O Benjamin Lee Whorf, Αμερικανός γλωσσολόγος που πέθανε το 1941, έκρινε ότι η κάθε γλώσσα κωδικοποιεί μια κοσμοθεωρία που επηρεάζει σημαντικά όσους τη μιλούν. Αυτή η ιδέα, συχνά αποκαλείται “Whorfianism”.
Η επιρροή δεν συνδέεται απαραίτητα με το λεξιλόγιο και την γραμματική μιας δεύτερης γλώσσας. Ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων δεν είναι συμμετρικά δίγλωσσοι. Πολλοί έχουν μάθει μια γλώσσα στο σπίτι από τους γονείς τους και μια δεύτερη γλώσσα αργότερα στη ζωή τους, συνήθως στο σχολείο. Έτσι οι δίγλωσσοι έχουν συνήθως διαφορετικά πλεονεκτήματα και αδυναμίες στις διαφορετικές γλώσσες που μιλούν- και δεν είναι πάντα καλύτεροι στην πρώτη γλώσσα που μαθαίνουν. Για παράδειγμα, όταν εξετάζονται σε μια ξένη γλώσσα, είναι λιγότερο πιθανό να πέσουν σε μια γνωστική παγίδα (απαντώντας σε ερώτηση με μια προφανή -φαινομενικά απάντηση, που είναι όμως λανθασμένη) από ό, τι όταν εξετάζονται στη μητρική τους γλώσσα. Εν μέρει αυτό συμβαίνει επειδή η πνευματική διεργασία μιας δεύτερης γλώσσας επιβραδύνει τη σκέψη.
Τι συμβαίνει όμως με τους δίγλωσσους, που ανατράφηκαν σε δύο γλώσσες; Ακόμη και αυτοί δεν έχουν συνήθως απόλυτα συμμετρική ικανότητα και στις δύο γλώσσες. Αλλά ακόμη και για κάποιον που γνωρίζει δύο γλώσσες και έχει σχεδόν την ίδια ικανότητα και στις δύο, υπάρχει ένας άλλος σημαντικός λόγος που αισθάνεται διαφορετικά όταν χρησιμοποιεί την κάθε μια από αυτές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει μια σημαντική διάκριση μεταξύ διγλωσσίας και biculturalism (πολιτισμικού δυισμού).
Πειράματα ψυχολογίας απέδειξαν τη δύναμη μικρών παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά σε μεγάλο βαθμό. Ζητώντας από ανθρώπους, για παράδειγμα, να πουν μια χαρούμενη ιστορία, τους βάζει σε μια καλύτερη διάθεση. Η επιλογή μεταξύ των δύο γλωσσών είναι σημαντική. Μιλώντας Ισπανικά παρά Αγγλικά, για έναν δίγλωσσο και διπολιτιστικό άτομο από την Νέα Υόρκη με καταγωγή από το Πουέρτο Ρίκο, θα μπορούσε να δημιουργήσει όμορφα αισθήματα για αυτόν, αναμνήσεις από την οικογένεια και το σπίτι του. Η αλλαγή της γλώσσας στα Αγγλικά θα μπορούσε να κάνει το ίδιο άτομο να σκεφτεί το σχολείο ή την εργασία του.
Έτσι υπάρχουν δύο πολύ καλοί λόγοι (ασύμμετρη ικανότητα, και το υπόβαθρο) που κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται διαφορετικά μιλώντας διαφορετικές γλώσσες. Υπάρχει όμως ένα τρίτο επιχείρημα που εναντιώνεται σε αυτή την άποψη. Υπήρξε η εξής αναφορά “Οι Έλληνες μιλούν πολύ δυνατά και διακόπτουν ο ένας τον άλλο πολύ συχνά. Ο λόγος για αυτό είναι η ελληνική γραμματική και η σύνταξη. Όταν οι Έλληνες μιλούν αρχίζουν τις προτάσεις τους με ρήματα και η μορφή του ρήματος περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες, έτσι κάποιος ξέρει ήδη για τι πράγμα μιλάμε αμέσως μετά την πρώτη λέξη και μπορεί να διακόψει ευκολότερα”.
Yπάρχει κάτι εγγενές στην ελληνική γλώσσα, που ενθαρρύνει τους Έλληνες να διακόπτουν; Οι άνθρωποι απολαμβάνουν να λένε ιστορίες σχετικά με τις εγγενείς ιδιότητες της γλώσσας τους, και πώς αυτές επηρεάζουν τους ομιλητές. Μια ομάδα Γάλλων του πνεύματος πρότεινε κάποτε, πως τα γαλλικά θα έπρεπε να είναι η αποκλειστική νομική γλώσσα της ΕΕ, λόγω της δήθεν απαράμιλλης αυστηρότητας και ακρίβειας της. Ορισμένοι Γερμανοί πιστεύουν ότι βάζοντας το ρήμα στο τέλος μιας πρότασης αυτό καθιστά τη γλώσσα ιδιαίτερα λογική. Στην περίπτωση της Ελληνικής γλώσσας όμως, που αναφέρθηκε παραπάνω, υπάρχει μια αιτιώδης συνάφεια της γραμματικής με την προσωπικότητα. Στα Ελληνικά, το ρήμα έρχεται πρώτο, και δίνει πολλές πληροφορίες, ως εκ τούτου είναι εύκολη μια διακοπή του λόγου. Το πρόβλημα είναι ότι πολλές μη συγγενικές γλώσσες ανά τον κόσμο τοποθετούν το ρήμα στην αρχή των προτάσεων. Πολλές γλώσσες ανά τον κόσμο είναι σε μεγάλο βαθμό κλιτές, κωδικοποιώντας πολλές πληροφορίες στα ρήματα.
Θα ήταν εντυπωσιακό το συμπέρασμα αν όλες αυτές οι μη συνδεδεμένες γλώσσες είχαν ομιλητές που είναι πιο επιρρεπείς στο διακόπτουν ένας τον άλλον. Τα Ουαλικά, για παράδειγμα, είναι επίσης μια γλώσσα που τοποθετεί το ρήμα πρώτο και μια γλώσσα βαριά κλιτή όπως τα Ελληνικά, αλλά οι Ουαλοί δεν χαρακτηρίζονται ως “επιθετικοί” συνομιλητές.
Όσοι ασπάζονται την ιδέα του “Whorfianism”, συνεχίζουν να προσφέρουν στοιχεία και αναλύσεις, που έχουν ως στόχο την απόδειξη πως οι διαφορετικές γλώσσες ωθούν τους ομιλητές να σκεφτούν διαφορετικά.
Πηγή: economist.com
[irp]