της Βέρας Καραγιαννίδου
Το αντικείμενο των διεθνών σχέσεων βασίζεται στην ύπαρξη των συγκρούσεων, και μια σύγκρουση αρχίζει ως σύγκρουση συμφερόντων. Βάσει Διεθνούς Δικαίου, σκοπός δεν είναι η παρεμπόδιση της εκδήλωσής τους, αλλά η αναγωγή τους σε μια μορφή επιδεκτική ρυθμίσεων, με τρόπο ώστε η επίλυσή τους να αγγίζει το minimum της βιαιότητας. Όταν αυτό το θεωρητικό, και συχνά επικίνδυνα ασαφές, όριο ξεπεραστεί, τότε η σύγκρουση λαμβάνει άλλες διαστάσεις μέσω μιας αλληλουχίας φαινομένων. Σε αυτό το σημείο, πολλοί κάνουν λόγο για αυτό που ονομάστηκε ανοχή στις διεθνείς σχέσεις, εν είδει εξισορροπητικής πολιτικής και ‘διακριτικής’ στάσης απέναντι στα τεκταινόμενα. Αν απομονώσουμε τον όρο από το νομικό του πλαίσιο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα τέχνασμα αποφυγής της αμηχανίας των κρατών μπροστά σε κρίσιμα γεγονότα.
Μπροστά στην γνώση της επίθεσης από την μεριά του δράστη, την ανθρωποκτονία από πρόθεση, την εξόντωση, την υποδούλωση, την εκτόπιση ή βίαιη μετακίνηση πληθυσμού, την φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της ελευθερίας, τα βασανιστήρια, την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας, την δίωξη, την βίαιη εξαφάνιση προσώπων και άλλες πράξεις παρόμοιου χαρακτήρα, η όποια ανοχή λαμβάνει την μορφή συνενοχής και συνευθύνης.
Διαπιστώθηκε πως για να φτάσει το έγκλημα της γενοκτονίας να λάβει, αρχικά, όνομα μπροστά στα Διεθνή Ποινικά Δικαστήρια, και στη συνέχεια να θεωρηθεί ποινικά δικάσιμη, χρειάστηκε πολύ μεγάλη προσπάθεια. Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα και υποχρέωση κάθε κράτους, ακόμα και αν το ίδιο δεν είναι άμεσα θιγόμενο, να καταγγέλλει οποιαδήποτε πράξη αποτελεί παραβίαση των κανόνων που ισχύουν σχετικά με την διάπραξη γενοκτονίας.
Τα ‘ανώδυνα λουτρά αίματος’ στο ανατολικό Πακιστάν και το Μπουρούντι, αποτέλεσαν παραδείγματα γενοκτονιών που μόνο ελάχιστη δημοσιότητα έλαβαν και δεν γνώρισαν καμία συσπείρωση κρατών προς επίσημη καταγγελία.
Συγκεκριμένα, από την δεκαετία του ’40, το Πακιστάν κλονιζόταν από έντονες εσωτερικές αναταραχές και ήταν άτυπα χωρισμένο σε δύο τμήματα, το δυτικό και ανατολικό. Αν και το δυτικό τμήμα είχε πολύ μικρότερο πληθυσμό από το ανατολικό, κατανάλωνε το μεγαλύτερο ποσοστό του ετήσιου προϋπολογισμού και ασκούσε πολιτική εξουσία. Το 1970, χρονιά κατά την οποία εκλέγεται η πρώτη κυβέρνηση από το ανατολικό Πακιστάν, πραγματοποιείται πραξικόπημα. Το δυτικό τμήμα επιβάλλει στρατιωτική δικτατορία, καταστέλλοντας βίαια τους κατοίκους του ανατολικού Πακιστάν. Από το καθεστώς, πραγματοποιούνται μαζικές συλλήψεις, εκτεταμένη σφαγή των κατοίκων της Βεγγάλης, φυλακίσεις, βιασμοί, βασανιστήρια.
Τα καταφανή εγκλήματα που τελέσθηκαν σε αυτό το τμήμα του κόσμου, δεν αποτέλεσαν αντικείμενο δημοσιότητας παρά μονάχα όταν η κατάσταση άρχισε να γενικεύεται με την συμμετοχή της Ινδίας στη σύρραξη (1971).
Για την κυβέρνηση Νίξον, η γενοκτονία που τελούνταν δεν αποτέλεσε τίποτα παραπάνω από ένα ‘ανώδυνο’ λουτρό αίματος. Τα γεγονότα καθόλου δεν εμπόδισαν την Ουάσινγκτον να συνεχίσει την οικονομική και στρατιωτική της βοήθεια προς την κυβέρνηση του δυτικού Πακιστάν, κυβέρνηση που ανέλαβε την δολοφονική αυτή δράση. Ερμηνεύοντας τα πράγματα όπως συνέφερε, η Ουάσιγκτον αδιαφορούσε για την φυσική εξόντωση των κατοίκων της ανατολικής Βεγγάλης, επικαλούμενη την αρχή της μη επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας, την ίδια στιγμή που η παρουσία της ανα-λάμβανε τον ρόλο χορηγού στα γεγονότα.
Στην αφρικανική ήπειρο, στο Μπουρούντι, οι Χούτου και οι Τούτσι ζούσαν μαζί στο προ-αποικιακό βασίλειο του Μπουρούντι, το οποίο κυβερνούσαν κυρίως οι Τούτσι. Η βελγική αποικιακή κυβέρνηση αύξησε την πόλωση μεταξύ των δύο ομάδων και δημιούργησε μια πολιτική διαχωρισμού. Μετά την ανεξαρτησία του Μπουρούντι, η κυβέρνηση που κυριάρχησε έγινε όλο και πιο ακραία. Το 1972, το καθεστώς διεξήγαγε γενοκτονία εναντίον των Χούτου, σκοτώνοντας περισσότερους από 200.000 ανθρώπους σε διάστημα τριών μηνών.
