Του Jason Read– καθηγητή φιλοσοφίας στο University of Southern Maine, μετάφραση: Αφροδίτη Χριστοδουλάκου
Ο νεοφιλελευθερισμός δεν συνιστά απλώς «αποκατάσταση» της ταξικής εξουσίας, του καπιταλισμού ως μοναδικού εφικτού οικονομικού συστήματος, αλλά και αποκατάσταση του καπιταλισμού ως συνώνυμου της ορθολογικότητας. Έτσι, το ερώτημα παραμένει: Γιατί τώρα ή, έστω, γιατί τα τελευταία τριάντα χρόνια ο καπιταλισμός έχει πάρει αυτή τη νεοφιλελεύθερη στροφή; Αν η αναφορά του Φουκώ στο φάντασμα της ναζιστικής Γερμανίας δεν αρκεί για να ερμηνεύσει τη συγκεκριμένη ιστορική συγκρότηση του καπιταλισμού, η αντίθεση στον Μαρξ δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στην εξήγηση της πρόσφατης κυριάρχησης του νεοφιλελευθερισμού. Παραδόξως, το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί, μερικώς έστω, αν εξετάσουμε ένα από τα λίγα σημεία τομής μεταξύ μαρξικής θεωρίας και νεοφιλελευθερισμού.
Στα Grundrisse, ο Μαρξ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «ανθρώπινο κεφάλαιο» αλλά πάγιο κεφάλαιο –έναν όρο που παραπέμπει εν γένει στα μηχανήματα, τις εγκαταστάσεις και τις άλλες επενδύσεις στα μέσα παραγωγής– προκειμένου να αναφερθεί στην υποκειμενικότητα, στις υποκειμενικές ικανότητες του εργάτη. Γενικότερα, ο Μαρξ αντιλαμβανόταν την προέλαση του κεφαλαίου ως μια διαδικασία μέσω της οποίας οι δεξιότητες, οι γνώσεις και η τεχνογνωσία των εργατών ενσωματώνονταν σταδιακά στα μηχανήματα, στο πάγιο κεφάλαιο, υποβιβάζοντας τον εργάτη σε ανειδίκευτο και, τελικά, μη αναγκαίο γρανάζι της μηχανής. Πρόκειται για την «προλεταριοποίηση», τη διαδικασία με την οποία ο καπιταλισμός παράγει τους νεκροθάφτες του ως μια τάξη εξαθλιωμένων εργατών, που έχουν να χάσουν μόνο τις αλυσίδες τους. Στα Grundrisse, ωστόσο, ο Μαρξ εξετάζει ένα ενδεχόμενο θεμελιωδώς διαφορετικό: την εκμετάλλευση από το κεφάλαιο όχι μόνο των σωματικών ικανοτήτων αλλά των γενικότερων κοινωνικών γνώσεων, που εκτείνονται σε όλη την κοινωνία και ενυπάρχουν σε κάθε άτομο. Πρόκειται για τη «γενική διάνοια», δηλαδή τη διάχυτη κοινωνική γνώση. Η γνώση αυτή, η ικανότητα χρήσης διάφορων γλωσσών, κωδίκων συμπεριφοράς και συμβολικών συστημάτων, παράγεται εν πολλοίς εκτός εργασίας: «Η εξοικονόμηση εργάσιμου χρόνου ισοδυναμεί με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή του χρόνου για την πλήρη ανάπτυξη του ατόμου· κι αυτή η ανάπτυξη αντεπιδρά με τη σειρά της, σαν η μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη, πάνω στην παραγωγική δύναμη της εργασίας. Από τη σκοπιά της άμεσης παραγωγικής διαδικασίας μπορεί να θεωρηθεί παραγωγή πάγιου κεφαλαίου· αυτό το πάγιο κεφάλαιο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος».