Μετάφραση/ Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
Το συγκεκριμένο άρθρο παρουσιάζει μία σύνοψη της υποκειμενικής αναφοράς της κατάστασης υγείας του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Εστιάζει πρωταρχικά σε δύο δείκτες – κλειδιά που περιγράφουν το επίπεδο και την κατανομή της κατάστασης υγείας: η υποκειμενική αναφορά της κατάστασης υγείας προσδίδει μία συνολικότερη αξιολόγηση από τους ίδιους τους ερευνώμενους σχετικά με το γενικότερο επίπεδο υγείας τους – η χρόνια νοσηρότητα αξιολογεί την παρουσία μίας μακροχρόνιας νόσου ή προβλήματος υγείας.
INFOGRAPHIC
Κύρια Στατιστικά Ευρήματα
Υποκειμενική πρόσληψη της κατάστασης υγείας
- Δύο στα τρία άτομα αξιολόγησαν την κατάσταση υγείας τους ως πολύ καλή ή καλή
Στην Ε.Ε. των 28, το 67 % του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω αξιολόγησαν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή το 2014, ενώ το 23% αξιολόγησαν την υγεία τους ως μέτρια ενώ το 10% ως κακή ή πολύ κακή. Σε επίπεδο κρατών-μελών, το ποσοστό των ανθρώπων που αξιολόγησαν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή κυμάνθηκε από 58% στην Ουγγαρία σε 78% στην Κύπρο, με την Εσθονία (52%), Πορτογαλία (46%), Λετονία (46%) και Λιθουανία (45%) να βρίσκονται κάτω από αυτά τα επίπεδα και η Σουηδία (με 80%) και Ιρλανδία (82%) να βρίσκονται πάνω από αυτά – η Ελβετία (με 79%) σημείωσε ένα εξίσου υψηλό ποσοστό (βλέπε Γράφημα 1).
ΓΡΑΦΗΜΑ 1 – Ποσοστό Ατόμων Ηλικίας 16 και Άνω με Πολύ Καλή ή Καλή Υποκειμενική Αναφορά ή Πρόσληψη της Κατάστασης Υγείας τους, 2014
Πηγή: Eurostat
Υποκειμενική – πρόσληψη του χάσματος υγείας κατά φύλο: οι άντρες έτειναν να αξιολογούν καλύτερα την υγεία τους από ότι οι γυναίκες
Το 2014, οι άντρες ήταν πιο πιθανόν να αξιολογούν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή από ότι οι γυναίκες σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Υπό αυτή τη μέτρηση, τα μεγαλύτερα χάσματα υγείας κατά φύλο σημειώθηκαν στη Λιθουανία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία, τη Λετονία και τη Σλοβακία. Στο σύνολο της Ε.Ε. των 28, το έμφυλο χάσμα υγείας ήταν 5 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το 70% των αντρών αξιολόγησαν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή συγκριτικά με το 65% των γυναικών.
Αντιστρόφως, όταν εστιάζουμε στον πληθυσμό που αξιολόγησε την υγεία του ως κακή ή πολύ κακή, τα ποσοστά για τις γυναίκες ήταν εν γένει υψηλότερα από αυτά των αντρών, με το Ηνωμένο Βασίλειο να αποτελεί το μόνο κράτος -μέλος ως εξαίρεση αυτού. Στην ΕΕ των 28 ως σύνολο, το 11% των γυναικών και το 9% των αντρών θεώρησαν ότι η υγεία τους είναι κακή ή πολύ κακή το 2014.
Πίνακας 1 – Κατανομή των ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω κατά υποκειμενική πρόσληψη/αναφορά της κατάστασης υγείας, 2014 (%)
Πηγή: Eurostat
Η αρνητική πρόσληψη της κατάστασης υγείας αυξάνεται όσο αυξάνεται η ηλικία όπως και το έμφυλο χάσμα υγείας
Η υποκειμενική πρόσληψη της κατάστασης υγείας εμφανίζει επίσης ένα διακριτό ηλικιακό μοτίβο καθώς ολοένα και λιγότεροι άνθρωποι έτειναν να αξιολογούν και να “εκτιμούν” την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή στις ομάδες μεγαλύτερης ηλικίας από ότι στις ομάδες μικρότερων ηλικιών, ενώ το ποσοστό όσων ανέφεραν κακή ή πολύ κακή υγεία αυξανόταν με την ηλικία (δείτε Γράφημα 2), όπως συνέβαινε και με όσους/ όσες αξιολογούσαν την υγεία τους ως μέτρια.
