Σίμος Ανδρονίδης
Οι διαδηλώσεις στο Βέλγιο αποτελούν μία ‘απόπειρα’ απάντησης (πρακτικής & νοηματικής πλαισίωσης) στις πολιτικές που προωθεί η κυβέρνηση του Σαρλ Μισέλ. Η κυβερνητική στρατηγική διαμεσολαβεί και επενεργεί στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων, «εγγίζοντας (κοινωνικοοικονομική «διακλάδωση») δύο μείζονες κατευθύνσεις:
«Η κυβέρνηση του Μισέλ έχει παγώσει προσωρινά τους μισθούς (σ.σ: η υπογράμμιση του συγγραφέα) και έχει ανακοινώσει ότι το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης θα αυξηθεί στα 67 από τα 65 έτη, με ορίζοντα το 2030».[1]
Στο Βέλγιο καθώς και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, οι μεταβολές συνεχίζονται.
Το «πάγωμα» του μισθού επηρεάζει την εν συνόλω διαβίωση της εργατικής τάξης (και του λαϊκού μπλοκ), δεικνύοντας το πεδίο της σχέσης μεταξύ τάξεων: «Ο μισθός της εργασίας καθορίζεται ακόμα απ’ τη σχέση του προς το κέρδος, προς το κέρδος του καπιταλιστή, αυτός είναι ο συγκριτικός, ο σχετικός μισθός της εργασίας. Ο πραγματικός μισθός της εργασίας εκφράζει την τιμή της εργασίας σε σχέση με την τιμή των υπόλοιπων εμπορευμάτων, ενώ ο σχετικός μισθός της εργασίας εκφράζει το μερίδιο της άμεσης εργασίας στην καινούργια αξία που παρήγαγε η ίδια, σε σύγκριση με το μερίδιο που πέφτει στη συσσωρευμένη εργασία, στο κεφάλαιο».[2]
Η ανάλυση του Μαρξ, είναι ιδιαίτερα σημαντική. Ο πραγματικός και ο σχετικός μισθός της εργασίας προσιδιάζουν στο προτσές κίνησης της κεφαλαιοκρατικού τύπου οικονομίας, συγκροτώντας πλαίσια: πώλησης (ή ενοικίασης), χρήσης, εκμετάλλευσης, τμηματικής «επανοικειοποίησης» ως μισθός, μισθός πραγματικός (αξία διάθεσης-σύγκρισης με την «τιμή των υπόλοιπων» εμπορευμάτων»), μισθός σχετικός (ως ‘φυγή προς τα μπρος’ για τον κεφαλαιοκράτη, ως «μορφή» υπόταξη εργασιακής δύναμης και αντίστοιχης συγκρότησης κεφαλαιοκρατικής-ταξικής ισχύος).
Σε μία κλίμακα διαβάθμισης, το «πάγωμα» των μισθολογικών κλιμακίων στο Βέλγιο (στασιμότητα-σταθερότητα), αναδεικνύει τάσεις «παγίωσης» ενός μισθολογικού προτύπου, που εδράζεται ακριβώς στον άξονα της αναγκαίας κεφαλαιακής συσσώρευσης και ‘ανάτασης’ της οικονομίας. Η «από τα πάνω» επιβολή της μισθολογικής στασιμότητας θέλει να επιβάλλει τη νόρμα του εφικτού, του «χρήσιμου» & «απαραίτητου» αυτή τη στιγμή (ο χρόνος παραγωγής εμπορευμάτων & αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού προτσές), που προσιδιάζει σε μία αντίληψη που θέλει ακριβώς το μισθό «παγωμένο», «ανέγγιχτο» από ταξικές διεκδικήσεις και προσλήψεις, διότι αυτό επιβάλλει η συγκυρία. Όπως αναφέρει Pierre Macherey: «ο καπιταλιστής αντλεί το μέγιστο που μπορεί από αυτή την αμφισημία (σ.σ: ‘είναι και δεν ‘είναι ακόμη): πληρώνει με τον μισθό την εργασιακή δύναμη ως προς αυτό που «είναι ήδη», ως Arbeitskraft, επιφυλασσόμενος του δικαιώματος να τη χρησιμοποιήσει ως αυτό που δεν «είναι ακόμη», ως Arbeitsvermogen, την οποία, για να θέσει σε λειτουργία, προτίθεται να διαπλάσει κατά το δοκούν».[3]
Σε ένα πλαίσιο διαβαθμισμένης ταξικότητας (υλικότητας-‘υλικοποίησης’), η «ευκαμψία» των μισθολογικών κλιμακίων ανατέμνει τα ίδια τα όρια απόσπασης υπεραξίας (τον τρόπο-τροπικότητα, τον βαθμό εκμετάλλευσης) και, ‘αντίστροφα’, προσδιορίζει εκ νέου την έννοια και την πρακτική της πάλης των τάξεων.
Όπως επισημαίνει πάλι ο Μαρξ: «Το κέρδος και ο μισθός της εργασίας βρίσκονται, όπως και πριν, σε αντίστροφη αναλογία».[4]
Αντίστοιχα, η στόχευση για την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, σε μεσο-μακροπρόθεσμο επίπεδο σε μία λογική αλληλουχίας και εναλλαγής των μέτρων λιτότητας, παρατείνει (δύναται να) τον εργάσιμο βίο, τον ειδικό και γενικό χρόνο της ταξικής εκμετάλλευσης-αλλοτρίωσης.[5] (Από το αστικό μπλοκ εξουσίας, ή το άρχον συγκρότημα, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που χρησιμοποιεί ο Νίκος Πουλαντζάς).
