Συγγραφέας: Owen Davis — PhD Candidate in Social Policy, University of Kent
Μετάφραση/ Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, μαζί με έτερες χώρες υψηλού εισοδήματος, βρίσκεται εν μέσω κρίσης στο πεδίο της ψυχικής υγείας. Πρόσφατη έκθεση από το Δίκτυο Ψυχικής Υγείας (Mental Health Network), είχε ως εύρημα ότι το 19% των ενηλίκων είχαν διαγνωσθεί με κατάθλιψη σε κάποιο σημείο της ζωής τους, ενώ περίπου ένας στους τέσσερεις ανθρώπους αντιμετωπίζει ένα πρόβλημα ψυχικής υγείας σε οποιοδήποτε έτος αναφοράς. Ακόμη πιο ανησυχητικό, η ψυχική ασθένεια σημειώνει υψηλά ποσοστά στους πληθυσμούς των νέων ανθρώπων, υποδεικνύοντας ότι η πίεση που θα δεχθεί το NHS και άλλες κοινωνικές υπηρεσίες αναμένεται να αυξηθεί στα χρόνια που θα έρθουν.
Αποτελεί συχνή πεποίθηση ότι η κατάθλιψη και η ψυχική ασθένεια εν γένει αποτελούν “προβλήματα της μεσαίας τάξης”, εντούτοις αυτή η αντίληψη δεν στηρίζεται από ερευνητικά ευρήματα. Παρότι τα προβλήματα ψυχικής υγείας έχουν αυξηθεί στους πληθυσμούς των πλουσιότερων κοινωνικών ομάδων, οι μελέτες δείχνουν επανειλημμένα ότι η ψυχική υγεία παραμένει αντιστρόφως συσχετιζόμενη με την κοινωνική τάξη. Ο κίνδυνος ανάπτυξης μιας ψυχικής διαταραχής αυξάνεται μαζί με την κοινωνικοοικονομική μειονεξία και οι πιθανότητες αναφοράς κατάθλιψης είναι έως και δύο φορές υψηλότερη μεταξύ όσων ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες, εν συγκρίσει με όσους ανήκουν στις ανώτερες.
Η ανασκόπηση μελετών έχει επίσης ως εύρημα ότι τα μειονεκτούντα παιδιά αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο από όσα παιδιά προέρχονται από πιο εύπορες οικογένειες, υποδεικνύοντας ότι οι ανισότητες είναι διαγενεακές και ξεκινούν από τα πρώιμα στάδια της ζωής.
Μπορούν οι πολιτικές να “κάνουν τη διαφορά”;
Οι αιτίες αυτών των ανισοτήτων στη ψυχική υγεία θεωρείται ότι είναι οι ίδιες με όσες επηρεάζουν έτερες πτυχές της κοινωνικής κατανομής της υγείας: φτώχεια, ανεργία, ανθυγιεινοί τρόποι ζωής, κακές εργασιακές συνθήκες, κακές συνθήκες στέγασης. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ότι ο αρνητικός αντίκτυπος αυτών των “κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων της υγείας” μπορεί να αμβλυνθεί μέσω καλά σχεδιασμένων κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών απασχόλησης, όπως ανακάλυψα καθώς πραγματοποιούσα έρευνα για τη διατριβή μου σε αυτή τη θεματική.
Τα ευρήματα ως τώρα αποδεικνύουν μονάχα “μακρινές συνδέσεις” μεταξύ κοινωνικών πολιτικών και πολιτικών απασχόλησης και ανισοτήτων στη ψυχική υγεία. Ένας αριθμός μελετών έχει εξετάσει τις διαφοροποιήσεις και ανισότητες στην ψυχική υγεία στα διάφορα “προνοιακά καθεστώτα” (welfare regimes). Τα καθεστώτα αυτά αποτελούν συστάδες χωρών που ταξινομούνται βάσει της γενναιοδωρίας του συστήματος κοινωνικής προστασίας τους, των επιπέδων των κοινωνικών επενδύσεων, και της ποιότητας των εργασιακών συνθηκών. Όσα είναι πιο “γενναιόδωρα” και με καλύτερες συνθήκες στην αγορά εργασίας, αναμένεται να εμφανίζουν μικρότερες ανισότητες στη ψυχική υγεία καθώς θα μειώνουν τον αρνητικό αντίκτυπο της φτώχειας, της ανεργίας και έτερων “κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων της υγείας”.