Το έμφυλο χάσμα υγείας όσον αφορά το ποσοστό του πληθυσμού που αναφέρει πολύ καλή ή καλή υγεία μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες: το χάσμα ήταν χαμηλότερο για την ηλικιακή ομάδα μεταξύ 16-24 ετών (1 ποσοστιαία μονάδα μεγαλύτερη για τις γυναίκες) και εν γένει αυξανόταν με την ηλικία, ώστε να φθάσει στο μέγιστο σημείο στην ηλικιακή κατηγορία μεταξύ 75 και 84 ετών (8 ποσοστιαίες μονάδες).
Γράφημα 2 – Υποκειμενική αξιολόγηση της κατάστασης υγείας για τα άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω, κατά φύλο και ηλικία, Ε.Ε. 28, 2014 (%)
Πηγή: Eurostat
Τα άτομα υψηλότερου επιπέδου τυπικής εκπαίδευσης εκλαμβάνουν την κατάσταση υγείας τους ως καλύτερη
Ξεκάθαρες διαφοροποιήσεις εμφανίζονται όταν εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ υποκειμενικής αξιολόγησης (αυτο-αναφορά) της κατάστασης υγείας και επιπέδου τυπικής εκπαίδευσης. Στην ΕΕ των 28, το 54% του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει έως και την κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το 70% του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια ή μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση, και το 81% του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση εξελάμβανε την υγεία του ως πολύ καλή ή καλή το έτος 2014. Το χάσμα υγείας μεταξύ των επιπέδων ολοκληρωμένης τυπικής εκπαίδευσης είναι εμφανές σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., γενικότερα με το ίδιο πρότυπο που παρατηρείται για την ΕΕ των 28 ως σύνολο. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Μάλτα, όπου το ποσοστό των ανθρώπων που ανέφεραν πολύ καλή ή καλή υγεία δεν ήταν σημαντικά διαφοροποιημένο μεταξύ όσων είχαν ολοκληρώσει το τριτοβάθμιο επίπεδο εκπαίδευσης και όσων είχαν ολοκληρώσει ως και την ανώτερη δευτεροβάθμια και την μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το μεγαλύτερο χάσμα στο ποσοστό του πληθυσμού που αναφέρει πολύ καλή ή καλή υγεία μεταξύ όσων που έχουν ολοκληρώσει το ανώτερο και το κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης παρατηρήθηκε στην Κροατία (41 ποσοστιαίες μονάδες), και ακολούθησαν οι Πορτογαλία και Πολωνία (και οι δύο 40 ποσοστιαίες μονάδες). Το μικρότερο χάσμα, 17 ποσοστιαίες μονάδες, παρατηρήθηκε στη Δανία και τη Γερμανία (δείτε Γράφημα 3).
Γράφημα 3 – Ποσοστά ατόμων ηλικίας 16 ετών και άνω με πολύ καλή ή καλή υποκειμενική κατάσταση υγείας, κατά επίπεδο ολοκληρωμένης τυπικής εκπαίδευσης , 2014 (%)
Πηγή: Eurostat
Οι ανισότητες υγείας αυξάνονται με τις εισοδηματικές ανισότητες
Στην ΕΕ-28 το 61% του πληθυσμού στην εισοδηματική ομάδα του πρώτου πεμπτημορίου (το 20% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα) καθώς και όσοι ανήκαν στην εισοδηματική ομάδα του δεύτερου πεμπτημορίου εκλάμβαναν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή το 2014, συγκριτικά με το 66% για την ομάδα του τρίτου πεμπτημορίου, 72% για το τέταρτο πεμπτημόριο και 78% για την εισοδηματική ομάδα του πέμπτου πεμπτημορίου (το 20% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα).
Σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ εμφάνισαν ένα παρόμοιο πρότυπο, με τα χαμηλότερα ποσοστά των ατόμων που αξιολογούσαν την υγεία τους ως πολύ καλή ή καλή να σημειώνεται για την εισοδηματική ομάδα του πρώτου πεμπτημορίου, τα υψηλότερα ποσοστά για την εισοδηματική ομάδα του πέμπτου πεμπτημορίου, και τα ποσοστά για την ομάδα του τρίτου εισοδηματικού πεμπτημορίου να βρίσκονται μεταξύ των δύο. Μόνο τέσσερα κράτη-μέλη της Ε.Ε. παρέκκλιναν από αυτό το πρότυπο, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ρουμανία και η Ουγγαρία όπου ο πληθυσμός μεσαίου εισοδήματος εμφανιζόταν λιγότερο πιθανόν να αναφέρει πολύ καλή ή καλή υγεία σε σύγκριση με τον πληθυσμό χαμηλότερου εισοδήματος – αυτή η περίπτωση ήταν ίδια με αυτή του Μαυροβουνίου.