[1] Η παρέκκλιση του Μαρξ από την καθιερωμένη ορολογία του –η οποία ορίζει τον εργάτη ως εργατική δύναμη (ή ζωντανή εργασία), το μηχάνημα ή το εργοστάσιο ως πάγιο κεφάλαιο, και το χρήμα ως κυκλοφορούν κεφάλαιο– είναι τελικώς αποκαλυπτική. Αποκαλύπτει κάτι από ένα μέλλον που ο Μαρξ μπορούσε μόλις να διαβλέψει και το οποίο είναι παρόν μας: την πραγματική υπαγωγή της κοινωνίας στο κεφάλαιο. Η εν λόγω υπαγωγή δεν συνεπάγεται μόνο τη συγκρότηση του ειδικά καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αλλά και την ενσωμάτωση όλων των υποκειμενικών δυνατοτήτων, της ικανότητας να επικοινωνούμε, να αισθανόμαστε, να δημιουργούμε, να σκεφτόμαστε, στις παραγωγικές δυνάμεις υπέρ του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο δεν εκμεταλλεύεται πλέον μόνο την εργασία ως σωματική ικανότητα μετασχηματισμού αντικειμένων, αλλά αξιοποιεί τις ικανότητες δημιουργίας και επικοινωνίας που διαπερνούν τις κοινωνικές σχέσεις. Με την πραγματική υπαγωγή, εν ολίγοις, το κεφάλαιο δεν έχει τίποτα εξωτερικό προς αυτό (δεν υπάρχει καμία σχέση που να μην μπορεί να μετατραπεί σε εμπόρευμα), αλλά ταυτόχρονα το κεφάλαιο είναι μόνο εξωτερικό (η παραγωγή τελείται εκτός εργοστασίου και εταιρείας, στις διάφορες κοινωνικές σχέσεις). Εξαιτίας αυτής της θεμελιώδους μετατόπισης, η υποκειμενικότητα αποκτά ύψιστη σημασία· καθίσταται παραγωγική αυτή καθαυτήν και είναι η ίδια η υποκειμενικότητα που πρέπει να ελεγχθεί.
Κατά τον Νέγκρι, υπάρχει μια άμεση σχέση ανάμεσα στην πραγματική υπαγωγή ως μετασχηματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στον νεοφιλελευθερισμό ως μετασχηματισμό του τρόπου παρουσίασης του καπιταλισμού. Δεν είναι μόνο ότι ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να εξαφανίσει τον θεμελιώδη διαχωρισμό μεταξύ εργάτη και καπιταλιστή, μεταξύ μισθού και κεφαλαίου, μέσω της παραγωγής της νεο-φιλελεύθερης υποκειμενικότητας. Άλλωστε, αυτή η αντίθεση, αυτός ο ανταγωνισμός, προϋπήρχε κατά αιώνες του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά ένα λόγο και μια πρακτική που επιχειρεί να αποκρύψει τις δυνάμεις της εργασίας, οι οποίες διανέμονται σε όλο το εύρος της κοινωνίας: Τη στιγμή που το σύνολο της κοινωνικής ύπαρξης γίνεται εργασία, ή δυνάμει εργασία, ο νεοφιλελευθερισμός κατασκευάζει την εικόνα μιας κοινωνίας καπιταλιστών, μιας κοινωνίας επιχειρηματιών. Καθώς η παραγωγή μετατοπίζεται από τον κλειστό χώρο του εργοστασίου προκειμένου να διανεμηθεί σε όλο το εύρος του κοινωνικού χώρου, περικλείοντας όλες τις σφαίρες της πολιτισμικής και κοινωνικής ύπαρξης, ο νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζει μια εικόνα της κοινωνίας ως αγοράς, εξαφανίζοντας τελείως την παραγωγή.[2] Έτσι αναδεικνύεται η διαφορά μεταξύ νεοφιλελευθερισμού, ως μορφής εξουσίας, και πειθαρχικής εξουσίας που λειτουργεί στον κλειστό χώρο του εργοστασίου. Αν η πειθαρχική εξουσία λειτουργούσε περιορίζοντας και προσδένοντας σώματα στους παραγωγικούς μηχανισμούς, η νεοφιλελεύθερη εξουσία λειτουργεί διασπείροντας σώματα και άτομα μέσω της ιδιωτικοποίησης και της απομόνωσης. Η απορρύθμιση –κεντρικός όρος και πολιτική στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού– δεν συνιστά έλλειψη διακυβέρνησης ή ρύθμισης αλλά μορφή διακυβέρνησης μέσω της απομόνωσης και της διασποράς.