[..] Αν ήθελε κανείς να συνοψίσει με λίγα λόγια τις όσες εργασίες έγιναν στην πορεία της επιστημονικής ψυχολογίας πάνω στο πρόβλημα της νόησης και της γλώσσας, θα μπορούσε να πει ότι οι διαφορετικές προσπάθειες επίλυσης κινούνταν ανάμεσα σε δύο άκρα, και μάλιστα ανάμεσα στην ταύτιση και πλήρη συγχώνευση σκέψης και λέξης και στην εξίσου μεταφυσική ολοκληρωτική απομόνωση και διαχωρισμό τους.
Οι διαφορετικές θεωρίες για τη νόηση και τη γλώσσα κατέλαβαν λοιπόν κατά κάποιον τρόπο μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στα δύο άκρα και βρίσκονταν έτσι σε μια μοιραία κατάσταση, από την οποία μέχρι σήμερα δεν έχουν βγεί.
Αρχίζοντας από την αρχαιότητα, περνώντας από την εξομοίωση σκέψης και γλώσσας από μέρους της ψυχολογικής γλωσσολογίας, σύμφωνα με την οποία η σκέψη είναι “γλώσσα μείον ο ήχος”, μέχρι τους σημερινούς Αμερικανούς ψυχολόγους και αντανακλασιολόγους, οι οποίοι θεωρούν την σκέψη ως “παρεμποδισμένη αντανάκλαση”, που δεν εμφανίζεται στο “κινητήριο τμήμα της”, προϋποτίθεται η ίδια ταύτιση νόησης και γλώσσας.
Καμμία από αυτές τις αντιλήψεις δεν μπόρεσε να λύσει το ερώτημα της σχέσης της σκέψης προς την λέξη ή ακόμη και να το θέσει.
Αν συμπίπτουν σκέψη και λέξη, αν σημαίνουν ένα και το αυτό, τότε δεν μπορεί να υπάρξει καμία σχέση μεταξύ τους που θα χρησίμευε ως αντικείμενο έρευνας. Όποιος ταυτίζει σκέψη και λέξη δεν μπορεί κατ’αρχήν να θέσει το ερώτημα της σχέσης μεταξύ τους και καθιστά έτσι αδύνατη εκ των προτέρων τη λύση του προβλήματος. Αντι γι’ αυτό το ερώτημα απλά παρακάμπτεται.
Θα νόμιζε κανείς, ότι οι οπαδοί της αντίθετης αντίληψης, δηλαδή της αυτονομίας νόησης και γλώσσας, θα βρίσκονταν σε ευνοϊκότερη θέση. Αν θεωρεί κανείς την γλώσσα ως εξωτερική έκφραση της σκέψης και αν αποκόπτει την σκέψη – όπως οι εκπρόσωποι της σχολής του Wurzburg – από κάθε παράσταση, ακόμη και από την λέξη, τότε υπεισέρχεται πέρα για πέρα στο ζήτημα της σχέσης σκέψης και λέξης.
Όμως μιας τέτοια λύση, όπως προτείνεται από διαφορετικές τάσεις, δεν μπορεί να διαφωτίσει το πρόβλημα, κι ούτε καν να το θέσει – κι οταν ακόμη δεν το παρακάμπτει, μάλλον κόβει τον κόμπο παρά τον λύνει.
Με τον διαχωρισμό της γλωσσικά αρθρωμένης νόησης στα ετερογενή στοιχεία της – την σκέψη και την λέξη, και όταν ξεπροβάλουν τα καθαρά χαρακτηριστικά γνωρίσματα της σκέψης ως τέτοιας, ανεξάρτητα από τη γλώσσα, και της γλώσσας ως τέτοιας, ανεξάρτητα από τη σκέψη, εμφανίζεται η συνάφεια μεταξύ των δύο ως μία καθαρά εξωτερική μηχανική σχέση δύο διαφορετικών διαδικασιών [..]
—-
Πηγή: Λεβ Βυγκοτσκι, Σκέψη και Γλώσσα, Εκδόσεις Γνώση, σελ. 14-15.