Η κακοποίηση–παραμέληση των παιδιών απετέλεσε ιδιαίτερο αντικείμενο επιστημονικής διερεύνησης μετά τη δεκαετία του ’60. Μέχρι πρόσφατα η έννοια χρησιμοποιείτο με διαφορετικούς ορισμούς από τους εκάστοτε ερευνητές διεθνώς, με βάση κριτήρια που αντανακλούσαν τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές αξίες της κοινωνίας μέσα στην οποία μελετούσαν το φαινόμενο αλλά και με βάση τις υποκειμενικές αντιλήψεις και στερεότυπα των ίδιων των ερευνητών.
Αυτό είχε συχνά ως συνέπεια οι διάφοροι ορισμοί του φαινομένου να εμπεριέχουν αντιφάσεις που να μην επιτρέπουν τη δυνατότητα σύγκρισης των αποτελεσμάτων ή την ανάπτυξη κοινής μεθοδολογίας για την εκτίμησή του.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στην προσπάθειά του να άρει αυτά τα εμπόδια κατέληξε (1999), στον παρακάτω γενικό ορισμό:
«Η κακοποίηση ή κακομεταχείριση ενός παιδιού περιλαμβάνει όλες τις μορφές σωματικής ή συναισθηματικής κακής μεταχείρισης, σεξουαλικής παραβίασης, παραμέλησης ή παραμελημένης θεραπευτικής αντιμετώπισης ή εκμετάλλευσης για εμπορικούς σκοπούς, η οποία καταλήγει σε συγκεκριμένη ή εν δυνάμει βλάβη της υγείας, της ζωής, της ανάπτυξης ή αξιοπρέπειας του παιδιού, στο πλαίσιο μιας σχέσης ευθύνης, εμπιστοσύνης ή δύναμης».[1]
Kύριες μορφές κακοποίησης είναι η σωματική, η ψυχολογική-συναισθηματική κακοποίηση, η παραμέληση και η σεξουαλική παραβίαση. Οι διαφορετικές αυτές μορφές κακοποίησης συχνά συνυπάρχουν ταυτόχρονα μέσα στην ίδια οικογένεια αλλά μπορεί να συμβαίνουν και μεμονωμένα. [2]
Ο τρόπος, πάντως, που η κοινωνία προσεγγίζει την κακοποίηση, διαφέρει σημαντικά από τη σεξουαλική παραβίαση. Η σωματική κακοποίηση συνδέεται συχνά, στις συλλογικές αναπαραστάσεις, με ακραίες μορφές πειθαρχίας εκ μέρους της οικογένειας, εμπεριέχει λιγότερη κοινωνική ενοχή και είναι περισσότερο ορατή κοινωνικά.
Αντίθετα η σεξουαλική παραβίαση παιδιού από την οικογένεια συνδέεται με υψηλού βαθμού κοινωνική ενοχή, καθώς παραβιάζει το taboo της αιμομιξίας, επιβάλλει το νόμο της σιωπής και αποκαλύπτει περισσότερο παθολογικές και δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις.
Συστατικό της κακοποίησης αποτελεί και η συναφής έννοια της βίας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας η βία ορίζεται ως:
«Η σκόπιμη χρήση σωματικής δύναμης ή εξουσίας, με μορφή απειλής ή πράξης, ενάντια στον εαυτό, σε κάποιο άλλο πρόσωπο ή ενάντια σε μια ομάδα ή κοινότητα, η οποία είτε έχει ως αποτέλεσμα είτε αυξάνει τις πιθανότητες να επέλθει τραυματισμός, θάνατος, ψυχολογική βλάβη, καθυστέρηση στην ανάπτυξη ή αποστέρηση» . [3]
Αν και η βία υπήρξε ανέκαθεν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης κατάστασης αυτό δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να την αποδεχόμαστε και ως αναπόφευκτο γεγονός. Άλλωστε στοιχεία της ανάπτυξης του πολιτισμού μας αποτελούν και τα διάφορα συστήματα (φιλοσοφικά, νομικά, κοινωνικά κ.α.) που έχουν ως στόχο να προλάβουν ή να περιορίσουν τη βία και επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την υποστήριξη των θυμάτων. [4]
Με τον παραπάνω ορισμό δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην πρόθεση και όχι μόνο στο αποτέλεσμα μιας πράξης βίας. Οι όροι «δύναμη» και «εξουσία» παραπέμπουν σε πράξεις που απορρέουν από σχέσεις εξουσίας και περιλαμβάνουν και τις απειλές και τους εκφοβισμούς. Εκτός από το θάνατο ή τον τραυματισμό, ο ορισμός πηγαίνει πέρα από τη σωματική κακοποίηση και περιλαμβάνει και άλλες συνέπειες ως πράξεις βίας, όπως π.χ. η ψυχολογική βία, η αποστέρηση και η κακή ανάπτυξη.