[3] Καθώς παράγεται ολοένα και περισσότερος πλούτος από τις συλλογικές κοινωνικές δυνάμεις, ο νεοφιλελευθερισμός παρουσιάζει μια εικόνα της κοινωνίας αποτελούμενης από ιδιοτελή άτομα. Κατά τον Νέγκρι, ο νεοφιλελευθερισμός και η ιδέα του ανθρώπινου κεφαλαίου συνιστούν διαστρέβλωση των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας. «Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η ακραία φιλελευθεροποίηση της οικονομίας αποκαλύπτει το αντίθετό της, δηλαδή ότι το κοινωνικό και παραγωγικό περιβάλλον δεν αποτελείται από μεμονωμένα άτομα. […] Το πραγματικό περιβάλλον αποτελείται από συλλογικά άτομα».[4] Στην ανάλυση του Νέγκρι, η σχέση νεοφιλελευθερισμού και πραγματικής υπαγωγής λαμβάνει χαρακτηριστικά μανιχαϊστικής αντίθεσης. Είτε είμαστε όλοι εργάτες είτε είμαστε όλοι καπιταλιστές: Η κοινωνία είτε εξετάζεται ως επέκταση της εργασίας σε όλες τις κοινωνικές σφαίρες, από το εργοστάσιο ως το σχολείο και το σπίτι, και σε όλες τις πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, από τη χειρονακτική εργασία ως τη διανόηση, είτε εξετάζεται ως λογική ανταγωνισμού και επένδυσης που περιβάλλει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Μολονότι η παρουσίαση του Νέγκρι υπερτερεί των διαλέξεων του Φουκώ το 1978-79 [Η γέννηση της βιοπολιτικής], καθότι συλλαμβάνει την ιστορική συγκρότηση του νεοφιλελευθερισμού με υπόβαθρο έναν συγκεκριμένο μετασχηματισμό του κεφαλαίου, ακολουθώντας κατά μία έννοια την τάση του Φουκώ να παρουσιάζει την πειθαρχική εξουσία και τη βιοεξουσία με υπόβαθρο συγκεκριμένες αλλαγές στην οικονομική οργάνωση της κοινωνίας, ωστόσο το κάνει σχεδόν ορίζοντας τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία, με την υποτιμητική έννοια του όρου. Φαίνεται ότι για τον Νέγκρι η πραγματική υπαγωγή συνιστά την αλήθεια της κοινωνίας και ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά απλώς διαστρέβλωση αυτής της αλήθειας. Όπως έχει επισημάνει ο Τόμας Λέμκε, η έννοια της κυβερνολογικής [governmentality] του Φουκώ εναντιώνεται στον εν λόγω διαχωρισμό, που θέτει την υλική πραγματικότητα στη μία πλευρά και την ιδεολογική διαστρέβλωσή της στην άλλη. Η κυβερνολογική αποτελεί μια συγκεκριμένη λογική, έναν συγκεκριμένο τρόπο διακυβέρνησης που πραγματώνεται στις συνήθειες, τις προσλαμβάνουσες και την υποκειμενικότητα. Η κυβερνολογική τοποθετεί τις δράσεις και τις αντιλήψεις στο ίδιο πεδίο εμμένειας.[5] Συνεπώς, κάθε κριτική του νεοφιλελευθερισμού ως κυβερνολογικής δεν πρέπει να εστιάζει στα σφάλματά του, στη μυωπική σύλληψη της κοινωνικής ύπαρξης, αλλά στην ιδιαίτερη παραγωγή αλήθειας του. Κατά τον Φουκώ, οφείλουμε να συνυπολογίζουμε το γεγονός ότι η θεμελιώδης κατανόηση του ατόμου ως κυβερνώμενου από το συμφέρον και τον ανταγωνισμό δεν είναι απλώς μια ιδεολογία που μπορεί να απορριφθεί και να ξεμπροστιαστεί· αποτελεί εσώτερο μέρος του τρόπου που δομείται η ζωή και η υποκειμενικότητά μας.
