Μία διερεύνηση για τους παράγοντες που σχετίζονται με τις ανισότητες επιπολασμού της κατάθλιψης σε νεαρούς ενήλικες στις ΗΠΑ βρήκε ότι το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων – το οποίο εμφανίζει μία προστατευτική επίδραση για τους λευκούς νέους – μπορεί επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο κατάθλιψης για τους μαύρους νέους. Η μελέτη του Γενικού Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης (MassGeneral Hospital for Children (MGHfC) που δημοσιεύθηκε διαδικτυακά στο επιστημονικό έντυπο Journal of Pediatrics βρήκε επίσης ότι μεταξύ των μαύρων νέων υψηλού κοινωνικο-οικονομικού στάτους, οι αυξημένες προσλήψεις διακρίσεων ακύρωναν τις προστατευτικές επιδράσεις του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης των γονέων.
«Το υψηλό κοινωνικο-οικονομικό status (high socioeconomic status (SES) – και ειδικότερα το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων – είναι γνωστό για την προστατευτική του επίδραση κατά των συμπτωμάτων κατάθλιψης σε νεαρούς ενήλικες», ανέφερε η Elizabeth Goodman, MD, του Γενικού Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, του Ακαδημαϊκού Τμήματος Γενικής Παιδιατρικής, και κύρια συγγραφέας της επιστημονικής έκθεσης: «Όμως η σχέση μεταξύ υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού status και μειωμένης εμφάνισης της κατάθλιψης δεν εμφανίζει «συνέπεια» στην ομάδα των μαύρων ατόμων, και το κύριο μας εύρημα εξηγεί αυτή την ανακολουθία. Για τους μαύρους νεαρής ηλικίας, βρήκαμε ότι το υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης των γονέων αποτελεί ένα «δίκοπο μαχαίρι», καθώς ενώ προστατεύει από την ανάπτυξη κατάθλιψης οδηγεί παράλληλα σε πρακτικές αυξημένων διακρίσεων, οι οποίες αυτές καθεαυτές οδηγούν στην εμφάνιση κατάθλιψης. Συνολικά, οι προστατευτικές επιδράσεις του αυξημένου επιπέδου τυπικής εκπαίδευσης των γονέων μηδενίζονται από τις αρνητικές επιδράσεις των αυξημένων διακρίσεων που βιώνει η συγκεκριμένη ομάδα νέων εξαιτίας του υψηλού κοινωνικο-οικονομικού στάτους των γονέων τους».
Οι ερευνητές αξιοποίησαν δεδομένα από την μελέτη της Σχολικής Περιφέρειας του Princeton (Princeton School District study), μία μελέτη διάρκειας εννέα ετών, της οποίας ηγήθηκε η Goodman, και η οποία ενέταξε σε αυτήν μία διφυλετική ομάδα μαθητών από την 5η ως τη 12η τάξη από ένα Μεσοδυτικό προαστιακό σχολικό σύστημα για τη σχολική χρονιά 2001-2002. Η τρέχουσα μελέτη ανέλυσε πληροφορίες από 545 συμμετέχοντες που ακολουθήθηκαν ως το στάδιο της ενηλικίωσης τους, δηλαδή στην ηλικία μεταξύ των 21 και 25 ετών, και ερευνήθηκαν τόσο ως προς τις δια βίου προσλαμβανόμενες εθνοτικές διακρίσεις όσο και ως προς τα πρόσφατα καταθλιπτικά συμπτώματα χρησιμοποιώντας ορθώς και επαρκώς επικυρωμένα εργαλεία μέτρησης και των δύο μεταβλητών.
Μεταξύ των 296 συμμετεχόντων που αυτό-προσδιορίζονταν ως μη-ισπανικής καταγωγής λευκοί, οι αντιλήψεις των δια βίου διακρίσεων μειώνονταν σταθερά όσο ανέβαινε το επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης των γονέων. Όμως, μεταξύ των 294 συμμετεχόντων στη μελέτη που αυτό-προσδιορίζονταν ως μη-ισπανικής καταγωγής μαύροι – και οι οποίοι ανέφεραν συνολικότερα μεγαλύτερες διακρίσεις σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους – η σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και διακρίσεων ήταν πολύ πιο σύνθετη.
Ενώ οι μαύροι συμμετέχοντες, οι γονείς των οποίων είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση ή είχαν ολοκληρώσει χαμηλότερο επίπεδο τυπικής εκπαίδευσης βίωναν περισσότερες διακρίσεις από όσους προέρχονταν από οικογένειες με ένα γονέα που είχε πάει στο κολλέγιο ή είχε ολοκληρώσει πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης, οι συμμετέχοντες με γονείς που είχαν πτυχίο που οδηγούσε σε επαγγελματική εξειδίκευση ανέφεραν το υψηλότερο επίπεδο πρόσληψης διακρίσεων από όλους – περίπου διπλάσιο από αυτό των νεαρών λευκών ενηλίκων με γονείς ίδιου περίπου εκπαιδευτικού επιπέδου και 1,2 φορές υψηλότερο επίπεδο από τους μαύρους συμμετέχοντες στη μελέτη οι γονείς των οποίων είχαν ολοκληρώσει το Λύκειο ή/και είχαν ακόμη χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο.
Μετάφραση/Απόδοση: Ντούνης Ανδρέας
Πηγή: sciencedaily.com
socialpolicy.gr