Tom Belger* – Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι επονομαζόμενες τράπεζες τροφίμων, που διανέμουν τρόφιμα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης, έχουν «πολλαπλασιαστεί» τόσο στο Cambridge όσο και σε ολόκληρη τη Βρετανία. Υπολογίζεται ότι έως το 2015 μισό εκατομμύριο άνθρωποι θα λαμβάνουν τρόφιμα μέσω αυτών. Ο κύριος φορέας διαχείρισης των τραπεζών τροφίμων (σημείωση socialpolicy.gr – στη Βρετανία) είναι το Trussell Trust, έχοντας λάβει εγκωμιαστικά σχόλια από πολιτικά πρόσωπα και από τον τύπο, ενώ ο φορέας αναμένεται να λάβει σύντομα κονδύλια από αρκετές τοπικές αρχές.
Γιατί λοιπόν, αυτή η κατάσταση με κάνει να ανατριχιάζω;; Ακριβώς επειδή αναδύει στην επιφάνεια την «ανακούφιση» της φτώχειας στις παρειές των φτωχών του Μεσαίωνα, την φιλανθρωπία των Βικτωριανών (squalor and smug philanthropy of the Victorians), και τα εκατομμύρια των ανθρώπων που «γεύτηκαν την λιτότητα του Συντηρητικού Κόμματος στις soup-kitchens της δεκαετίας του 1930». Κανείς στην Βρετανία του 21ου αιώνα δεν θα πρέπει να στέκεται στην ουρά αναμένοντας την προσφορά της φιλανθρωπίας ώστε να ικανοποιήσει τις πλέον βασικές του ανάγκες.
Ορισμένοι θεωρούν ότι οι τράπεζες τροφίμων αποτελούν έναν πρακτικό τρόπο επίλυσης του προβλήματος της «διατροφικής φτώχειας», ή ένα τρανταχτό παράδειγμα της νέας εφαρμογής της Μεγάλης Κοινωνίας (σημείωση socialpolicy.gr Συντηρητικής έμπνευσης και ιδεολογίας). Καθώς οι εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις επιβάλλουν την βαθύτερη λιτότητα σε μία ολόκληρη γενιά, αυτό ακριβώς θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε.
Οι τράπεζες τροφίμων διαβρώνουν με ύπουλο τρόπο τις βασικές αρχές της σύγχρονης κοινωνίας: την συλλογική μας υπευθυνότητα να υποστηρίζουμε ο ένας τον άλλον μέσω της διασφάλισης των θέσεων εργασίας, του εισοδήματος, των υπηρεσιών και ενός διχτυού κοινωνικής ασφάλειας που μας προστατεύει όλους από τη δυστυχία. Σηματοδοτούν μία επικίνδυνη οπισθοδρόμηση από την έννοια των τροφίμων-ως-δικαίωμα στα τρόφιμα-ως-φιλανθρωπία. Η μετατόπιση αυτή ακυρώνει την έννοια της ισότητας των πολιτών. Η ευθύνη για την ίδια την επιβίωση εξαρτάται πλέον από τους εθελοντές των φιλανθρωπικών οργανώσεων. {.. who solicit passers-by at supermarkets on their behalf. The poor become beggars-once-removed, to whom we have no obligation beyond token gifts of pity-pasta} .
Όπως αναρωτήθηκε χαρακτηριστικά ο Guardian, «ποιος θέλει να του προσφέρουν τρόφιμα μαζί με οίκτο;» (who likes their groceries served with pity)? Καμία προσπάθεια χαλαρών συζητήσεων και φιλικών προθέσεων δεν ακυρώνουν το γεγονός ότι οι τράπεζες τροφίμων αποτελούν τελικά «μία ταπεινωτική και εξευτελιστική εμπειρία» για τους λήπτες των υπηρεσιών, όπως ανέφερε η ερευνήτρια Hannah Lambie έπειτα από σειρά συνεντεύξεων που πραγματοποίησε στο Coventry.
Οι τράπεζες τροφίμων οριοθετούν το πρόβλημα της φτώχειας στην ανεπαρκή ποσότητα τροφίμων. Ακυρώνουν την ικανότητα μας να διερωτηθούμε και να αντιμετωπίσουμε τις ίδιες τις αιτίες της φτώχειας, από τους «αξιολύπητους μισθούς», στη μαζική ανεργία με ένα παράλληλο ανεπαρκέστατο δίχτυ ασφαλείας.
