Αγγελική Μέξια,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου,
Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Αποτελεί μια πραγματικότητα το γεγονός ότι από την δεκαετία του 1990 και μετά η σύνθεση του πληθυσμού της Ελλάδας έχει αλλάξει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Λόγω της εισροής πολλών παλιννοστούντων και αλλοδαπών μεταναστών γεννήθηκαν διάφορες ανάγκες τόσο εκπαιδευτικές όσο και κοινωνικές. Η ελληνική κοινωνία απαρτίζεται πλέον από διαφορετικά έθνη, διαφορετική καταγωγή, διαφορετικό πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο.
Ο τομέας της εκπαίδευσης δεν έμεινε ανέπαφος γι’ αυτό και άρχισαν σιγά σιγά να προβάλλονται ανάγκες για την ομαλή ένταξη αυτών των μαθητών και την πρόληψη αδυναμιών που μπορεί να είχαν. Πιο συγκεκριμένα, ο τομέας της γλώσσας στη χώρα υποδοχής αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί μια δυσκολία για τα παιδιά των μεταναστών αφού τις περισσότερες φορές δεν την γνωρίζουν. Η διαπολιτισμική εκπαίδευση παρατηρούμε πλέον ότι γίνεται αναγκαιότητα γι’ αυτό και ο ρόλος του σχολείου και κυρίως του εκπαιδευτικού αποτελούν μέγιστο αγαθό για τον δίγλωσσο μαθητή.
Στην Ελλάδα, η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στην πράξη εφαρμόζεται μόνο στα μειονοτικά σχολεία και αυτά είναι τα σχολεία της Θράκης, τα εβραϊκά και τα αρμένικα σχολεία. Αντίθετα, στα υπόλοιπα σχολεία της Ελλάδας η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας για τους αλλοδαπούς μαθητές (οικονομικοί μετανάστες), ενώ έχει θεσμοθετηθεί σύμφωνα με τον νόμο 2413/1996 για την «Διαπολιτισμική Εκπαίδευση», δεν εφαρμόζεται. Τα ιδιωτικά σχολεία αποτελούν εξαίρεση αφού τα προγράμματα δίγλωσσης εκπαίδευσης εφαρμόζονται με επιτυχία για αλλοδαπούς και Έλληνες μαθητές. Με την έλευση μεγάλου πληθυσμού μεταναστών το 1990 και μετά η εκπαιδευτική πολιτική προσπαθεί να εφαρμόσει ορισμένες μεταρρυθμίσεις με σκοπό να βρεθούν λύσεις. Οι λύσεις αυτές δεν επιφέρουν μεγάλες αλλαγές στο θέμα των μεθόδων διδασκαλίας των δίγλωσσων μαθητών. Θεσμικά, το 1996 θεσπίστηκε το μοντέλο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και της γλωσσικής διδασκαλίας των παιδιών αυτών.
Αλλά όπως είδαμε και πιο πάνω, ενώ σαν νομοθεσία υπήρχε δεν εφαρμοζόταν στα σχολεία και στην διδασκαλία επιχειρώντας έτσι μια εμβύθιση(εκπαίδευση που προορίζεται για τα παιδιά των γλωσσικών μειονοτήτων που εντάσσονται στην κύρια εκπαίδευση) οι μαθητές-μέλη γλωσσικής μειονότητας θα μάθουν γρήγορα 1-2 χρόνια) στο αμιγές ελληνόφωνο πρόγραμμα του σχολείου ενώ κανονικά έπρεπε να γίνει δημιουργία προγραμμάτων για δίγλωσσους μαθητές προτού ενταχθούν στα ελληνικά σχολεία. Επίσης, έχουν ιδρυθεί σύμφωνα με τον νόμο οι γνωστές (Τ.Υ) Τάξεις Υποδοχής και τα (Φ.Τ) Φροντιστηριακά Τμήματα για τους αλλοδαπούς μαθητές με στόχο να μπορέσουν να ενταχθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται στο εκπαιδευτικό σύστημα και να μάθουν την γλώσσα. Στην πραγματικότητα όμως, οι θεσμοί αυτοί απλώς προσπαθούν να εντάξουν πολύ γρήγορα τους πολιτισμικά διαφορετικούς αφήνοντας πίσω και άλλες παραμέτρους όπως είναι τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά τους κλπ,.
Οι εκπαιδευτικοί με την σειρά τους, ίσως δεν είναι τόσο ‘καλυμμένοι’ από την πανεπιστημιακή τους κατάρτιση όσον αφορά την διαχείριση των δίγλωσσων μαθητών κάτι το οποίο παρατηρήθηκε φυσικά μέσα από την ανασκόπηση του προγράμματος σπουδών των ΑΕΙ σε σχέση με τα διαπολιτισμικά μαθήματα και το φαινόμενο της διγλωσσίας στη χώρα μας. Ενώ υπάρχει κινητοποίηση από πλευράς πανεπιστημίων όσον αφορά την κατάρτιση των εκπαιδευτικών σε προπτυχιακό- μεταπτυχιακό επίπεδο δεν διαφαίνεται να εφαρμόζονται στην πράξη.
Το τι διδάσκονται στα πανεπιστήμια δεν σημαίνει ότι αποδίδει κιόλας στον σχολικό χώρο ιδιαίτερα όταν οι εκπαιδευτικοί έρχονται αντιμέτωποι με την πραγματικότητα της κατάστασης. Επομένως, καταδεικνύεται η ανάγκη επαρκούς προπτυχιακής προετοιμασίας και ενδοϋπηρεσιακής επιμόρφωσης.
Σε μια εποχή που η επιμόρφωση και η στήριξη των εκπαιδευτικών στο έργο τους είναι αναγκαία, δυστυχώς λόγω των οικονομικών- κοινωνικών –πολιτισμικών εξελίξεων δεν δίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτή η δυνατότητα. Παρ’ όλη την ενθάρρυνση για τέτοιο είδους προγράμματα διγλωσσίας και διαπολιτισμικότητας, δυστυχώς το κράτος δεν προσφέρει. Σε αυτή τη διαδικασία δυστυχώς, το Υπ. Παιδείας, δεν βοηθάει το έργο των εκπαιδευτικών και δεν μεριμνά για το φαινόμενο. Τμήματα Υποδοχής μεταναστών μπορεί να έχουν δημιουργηθεί αλλά δεν επαρκούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα τμήματα ένταξης και υποδοχής στα σχολεία που όχι μόνο δεν είναι αρκετά αλλά αργούν να λειτουργήσουν και ξεκινάνε από τη μέση της σχολικής χρονιάς.
Το Υπ. Παιδείας πρέπει να είναι ο πρώτος φορέας που θα μεριμνήσει, θα στηρίξει και θα επιβραβεύσει την εκπαιδευτική προσπάθεια. Χρειάζεται μια πιο ρεαλιστική αποτίμηση της κατάστασης ώστε να υπάρχουν και τα επιθυμητά αποτελέσματα. Οι εκπαιδευτικοί που βγαίνουν από την τυπική εκπαίδευση χρειάζονται παραπάνω στήριξη και από την σχολική μονάδα αλλά και από τον σχολικό σύμβουλο. Χρειάζονται καθοδήγηση, συμβουλές και τρόπους αντιμετώπισης σχετικά με το φαινόμενο αυτό. Στόχος επομένως των επιμορφωτικών προγραμμάτων για τους εν ενεργεία και μελλοντικούς εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι η επαγγελματική ανάπτυξη , η εξειδίκευση και η διαχείριση του δίγλωσσου μαθητή.