Παρόλο που στις εσωτερικές διακοινώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών αναγνωριζόταν ως «αληθινή γενοκτονία», έπεσε πολύ γρήγορα σιωπή.
Μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Ίδρυμα Ερευνών Κάρνετζι (Carnegie Institution for Science) για την αμερικανική πολιτική απέναντι στις σφαγές του Μπουρουντί, διαπιστώνει πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ακόμα προφέρει ούτε μία επίσημη λέξη για να περιγράψουν την τρομερή σημασία αυτού του εγκλήματος κατά της ανθρωπότητας, ή για να το καταδικάσουν». Παρότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αγοράζουν από το Μπουρούντι το 80% από το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν τους, τον καφέ, δεν εξέτασαν την επιλογή της διακοπής της οικονομικής υποστήριξης των ιθυνόντων της γενοκτονίας, ως μέσο πίεσης και θέσης κατά των γεγονότων.
Καμία αποτελεσματική αντίδραση δεν επιχειρήθηκε, και αυτό, παρά το υπόμνημα του «Αφρικανικού Γραφείου», που υποδείκνυε πως οι ΗΠΑ είχαν υποχρέωση να επέμβουν σε μια τόσο κατάφορη παραβίαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα γεγονότα στο Μπουρούντι δεν είχαν προσκρούσει σε αντίπαλα συμφέροντα, οπότε η τοποθέτηση απέναντι σε αυτά φάνταζε εντελώς αδιάφορη.
Στο σημείο αυτό, ενδιαφέρουσα θα ήταν η αναφορά στην έννοια της επιθετικής ενέργειας, όπως αυτή δίνεται από το Διεθνές Δίκαιο. Σπάνια αυτή χρησιμοποιήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας και αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η διαπίστωση μιας επιθετικής ενέργειας προϋποθέτει τον καταλογισμό της και την υπόδειξη του επιτιθέμενου μέρους. Κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, με την μοναδική εξαίρεση περιπτώσεων που συγκέντρωναν την ομόφωνη καταδίκη των μονίμων κρατών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας. Η ομόφωνη καταδίκη των εγκλημάτων του ρατσιστικού καθεστώτος της Νότιας Αφρικής που παραβίαζε την Λαϊκή Δημοκρατία της Αγκόλα υπήρξε ένα τέτοιο παράδειγμα.
Επιπροσθέτως, το Άρθρο 6 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, ορίζει την γενοκτονία ως ανθρωποκτονία με πρόθεση μελών της ομάδας, πρόκληση βαρείας σωματικής ή διανοητικής βλάβης σε μέλη της ομάδας, με πρόθεση επιβολή επί της ομάδας συνθηκών ζωής υπολογισμένων να επιφέρουν τη φυσική καταστροφή της εν όλω ή εν μέρει, επιβολή μέτρων που σκοπεύουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων εντός της ομάδας και δια της βίας μεταφορά παιδιών της ομάδας σε άλλη ομάδα. Η γενοκτονία χαρακτηρίζεται από ειδικό δόλο (dolus specialis) καταστροφής ολόκληρου ή μέρους πληθυσμού. Έχοντας υπόψη τα κυριότερα άρθρα της Σύμβασης για την Πρόληψη και την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948), προκύπτει εξ ορισμού ότι η απαγόρευση της γενοκτονίας αποτελεί κανόνα αναγκαστικού δικαίου, καθώς η διενέργειά της αποτελεί διεθνές έγκλημα, το οποίο τιμωρείται ανεξάρτητα από την ιδιότητα του δράστη, ενώ είναι υποχρεωτική η προσπάθεια πρόληψής της.
Πλαισιώνοντας, λοιπόν, τα γεγονότα στο ανατολικό Πακιστάν και το Μπουρουντί με όλες τις προαναφερθείσες ‘θεωρητικές κατοχυρώσεις’, μάλλον καταλήγουμε με περισσότερα ερωτηματικά, σίγουρα όμως έχοντας αποκτήσει μια εικόνα των τυπικών και άτυπων μηχανισμών που τροφοδοτούν τον «ρεαλιστικό» κυνισμό.
Η Γενοκτονία δεν αποτελεί ένα «έγκλημα δίχως όνομα». Κανένας βωμός τυπικότητας ή πρωτοκόλλου δεν μπορεί να δημιουργεί την αυταπάτη πως αποστερώντας τον όρο από το περιεχόμενό του, αποτινάσσεται το κακό.
Το «έγκλημα των εγκλημάτων» ξεπερνά κάθε ανάγκη πλήρωσης προϋποθέσεων για να αναγνωριστεί ως τέτοιο. Η πολιτική αδράνεια των κρατών που θέλουν να θεωρούνται μέτοχοι στον πολιτισμό των Δικαιωμάτων, είναι κολάσιμη, ποινικά, ιστορικά, συνειδησιακά.
———————–
Βιβλιογραφία
Χατζηκωνσταντίνου Κ., Αποστολίδης Χ., Σαρηγιαννίδης Μ. (2014), Θεμελιώδεις Έννοιες στο Διεθνές Δημόσιο Δίκαιο, Σαρηγιαννίδης Μ. (επιμ.), Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας
Τσόμσκυ Ν., Χέρμαν Ε., Ευεργετικά Λουτρά Αίματος στα γεγονότα και στην προπαγάνδα, Γαρίδη Ε. (μτφ.), Ηριδανός