Μία αντίστοιχη μελέτη εξέτασε τα ποσοστά κατάθλιψης μεταξύ των προνοιακών καθεστώτων της Ευρώπης. Βρέθηκε ότι κατά μέσο όρο η κατάθλιψη εμφάνιζε υψηλότερα ποσοστά σε φιλελεύθερα (Ηνωμένο Βασίλειο) και νότια ή νοτιοευρωπαϊκά (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα) κράτη πρόνοιαςκαι χαμηλότερασε Σκανδιναβικά (Σουηδία και Δανία) και συντηρητικά προνοιακά καθεστώτα (Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Γαλλία, Ελβετία και Αυστρία). Το εύρημα αυτό συνδέεται με το χαμηλότερο επίπεδο κοινωνικής προστασίας και το χαμηλότερο επίπεδο εργασιακών συνθηκών στα φιλελεύθερα και νοτιοευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας, εν συγκρίσει με τα Σκανδιναβικά και τα συντηρητικά.
Μία ακόμη μελέτη που εστίασε πιο άμεσα στις ανισότητες εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο η σύνδεση μεταξύ κατάθλιψης και εκπαίδευσης μεταβαλλόταν στα προνοιακά καθεστώτα της Ευρώπης. Βρήκαν επίσης ότι το νοτιοευρωπαϊκό μοντέλο ή κράτος πρόνοιας (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα) με το φτωχά ανεπτυγμένο συστήμα κοινωνικής προστασίας και τα υψηλά επίπεδα φτώχειας, ήταν λιγότερο επιτυχημένο στη μείωση της σύνδεσης μεταξύ εκπαίδευσης και κατάθλιψης, ειδικότερα όταν συγκρινόταν με τα βορειοευρωπαϊκά κράτη πρόνοιας (Σουηδία και Δανία). Αυτό, ως συμπέρασμα, εξηγείται μερικώς από την γενναιοδωρία του Σκανδιναβικού προνοιακού καθεστώτος.
Άλλες μελέτες κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα και συνολικότερα τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι χώρες με γενναιόδωρα συστήματα κοινωνικής προστασίας, χαμηλό επίπεδο ανεργίας, υψηλά επίπεδα κοινωνικών επενδύσεων (εκπαίδευση ή κατάρτιση/ στήριξη για τους ανέργους) και μια καλά ρυθμισμένη αγορά εργασίας, αποδίδουν καλύτερα σε όρους ανισοτήτων στην ψυχική υγεία.
Παρόλα αυτά, συνεχίζει να υφίσταται μία έλλειψη πειστικών αποδείξεων και ευρημάτων σχετικά με τον ακριβή τρόπο με τον οποίο τα κράτη πρόνοιας αμβλύνουν (ή ακόμη και οξύνουν) τις ανισότητες στην ψυχική υγεία. Στη διατριβή μου, ξεκίνησα να διερευνώ αυτά τα ερωτήματα και να εξετάζω εάν και εφόσον οι πολιτικές για τη μείωση της ανεργίας (υπηρεσίες απασχόλησης στο δημόσιο, κατάρτιση, κίνητρα απασχόλησης), μπορούν να μειώσουν και τις ανισότητες στην ψυχική υγεία.
