Της Ελένης Τομπέα
[…]Αφού πολλοί από τους ανθρώπους που είναι κατεργάρηδες
έχουν μαζέψει πλούτη με αδικίες.
Κι άλλοι πολλοί που είναι τιμιότατοι
πεινάνε και δυστυχούν[…]
Θα μπορούσε να ανήκει στο σήμερα, αλλά δεν είναι παρά ένα απόσπασμα από την αρίστη κωμωδία του Αριστοφάνη, “Πλούτος”. Μια επιστροφή στο 388 π.Χ., πιο επίκαιρη παρά ποτέ.
Γιατί η σχέση του ανθρώπου με τον πλούτο παραμένει ίδια και απαράλλακτη στο πέρασμα του χρόνου και ας νομίζουμε πολλές φορές πως το βάρος των αιώνων στους ώμους μας, μας αλλάζει πάντα προς το χειρότερο.
Ίσως όμως πραγματικά να υπάρχει μια φθίνουσα πορεία, αφού η σκληρή επιφάνεια των νομισμάτων -κάποτε- και η βρώμικη υφή των χαρτονομισμάτων των νεοτέρων εποχών, μετάλλαξαν και μεταλλάσσουν όλο και περισσότερο τις συνειδήσεις των ανθρώπων, μετατρέποντας τους σε σκληρούς υπολογιστές και βρώμικους ηθικολόγους.
Η άθλια πολιτική, κοινωνική και κυρίως οικονομική κατάσταση της εποχής του Αριστοφάνη, στάθηκε η αφορμή για την συγγραφή του “Πλούτου”. Δεδομένου του εφάμιλλου σκηνικού της αρχαίας Ελλάδας με τη σύγχρονη, ο διαχρονικός Αριστοφάνης με την έξυπνη αλληγορία του, στοχεύει στην αδικία και την άνιση κατανομή του πλούτου, που αποτελούσε ανέκαθεν την νούμερο ένα αιτία για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Το τέλος του Αριστοφανικού “Πλούτου” όμως κρύβει αισιοδοξία. Η κοινωνική αδικία της άνισης κατανομής του πλούτου διορθώνεται, όταν ο θεός Πλούτος-που ως πρώην τυφλός “συναναστρεφόταν” μονάχα τους προδότες, ληστές και εκμεταλλευτές- ξαναβρίσκει το φως του και χαρίζει τα “δώρα” του στους έντιμους και δίκαιους πολίτες, αντιστρέφοντας τους όρους.
Δεν ξέρω κατά πόσο το αισιόδοξο αυτό τέλος μπορεί να έχει βάση στην πραγματικότητα, μιας και η αληθινή ζωή, ενώ σίγουρα είναι γεμάτη από στοιχεία κωμωδίας, έχει εξίσου στοιχεία αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Η λέξη πλούτος προέρχεται από το ρήμα πίμπλημι που σημαίνει γεμίζω και πίμπλαμαι, είμαι γεμάτος.
Σύμφωνα με τον Επίκουρο, “ο πλούτος που ζητάει η φύση μας είναι ορισμένος και εύκολα αποκτιέται. Ο πλούτος, αντίθετα που ζητάει η ματαιοδοξία μας, εκτείνεται στο άπειρο.”
Η ροπή των ανθρώπων για το “πίμπλημι” (πάντα αναφορικά με το χρήμα) είναι η χείριστη μορφή της ματαιοδοξίας. Γιατί η ιδιότητα του ματαιόδοξου, η επιδίωξη και η επίδειξη ασήμαντων πραγμάτων, δεν βρίσκει πουθενά αλλού τόση μεγάλη βάση όσο σε σχέση με το χρήμα.
Και είναι για αυτόν ακριβώς τον λόγο, της ματαιοδοξίας, που “η κατοχή του πλούτου δεν μας αγαλλιάζει τόσο πολύ με την κατοχή του, όπως μας βασανίζει η απώλεια του” (Επίκουρος). Είναι η απώλεια που βάλλει το “πουγκί” της καρδιάς του κενόδοξου.
Λαμβάνοντας υπόψη την αδιαμφισβήτητη ιστορία, ο πλούτος υπήρξε ανέκαθεν η μεγαλύτερη επιδίωξη της ανθρωπότητας.
Οι πόλεμοι είχαν και έχουν πάντα κύρια αιτία την οικονομία. Τρανό παράδειγμα του 20ου αιώνα, ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, αφού προώθησε την οικονομία της Γερμανίας -που πριν τον πόλεμο βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού- και της Αμερικής, που η εμπλοκή της σε αυτόν είχε ως στόχο την ενίσχυση της χώρας μέσω της πολεμικής οικονομίας.
Θα μπορούσε να πει κανείς, πως πίσω από την επιδίωξη του πλούτου, κρύβονταν πάντα όλα τα δεινά της ανθρωπότητας.
Ποια είναι όμως η επίπτωση του πλούτου στο χαρακτήρα και στη ψυχή του ανθρώπου;
Ο φτωχός Χρεμύλος, στην προαναφερόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη, αναχωρεί για το Μαντείο των Δελφών για να συμβουλευθεί τον θεό Απόλλωνα πώς να αναθρέψει τον γιο του. Τίμια για να πεθάνει φτωχός ή ως κλέφτη και απατεώνα για να πνιγεί στα πλούτη;
Είναι προφανής η αναφορά του σατιρικού ποιητή στην ηθική παρεκτροπή που υποπίπτει κανείς μπρος στην προσπάθεια του για την απόκτηση περιουσίας.