Αυτές είναι οι αιτίες που ακόμη και οικογένειες εργαζομένων στέκονται σε ουρές για κούτες τροφίμων. Μέσω της ανακούφισης του ορατού συμπτώματος και αγνοώντας να αντιμετωπίσουν την ασθένεια, οι τράπεζες τροφίμων δίδουν στους πολιτικούς μία πολύ εύκολη δικαιολογία για απραξία (to look away).
Φαντασθείτε την κατακραυγή που θα βιώναμε εάν οι ασθενείς δεν είχαν καμία επιλογή από το να «στηθούν σε ουρές για τράπεζες υγείας του εθελοντικού τομέα». Οι τράπεζες τροφίμων έχουν ήδη κανονικοποιήσει τη φτώχεια στη Βρετανία, με τον ίδιο τρόπο που έχουμε κανονικοποιήσει τους άστεγους στου δρόμους μας. Οι κίνδυνοι της φτώχειας μετατρέπονται σε ένα λυπηρό στοιχείο της ζωής, και όχι σε ένα σκάνδαλο που απαιτεί αλλαγές. Τριάντα επτά εκατομμύρια άνθρωποι λαμβάνουν βοήθεια μέσω κουπονιών τροφίμων στις Η.Π.Α (κάτι που περνά απαρατήρητο) – θα πρέπει να «σκοτώσουμε μόνοι μας τον καρκίνο μας βρίσκοντας τη ρίζα της κακοήθειας».
Ακόμη, οι τράπεζες τροφίμων προσφέρουν μερική ανακούφιση. Οι λήπτες δεν διαλέγουν οι ίδιοι τη βοήθεια που θα λάβουν. Παράλληλα με το συγκαταβατικό χαρακτήρα και την ανεπαρκή στήριξη που παρέχουν είναι επίσης αναξιόπιστες για τρείς ακόμη λόγους:
Τα χαρακτηριστικά της λειτουργίας τους – οικονομικά, αποθέματα τροφίμων και προσωπικό – μεταβάλλονται απροσδόκητα στο έλεος των χορηγών και των εθελοντών: ‘Πολλοί θέλουν να βοηθήσουν, αλλά εξίσου πολλοί το κάνουν για λίγο και μετά εξαφανίζονται,’ παραδέχθηκε ανοιχτά ένας εθελοντής στο Cambridge. Δεύτερον, οι ολοένα και αυξανόμενοι φορείς που διανέμουν κουπόνια τροφίμων σε πιθανούς λήπτες καθιστούν τη ζήτηση απρόβλεπτη. Έτσι, είναι ορατός ο κίνδυνος οι τράπεζες τροφίμων να αναγκαστούν να μην εξυπηρετήσουν μέρος των ληπτών όπως συνέβη στο Coventry το 2011. Τέλος, η διατήρηση των προτύπων ποιότητας είναι μία δύσκολη υπόθεση δοθέντος του αποκεντρωμένου, στηριζόμενου στην εκκλησία δικτύου εθελοντών.
Πολλά από αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν μέσω ενός περισσότερο επαγγελματικού και διατομεακού εθνικού συστήματος. Όμως, το Trussell Trust δεν μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό. Ο στόχος τους είναι να βοηθήσουν τοπικές Χριστιανικές κοινότητες να καταπολεμήσουν την πείνα, και όχι να καταπολεμήσουν την πείνα καθ’εαυτή – και αυτή είναι μία σημαντική διαφορά. Αποτελεί επακριβώς το τοπικοποιημένο μοντέλο που επιτρέπει και εμπνέει πολλούς Χριστιανούς εθελοντές να ζήσουν το όνειρο της εκπλήρωσης της κοινωνικής τους αποστολής.
Ασφαλώς και δεν θα πρέπει να αφήσουμε τους ανθρώπους να πεινούν. Έχω βιώσει την εκπληκτική δουλειά που πραγματοποιεί η τράπεζα τροφίμων του Cambridge στην αντιμετώπιση της φτώχειας στην πόλη μας.
Όμως, ως κοινωνιακή απάντηση στη φτώχεια, οι τράπεζες τροφίμων είναι θεμελιωδώς άδικες, αναξιοπρεπείς, αναξιόπιστες και τελικώς αναποτελεσματικές. Με κάθε τρόπο βοηθήστε την τοπική τράπεζα τροφίμων σας, αλλά θεωρείστε την σαν ένα αναγκαίο κακό, και αρνηθείτε να αποδεχθείτε το κακό που τις κάνει αναγκαίες. Η φτώχεια αποτελεί εθνική ντροπή που απαιτεί πολιτική αλλαγή και όχι φιλανθρωπική«συμπόνοια».
* Ο Tom Belger είναι φοιτητής του Πανεπιστημίου Cambridge. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό spiked και στην εφημερίδα the Huffington Post.