Η μεγαλύτερη διαφορά στα ποσοστά του πληθυσμού που ανέφεραν πολύ καλή ή καλή υγεία μεταξύ των πληθυσμών στα υψηλότερα και χαμηλότερα εισοδηματικά πεμπτημόρια παρατηρήθηκε στην Εσθονία (42 βαθμοί ποσοστιαίας διαφοράς), ενώ ακολουθεί η Λετονία (33 βαθμοί ποσοστιαίας διαφοράς). Αντιθέτως, σχετικά μικρή διαφοροποίηση σε πολύ καλή και καλή αξιολογούμενη υγεία παρατηρήθηκε μεταξύ των διαφορετικών εισοδηματικών ομάδων στην Ρουμανία, όπως και στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.
Χρόνια Νοσηρότητα
Ένας στους τρείς ανθρώπους στην Ε.Ε ηλικίας 16 ετών ή άνω ανέφερε την ύπαρξη μακροχρόνιας ασθένειας ή προβλήματος υγείας για το 2014.
Το 2014, το 33 % του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω της Ε.Ε. ανέφερε την ύπαρξη μακροχρόνιας ασθένειας ή προβλήματος υγείας – αυτή η αναλογία παρέμεινε σχετικά σταθερή διαχρονικά. Μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε, ο χαμηλότερος επιπολασμός αντίστοιχων προβλημάτων παρατηρήθηκε στην Ρουμανία (19%) και την Βουλγαρία (21%), ενώ τα περισσότερα κράτη-μέλη ανέφεραν ποσοστά που κυμαίνονταν μεταξύ 24% και 40%, παρόλο που η Εσθονία και η Φινλανδία (46%) βρίσκονταν πάνω από αυτή την κλίμακα.
Οι άντρες εμφάνιζαν λιγότερες πιθανότητες ύπαρξης μακροχρόνιου προβλήματος υγείας από ότι οι γυναίκες
Όπως και η υποκειμενική αξιολόγηση της υγείας, οι άντρες ανέφεραν μακροχρόνιες νόσους ή προβλήματα υγείας λιγότερο συχνά από ότι οι γυναίκες: το 2014, στην Ε.Ε. των 28 το ποσοστό για τους άντρες ήταν 30% ενώ αυτό για τις γυναίκες προσέγγισε το 35% (δείτε Γράφημα 6). Μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε., τα μεγαλύτερα έμφυλα χάσματα για αυτό τον δείκτη παρατηρήθηκαν στη Λετονία και την Πορτογαλία (9 ποσοστιαίες μονάδες) και την Σλοβακία (8 ποσοστιαίες μονάδες) – η Νορβηγία και η Σερβία σημείωσαν επίσης μεγάλα χάσματα (10 και 9 ποσοστιαίες μονάδες αντιστοίχως). Αντιθέτως, τα μικρότερα χάσματα σημειώθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Γερμανία (2 ποσοστιαίες μονάδες) ενώ στην Κύπρο το χάσμα ήταν μηδενικό.
Ένας σημαντικός παράγοντας για τον επιπολασμό των μακροχρόνιων παθήσεων ή προβλημάτων υγείας ήταν η ηλικία: ενώ μόλις το 11% του πληθυσμού ηλικίας 16-24 ετών στην Ε.Ε. των 28 ανέφερε χρόνιο πρόβλημα υγείας το 2014, το ποσοστό ανέβαινε στο 54% για την ηλικιακή ομάδα 65-74 ετών και σε 72% για όσους βρίσκονταν στην ηλικία από 85 ετών και άνω.
Πηγή: Self – perceived health statistics – > Eurostat : ec.europa.eu/eurostat/Self-perceived_health_statistics
socialpolicy.gr
Για ενδιαφέροντα γραφήματα – infographics και ενημερώσεις ακολουθήστε μας και στο twitter -> https://twitter.com/socpolicy