Στο έργο του “περί ιδιοκτησίας”, ο Γάλλος φιλόσοφος Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, υποστηρίζει πως η εντιμότητα και η ηθική δεν συμβαδίζουν με το χρήμα. Η ανηθικότητα του πλούτου έγκειται στην εκμετάλλευση των άλλων και η αλλοτριωτική του δύναμη αλλοιώνει την προσωπικότητα του ανθρώπου σε τόσο μεγάλο βαθμό που μπορεί να τον καταστήσει το λιγότερο, προδότη ιδεών και αξιών.
Δυστυχώς, η ηθική της κοινωνίας στις μέρες που ζούμε, όχι μόνο παραβλέπει ό,τι επιζήμιο φέρει το κυνήγι του χρήματος αλλά το αποδέχεται ως κάτι απόλυτα θεμιτό. Για παράδειγμα, αποποιείται κανείς τις ευθύνες του δικού του πλουτισμού εις βάρος του άλλου και παράλληλα κανείς δεν του καταλογίζει την ευθύνη ως προς το σύνολο της κοινωνίας.
Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, μιας και οι σύγχρονοι άνθρωποι έχουν θέσει ως αυτοσκοπό την απόκτηση πλούτου και την εξαργύρωση του σε υλικά αγαθά. Οι καταναλωτικές μας κοινωνίες μοιάζουν μονόδρομος, ένας δρόμος προς τον υλισμό και την απληστία, ένας φαύλος κύκλος εγωισμού και έχθρας για τον πλησίον -που ίσως να κατέχει περισσότερα- και μια αδιανόητη πλεονεξία που δεν χορταίνει ποτέ.
Πριν αναφερθώ στην ευτυχία σε συνάρτηση με το χρήμα, θα ήταν καλό να ξεκαθαρίσουμε και να διαχωρίσουμε την ευτυχία από την καλή ζωή.
Η ευτυχία ορίζεται ως το αίσθημα εκείνο της ευδαιμονίας και της ικανοποίησης. Ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης συμπέραναν ότι η ευδαιμονία πηγάζει από την καλλιέργεια του νου, από την αρετή και τη φρόνηση και από την πορεία ενός βίου που βρίσκεται πάντα σύμφωνος με τη σοφία που έχει αποκτήσει κανείς μέσω της πνευματικής καλλιέργειας, παιδείας και αρετών.
Αναφερόμενοι στη καλή ζωή, προφανώς εννοούμε μια ζωή άνετη, μη κοπιαστική, με υπερκαλυμμένες τις ανθρώπινες ανάγκες -πέρα των βασικών-, αλλά επουδενί δεν πρέπει να συγχέουμε την ευτυχία με την υλική πρόσκαιρη ικανοποίηση.
Δανείζομαι τη ρήση του Δημόκριτου “η ευτυχία ή η δυστυχία των ανθρώπων δεν εξαρτώνται από την περιουσία ή το χρυσό που διαθέτουν. Η ευτυχία ή η δυστυχία του βρίσκονται στην ψυχή του.”
Η ευτυχία λοιπόν είναι μια εσωτερική υπόθεση που έχει να κάνει ελάχιστα με την συσσώρευση πλούτου. Στο μόνο θετικό στοιχείο που θα μπορούσε να σταθεί κανείς εδώ, είναι η αισιόδοξη ατένιση του μέλλοντος. Πέρα από αυτό, η διαρκής ευτυχία έχει να κάνει με την αίσθηση εκείνη που γεμίζει όλη την ανθρώπινη συνείδηση. Η ουσιαστική γνωριμία με τον εαυτό μας και οι ενέργειες προς την απόκτηση της ύψιστης ευδαιμονίας, είναι αυτά που μας φέρνουν πιο κοντά στο δρόμο της πραγματικής ευτυχίας.
Η ευτυχία είναι συνώνυμη με την εσωτερική ηρεμία και τη μακαριότητα. Μπορεί κανείς να νιώθει περιστασιακά λυπημένος όμως να είναι πραγματικά ευτυχής, γνωρίζοντας ότι βρίσκεται στο σωστό δρόμο. Όπως επίσης μπορεί κανείς να γελά καθημερινά αλλά να βιώνει τη δυστυχία. (βασισμένο σε άποψη του ψυχοθεραπευτή- συγγραφέα Χόρχε Μπουκάι, για την ευτυχία).
Είναι σίγουρο πως η επιφανειακή ευτυχία, η ευτυχία που αγοράζεται ακριβά ή φθηνά, καταναλώνεται πολύ γρήγορα, αφήνοντας στη θέση της μια αίσθηση κενότητας.
Είμαι γεμάτος λοιπόν, σύμφωνα με τον ορισμό της λέξης πλούτος, σημαίνει αφθονώ από το αίσθημα της ικανοποίησης, νιώθω εσωτερική ηρεμία και ακολουθώ εν πλήρει συνειδήσει έναν δρόμο προς τη πορεία της ουσιαστικής ευτυχίας.
socialpolicy.gr