Ντούνης Ανδρέας
Η θεωρία του λόγου (discourse theory) βρίσκει καθημερινή εφαρμογή στις απλές κοινωνικές συναναστροφές και αλληλοδιαδράσεις (οικογενειακές και φιλικές συζητήσεις) αλλά επεκτείνεται και στις δημοσιογραφικές, επιστημονικές και πολιτικές επικοινωνιακές πρακτικές. Κυρίως, όμως, επηρεάζει υπόρρητα τον τρόπο που λαμβάνονται αποφάσεις κατά την άσκηση της πολιτικής, και ειδικότερα της κοινωνικής.
Κύριοι θεμελιωτές της θεωρίας περί λόγου στην σύγχρονη ιστορία υπήρξαν ο Nietzsche και ο μετα-δομιστής γάλλος φιλόσοφος Michel Foucault, και σύγχρονοι εκφραστές αναδείχθηκαν ο Ernesto Laclau μαζί με την Chantal Mouffe. Η άσκηση της κοινωνικής πολιτικής συνδέεται άρρηκτα με την θεωρία του λόγου καθώς η εκφορά του, σύμφωνα και με την φουκωική αντίληψη της εξουσιαστικής του δύναμης, μπορεί να κατασκευάζει ορισμένες κοινωνικές ομάδες ως μειονεκτικές , να δημιουργεί «αρνητικές» κοινωνικές ταυτότητες και να παθητικοποιεί τους λήπτες προνοιακών υπηρεσιών από προνοιακά υποκείμενα κοινωνικών δικαιωμάτων σε προνοιακά αντικείμενα επιβαλλόμενου κοινωνικού ελέγχου. Τα σύγχρονα ρεύματα επιστημονικής ανάλυσης αναγνωρίζουν όμως και έναν αισιόδοξο δρόμο, την Θετική Ανάλυση του Λόγου (Positive Discourse Analysis) που βρίσκει επίσης εφαρμογές σε πεδία κοινωνικής πολιτικής.
Η χρήση του λόγου, έχει πάντα πολλές όψεις, και ανάλογα με τις αξίες που εμποτίζουν τους εκφραστές του, χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό και πολιτικό εργαλείο άμεσου επηρεασμού. Ο εκφερόμενος λόγος μπορεί να αποτελέσει είτε «επιβραδυνόμενο» όχημα είτε «επιταχυνόμενο» για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής μακριά από προκαταλήψεις και ρατσιστικές ιδεολογίες και προσλήψεις.
– Η ενότητα του λόγου.
Ο λόγος, για πολλούς διανοητές, είναι αδιάσπαστος και αδιαίρετος υπό το πρίσμα ότι δεν δύναται να διαχωριστεί ο γραπτός από τον προφορικό λόγο, και πρέπει με σκοπό τόσο θεωρητικό/ερμηνευτικό όσο και πρακτικό/ερευνητικό να διατηρήσει την διττή του υπόσταση. Ενώ ο γραπτός λόγος έχει διαφορετική υπόσταση (σε όρους επισημότητας και δομής) από τον προφορικό, οι δύο εκφάνσεις συνθέτουν την ολοκληρωμένη έννοια του λόγου και χρησιμοποιούνται ως ερευνητικά εργαλεία (ανάλυση κειμένων, ανάλυση ομιλιών). Στην παρούσα μελέτη θα αποδεχθούμε ως αληθή την πρόταση ότι ο λόγος είναι ενιαίος και ότι θεωρείται ολίσθημα ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο. Η έννοια του λόγου, εξ’άλλου, εκλαμβάνεται μέσα από διαφορετικά θεωρητικά συστήματα, τα οποία στη σειρά τους αντιπροσωπεύουν διαφορετικές επιστημολογικές ερμηνείες,που ερμηνεύουν υπό διαφορετικά πρίσματα τον κοινωνικό κόσμο και την κοινωνική πραγματικότητα. Τα διαφορετικά θεωρητικά συστήματα έχουν ειδική δυναμική στην ερμηνεία των κοινωνικών συστημάτων και αποτελούν ξεχωριστά, αν και όχι πάντα αμοιβαίως αποκλειστικά πεδία διανόησης.