Παρά την τάση του Νέγκρι να ολισθαίνει προς μια αντίθεση μεταξύ εργασίας και ιδεολογίας, το έργο του εγείρει σημαντικά ερωτήματα που απηχούνται από άλλες κριτικές του νεοφιλελευθερισμού. Εκείνο που έχει απολεσθεί στον νεοφιλελευθερισμό είναι η κρίσιμη απόσταση ανάμεσα στις διαφορετικές σφαίρες και αναπαραστάσεις της υποκειμενικότητας, όχι μόνο η διαφοροποίηση της εργασίας από την αγορά (όπως στον μαρξισμό) αλλά και η διαφοροποίηση μεταξύ πολίτη και οικονομικού υποκειμένου (όπως στον κλασικό φιλελευθερισμό). Όλες αυτές οι διαφορές εξαφανίζονται καθώς ανάγονται σε μία μοναδική σχέση: Η σχέση της οικονομικής ιδιοτέλειας, ή του ανταγωνισμού, αντικαθιστά τους πολλαπλούς χώρους και σχέσεις του εργάτη, του πολίτη και του καταναλωτικού υποκειμένου. Για να διατυπώσουμε το πρόβλημα με τους όρους του Φουκώ, στον νεοφιλελευθερισμό έχει εξαφανιστεί η τακτική πολυσθένεια του λόγου· τα πάντα εκφράζονται με όρους συμφέροντος, ελευθεριών και διακινδύνευσης.[6] Όπως επισημαίνει η Γουέντι Μπράουν, μπορεί κανείς να αποτιμήσει τις καθημερινές συνέπειες ή τις πρακτικές της κυβερνολογικής στον τρόπο που, αντί συλλογικών πολιτικών λύσεων, εμφανίζονται αγοροκεντρικές και εξατομικευμένες λύσεις: Οι κοινότητες ελεγχόμενης εισόδου για το ζήτημα της ασφάλειας, το εμφιαλωμένο νερό για το ζήτημα της καθαρότητας του νερού, τα ιδιωτικά σχολεία για την ανεπάρκεια των δημοσίων· όλα αυτά προσφέρουν στο άτομο την ευκαιρία και την επιλογή να εγκαταλείψει τα πολιτικά προβλήματα αντί να ασχοληθεί μαζί τους.[7] Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι απλώς μια στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού για τον δημόσιο τομέα (η συσσώρευση μέσω αποστέρησης, κατά τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ)· συνιστά πάγιο στοιχείο της ιδιαίτερης μορφής κυβερνολογικής του νεοφιλελευθερισμού, του ήθους του. Ιδιωτικοποιούνται τα πάντα: οι θεσμοί, οι δομές, τα ζητήματα και τα προβλήματα που πριν συνιστούσαν το δημόσιο.[8] Πρόκειται για γενικευμένη ιδιωτικοποίηση. Κατά την Μπράουν, ο νεοφιλελευθερισμός συνεπάγεται μια αδρή αποδημοκρατικοποίηση, καθώς όροι όπως δημόσιο αγαθό, δημόσιο δικαίωμα και δημόσιος διάλογος στερούνται πλέον νοήματος. «Ο υποδειγματικός νεοφιλελεύθερος πολίτης είναι αυτός που χαράσσει στρατηγική για τον εαυτό του έχοντας διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές επιλογές· όχι εκείνος που παλεύει μαζί με άλλους προκειμένου να αλλάξει ή να οργανώσει αυτές τις επιλογές».[9] Έτσι, μολονότι θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πιο ελαστική, μια ανοιχτή μορφή εξουσίας, εν αντιθέσει προς τους κλειστούς χώρους της πειθαρχικής εξουσίας, μιας μορφής εξουσίας που επενεργεί στις ελευθερίες, σε μια συγκροτησιακή πολλαπλότητα, ωστόσο κατά μία έννοια είναι ακόμη πιο κλειστός διότι, ως μορφή κυβερνολογικής, ως πολιτική ορθολογικότητα, δεν έχει τίποτα το εξωτερικό προς αυτόν. Δεν πιέζεται από μια ανταγωνιστική λογική του εργάτη ή του πολίτη, από μια διαφορετική άρθρωση της υποκειμενικότητας. Κράτη, εταιρείες, άτομα, όλα κυβερνώνται από την ίδια λογική, τη λογική του συμφέροντος και του ανταγωνισμού.
