Συνέντευξη στην Πόλυ Κρημνιώτη
-Έχετε ζήσει, την Κατοχή, την Αντίσταση, γνωρίσατε τη θηριωδία του ναζισμού. Προχθές ένας νεοναζί δολοφόνησε ένα νέο άνθρωπο…
Είχα χρόνια να αισθανθώ φόβο. Μαθαίνοντας για τη δολοφονία αυτού του παιδιού στο Κερατσίνι φοβήθηκα. Είναι κάτι ασύλληπτο. Ποιο μυαλό την οργάνωσε έτσι; Αυτό το μαχαίρι που πήγε κατευθείαν στην καρδιά… ούτε στα πιο δύσκολα χρόνια δε γινότανε. Είναι πολύ επικίνδυνα αυτά τα πράγματα. Αυτό πρέπει να μας ενώσει όλους. Να ξεχάσουμε τις διαφορές μας και να συγκεντρωθούμε στην εξάλειψη αυτού του μορφώματος. Είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη στην οποία υπάρχει ναζιστικό κόμμα. Στη Γερμανία έχει απαγορευτεί το ναζιστικό κόμμα.
-Είστε υπέρ να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;
Και να τεθεί εκτός νόμου εμείς πρέπει να είμαστε διαρκώς ξάγρυπνοι. Χρειάζεται να κάνουμε πολλά πράγματα, όμως αυτό που επείγει τούτη τη στιγμή είναι να ενωθούμε και να συγκεντρώσουμε όλες τις δυνάμεις μας για την αντιμετώπιση του. Είναι πολύ επείγον, πιο επείγον και από το ψωμί.
-Φανταζόσασταν ότι θα φτάσουμε εδώ;
Όχι, αλλά ομολογώ ότι το βράδυ των εκλογών όταν είδα τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής άρχισα να ανησυχώ. Δε λέω ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που την ψήφισαν είναι φασίστες. Ο απλός κόσμος που τους ψήφισε έβλεπε ένα καλυμμένο πρόσωπο. Να βοηθήσουμε τη γριούλα να περάσει το δρόμο, να την πάμε να πάρει τη σύνταξή της, να αδειάζουμε τα σπίτια από τους μετανάστες αυτές είναι οι καλές πράξεις που έκαναν οι πρόσκοποι. Τώρα ελπίζω αυτός ο κόσμος να δει ότι έχουν κι άλλο πρόσωπο.
-Άνθρωποι της γενιάς σας απ’ όλη την Ευρώπη, ο Γλέζος, ο Μίκης, ο Ινγκράο, ο Πεσσέ, από την αρχή της κρίσης κινητοποιήθηκαν αμέσως καλώντας τους νέους σε αντίσταση. Γιατί πιστεύετε ότι το ‘έκαναν;
Γιατί με την πείρα τους είδαν που μπορεί να φτάσουμε αργότερα. Βέβαια δεν έχουμε πόλεμο, όπως λένε τα αριστερά κόμματα. Δεν είναι ούτε σαν τον πόλεμο, ούτε σαν τον Δεκέμβρη του ’44, που για μένα ήταν η χειρότερη εποχή που έχουμε περάσει. Είναι κάτι που ίσως πάει να γίνει πόλεμος αλλά για την ώρα δεν είναι, όσο και να υπάρχει πείνα, όσο και να υπάρχει τρομοκρατία.
-Τι πρέπει να προσέξουμε για να μη γίνει;
Να είμαστε όλοι λίγο πιο πολιτισμένοι. Να γίνει λίγο πιο πολιτισμένη και η Βουλή μας. Να ανταλλάσσονται ιδέες όχι ύβρεις.
-Αυτή τη στιγμή στη Βουλή είναι ένα ναζιστικό μόρφωμα, δεν κατεβάζει το επίπεδο;
Ίσα ίσα θα’ πρεπε να το ανεβάζει. Μόνο να βλέπεις τις φάτσες τους καταλαβαίνεις περί τίνος πρόκειται. Όμως εξ’ αιτίας αυτού του μορφώματος θα έπρεπε οι υπόλοιποι να ανεβαίνουν πιο πολύ να κρατούν το επίπεδο πιο ψηλό.
