Ο πόνος θεωρείται γενικά σαν ένδειξη ασθένειας και είναι αλήθεια ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχει κατά κανόνα μία σχέση – που όμως στερείται σταθερότητος και ακρίβειας. Υπάρχουν σοβαρά νοσήματα, που είναι ανώδυνα ενώ ενοχλήματα δίχως σημασία, όπως αυτά που προκαλούνται από την είσοδο ενός κόκκου κάρβουνου στο μάτι, μπορεί να είναι πραγματικό μαρτύριο. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις συμπτώματα νοσηρότητος είναι η απουσία πόνου ή και η ευχαρίστηση. Υπάρχει, ένα είδος ελλείψεως ευαισθησίας που είναι παθολογικό. Εκεί όπου ένας υγιής άνθρωπος, θα υπέφερε, συμβαίνει ένας νευρασθενής να δοκιμάζει ένα αίσθημα ηδονής, που είναι αναμφισβήτητα νοσηρό. Αντίθετα, ο πόνος συνοδεύει πολλές φυσιολογικές καταστάσεις, όπως η πείνα, η κούραση, ο τοκετός.
Θα λέγαμε ότι η υγεία, που συνίσταται στην ευτυχή ανάπτυξη των ζωτικών δυνάμεων, αναγνωρίζεται από την τέλεια προσαρμογή του οργανισμού στο περιβάλλον του, και θα αποκαλούσαμε, αντίθετα, ασθένεια κάθε τι που παρενοχλεί την προσαρμογή αυτήν; Αλλά κατ’ αρχήν (θα πρέπει να επανέλθομε αργότερα στο σημείο αυτό) δεν έχει καθόλου αποδειχθεί πως κάθε κατάσταση του οργανισμού ανταποκρίνεται σε κάποια εξωτερική κατάσταση. Επι πλέον, ακόμη και αν το κριτήριο της προσαρμογής χαρακτηρίζει πραγματικά την κατάσταση της υγείας, θα είχε το ίδιο ανάγκη ενός άλλου κριτηρίου για να μπορεί να αναγνωρισθεί, γιατί θα πρεπε, εν πάση περιπτώσει, να μας πουν σύμφωνα με ποιάν αρχή μπορεί κανείς να αποφασίσει ότι μία μέθοδος προσαρμογής είναι τελειότερη από μίαν άλλη.
Μήπως θαπρεπε να πάρουμε για κριτήριο την επίδραση που ασκούν η υγεία και η ασθένεια στις πιθανότητες επιβιώσεώς μας; Υγεία θα ήταν η κατάσταση ενός οργανισμού στον οποίο οι πιθανότητες αυτές είναι μεγιστοποιημένες και ασθένεια, αντίθετα, οτιδήποτε έχει σαν επίπτωση να τις μειώνει. Αναμφίβολα, η ασθένεια έχει γενικά σαν αποτέλεσμα την εξασθένηση του οργανισμού. Αλλά δεν είναι η μόνη που έχει το αποτέλεσμα αυτό. Οι λειτουργίες αναπαραγωγής, σε μερικά κατώτερα είδη, επισύρουν μοιραία τον θάνατο, και ακόμα και στα νεώτερα είδη, δημιουργούν κινδύνους. Είναι, πάρα ταύτα, φυσιολογικές. Το γήρας και η παιδική ηλικία, έχουν τις ίδιες επιπτώσεις – γιατί ο υπερήλικας και το παιδί είναι περισσότερο ευάλωτοι από τα αίτια της καταστροφής. Είναι όμως ο υπερήλικας και το παιδί ασθενείς και πρέπει να δεχθούμε σαν μοναδικό τύπο υγιούς τον ενήλικα; Να ένας περίεργος περιορισμός του πεδίου της υγείας και της φυσιολογίας! Εάν, άλλωστε, το γήρας είναι αυτό καθ’εαυτό ασθένεια, πως να διακρίνει κανείς τον υγιή από τον άρρωστο υπερήλικα:
Κατά την ίδια λογική θα έπρεπε να κατατάξουμε την εμμηνόρροια μεταξύ των νοσηρών φαινομένων, γιατί με τις διαταραχές που προκαλεί αυξάνει την ευπάθεια της γυναίκας. Πώς όμως να χαρακτηρίσουμε νοσηρή μία κατάσταση, της οποίας η απουσία ή η πρόωρη εξαφάνιση αποτελούν αναμφισβήτητα ένα παθολογικό φαινόμενο {….}
__________
ΠΗΓΗ: Πηγή: Εμίλ Ντυρκάϊμ, Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Λ.Μ. Μουσούρου, Ο Εμίλ Ντυρκάϊμ και η Κοινωνιολογία του, Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη, Gutenberg, Κεφ. 3 σελ. 114-115.
*Η ολοκληρωμένη ανάλυση ο.π. Κεφ. 3 σελ. 111-140.