Ντούνης Ανδρέας
– Ο νεοφιλελευθερισμός όπως αναδεικνύεται μέσα από τις νεομαρξιστικές και νεοφουκωικές κριτικές είναι πλέον βαθιά ριζωμένος στους κοινωνικούς σχηματισμούς, στην οικονομική οργάνωση και στην συγκρότηση των υποκειμενικοτήτων. Συμφωνώ έντονα με τις νεο-μαρξιστικές απόψεις για την ανεπάρκεια αλλαγής (μόνο) του κομματικού/ κυβερνητικού σκηνικού μέσω της αλλαγής των στάσεων των ψηφοφόρων.
Η νεοφιλελεύθερη πρακτική χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό «σύννεφο» το ιδεώδες της ελευθερίας, έχει καταργήσει και περιορίσει παγιωμένα κοινωνικά δικαιώματα και έχει αλλάξει τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της οικονομίας ακόμη και των κοινωνικών σχέσεων.
Η οικονομική πολιτική κατέχει θεμελιώδη θέση και υποσκελίζει έντονα τις κοινωνικές πολιτικές, ενώ η λειτουργία της αγοράς έχει δημιουργήσει νέες οικονομικές κρίσεις όπως η παγκόσμια κρίση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του 2008, και την πρόσφατη κρίση χρέους πολλών ανεπυγμένων δυτικών κρατών, συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της Ελλάδας. Μία εναλλακτική στην Νέα Δεξιά νεοφιλελεύθερη πολιτική και πρακτική, είναι η επιστροφή στην Αριστερή σοσιαλιστική φιλοσοφία, υπό νέους όρους, που θα ανταποκρίνεται στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα μίας μετανεωτερικής και μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Ο μεταβιομηχανικός σοσιαλισμός [1] θα πρέπει πρωτίστως να αναδείξει τους μηχανισμούς εκείνους μέσω των οποίων οι οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές πραγματικά θα εναρμονίζονται και θα αλληλοσυμπληρώνονται, υπό τις προϋποθέσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Θα απαιτηθεί για την αναδιοργάνωση του ιδεολογικού σκηνικού, μία μεγαλύτερη παρεμβατικότητα του κράτους ώστε να ελέγχεται και να ρυθμίζεται η αγοραία οικονομία, και τα άτομα να ζουν υπό την σκέπη συλλογικότερων κοινωνικών ρυθμίσεων, καταργώντας την εξατομίκευση της κοινωνίας και την ενισχυμένη ατομική ευθύνη.
Μία βασική στρατηγική μπορεί να είναι το εγγυημένο βασικό εισόδημα για κάθε πολίτη, ώστε η διαχείριση μίας κοινωνικής πολιτικής του χρόνου να διευκολύνεται και τα άτομα να έχουν την δυνατότητα να επιδιώξουν την προσωπική τους ευημερία (ατομικά) υπό όμως ένα περισσότερο ενισχυμένο κράτος πρόνοιας που επιδιώκει την συλλογική ευημερία.
Το εγγυημένο βασικό εισόδημα μπορεί να λάβει την μορφή της καθολικότητας για τα άτομα που δεν εργάζονται, αλλά παράλληλα να ενισχύεται ή να συμπληρώνεται με κοινωνικές υπηρεσίες σε είδος. Η μετάβαση από την πρόνοια στην, παρεπιμπτόντως ευέλικτη και καθόλου σταθερή, εργασία δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί το κύριο μέλημα των πολιτικών αλλά η σταδιακή αξιοποίηση των δυνατοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και η ανάπτυξη της γνώσης και ενός πραγματικά εποικοδομητικού και κριτικού ανθρώπινου κεφαλαίου, στηριζόμενο στην έννοια της κριτικής γνώσης.
Η συλλογικότητα θα πρέπει να διαπερνά και να επαφίεται με την ιδιότητα του πολίτη, και η κοινωνία των πολιτών και τα συνδικαλιστικά κινήματα θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε η άσκηση της εξουσίας να είναι εν μέρει ετεροβαρής και συμμετοχική. Η συμμετοχική δημοκρατία και ο επαναπροσδιορισμός των συλλογικών ρυθμίσεων ίσως αποτελέσει μία απάντηση στην εξατομικευτική, νεοφιλελεύθερη κοινωνική οργάνωση και ρύθμιση, που θα κινητοποιήσει πραγματικά τους πολίτες και θα αποτινάξει τα δεσμά του ατομικισμού και της ατομικής ευθύνης για την «επιτυχία» ή «αποτυχία» και θα θέσει υπό πιο εξισωτικές βάσεις την επιδίωξη της κοινωνικής ευημερίας.
socialpolicy.gr
[1] Little Adrian: «Post-Industrial Socialism – Towards a new Politics of Welfare», Routledge Press, 1998.
Από μακρού, το Ελληνικό δημόσιο έχει μετατρέψει εαυτόν σε άξεστο καταληψία. Έχει απλώσει τον παθογενή εαυτό του εντός των επιχειρήσεων και απορροφά όλη την αναπτυξιακή τους αποταμίευση, μαζί με την ανακεφαλαιοποίησή τους. Δείχνει αδύναμο να μεταβληθεί σε δραστήριο εταίρο. Αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση, στο άμεσο μέλλον θα καταρρεύσουν όλες οι επιχειρήσεις.