-Αναθρέφετε παιδιά με τα βιβλία σας. Τι μήνυμα τους στέλνετε;
Να προσπαθούν να είναι ενωμένα, να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Με τη φιλία, την αγάπη μεταξύ τους και την αλληλοβοήθεια θα μπορέσουν να κοιτάξουν τη ζωή πιο πραγματικά στο μέλλον.
-Σε τι θα τα συμβουλεύατε να αντισταθούν;
Να αντισταθούν στη βία και να ανέχονται τη διαφορετικότητα.
-Μας δίνετε σήμερα ένα βιβλίο στο οποίο οι μνήμες σας έχουν καταγραφεί με ένα μολύβι φάμπερ. Πρέπει να είναι θαυματουργό αυτό το μολύβι.
Είναι το μόνο που είχαμε εκείνη την εποχή. Ούτε στυλό είχαμε, ούτε τίποτα. Ο θείος Πλάτων μου χάρισε δέκα μολύβια φάμπερ και μου είχαν μείνει σ΄ όλη την Κατοχή. Μ’ αυτά άρχισα να γράφω τα γράμματα στις υπηρέτριες, έγραφα σε κόλλες διαγωνισμού την εφημερίδα μου, τον “Αστείο κόσμο”. Ήμουνα αρχισυντάκτης, διευθυντής, έγραφα τα κείμενα και τη μοίραζα στα ξαδέλφια μου, στους συγγενείς. Είπα και στην αδελφή μου να συνεργαστεί, αλλά όταν εκείνη είδε ότι γράφω το αρχησιντάκτης με γιώτα αποχώρησε. Δεν ανέχτηκε την ανορθογραφία μου.
-Γιατί επιλέξατε να αφηγηθείτε αυτή την περίοδο της ζωής σας τώρα;
Ίσως γιατί βλέπω ότι η ζωή μου προχωρά πολύ γρήγορα τώρα πια, και ήθελα να προλάβω να τα πω πράγματα για μια άλλη εποχή και για ανθρώπους σημαντικούς που είχα γνωρίσει και σήμερα τους ξέρουν ως καταξιωμένους ποιητές, καλλιτέχνες αλλά δεν ξέρουν την ανθρώπινη όψη τους. Αποφάσισα μάλιστα να τα γράψω χωρίς να έχω κρατήσει ούτε μία σημείωση. Ότι έγραψα είναι όσα κράτησε η μνήμη μου. Ευτυχώς με βοήθησε η αδελφή μου που έχει μνήμη ελέφαντα κι ότι δεν θυμόμουν ακριβώς τη ρώταγα κι ήταν σα να πατούσα ένα κουμπί στο ίντερνετ και το επανέφερε στη μνήμη μου.
-Τι θέλετε να ξεχάσετε από εκείνη την εποχή;
Αν θέλω να ξεχάσω κάτι είναι ο Δεκέμβρης του ’44. Αυτός μου έχει μείνει ακόμα ως εφιάλτης, γιατί ήταν η αρχή του μίσους. Περπατούσες στο δρόμο και δεν ήξερες αν σου έρθει μια σφαίρα και σκοτωθείς, δεν καταλαβαίναμε που πάει το πράγμα, ποιον πολεμάμε, από ποιους θα ελευθερωθούμε. Αντίθετα στην Κατοχή ξέραμε συγκεκριμένα ότι είναι οι Γερμανοί ο εχθρός, ότι είμαστε ενωμένοι εναντίον τους και περνούσαμε και πολύ ωραία γιατί μαζευόμαστε παρέες, γιατί εκτός από την Αντίσταση χορεύαμε, ερωτευόμαστε, βρισκόμασταν μ’ αυτούς τους σπουδαίους ανθρώπους που τότε δεν ήταν τόσο γνωστοί, γιατί γίνονταν πράγματα, έβγαιναν βιβλία, ήταν το Θέατρο Τέχνης και συμμετείχαμε σ’ όλα αυτά.
