Στις 13 Αυγούστου του 1961, η κομμουνιστική κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Ανατολική Γερμανία) άρχισε να χτίζει το τείχος και συγκεκριμένα τον “Antifascistischer Schutzwall,” (αντιφασιστικό προπύργιο) μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού Βερολίνου. Αγκαθωτά συρματοπλέγματα που έφταναν μέχρι και 1,83 μέτρα υψώθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας, και οι Βερολινέζοι ξύπνησαν το πρωί σε μια διαιρεμένη πόλη. Οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης είχαν κοπεί και η οδική κυκλοφορία κατά μήκος των συνόρων είχε σταματήσει.
Το τελικό τσιμεντένιο τείχος είχε ύψος περίπου 3,6 μέτρων και εκτεινόταν σε μήκος 106 χιλιομέτρων. Υπήρχε επιπλέον περίφραξη περί τα 66,5 χιλιόμετρα καθώς και περισσότερα από 300 παρατηρητήρια. Περίπου 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να διασχίσουν τον τοίχο, και άλλοι 200 τραυματίστηκαν.
Ο επίσημος σκοπός αυτού του Τείχους ήταν να κρατήσει τους Δυτικούς “φασίστες” εκτός της Ανατολικής Γερμανίας, προστατεύοντας από την υπονόμευση του σοσιαλιστικού κράτους, όμως ουσιαστικά υπηρέτησε στο να μη απορρέουν μαζικές αποστασίες από την Ανατολή στη Δύση.
Η “πτώση” του Τείχους του Βερολίνου πραγματοποιήθηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1989, όταν ο επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας ανακοίνωσε ότι οι πολίτες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας μπορούσαν πλέον να διασχίσουν τα σύνορα όποτε ήθελαν. Εκείνο το βράδυ, πλήθη κατέκλυσαν τον τοίχο. Κάποιοι πέρασαν ελεύθερα στο Δυτικό Βερολίνο, ενώ άλλοι έφεραν σφυριά και άρχιζαν να γκρεμίζουν μέρη του τείχους.
Μέχρι και σήμερα, το Τείχος του Βερολίνου παραμένει ένα από τα πιο ισχυρά και διαρκή σύμβολα του Ψυχρού Πολέμου.
history.com
warhistoryonline.com
socialpolicy.gr