Ντούνης Ανδρέας
Ο θεσμός της φυλακής ως ένα κεντρικά οργανωμένο σύστημα σωφρονισμού έχει συμπληρώσει περίπου 200 έτη σε Ευρώπη και Αμερική [1]. Η απαρχή του εντοπίζεται το 1816 στην Αγγλία , και πιο συγκεκριμένα στο Λονδίνο στην περιοχή Millbank, όπου και ιδρύθηκε το πρώτο εθνικό σωφρονιστήριο στο οποίο οι κρατούμενοι απασχολούνταν κυρίως σε απλές εργασίες (ύφανση, δέσιμο σχοινιών) . Το 1842, στην ίδια χώρα, ιδρύθηκε η φυλακή του Pentonville η οποία εισήγαγε το πανοπτικό πρότυπο[2] επιτήρησης των κρατουμένων, το οποίο διατηρείται και επικρατεί ως και στις ημέρες μας ως μία από τις μορφές οργάνωσης των φυλακών.
Υπό ένα ειδικότερο πρίσμα, ο ακριβής προσδιορισμός της ίδρυσης των φυλακών τοποθετείται από τον Μισέλ Φουκώ[3] στο 1840, όταν και άνοιξε τις «πύλες» του το αγροτικό αναμορφωτήριο ανηλίκων του Mettray . Το συγκεκριμένο σωφρονιστικό ίδρυμα συμπεριελάμβανε μία μορφή εργασίας των κρατουμένων του, αλλά με ένα διακριτό στοιχείο σκληρών συνθηκών και πειθαναγκασμού [4].
Στον 21o αιώνα που διανύουμε στόχος δεν είναι μία νέα επαναστατική αλλαγή συστήματος σωφρονισμού, αλλά η εκ των έσω αναδιάρθρωση του μέσω πολιτικών που θα λαμβάνουν υπόψιν τους κρατούμενους ως «ανόθευτους» φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ειδικότερα, η εργασία των κρατουμένων και οι εναλλακτικές μορφές έκτισης ποινής [5] αποτελούν τον σύγχρονο πολιτικό και ακαδημαϊκό προβληματισμό, που η πρώτη εστιάζει κυρίως στην βελτίωση των συνθηκών κράτησης και στην επαύξηση των μελλοντικών κοινωνικών προοπτικών των κρατουμένων και κατόπιν αποφυλακισθέντων.
———————————–
[1] Britton M. Dana : «At work in the iron cage: the prison as gendered organization», New York University Press, 2003
[2] Η δημιουργία του Πανοπτικού του Bentham στα πλαίσια λειτουργίας και διαμόρφωσης των φυλακών λειτουργεί, σύμφωνα με κοινωνιολογικές αναλύσεις, ως μία κατάσταση αυτοεπιτήρησης, αυτοπειθάρχησης και αυτοελέγχου των κρατουμένων μέσω της αίσθησης της συνεχούς επιτήρησης. Κατασκευαστικά, ο κύριος άξονας του πανοπτικού προτύπου είναι ο κεντρικός πύργος από όπου επιτυγχάνεται η επιτήρηση όλων των κεντρικών κελιών.
[3] Μισέλ Φουκώ: «Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής» , Εκδόσεις Κέδρος 1976.
[4] Η εργασία ήταν χειρωνακτικής ή αγροτικής φύσης, πραγματοποιόταν σε καθημερινή βάση με διάρκεια 9 έως 10 ώρες και ελεγχόταν άμεσα από την διεύθυνση και το προσωπικό του ιδρύματος. Βλ. Μισέλ Φουκώ: «Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής» , Εκδόσεις Κέδρος 1976.
[5] Για μία ανάλυση της συζήτησης για τις εναλλακτικές μορφές έκτισης ποινής βλέπε Bottoms Anthony, Rex Sue, Robinson Gwen: «Alternatives to Prison: Options for an insecure society», Willan Publishing 2004. Για τους ανήλικους παραβάτες μία συνήθης τακτική είναι οι συστάσεις (cautioning), με την μη παράλληλη παραπομπή τους στο δικαστικό σύστημα. Επίσης ποινές μη-στερητικές της ελευθερίας περιλαμβάνουν την αναστολή, τα πρόστιμα, την πονή κοινοτικής υπηρεσίας και τις απόλυτες ή υπό όρους απαλλαγές.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.