Ντούνης Ανδρέας
Ο εννοιολογικός προσδιορισμός της υγείας αποτελεί ίσως το πιο σύνθετο και αμφίσημο ζήτημα στην επιστημονική μελέτη της [1]. Προσπαθώντας να διαμορφώσουμε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό περί Υγείας, θα πρέπει να ανατρέξουμε πρωτίστως στον καταστατικό χάρτη του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ). Ο Π.Ο.Υ διαμόρφωσε το 1946 έναν ορισμό που αποτελεί στις ημέρες μας την πιο γνωστή προσέγγιση για τον προσδιορισμό της υγείας.
Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του Οργανισμού, υγεία είναι η κατάσταση της πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας, και όχι η απλή απουσία της αρρώστιας ή της αναπηρίας [2].
Η προσέγγιση του ορισμού της υγείας παραπέμπει σε μία υπαρξιακή κατάσταση όπου το άτομο έχει την δυνατότητα να υπερβαίνει τις κρίσεις και τις διαταραχές της «υγειονομικής» ισορροπίας του [3] και να διαμορφώνει νέους αξιακούς κανόνες.
Η κριτική που έχει ασκηθεί στον ορισμό του ΠΟΥ είναι ότι τοποθετεί την υγεία ως μία ουτοπική επιδίωξη [4], ή ακόμη ότι την προσδιορίζει με αφέλεια [5], καθώς μπορεί να προσεγγιστεί αλλά δεν μπορεί με αυτόν τον προσδιορισμό να ικανοποιηθεί απόλυτα [6]. Η έννοια της πλήρους ευεξίας εκτελεί έναν λειτουργικό διαχωρισμό μεταξύ υγείας και ασθένειας αλλά δεν μπορεί ποτέ να υφίσταται με βεβαιότητα.
Ένας ουτοπικός ορισμός, όπως αυτός του ΠΟΥ που δεν περιλαμβάνει τους υπαρκτούς περιορισμούς στην εκπλήρωση αυτής της επιδίωξης, δεν μπορεί να είναι χρηστικός επιστημονικά, και κυρίως δεν μπορεί να έχει σαφή και συγκεκριμένη αντιστοίχηση στην κοινωνική πραγματικότητα [7].
Η συγκεκριμένη εννοιολόγηση περιγράφει την υγεία ως μία κατάσταση τελειότητας νου, σώματος και ψυχής [8], και ως εκ τούτου είναι επιστημονικά κενή νοήματος.
Η περίπτωση της ψυχικής υγείας είναι η πλέον χαρακτηριστική, καθώς δεν μπορούν να τεθούν σαφή όρια υγείας ή/και ασθένειας του ατόμου με βεβαιότητα.
Κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι η υγεία και η ασθένεια δεν καθορίζονται αποκλειστικά από ένα προκαθορισμένο βιολογικό «υπόστρωμα» αλλά, κυρίως από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον [9]. Η συγκεκριμένη διαπίστωση μας «προσφέρει» μία πρώτη διασύνδεση μεταξύ του επιπέδου υγείας και των ευρύτερων κοινωνικών συνθηκών, με ιδιαίτερη έμφαση στους κοινωνικούς και περιβαλλοντολογικούς παράγοντες προσδιορισμού της υγείας και της ασθένειας.
Η ολιστική προσέγγιση τοποθετεί την υγεία στους συγκείμενους κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες που «περικλείουν» το άτομο, και ορίζει την ασθένεια ως την αποτυχημένη προσπάθεια του οργανισμού να υπερβεί τις προκλήσεις του ευρύτερου περιβάλλοντος [10] , ανοίγοντας τον δρόμο για την διεπιστημονική λειτουργία της φροντίδας υγείας.
Υπό μία άλλη οπτική, είναι προτιμότερο να διαχωριστεί εννοιολογικά η κοινωνική ευεξία από την υγεία [11], στα πλαίσια μίας λειτουργικής κοινωνίας αφενός και της προσωπικής ανάπτυξης και ευτυχίας του ατόμου αφετέρου. Έτσι, σχηματικά μπορεί να αρθεί η αμφισημία σχετικά με τον προσδιορισμό της ψυχικής υγείας καθώς αυτή τοποθετείται πλέον σε δύο άξονες:
α) στον άξονα της πλήρους/λειτουργικής κοινωνικοποίησης και εκπλήρωσης του κοινωνικού ρόλου και
β) στον άξονα της προσωπικής αυτοπραγμάτωσης.
Κατά αυτόν τον τρόπο η Υγεία δεν θα πρέπει να συγχέεται με μία κατάσταση ουτοπικής ανθρώπινης τελειότητας αλλά να εκληφθεί ως μία συνεχή διαδικασία προσδιορισμού της προσαρμογής του ατόμου στο ευρύτερο περιβάλλον (όχι αποκλειστικά στο κοινωνικό) ή ως ένα μεταβαλλόμενο συνεχές μεταξύ κατάστασης υγείας και ασθένειας [12].
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.