Οι ρυθμίσεις της Διεθνούς Εργατικής Ένωσης της Δανίας από το 1871 αναφέρουν ότι: «Το Κογκρέσο θεωρεί ως υποχρέωση του να ικανοποιεί τα ατομικά και ανθρώπινα δικαιώματα όχι μόνο για το κόμμα, αλλά για οποιονδήποτε εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του. Όχι δικαιώματα δίχως υποχρεώσεις, όχι υποχρεώσεις δίχως δικαιώματα».
Το σλόγκαν του εργατικού κινήματος στράφηκε κατά των προνομίων της ανώτερης κοινωνικής τάξης και ο στόχος ήταν να «καταργηθούν όλα τα προνόμια του κοινωνικού status και του «ανήκειν» μέσω της γέννησης εντός μίας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης». Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις είχαν δικαιώματα δίχως υποχρεώσεις, ενώ η επεκτεινόμενη εργατική τάξη είχε υποχρεώσεις δίχως δικαιώματα. Κατά αυτόν τον τρόπο, το πρόγραμμα του εργατικού κινήματος της Δανίας για την Κοινωνία της Σοσιαλδημοκρατίας (1875) και το «Gimleprogrammet» (1876) απαιτούσε την υιοθέτηση καθολικών φορολογικών υποχρεώσεων: «την εισαγωγή μίας άμεσης φορολογίας εισοδήματος με προοδευτικό χαρακτήρα και την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση στους κατέχοντες γη». Οι συγκεκριμένες απαιτήσεις του εργατικού κινήματος στράφηκαν κατά της ανώτερης τάξης. Επιπρόσθετα, το δανικό εργατικό κίνημα προέβαλε αιτήματα για την εξίσωση των δικαιωμάτων – καθολικότητα και ισότητα του δικαιώματος ψήφου, δικαίωμα στην εκπαίδευση, ελευθερία της έκφρασης, της σκέψης και της πίστης και ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι (Christensen, 2000).
Μέσω των αιτημάτων και της επικράτησης των λόγων περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, το νέο εργατικό κίνημα κατάφερε να επιβληθεί του ηγεμονικού λόγου που είχε επιβάλλει η ανώτερη αστική τάξη, και να επιβάλλει με τη σειρά του έναν νέο ηγεμονικό πολιτικό λόγο περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Το εργατικό κίνημα κατανοούσε υπό μία πολιτική και νομική σκοπιά τη σχέση μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η διεκδίκηση ενός δικαιώματος σήμαινε ότι η πολιτεία είχε την υποχρέωση να δημιουργήσει τις συνθήκες εκπλήρωσης του δικαιώματος αυτού. Το αίτημα για καθολική και ισότιμη ψήφο, δεν σήμαινε παραδείγματος χάριν την υποχρεωτική ψηφοφορία (Christensen, 2000).
Από τις προηγούμενες παραγράφους γίνεται σαφές ότι ο στόχος του εργατικού κινήματος της συγκεκριμένης εποχής στη Δανία δεν ήταν η πάλη για το δικαίωμα στη μισθωτή εργασία και την πλήρη απασχόληση. Τα αιτήματα αυτά αποτέλεσαν αιτήματα μίας άλλης κομβικής ιστορικής περιόδου (μεταπολεμικό κράτος πρόνοιας) υπό ένα διαφορετικό πλαίσιο ηγεμονικού λόγου.
Αντιθέτως, το εργατικό κίνημα πάλεψε για το δικαίωμα της δημιουργίας συνδικαλιστικών οργανώσεων, για την κρατική προστασία της μισθωτής εργασίας – π.χ. για μία φυσιολογική εργασιακή ημέρα, για την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, κατά της εργασίας που είναι επιβλαβής για την υγεία των γυναικών, για την κατάργηση της Κυριακάτικης εργασίας (Christensen, 2000), με τον ηγεμονικό λόγο να συναρθρώνεται γύρω από το κομβικό σημείο των εργασιακών δικαιωμάτων.
Βιβλιογραφική Αναφορά
Christensen, E. (2000), “The rhetoric of «rights and responsibilities» in «workfare» and «citizens’ income» paradigms/discourses in Denmark in a labour history perspective”, Presentation Paper, Aalborg University, 8th International Congress on Basic Income, Berlin October 6-7, 2000
__________________
Πηγή: Ντούνης Ανδρέας , Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 5ο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ: ΣΤΟ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πάντειο Πανεπιστήμιο, 8-10 Μαίου 2014
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.