Ο ορισμός του Π.Ο.Υ. διαχωρίζει τη βία σε τρεις κατηγορίες:
α) την αυτο-κατευθυνόμενη βία, που περιλαμβάνει την αυτοκτονική συμπεριφορά και τον αυτο-τραυματισμό [5]
β) τη διαπροσωπική βία, που περιλαμβάνει τη βία στην οικογένεια, την κακοποίηση παιδιών και ηλικιωμένων και
γ) τη βία στην κοινότητα, που ασκείται έξω από το σπίτι μεταξύ ανθρώπων, που δεν σχετίζονται μεταξύ τους.
Τα τελευταία χρόνια ο όγκος των ερευνητικών δεδομένων και η μεγάλη κοινωνική σημασία του ζητήματος οδήγησαν τον Π.Ο.Υ. να αντιμετωπίσει το θέμα της βίας, όχι απλώς ως ένα ζήτημα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ως πρόβλημα δημόσιας υγείας [6], με συνέπεια να απαιτείται η ανάπτυξη κοινών, για τους επιστήμονες, εννοιών και μεθοδολογικών εργαλείων για την εκπόνηση τεκμηριωμένων επιδημιολογικών ερευνών καθώς και θεραπευτική αντιμετώπιση.
Ο ορισμός και η μελέτη της έκτασης του προβλήματος, η αναζήτηση των αιτίων, η εφαρμογή των μέτρων που δοκιμάζονται και αποδίδουν θετικά αποτελέσματα, απαιτούν την εμπλοκή πολλών εξειδικευμένων επαγγελματιών από διαφορετικές επιστήμες όπως η ιατρική, η ψυχολογία, η εγκληματολογία, η εκπαίδευση, η απονομή ποινικής δικαιοσύνης, η οικονομία κ.α.
[1] W.H.O. (1999), Report of the Consultation on Child Abuse Prevention, Geneva, p.15.
[2] Emerging Practices in the Prevention of Child Abuse and Neglect (2002), Dept. of Health and Human Services, U.S.A.
[3] W.H.O., (2002), World Report on Violence and Health, Geneva. Επίσης, Συμβουλευτική Επιτροπή για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας στην Οικογένεια, (2004), «Η Έκταση και οι Μορφές Βίας ενάντια στα Παιδιά στην Κυπριακή Οικογένεια», τόμος Α΄, σ. 7.
[4] Σε πολλά προγράμματα και στρατηγικές παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέχει σημαντική θέση η αντιμετώπιση του προβλήματος της βίας και ιδιαίτερα της βίας κατά των ανηλίκων. Μεγάλος αριθμός θεμελιακών κειμένων-ντοκουμέντων στρατηγικής καθώς και διακηρύξεις οργανισμών όπως ο ΟΗΕ, η UNISEF, το Συμβούλιο της Ευρώπης, ο Π.Ο.Υ. κ.ά. αναφέρονται σε παρεμβάσεις που έχουν ως στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση της κακοποίησης-παραμέλησης των παιδιών. Για μια αναλυτική παράθεση αυτών των κειμένων βλ. Ίνστ. Υγείας του Παιδιού (2008), Μελέτη δημιουργίας επιδημιολογικών εργαλείων διαρκούς επιτήρησης της επίπτωσης κρουσμάτων κακοποίησης-παραμέλησης παιδιών, Αθήνα, σ. 38-39.
[5] Σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ., τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών στον κόσμο παρατηρούνται στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ τα χαμηλότερα στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και κάποιες χώρες της Ασίας. Γενικά τα ποσοστά αυτά αυξάνουν ανάλογα με την ηλικία του αυτόχειρα (συμβαίνουν δηλαδή συχνότερα στις ηλικίες από 75 ετών και άνω) ενώ ως σημαντικοί παράγοντες κινδύνου ενοχοποιούνται η κατάχρηση αλκοόλ και άλλων ουσιών, το ιστορικό φυσικής και σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική ηλικία, η κοινωνική απομόνωση και τα ψυχιατρικά προβλήματα, όπως η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια. W.H.O., (2002), World Report on Violence and Health (Abstract), Geneva.
[6] World Health Organization, ό.π.
“ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΕΛΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ – ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ”
Πηγή: sos-villages.gr