-Δεν φοβόσασταν;
Στην Κατοχή όχι. Φοβόμουν πάρα πολύ τον Δεκέμβρη και για τη ζωή μου και για το τι θα γίνει μετά.
-Καθώς γράφατε αυτό το βιβλίο η μνήμη σας έπαιξε άσχημα παιχνίδια;
Έπαιξε με τον ύπνο μου. Κάθε βράδυ έβλεπα μπερδεμένα όλα αυτά τα πρόσωπα, έβλεπα ότι με κυνηγάει ο πατέρας μου. Ήταν πολύ αυστηρός αλλά εμείς ξεφεύγαμε.
-Πείτε μας λίγο για όλα αυτά τα πρόσωπα που περνάνε από το βιβλίο.
Ο Καραγιώργης, ας πούμε, ήταν πολύ σπουδαίος άνθρωπος, από τους λίγους τόσο μορφωμένους που υπήρχαν στο κόμμα, και πολύ αστραφτερό μυαλό, γι’ αυτό είχε και το τέλος που είχε. Έβλεπε πράγματα τα έλεγε και του έκοψαν τα πόδια. Ο Κώστας Αξελός ήταν όπως τον ξέρετε, φιλόσοφος. Μιλούσε για τον Καντ κι εμείς τον κοιτάγαμε σα χαζά. Είχε πολύ λεπτό χιούμορ και στο βάθος μια τρυφερή καρδούλα. Έδειχνε σκληρός αλλά με τους φίλους ήταν πολύ ζεστός. Την Ελένη Βακαλό τη φοβόμουν, ήταν πολύ αυστηρή στην κριτική της. Ήταν πρόεδρος στην κοινότητα των μαθητών, ακόμα και η διευθύντρια του σχολείου υποκλινόταν στην Ελένη. Ο Μποστ, τι γλυκός άνθρωπος, τι καλαμπούρια. Τον Χατζιδάκι τον είδα ξαφνικά. Στις ολονύχτιες παράνομες συγκεντρώσεις που κάναμε στα σπίτια, ο Χατζιδάκις έπαιζε πιάνο όλη νύχτα χωρίς παρτιτούρες, εμείς δουλεύαμε για την Αντίσταση και χορεύαμε κι όλας. Η Παϊζη ήταν μια πολύ γενναία κοπέλα, με πολύ χιούμορ, εξαιρετικά χαριτωμένη και πολύ καλή ηθοποιός. Είχε πάρει μέρος πολύ γερά στην Αντίσταση. Ο Γκάτσος, ήταν πάρα πολύ ωραίος άντρας αλλά εμένα δεν μου άρεσαν οι ωραίοι άντρες, μου άρεσαν οι πιο δυναμικοί.
-Τι σας γοήτευσε στον Σεβαστίκογλου;
Η πάρλα του. Μιλούσε για τα πάντα και συνέχεια. Με μάγεψε. Ήταν πολύ ακέραιος, πολύ συγκαταβατικός με τους άλλους και πολύ υπεύθυνος. Είτε ανέβαζε έργο στην Τασκένδη, είτε στη Λάρισα, είτε στην Επίδαυρο, το αντιμετώπιζε με την ίδια αφοσίωση και ευθύνη. Και ως σύζυγος και πατέρας ήταν εξαιρετικός.
-Την Κίττυ Αρσένη πως τη θυμάστε;
Ήταν ένα πολύ γενναίο κορίτσι. Ήταν από τους λίγους που δεν εκμεταλλεύτηκε τη φυλακή της, να βασανιστήρια της για να αποκτήσει κάτι. Σπανίζουν τέτοιοι άνθρωποι. Η σεμνότητα χρειάζεται και λίγοι την διαθέτουν.
