.. Η ιδεολογική μέθοδος επιτρέπει είναι η αλήθεια, να αποφύγει κανείς τον μυστικισμό – άλλωστε στην επιθυμία αυτής της αποφυγής οφείλεται, μερικά τουλάχιστον, η εμμονή σ’αυτή την μέθοδο. Αυτοί που την εφάρμοσαν ήσαν, πράγματι, πολύ ορθολογιστές για να αρνηθούν ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά θα είχε ανάγκη να κατευθύνεται από την σκέψη – κι όμως δεν έβλεπαν στα φαινόμενα, αυτά καθ’εαυτά και ανεξάρτητα από κάθε υποκειμενικό δεδομένο, τίποτα που να τους επιτρέπει να τα κατατάξουν ανάλογα με την πρακτική τους αξία. Έμοιαζε, λοιπόν, ότι ο μόνος τρόπος να κρίνει κανείς τα φαινόμενα θα ήταν να τα αναγάγει σε κάποιο κυρίαρχο νόημα – έτσι η χρήση εννοιών που κυριαρχούν, στην αντιπαραβολή των γεγονότων, αντί να προέρχονται από αυτήν, έγινε απαραίτητη σε κάθε ορθολογική κοινωνιολογία. Αλλά ξέρομε πως, αν κάτω απ΄ αυτούς τους όρους η επιστημονική πρακτική γίνεται έλλογη, η λογική σκέψη που έτσι χρησιμοποιείται δεν είναι επιστημονική.
Το πρόβλημα που μόλις θέσαμε θα μας επιτρέψει να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα της λογικής χωρίς να ξανακυλήσουμε στην ιδεολογία. Πράγματι, για τις κοινωνίες όπως και για τα άτομα η υγεία είναι καλή και επιθυμητή, ενώ αντίθετα η αρρώστια είναι κακή και πρέπει να αποφεύγεται. Εάν, λοιπόν, μπορούσαμε να βρούμε ένα αντικειμενικό κριτήριο, εγγενές στα ίδια τα γεγονότα, που να μας επιτρέπει να διακρίνουμε επιστημονικά την υγεία από την αρρώστια στις διάφορες τάξεις κοινωνικών φαινομένων, η επιστήμη θα ήταν σε θέση να φωτίσει πρακτικά θέματα – μένοντας ταυτόχρονα πιστή στην μέθοδό της. Αναμφίβολα, όπως σήμερα δεν καταφέρνει να αγγίζει το άτομο, η επιστήμη δεν μπορεί να μας δώσει παρά γενικές μόνο ενδείξεις, που για να διαφοροποιηθούν πρόσφορα πρέπει να έλθει κανείς άμεσα σε επαφή με το επί μέρους μέσω των αισθήσεων.
Η κατάσταση της υγείας, έτσι όπως η επιστήμη μπορεί να την προσδιορίσει, δεν θα μπορούσε να ταιριάξει με ακρίβεια σε καμία ατομική περίπτωση, εφ΄όσον δεν μπορεί να προσδιοριστεί παρά αναφορικά με πολύ γενικές συνθήκες, από τις οποίες όλος ο κόσμος λίγο-πολύ παρεκκλίνει – τούτο όμως θα αποτελούσε ένα πολύτιμο σημείο αναφοράς για τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς μας. Από το ότι απαιτείται ύστερα προσαρμογή του γενικού στην ειδική κάθε φορά περίπτωση, δεν έπεται ότι δεν είναι ενδιαφέρον να το γνωρίσουμε. Αντίθετα, ο κανόνας είναι που πρέπει να χρησιμεύει σαν βάση σε όλους τους πρακτικούς συλλογισμούς μας. Με τις προϋποθέσεις αυτές, δεν έχει πια κανείς δικαίωμα να πει πως η σκέψη είναι άχρηστη στην πράξη. Δεν υπάρχει πια χάσμα ανάμεσα στην επιστήμη και στην τέχνη — αλλά περνά κανείς από την μία στην άλλη χωρίς λύση της συνέχειας. Η επιστήμη, είναι αλήθεια, δεν μπορεί να εμβαθύνει στα γεγονότα παρά με την μεσολάβηση της τέχνης – αλλά η τέχνη δεν είναι παρά προέκταση της επιστήμης. Μπορεί επίσης να αναρωτηθεί κανείς αν η πρακτική ανεπάρκεια της επιστήμης δεν θα πρέπει να μειώνεται όσο οι νόμοι της θα εκφράζουν πληρέστερα την ατομική πραγματικότητα {…}
________
Πηγή: Εμίλ Ντυρκάϊμ, Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, Λ.Μ. Μουσούρου, Ο Εμίλ Ντυρκάϊμ και η Κοινωνιολογία του, Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη, Gutenberg, Κεφ. 3 σελ. 111-113.