική γλώσσα. Από το ποσοστό αυτό συνάγεται, αν και με κάποια επιφύλαξη λόγω του μικρού μεγέθους του δείγματος, ότι σε επίπεδο ΕΕ υπάρχουν περί τους 900.000 χρήστες νοηματικής γλώσσας. Σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις, ένα στα χίλια άτομα χρησιμοποιεί μια εθνική νοηματική γλώσσα ως πρώτη γλώσσα, ποσοστό που αντιστοιχεί σε μισό εκατομμύριο περίπου άτομα σε όλη την ΕΕ. Εκτός από τους κωφούς, οι οποίοι μπορεί να έχουν τη νοηματική ως μητρική γλώσσα, στους χρήστες νοηματικής γλώσσας περιλαμβάνονται τα άτομα με μειωμένη ακοή, οι φίλοι και οι οικογένειές τους, καθώς και άλλα άτομα που χρησιμοποιούν τη νοηματική γλώσσα ως δεύτερη ή τρίτη γλώσσα.
Διαφορετικά νομικά καθεστώτα
Το επίσημο καθεστώς των νοηματικών γλωσσών ποικίλλει μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Τρεις χώρες αναγνωρίζουν την εθνική νοηματική τους γλώσσα στο Σύνταγμά τους:
- Αυστρία (η νοηματική γλώσσα αναγνωρίστηκε το 2005)
- Φινλανδία (η νοηματική γλώσσα αναγνωρίστηκε το 1995)
- Πορτογαλία (η νοηματική γλώσσα αναγνωρίστηκε το 1997)
Άλλα κράτη μέλη αναγνωρίζουν επίσημα τη νοηματική γλώσσα μέσω συγκεκριμένων μέτρων και νομοθετικών πράξεων: η ολλανδόφωνη και η γαλλόφωνη κοινότητα του Βελγίου, η Γερμανία, η Δανία, η Ελλάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία, η Ισπανία – ιδίως η Καταλωνία -, η Λετονία, η Νορβηγία, η Σλοβενία και η Σουηδία.
Τα μέτρα αυτά έχουν την υποστήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το οποίο το 1988 εξέδωσε ψήφισμα για τις νοηματικές γλώσσες (που επαναλήφθηκε το 1998). Στο ψήφισμα αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη μέλη κλήθηκαν να προαγάγουν τη νοηματική γλώσσα και να διασφαλίσουν ότι τα κωφά άτομα μπορούν να εργαστούν και να σπουδάσουν στη γλώσσα που προτιμούν. Από το 1996 έως το 1997, η Επιτροπή χρηματοδότησε ένα ευρείας κλίμακας πρόγραμμα για την προαγωγή της αναγνώρισης των νοηματικών γλωσσών, το οποίο συντόνισε η Ευρωπαϊκή Ένωση Κωφών (EUD), η ευρωπαϊκή ομοσπονδία που εκπροσωπεί τις εθνικές οργανώσεις κωφών.
Πηγές: Ευρωπαική Επιτροπή, Wikipedia
socialpolicy.gr