Η φύση του κοινωνικού δεσμού – Η Μοντέρνα Εναλλακτική Λύση (Μέρος 1)
Αν θέλουμε να πραγματευτούμε το ζήτημα της γνώσης μέσα στην πιο προωθημένη σύγχρονη κοινωνία, ένα προκαταρκτικό ζήτημα είναι να αποφασίσουμε για την μεθοδική αναπαράσταση που κάνουμε γι’αυτήν την τελευταία. Υπεραπλοποιώντας, μπορούμε να πούμε ότι τουλάχιστον κατά το δεύτερο ήμισυ του αιώνα αυτή η παράσταση έχει μοιραστεί κατ’αρχή σε δύο μοντέλα: η κοινωνία αποτελεί λειτουργική ολότητα, η κοινωνία είναι διαιρεμένη στα δύο.
Μπορούμε να εξεικονίσουμε το πρώτο με το όνομα του Talcott Parsons (τουλάχιστον για μετά τον πόλεμο) και της σχολής του, και το άλλο με το μαρξιστικό ρεύμα (όλες οι σχολές που το απαρτίζουν, όσο διαφορετικές και αν είναι μεταξύ τους, δέχονται την αρχή της ταξικής πάλης και την διαλεκτική ως δυαδικότητα που διαμορφώνει την κοινωνική ενότητα).
Αυτό το μεθοδολογικό χώρισμα, που καθορίζει δύο μεγάλα είδη λόγου αναφορικά με την κοινωνία, προέρχεται από τον δέκατο ένατο αιώνα. Η ιδέα, ότι η κοινωνία σχηματίζει ένα οργανικό όλο, χωρίς το οποίο παύει να είναι κοινωνία (και η κοινωνιολογία δεν έχει πλέον αντικείμενο), δέσποζε στο πνεύμα των ιδρυτών της γαλλικής σχολής – διατυπώνεται ακριβέστερα με τον λειτουργισμό (fonctionallisme) – παίρνει άλλη τροπή, όταν την δεκαετία του ’50 ο Parsons εξομοιώνει την κοινωνία με ένα αυτορρυθμιζόμενο σύστημα. Το θεωρητικό, ακόμα και το υλικό, μοντέλο δεν είναι πλέον ο ζωντανός οργανισμός, παρέχεται από την κυβερνητική που πολλαπλασιάζει τις εφαρμογές του στην κοινωνία κατά τη διάρκεια και στα τέλη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.
Στον Parsons η αρχή του συστήματος είναι, αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι, ακόμη αισιόδοξη: αντιστοιχεί στην σταθεροποίηση των αναπτυξιακών οικονομιών και των κοινωνιών της αφθονίας υπό την αιγίδα ενός μετριοπαθούς welfare state. Στους σημερινούς Γερμανούς θεωρητικούς, η System theorie είναι τεχνοκρατική, ήτοι κυνική, για να μην πούμε απελπισμένη: η αρμονία των αναγκών και των ελπίδων των ατόμων ή των ομάδων με τις λειτουργίες που εξασφαλίζει το σύστημα δεν είναι πλέον παρά ένας συναφής παράγοντας της λειτουργίας του – η πραγματική σκοπιμότητα του συστήματος, ο λόγος για τον οποίο αυτοπρογραμματίζεται σαν μία νοήμων μηχανή, είναι η μεγιστοποίηση της σφαιρικής σχέσης των input με τα output του, δηλαδή η αποδοτικότητά του. Ακόμα και όταν μεταβάλλονται οι κανόνες του και παρουσιάζονται καινοτομίες, ακόμα και όταν οι δυσλειτουργίες του, όπως οι απεργίες ή οι κρίσεις ή οι ανεργίες ή οι πολιτικές επαναστάσεις, μπορεί να μας κάνουν να πιστέψουμε σε μιαν εναλλακτική λύση και να γεννήσουν ελπίδες, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε εσωτερικές αναπροσαρμογές και το αποτέλεσμά τους δεν μπορεί να είναι παρά η βελτίωση της «ζωής» του συστήματος – η μόνη εναλλακτική λύση σε αυτή την τελειοποίηση των αποδόσεων είναι η εντροπία, δηλαδή η παρακμή.
Πηγή: Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση, Εκδόσεις Γνώση, Μτφ. Κωστής Παπαγιώργης, σελ.47-49