Ντούνης Ανδρέας
Ο λόγος (discourse) ή οι λόγοι (discourses) αποτελούν όλες τις ρητές ή υπόρρητες γλωσσικές ή/και επικοινωνιακές πρακτικές μέσω κειμένων, ομιλιών και οπτικών αναπαραστάσεων που διαμεσολαβούν ανάμεσα στις παγιωμένες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και νομικές δομές και τα ατομικά και συλλογικά υποκείμενα, επικαθορίζοντας την κατασκευή της κοινωνικής τους πραγματικότητας.
Υπό αυτήν την έννοια, η ανάλυση των οποιωνδήποτε μορφών ρητών ή υπόρρητων λόγων βασίζεται στην έννοια της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, ή του κοινωνικού κονστρουξιονισμού. Ο λόγος, στο επίπεδο της κοινωνικής κατασκευής, επιτελεί τον ρόλο της τεχνητής κατασκευής συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών, του προσδιορισμού των κοινωνικών προβλημάτων, του επικαθορισμού της ετερότητας (‘Εμείς’ και οι ‘Άλλοι’) και της δημιουργίας και ενίσχυσης κυρίαρχων ιδεολογικών προταγμάτων και κοινωνικοπολιτικών δομών, μέσω της διαμεσολάβησής του από τον επικαθορισμό της δομής προς την οριοθέτηση της ατομικής και συλλογικής υποκειμενικότητας.
Η έννοια του λόγου, στο κοινωνικό πεδίο, αναφέρεται σε εκείνες τις πρακτικές οι οποίες δημιουργούν ρητές μορφές ατομικής και συλλογικής ταυτότητας/υποκειμενικότητας ή μορφές αντικειμενικότητας.
Οι μορφές ταυτότητας, που επικαθορίζονται από πρακτικές λόγου, περιορίζουν τα όρια δράσης των ατόμων σχηματοποιώντας τεχνητούς περιορισμούς. Η απόπειρα να προσεγγισθεί μία περιεκτική έννοια του λόγου θα πρέπει να συνδεθεί, στο πολιτικό πεδίο, με την έννοια της πολιτικής θέσμισης που διαπερνά όλες τις κονστρουξιονιστικές προσεγγίσεις σε σύζευξη με την κοινωνική πραγματικότητα, καθώς και με τα πολιτικά προτάγματα και την πολιτική επιρροή που άσκησαν και ασκούν σημαίνοντες φορείς εκφερόμενων λόγων στον σχηματισμό των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων και στον ιδεολογικό προσδιορισμό των υποκειμενικοτήτων αυτών.
Η επιρροή των λόγων στο πολιτικό πεδίο διαμορφώνεται με τα υπόρρητα πολιτικά μηνύματα και ρητορικές, που επιδρούν στην αναδιαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού πλαισίου.
Επί του πρακτέου στους αμιγώς πολιτικούς λόγους, η ασυμμετρία που ενυπάρχει στην σχέση εξουσίας και γνώσης ανάμεσα στους πολιτικούς και τους πολίτες, ο εργαλειακός πολιτικός λόγος που τοποθετείται ως ξύλινη «κατασκευή» και δημιουργία, και η δημιουργία τεχνητών αποστάσεων ανάμεσα στον πομπό και στον δέκτη του πολιτικού μηνύματος συνθέτουν το σκηνικό της νομιμοποίησης της άρχουσας τάξης και του επικαθορισμού των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών. Η ασυμμετρία πληροφόρησης, εξουσίας και γνώσης δεν περιορίζεται στην σχέση πολιτικού-πολίτη αλλά ενυπάρχει, παραδείγματος χάριν, και στις σχέσεις γιατρού-ασθενή και δανειστή-δανειζόμενου, εάν και στην τελευταία περίπτωση δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε άμεσες πρακτικές λόγου που διαμορφώνουν και σχηματοποιούν αυτήν την ασυμμετρία.
Η γλώσσα υπεισέρχεται στον καθορισμό του πολιτικού μέσω μίας διπλής υπόστασης και ρόλου: των γλωσσολογικών διαστάσεων της πολιτικής και της πολιτικής διάστασης της γλώσσας. H σχέση μεταξύ γλώσσας, ομιλίας (ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου θεωρητικά λόγου δηλαδή), και πολιτικής βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του σύγχρονου ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Η προσέγγιση των πρακτικών του εκφερόμενου λόγου μπορεί να αναδείξει διαστάσεις τόσο κοινωνικού αποκλεισμού όσο και τύπους κυριαρχίας και ηγεμονίας στο πολιτικό πεδίο.
Η ‘συμβολική βία’ κατά την ανάλυση του Pierre Bourdieu αναδεικνύει τις μορφές κυριαρχίας των φορέων «ικανών» και αυταρχικών-ηγετικών λόγων, που παράλληλα αποκλείει κοινωνικά και περιορίζει την πρόσβαση στο πολιτικό/δημοκρατικό πεδίο και τους οργανισμούς για τους φορείς μη-κυριαρχικών λόγων.
Η Hannah Arendt, επιπρόσθετα, δίδει έμφαση στον δημόσιο πολιτικό λόγο συστηματοποιώντας την συνεκτική πρακτική της ομιλίας και της δράσης για τον πραγματικό σχηματισμό μίας «αυθεντικής» ανθρώπινης ταυτότητας, η οποία μπορεί να αποκτηθεί και να εννοιολογηθεί μόνο μέσω της απρόσκοπτης συμμετοχής στα κοινά και της πραγματικής πολιτικής ελευθερίας.
Οι πολιτικές ρητορικές πρακτικές, εν γένει, επιτυγχάνουν τον σκοπό της «ενσωμάτωσης» και αποδοχής των κυρίαρχων μηνυμάτων μέσω της σύμπραξης των γλωσσικών μέσων (πρακτικές λόγου) αλλά και των καθαρά επικοινωνιακών πρακτικών και τεχνασμάτων. Οι επικοινωνιακές πρακτικές είναι αυτές που, συνοπτικά, δίδουν στον «πομπό» του μηνύματος την θέση εξουσίας, γνώσης και ισχύος για τον επηρεασμό και την επιτυχή μεταβίβαση του μηνύματος στον «δέκτη». Ο δέκτης, στην περίπτωση της μελέτης της λειτουργίας του κράτους πρόνοιας, είναι ο πολίτης που ταυτόχρονα είναι φορέας κοινωνικών δικαιωμάτων , που εν ουσία τον καθιστά ένα προνοιακό υποκείμενο.
Βεβαίως, οι επικοινωνιακές πρακτικές, αποτελούν και αυτές πρακτικές εκφερόμενων λόγων που, για θεωρητικούς και αναλυτικούς σκοπούς, μαζί με τα πολιτικά κείμενα (νόμοι, αποφάσεις, ψηφίσματα) και την αμιγώς ιδεολογικοπολιτική ρητορική συγκροτούν τον ενιαίο πολιτικό λόγο.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.