-Ο Κλούβιος;
Ο Κλούβιος ο καημένος έχει εξαφανιστεί και από τη μνήμη μου. Δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτά που έγραφα. Ο Κλούβιος, στη σειρά ιστοριών “Κλάψωδίες” που έγραφα για κουκλοθέατρο, ήταν ένα ναυτάκι που έκανε όλες τις βλακείες, αλλά στο τέλος βοηθούσε τον Οδυσσέα που ξέρουμε από τη μυθολογία να ξεφεύγει από τις δυσκολίες. Υπήρχε επίσης η Αθηνά και ο Ποσειδώνας, που βγαίνανε σε δύο παράθυρα και βρίζονταν, όπως καληώρα στα παράθυρα της τηλεόρασης. Αλλά λέγανε και πράγματα μέσα από τη ζωή μας στην Κατοχή.
-Τι διαφοροποιεί ετούτο το βιβλίο από την “Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα”, και τα δύο βιβλία για μεγάλους.
Η Αρραβωνιαστικιά είναι μυθιστόρημα, έχεις απόλυτη ελευθερία. Εδώ πρέπει να μιλήσεις με ακρίβεια, είναι αυτοβιογραφία. Να μην πεις πράγματα που δεν είπαν, να μην πεις πράγματα που θες εσύ να έχουν πει, να πεις ακριβώς αυτά που έλεγαν. Με είχε αγχώσει πολύ όσο το έγραφα.
-Ποια ήταν η πρώτη αντιστασιακή σας πράξη;
Η Διδώ, στην Κατοχή, όταν έλειπε ο πατέρας μου έφερνε στο σπίτι μας την Καίτη Ζέρβου, τη Μαρία Σβόλου, την Ηλέκτρα Αποστόλου, καπνίζανε σα φουγάρα και συνεδριάζανε. Όταν έφευγαν η αδελφή μου κι εγώ είχαμε το καθήκον να ανοίγουμε τα παράθυρα και να αερίζουμε το δωμάτιο με τραπεζομάντιλα, μην έρθει ο πατέρας μου από την τράπεζα και βρει το σπίτι τεκέ και υποψιαστεί τι γινότανε.
-Σήμερα πως αντιστέκεστε;
Στο δρόμο δεν μπορώ να βγω. Προσπαθώ μ’ αυτά που γράφω να δείχνω στα παιδιά την ιστορία μας. Η πολιτεία μαθαίνει χίλια δυο άχρηστα στα παιδιά μας, όχι την ιστορία. Είναι πολύ μπερδεμένα τα παιδιά με την ιστορία και τις εποχές. Σε ένα σχολείο τα παιδιά, πέμπτης δημοτικού, είχαν στενοχωρηθεί πολύ με το τέλος που είχα δώσει στον “Περίπατο του Πέτρου”, δεν τους άρεσε που σκότωσε ο Γερμανός τον Σωτήρη που ήταν τόσο καλό παιδί. Τους είπε η δασκάλα τους να γράψουν εκείνα ένα δικό τους τέλος. Ένας μικρός λοιπόν, άκου το τέλος που έδωσε. Την ώρα που βγάζει ο Γερμανός το πιστόλι, χτυπάει το κινητό του, πιάνει το κινητό και το σκάει ο Σωτήρης. Είχε κινητό ο Γερμανός; ρωτάω τον μικρό. Κυρία Ζέη, μου λέει, αν δεν έχει ο Γερμανός κινητός ποιος θα ‘χει;
-Τι φοβάστε σήμερα γι’ αυτά τα παιδιά;
Τον φασισμό, τη βία. Υπάρχει βία στα σχολεία, βρήκε πρόσφορο έδαφος η Χρυσή Αυγή και μπήκε μέσα.