Επιπρόσθετα, οι οπτικές εικόνες που συμπληρώνουν ένα γραπτό κείμενο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν αναφορικά με την σχέση γλώσσας και εικόνας, μία θεώρηση που είναι το πλαίσιο αναφοράς της κοινωνικής σημειωτικής. Παρά ταύτα, οι αναλυτές λόγου εν συνόλω αντιμετωπίζουν και αναλύουν τις οπτικές εικόνες ως αυτούσια γλωσσικά κείμενα.
– Η νομιμοποίηση της χρησιμοποίησης των αναλύσεων του λόγου για την έρευνα των κοινωνικών επιστημών.
Στην σύγχρονη και αναλυτική επεξεργασία των επιστημών, η σημασία της θεωρίας περί του λόγου διαφαίνεται από την δυνατότητα εφαρμογής της στο κοινωνικό επιστημονικό πεδίο, καθώς και από την εφαρμογή της σε πλείστα συγγενή ή μη επιστημονικά πεδία. Πέρα όμως από την επιστημονική της νομιμοποίηση στο πεδίο της κοινωνικής έρευνας, η θεωρία περί λόγου διευρύνεται στην συμβολική αξιακή κατασκευή και ερμηνεία συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων15 και κοινωνικοπολιτικών ιδεολογιών.
Οι μέθοδοι ανάλυσης λόγου έχουν την δυνατότητα να καταδείξουν τις πρακτικές σχηματισμού ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, την ιδεολογική πλατφόρμα πάνω στην οποία «κουμπώνουν» οι κοινωνικές και πολιτικές δομές και να αναδείξουν τις πρακτικές επηρεασμού της κοινής γνώμης μέσα από τον κυρίαρχο εκφερόμενο λόγο της πολιτικής ηγεσίας και των ΜΜΕ. Εν συνόλω, οι αναλυτές λόγου παραδέχονται οντολογικά την αρχή του κοινωνικού κονστρουξιονισμού, βάσει της οποίας η κοινωνική πραγματικότητα κατασκευάζεται μέσα από συγκεκριμένες πρακτικές, και εν προκειμένω μέσα από τις πρακτικές του λόγου.
Μέσα από την ανάλυση λόγου δίδεται η δυνατότητα στους ερευνητές να προβούν σε μελέτες πολιτικών, και κυρίως κοινωνικών πρακτικών που πέρα από την κοινωνική κατασκευή συγκεκριμένων κοινωνικών ευρύτερων δομών κατασκευάζουν και τον τρόπο καθημερινής κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Ειδικότερη χρησιμότητα διαφαίνεται στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, με κύρια σημεία τον προσδιορισμό της ετερότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού μέσα από πρακτικές εκφερόμενου λόγου. Η Κριτική Ανάλυση Λόγου (όπως αυτή εννοιολογήθηκε από τον Norman Fairclough) αποτελεί το πεδίο ανάλυσης λόγου που υπηρετεί την έννοια της κοινωνικής αλλαγής και της χειραφέτησης, χρησιμοποιώντας την κριτική διάσταση της έρευνας για να «υπηρετήσει» τις καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες. Κατα τά καταληκτικά συμπεράσματα της μελέτης, θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε συγκεκριμένα ερευνητικά ερωτήματα αναφορικά με την σύνδεση αυτή.
Η συνεργατική παρέμβαση της κοινωνιολογίας, των επικοινωνιακών επιστημών αλλά κυριότερα της εφηρμοσμένης κοινωνικής πολιτικής μπορεί να αναδείξει την σημασία της θεωρίας του λόγου σε πράξεις δημοσιογραφικής, πολιτικής και επιστημονικής εκφοράς του καθώς και υπόρρητου επηρεασμού αξιακών συγκροτήσεων και ιδεολογιών.
Η κυριότερη πρόκληση παρα ταύτα έγκειται στην εναπόθεση της χρησιμοποιούμενης γλώσσας πρωτίστως , και των επικοινωνιακών πρακτικών δευτερευόντως στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής σε τέσσερα διαδοχικά στάδια/επίπεδα:
- Στο υπόστρωμα του χρησιμοποιούμενου λόγου ως μέσο αξιακής συγκρότησης.
- Στο στάδιο της γλώσσας ως μέσο άσκησης εξουσίας.
- Στο επίπεδο του προσδιορισμού της ετερότητας και της διαφορετικότητας ως ρατσιστικά επικαθορίσματα, και
- Στην αποτελεσματικότητα των στρατηγικών του λόγου για την άσκηση πολιτικής και ειδικότερα κοινωνικής.