Οικοδομώντας στην προσέγγιση των Carter and Whitworth, προτείνω ότι αυτό μπορεί να συμβεί μέσω δύο μηχανισμών. Πρώτον, μέσω της συμμετοχής σε προγράμματα κατάρτισης με επάρκεια πόρων και σχεδιασμού που ενδέχεται να μειώνει τις ανισότητες στην ψυχική υγεία μέσω της βελτίωσης της εμπειρίας της ανεργίας. Οι αρνητικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία που συνδέονται με την ανεργία πιστεύεται ότι σχετίζονται μερικώς με την ζημιά στην αυτοεκτίμηση και στην αίσθηση σκοπού, τα οποία μπορούν να αμβλυνθούν μέσω των προγραμμάτων κατάρτισης. Και, δευτερευόντως, η βελτίωση των αποτελεσμάτων στα επίπεδα απασχόλησης μπορεί να μειώσει τις ανισότητες στην ψυχική υγεία, ειδικότερα μεταξύ των κοινωνικά μειονεκτούντων ομάδων καθώς η ποιοτική εργασία είναι ευεργετική για την ψυχική υγεία.
Επιπτώσεις στην Πολιτική
Ασφαλώς, τα οφέλη της αξιοποίησης πολιτικών για την μείωση των ανισοτήτων ψυχικής υγείας θα ήταν ευρύτερα. Οι περισσότεροι λήπτες του επιδόματος αναπηρίας (incapacity benefit), ένα από τα επιδόματα με τους περισσότερους λήπτες, προέρχονται πολύ περισσότερο από τις κατώτερες κοινωνικοοικονομικές ομάδες και το διεκδικούν για ζητήματα ψυχικής υγείας.
Οι κοινωνικές ανισότητες στην ψυχική υγεία μπορούν έτσι να συνεισφέρουν στην αύξηση των αιτήσεων για επιδόματα αναπηρίας, υποδεικνύοντας ότι οι κοινωνικές πολιτικές και οι πολιτικές απασχόλησης που μειώνουν τις ανισότητες στην ψυχική υγεία θα μειώσουν (παραδόξως) τα κόστη για το προνοιακό σύστημα.
Παρόμοια, οι ανισότητες στην ψυχική υγεία αυξάνουν τη ζήτηση για τις υπηρεσίες του NHS σε μειονεκτούσες περιοχές, όπου οι προϋπολογισμοί είναι ήδη πολύ στενοί. Η μείωση αυτών των ανισοτήτων μέσω κοινωνικών πολιτικών που στοχεύουν στους κοινωνικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της ψυχικής υγείας μπορεί να μειώσει το “βάρος” που επωμίζονται οι υπηρεσίες υγειονομικής φροντίδας στις μειονεκτούσες περιοχές και να συνεισφέρουν επίσης στην ευρύτερη ισονομία στην υγεία.
Υφίστανται επίσης ηθικά επιχειρήματα για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προσδιοριστικών παραγόντων στην ψυχική υγεία. Είναι άδικο όσοι αντιμετωπίζουν άσχημες συνθήκες και κακή ποιότητα ζωής να έχουν αυξημένη πιθανότητα να πάσχουν από μείζονες ψυχικές ασθένειες. Επιπρόσθετα, οι ανισότητες στην ψυχική υγεία μπορεί να έχουν σημασία και για το κοινωνικό χάσμα στο προσδόκιμο ζωής, καθώς η ψυχική ασθένεια αποτελεί έναν ισχυρό προβλεπτικό παράγοντα της θνησιμότητας.
Κατά αυτόν τον τρόπο, εάν ενδιαφερόμαστε για την μείωση των ανισοτήτων στη θνησιμότητα τότε θα πρέπει επίσης να σκεφτούμε σοβαρά τη μείωση των ανισοτήτων στην ψυχική υγεία. Οι καλά χρηματοδοτούμενες και ορθά σχεδιασμένες κοινωνικές πολιτικές και πολιτικές απασχόλησης μπορούν να επιτύχουν αυτούς ακριβώς τους σκοπούς.
theconversation.com
socialpolicy.gr