Το 2013, 10,7 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν από τα σπίτια τους εξαιτίας συγκρούσεων ή διώξεων, σύμφωνα με έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR). Το ποσοστό αυτό ανέβασε το παγκόσμιο σύνολο των προσφύγων στα 51,2 εκατομμύρια, για πρώτη φορά μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που ο αριθμός έχει ξεπεράσει τα 50 εκατομμύρια.
Τα παιδιά κατέχουν υψηλή θέση στα στατιστικά στοιχεία της UNHCR – μισοί από τους πρόσφυγες είναι κάτω από την ηλικία των 18 ετών. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, διότι μελέτες με βάση τα δεδομένα από συγκρούσεις του 20ου αιώνα, αποκαλύπτουν πώς ο εκτοπισμός κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας μπορεί να έχει δια βίου δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία.
Για παράδειγμα, η μελέτη Helsinki Birth Cohort Study, σε δείγμα πάνω από 13.000 Φινλανδών, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε παιδική ηλικία σε γειτονικές χώρες κατά τη διάρκεια των πολέμων του 1939-1940 και 1941-1944, μεταξύ της Φινλανδίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η “έξοδος” επέτρεψε στους επιδημιολόγους να συγκρίνουν την υγεία των ενηλίκων που μετακινήθηκαν ως παιδιά από επικίνδυνες ζώνες, με την υγεία των ενηλίκων ατόμων που παρέμειναν στη Φινλανδία κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι οι ενήλικες οι οποίοι είχαν εκτοπιστεί ως παιδιά, εμφάνιζαν υψηλότερα ποσοστά εκδήλωσης στεφανιαίας νόσου, καρδιαγγειακής νόσου, διαβήτη τύπου 2 και υψηλής αρτηριακής πίεσης από ότι εκείνοι που είχαν παραμείνει στην χώρα τους.
Εκτός από το μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης χρόνιων ασθενειών κατά το στάδιο της ενήλικης ζωής τους, τα εκτοπισμένα παιδιά εμφανίζουν συχνά αναπτυξιακά προβλήματα καθώς μεγαλώνουν. Ο Ανθρωπολόγος Patrick Clarkin από το Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη, μελετά τους ανθρώπους από το Lao της Νοτιοανατολικής Ασίας και τις εθνοτικές ομάδες Hmong που διαβιούν σήμερα στις ΗΠΑ ή τη Γαλλική Γουιάνα.
Και στις δύο χώρες, αυτοί που εκτοπίστηκαν ως παιδιά κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ έχουν χαμηλότερο ύψος, κοντύτερα πόδια, υψηλότερο ποσοστό σωματικού λίπους και μεγαλύτερη κοιλιακή παχυσαρκία σε σχέση με όσους δεν εκτοπίστηκαν. Μερικά από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ισχυροί προάγγελοι των καρδιαγγειακών παθήσεων, του διαβήτη τύπου 2 και της υψηλής αρτηριακής πίεσης.
Πολλοί από αυτούς τους ενήλικες, υποσιτίζονταν όταν ήταν πρόσφυγες. Η έλλειψη τροφής μπορεί επίσης να εξηγήσει την επικράτηση των χρόνιων ασθενειών στα μετέπειτα στάδια της ζωής.
Δεδομένα από πιο πρόσφατες συγκρούσεις και των επιπτώσεων τους την υγεία των προσφύγων είναι σπάνια, λόγω του κινδύνου που συχνά αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και οι ερευνητές. Μία από τις λίγες μελέτες που υπάρχουν, δημοσιεύθηκε το 2013 από τον Hasanain Faisal Ghazi του Διεθνές Ινστιτούτου για την Παγκόσμια Υγεία στο Πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Εθνών στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας.
Ο Hasanain Faisal Ghazi, ανακάλυψε πως ο παιδικός υποσιτισμός συνδέεται με τη διαβίωση σε ένα ανασφαλές περιβάλλον και το βίαιο θάνατο ενός μέλους της οικογένειας κατά τα προηγούμενα πέντε χρόνια. Ο συνδυασμός των φυσικών συνεπειών της κακής διατροφής με το άγχος του συνεχούς κινδύνου και της απώλειας της κοινωνικής στήριξης, επηρεάζουν αυτά τα παιδιά, γεγονός που οδηγεί σε προβλήματα υγείας αργότερα.
Και οι δύο παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο για τους νέους πρόσφυγες, οι οποίοι συχνά διαμένουν σε καταυλισμούς που δεν παρέχουν περιβάλλον ασφάλειας και προστασίας, ενώ πολύ συχνά οι νέοι πρόσφυγες έχουν χάσει έναν συγγενή κατά τη διάρκεια της μετατόπισης.
Η προσπάθεια να διασφαλιστεί ότι οι πρόσφυγες δεν θα αναπτύξουν τελικώς χρόνιες παθήσεις για το υπόλοιπο της ζωής τους δεν είναι απλώς ένα ζήτημα υγειονομικής περίθαλψης. “Το γεγονός ότι οι επαγγελματίες της δημόσιας υγείας κάνουν καταπληκτική δουλειά σε δύσκολες συνθήκες δεν πρέπει να μας κάνει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι είναι οι πολιτικοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις, και βλάπτουν τις ζωές των ανθρώπων για δεκαετίες”, ανέφερε ο Ανθρωπολόγος Patrick Clarkin.
Πηγή: newscientist.com
socialpolicy.gr