Και οι εργαζόμενοι στο Βέλγιο, ‘εδαφικοποιούν’ τη δράση τους στο χώρους εργασίας, την «ορατοποιούν» στο δημόσιο χώρο, ανασημαίνοντας τον ως πεδίο διεκδίκησης και εκδίπλωσης της ταξικής πάλης, που «ακουμπά» στο συσσωρευμένο τώρα έχοντας εγκολπωθεί εμπειρίες και ‘κουλτούρες’ ζωής και πρόσληψης της ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η κοινωνική πολλαπλότητα (νοούμενη και ως ‘διαφορετικότητα κουλτούρας, προκείμενων και τρόπου ζωής του ατομικού-συλλογικού εργαζόμενου) καθορίζει την έννοια της πάλης των τάξεων, καταπίπτοντας, σαν «σφυρί» που χτυπά, στο στόχο: τη διεκδίκηση εντός πεδίου, εντός κοινωνικοοικονομικής ‘μήτρας’. Ενέχει κάτι το παράδοξα αντιφατικό (τη διαφορετικότητα που «ενοποιείται»), που μετασχηματίζεται σε δράση, είναι γνώση & ιστορία μαζί.
Και οι χθεσινές διαδηλώσεις στην «καρδιά» της Ευρώπης ήταν έντονες.
——————————————–
[1] Βλέπε σχετικά, ‘Βέλγιο: Μαζικές διαδηλώσεις κατά της λιτότητας. Η κυβέρνηση «παγώνει» μισθούς και αυξάνει όρια συνταξιοδότησης… χωρίς μνημόνια’, Το Περιοδικό, www.toperiodiko.gr, 30/09/2016. H στρατηγική της άνωθεν επιβαλλόμενης λιτότητας παραπέμπει στην ίδια τη διαδικασία ενός δομικού «απεγκλωβισμού»: του «απεγκλωβισμού» της αστικής τάξης (και των κυρίαρχων μερίδων» της) από τη στενωπό της κρίσης με στόχο αφενός μεν την ανάκτηση των απωλειών, αφετέρου δε την προσίδια ευθυγράμμιση με τα προτάγματα της οικονομικής ‘ανταγωνιστικότητας’ σε ένα διεθνοποιημένο περιβάλλον. Ο Νίκος Πουλαντζάς αναφέρει στο βιβλίο του ‘Η κρίση των δικτατοριών’ (Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία), ότι το κράτος συνιστά «σχέση», «σχέση» κοινωνική που ‘αφαιρεί’ για να ‘εντάξει’. Εκκινώντας από αυτή την παρατήρηση, θα προβούμε σε μία υπόθεση εργασίας (case study), αναφέροντας πως η στρατηγική της λιτότητας και η τακτική εκδίπλωσης της αποτελούν μία καθ’ όλα «σχέση» κοινωνική, η οποία διαχέεται στο κοινωνικό όλον, αντανακλά ισορροπίες & συσχετισμούς δυνάμεων, επανακαθορίζει προτεραιότητες, αναδιατάσσει το εντός και το εκτός των κοινωνικών τάξεων και των μερίδων τάξεων (‘εξωτερική’ σχέση προς τάξη & μεταβολές στο εσωτερικό), επανεγγράφει τα «νάματα» της ταξικότητας. Κι αυτό που μένει, είναι μία ιδιαίτερη αποκρυστάλλωση (υποκειμενοποίηση) του προσδιορισμένα ‘δυνατού’: δεν υπάρχουν οι δυνατότητες για κάτι άλλο.. Με ή χωρίς μνημόνιο, η λιτότητα επηρεάζει προσδοκίες..
[2] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ, ‘Μισθωτή εργασία και Κεφάλαιο’, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2015, σελ. 46.
[3] Βλέπε σχετικά, Macherey Pierre, Φουκώ & Μαρξ. Το παραγωγικό κείμενο’, Μετάφραση: Μπέτζελος Τάσος, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής, Αθήνα, 2014, σελ. 46. «Αυτό που δεν είναι ακόμη» συναρτάται με το χρόνο της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και με τον ίδιον τρόπο απόσπασης υπεραξίας. «Αυτό που δεν είναι ακόμη» συνιστά εργατική δύναμη προς, «εν υπνώσει» (αλλά ενεργή) εργασιακή δύναμη που κατατείνει στα όρια του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Η εργασιακή δύναμη είναι η «ουσία» που προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά του εαυτού εν πράξει, της συγκεκριμένης ‘δομής’ που θέτει δύναμη, αποθέτει ενέργεια για να αποσπαστεί από το συστατικό προκείμενο. Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής είναι σύνθετος στις εκφάνσεις του.
[4] Βλέπε σχετικά, Μαρξ Καρλ…ό.π, σελ. 51.
[5] Όπως έχουν επισημάνει και οι Σπύρος Σακελλαρόπουλος και Παναγιώτης Σωτήρης στο βιβλίο τους ‘Αναδιάρθρωση και εκσυγχρονισμός στην Ελλάδα’.