-Τότε ήσασταν αριστερή, μετά δηλώνατε “αριστερή εν πλήρη συγχύσει”, σήμερα;
Εν πιο πλήρη συγχύσει δηλώνω σήμερα γιατί σήμερα παγκοσμίως η Αριστερά βρίσκεται εν πλήρη συγχύσει. Πρέπει να κάνει ένα σάλτο και να φύγει από την πεπατημένη. Αλλά πρέπει να βρεθεί ένας ηγέτης, ένα μυαλό που να δει πως είναι σήμερα ο κόσμος. Δεν μπορούμε σήμερα να αντιδρούμε και να μιλάμε με τα λόγια που λέγαμε στην Κατοχή. Για μένα ηχούν παράταιρα. Από την άλλη στην Κατοχή μία ήταν η αριστερά, ένας ο σκοπός πιστεύαμε αυτό που πιστεύαμε, δεν πιστεύαμε ότι υπάρχει κάτι άλλο κι ίσως αυτό ήταν το λάθος μας.
-Τα εγγόνια σας εξακολουθούν να μετράνε πόσα χρόνια θα ζήσετε;
Έχουν πάψει πια, γιατί έχω ξεπεράσει το μέτρο.
-Ο χρόνος σας φοβίζει;
Λιγάκι με φοβίζει. Όχι επειδή σκέφτομαι το θάνατο, αλλά μετρώντας τα χρόνια αναρωτιέμαι πόσο ακόμα μπορώ ζήσω. Και δεν θέλω να ζήσω ως τα 100, δεν θέλω να είμαι τόσο πολύ γριά.
-Αν σας δίναμε τώρα ένα μολύβι φάμπερ τι θα γράφατε σε μια κόλλα χαρτί;
Τίποτα. Όταν τελειώσω ένα βιβλίο πρέπει να ξεχάσω του ήρωες του. Από το ένα βιβλίο στο άλλο χρειάζομαι ένα μεγάλο διάλειμμα. Θυμάμαι, δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του βιβλίου “Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της”, πήγα στο Άαχεν, είδα ένα κοριτσάκι σ’ ένα δρομάκι και νόμιζα ότι έβλεπα την Κωνσταντίνα. Τώρα θέλω να περάσει λίγος καιρός για να γράψω το επόμενο βιβλίο. Προβλέπω ότι με παίρνει να γράψω ένα βιβλίο ακόμα, κι αυτό τσίμα-τσίμα και θέλω να σκεφτώ πολύ ποιο θα είναι το θέμα του. Δεν μπορώ να γράψω για ότι συμβαίνει σήμερα. Πρέπει να περάσει καιρός να το ζυγίσω να το ισορροπήσω. Ότι γράφεις εν θερμώ δεν είναι αληθινό γιατί είσαι επηρεασμένος.
-Σε τι σας βοήθησε το γράψιμο στη ζωή σας;
Δεν γράφω για να εκτονωθώ. Γράφω γιατί μ’ αρέσει.
-Σας θεωρούν την κορυφαία συγγραφέα για παιδιά.
Το κορυφαία είναι μεγάλη κουβέντα. Έκανα πολύ καιρό να αναγνωριστώ, λόγω ιδεολογίας. Το “Καπλάνι…” στη δικτατορία το είχαν απαγορεύσει. Βγήκε το ’63 αλλά κανονικά άρχισε να κυκλοφορεί μετά τη μεταπολίτευση. Με τα βιβλία μου μίλησα για πράγματα που αφορούσαν τη ζωή των παιδιών. Ίσως σ’ αυτό να οφείλετε ο χαρακτηρισμός, ότι έκανα μια τομή. Ο καλύτερος τρόπος να μιλήσει ένας συγγραφέας είναι μέσα από τα βιβλία του.
-Τι θα ευχόσασταν σήμερα που είναι τόσο δύσκολες ημέρες για όλους μας;
Να έχουμε μια αληθινή και πραγματική δημοκρατία, αυτό εύχομαι τούτη την ώρα για τον τόπο. Την πληγώνουμε σήμερα τη δημοκρατία.
Αναδημοσίευση απο την Αυγή