Jean Grugel – Καθηγητής Διεθνούς Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στη Βρετανία.
Όταν ο Terry Eagleton (κριτικός λογοτεχνίας, συγγραφέας και πρόεδρος του τμήματος αγγλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστημίου του Lancaster) έγραψε ότι “το ποδόσφαιρο προσφέρει στους οπαδούς του ομορφιά, δράμα, σύγκρουση, τελετουργία, καρναβάλι και ένα περίεργο στοιχείο τραγωδίας”, αναφερόταν, πάνω απ ‘όλα, στη θέση που έχει το άθλημα στην πολιτιστική ζωή της εργατικής τάξης της Βρετανίας. (Football: a dear friend to capitalism-the guardian 15/06/2010). Έγραψε για τον τρόπο που ο καπιταλισμός έχει δημιουργήσει ένα καρναβάλι ψυχαγωγίας, ένα τρόπο απόσπασης της προσοχής των ανθρώπων που θα μπορούσαν να μπουν στον πειρασμό να αμφισβητήσουν την κατεστημένη κοινωνική τάξη. Η ουσία στο κείμενο του έγκειται στο γεγονός πως κάποτε το ποδόσφαιρο ήταν απλά ένα παιχνίδι που παίζονταν από άνδρες στο τέλος μια κουραστικής μέρας ενώ σήμερα εμπλέκεται άμεσα με την πολιτική και καθοδηγείται από τις απαιτήσεις του κέρδους. Το ποδόσφαιρο, είναι πλέον, μια επιχείρηση, σκοπός της οποίας είναι να δημιουργεί χρήματα για τους ανθρώπους που είναι ήδη αισχρά πλούσιοι.
Τα σχόλια του Terry Eagleton στο σχετικό άρθρο περί ποδοσφαίρου και καπιταλισμού, έρχονται να προστεθούν στη δυσάρεστη είδηση των ημερών, για το θάνατο δύο Βραζιλιάνων εργαζόμενων, που έχασαν τη ζωή τους στις 14 Δεκεμβρίου 2013 σε εργοτάξιο της πόλης Manaus, μέρος που σκοπεύει να αποτελέσει ένα από τα γήπεδα ποσοσφαίρου στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Βραζιλίας. Οι συνθήκες εργασίας είναι άθλιες για τους εργαζόμενους και δεν υπάρχουν μέρες όπου μπορούν να ξεκουραστούν. Οι θάνατοι του Marcleudo de Melo Ferreira, σε ηλικία μόλις 22 ετών και του Jose Antonio da Silva Nascimento, ηλικίας 49 ετών, συνέβησαν σε διάστημα λιγότερο του ενός μηνός μετά από το θάνατο δύο ακόμα εργαζομένων στο Στάδιο του Σάο Πάολο (Sao Paulo Stadium), όπου θα λάβει χώρα η τελετή έναρξης για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2014.
Όταν ο Eagleton μιλούσε για την τραγωδία του ποδοσφαίρου δεν είχε κατά νου το τίμημα που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι στη Βραζιλία με τις ζωές τους, για αυτή την εμπορικοποιημένη μορφή της παγκόσμιας ψυχαγωγίας. Αλλά, έτσι όπως το ποδόσφαιρο έχει γίνει ένα ακόμα εξάρτημα της παγκόσμιας οικονομίας, έτσι και οι τραγωδίες που συνδέονται με αυτό έχουν γίνει αναπόφευκτα διακρατικές.
Αν αυτοί οι θάνατοι αποκαλύπτουν το “πρόσωπο” του ποδοσφαίρου ως μια όψη του καπιταλισμού, αποκαλύπτουν επίσης τη σχέση του με τις σημερινές προκλήσεις της διεθνούς ανάπτυξης. Η ανάπτυξη έχει συσχετιστεί με το πώς μπορούν να οικοδομηθούν μετα-αποικιακά κράτη που μπορούν να εδραιώσουν την εξουσία και τη νομιμότητα στο εσωτερικό τους, ενώ παράλληλα θα κερδίσουν το σεβασμό των άλλων κρατών στο διεθνές σύστημα. Αυτό όμως που δεν αναφέρεται στις συζητήσεις περί ανάπτυξης, είναι η ευθύνη των ελίτ– κρατών που έχουν απέναντι σε όλες τις χώρες του Νότου παγκοσμίως, για την επίτευξη μιας δίκαιης λύσης στην εγχώρια αγορά, καθώς και για τη δημιουργία ενός νέου παγκόσμιου σύμφωνου για την ισότητα μεταξύ των κρατών.
Η Βραζιλία λαμβάνεται πλέον συχνά ως μοντέλο για τον υπόλοιπο Παγκόσμιο Νότο. Ως η έκτη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, θεωρείται η “ανερχόμενη δύναμη” και η “φωνή” της γίνεται ολοένα και πιο σημαντική στα διεθνή φόρουμς με θέμα το εμπόριο, το περιβάλλον, κ.α. Παρά τις σημαντικές αλλαγές στα καθεστώτα της Βραζιλίας, από το στρατιωτικό καθεστώς στο πολιτικό, από τη δικτατορία στη δημοκρατία, οι κυβερνήσεις της χώρας έχουν προσπαθήσει επανειλημμένα να χτίσουν ένα ικανό κράτος και ταυτόχρονα, να προβάλλουν τη χώρα ως ένα περιφερειακό και παγκόσμιο ηγέτη. Η Manaus, η πόλη του Αμαζονίου όπου οι τελευταίοι θάνατοι έλαβαν χώρα, έχει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Βραζιλίας σε μια προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του παγκόσμιου μεγαλείου. Ως το κέντρο της μεγάλης “έκρηξης” του καουτσούκ στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα, η πόλη Manaus ήταν η περιοχή του Θεάτρου του Αμαζονίου, που χτίστηκε για τον εορτασμό της ένταξης της χώρας στην παγκόσμια οικονομία μέσω των εξαγωγών του καουτσούκ. Με την κατάρρευση όμως του καουτσούκ στο εμπόριο, η πόλη και το θέατρο έπεσαν σε μια κατάσταση φθοράς και ερείπωσης, μόνο για να αναστηθούν προσφάτως ως ένας σημαντικός τουριστικός προορισμός.
Πίσω όμως από την εικόνα της Βραζιλίας ως ηγετικό μέλος των αναδυόμενων οικονομιών BRICS (Brazil, Russia, India, China, South Africa), υπήρξε πάντα μια πιο σκοτεινή πλευρά του οικονομικού της θαύματος. Η οικονομία της Βραζιλίας εξαρτώνταν πάντα από τα χαμηλά επίπεδα του ανεξάρτητου συνδικαλισμού και την κακή αμοιβή των ντόπιων εργατών, είτε στον τομέα της γεωργίας και της βιομηχανίας είτε στους αυξανόμενους τομείς των υπηρεσιών και της ψυχαγωγίας.
Παρά τις πρόσφατες δαπάνες για την πρόνοια υπό τις προεδρίες των Lula και Rousseff, το Βραζιλιάνικο οικονομικό μοντέλο εξακολουθεί να είναι ένα από εκείνα που υπερ-εκμεταλλεύονται τους πλέον ευάλωτους πολίτες.
socialpolicy.gr