Η ανάλυση του νεοφιλελευθερισμού από τον Φουκώ ως κυβερνολογικής, μολονότι μερική, έχει ως μείζον πλεονέκτημα την αποσαφήνιση του εδάφους στο οποίο μπορεί να αντικρουστεί ο νεοφιλελευθερισμός. Δεν αρκεί απλώς να αντιπαλεύουμε τον νεοφιλελευθερισμό ως ιδεολογία, αποκαλύπτοντας την αλήθεια της κοινωνικής ύπαρξης που του λείπει, ή να απαριθμούμε τις διάφορες αδυναμίες του ως πολιτικής. Κάθε εναντίωση στον νεοφιλελευθερισμό πρέπει να συνεξετάζει την αποτελεσματικότητά του, τον τρόπο που έχει μετασχηματίσει την εργασιακή υποκειμενικότητα και τις κοινωνικές σχέσεις. Κατά τον Φουκώ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν επεμβαίνει τόσο στις δράσεις, περιορίζοντάς τις άμεσα, όσο στις συνθήκες και τις συνέπειες των δράσεων, στην αίσθηση της δυνατότητας. Το κυρίαρχο ιδεώδες του συμφέροντος και ο υπολογισμός κέρδους-κόστους δεν περιορίζουν τόσο αυτό που μπορεί να κάνει κάποιος (άλλωστε οι οπαδοί της νεοφιλελεύθερης σκέψης φημίζονται για την αδιαφορία τους σε σχέση με τα κανονιστικά ιδεώδη, αφού εξετάζουν το λαθρεμπόριο ναρκωτικών ως λίγο-πολύ ορθολογική επένδυση), όσο την αίσθηση του τι είναι δυνατό να γίνει. Συγκεκριμένα, το ιδεώδες του θεμελιωδώς ιδιοτελούς ατόμου περιορίζει κάθε συλλογικό μετασχηματισμό των όρων ύπαρξης. Όχι ότι τέτοιες δράσεις δεν απαγορεύονται και δεν περιορίζονται από τις προσταγές μιας ανώτατης αρχής ή τις δομές μιας πειθαρχικής εξουσίας, αλλά πρωτίστως δεν αντιμετωπίζονται ως δυνατές, καθώς αποκλείονται από μια κοινωνία ιδιοτελών ατόμων. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι η διασημότερη προσωπικότητα των πολιτικών εφαρμοστών των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων, η Θάτσερ, διαλαλούσε ότι «Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση», νομιμοποιώντας τον νεοφιλελευθερισμό με βάση την πλήρη έλλειψη δυνατοτήτων. Ομοίως, και ως αργοπορημένη απάντηση, ίσως δεν είναι τυχαίο ότι το σύνθημα των σπουδαίων διαδηλώσεων στο Σηάτλ ενάντια στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ήταν «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Πολύ συχνά, η αίσθηση της δυνατότητας όχι μόνο ενός άλλου κόσμου αλλά και ενός άλλου τρόπου οργάνωσης της πολιτικής είναι αυτή που έρχεται στο νου (με την εικόνα των Teamsters να διαδηλώνουν χέρι-χέρι με τις χελώνες)[10] όταν γίνεται αναφορά σ’ αυτές τις διαδηλώσεις.[11] Ακριβώς αυτή η αίσθηση δυνατότητας λείπει από το παρόν. Δυσκολευόμαστε να φανταστούμε, πολύ περισσότερο να καθορίσουμε, ένα μέλλον που να μην κυριαρχείται από το συμφέρον και τις καταστροφικές μεταπτώσεις του ανταγωνισμού. Μια πολιτική απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό οφείλει να τον αντιμετωπίσει στο έδαφός του – αυτό της παραγωγής της υποκειμενικότητας, της ελευθερίας και της δυνατότητας.
[1] Karl Marx, Grundrisse, New York: Penguin, 1973, σ. 712 [Στα ελληνικά: Καρλ Μαρξ, Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος β’ (μτφ.: Διονύσης Διβάρης), Αθήνα: Στοχαστής, 1990, σ.544].
[2] Michael Hardt και Antonio Negri, The Labor of Dionysus, Minneapolis, MN: University of Minnesota, 1994, σ. 226.
[3] Antonio Negri, The Politics of Subversion, Oxford: Polity Press, 1989, σ. 99.
[4] Στο ίδιο, σ. 206.
[5] Thomas Lemke, “Foucault, Governmentality, and Critique”, Rethinking Marxism, 14, 3, 2002, σ. 60.
[6] Michel Foucault, The History of Sexuality 1, New York: Vintage, 1978, σ. 101.
[7] Wendy Brown, “American Nightmare: Neoliberalism, Neoconservatism, and Democratization”, Political Theory, 34, 6, 2006, σ. 704.
[8] David Harvey, A Brief History of Neoliberalism, Oxford: Oxford University Press, 2007, σ. 3.
[9] Wendy Brown, “Neoliberalism and the End of Liberal Democracy” στο Edgework: Critical Essays on Knowledge and Politics, Princeton, NJ: Prinston University, 2005, σ. 43.
[10] Το εργατικό συνδικάτο των ΗΠΑ μαζί με ακτιβιστές ντυμένους χελώνες που συμβόλιζαν το οικολογικό κίνημα για την προστασία του περιβάλλοντος [Σ.τ.Μ].
[11] Maurizio Lazzarato, Les révolutions du capitalisme, Paris: Le Seuil, 2004, σ. 19.