Μετάφραση του άρθρου του Richard M. Titmuss (1951), “Social Administration in a Changing Society”. The British Journal of Sociology, 2(3): 183-197.
Επιλογή και Απόδοση στα Ελληνικά:
Παναγιώτης Καρλαγάνης,
Φοιτητής Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ακολουθεί ένα μικρό απόσπασμα από το άρθρο του Richard Titmuss “Η Κοινωνική Διοίκηση σε μια Κοινωνία που Αλλάζει” που δημοσιεύτηκε στο “The British Journal of Sociology” το 1951. Εξιστορεί μια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στην ακαδημαϊκή αυγή του κλάδου των κοινωνικών επιστήμων στην Μεγάλη Βρετανία.
* * *
Τον Δεκέμβριο του 1912 μετά από πρόταση του Mr. Martin White, συνεπικουρούμενος από τον Mr. Sidney Webb, αποφασίστηκε να ιδρυθεί ως μέρος της Σχολής Οικονομικών το Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών. Σύμφωνα με τα πρακτικά σκοπός του ήταν να συνεχίσει ” το έργο που τόσο θαυμάσια διεξάγεται από το 1903 υπό τον Mr. C. S. Loch της Charity Organization Society ” [1]. Το νέο τμήμα ενισχύθηκε οικονομικά από τον ινδό εκατομμυριούχο Mr. Ratan Tata μέσω του ιδρύματος Ratan Tata. Η κύρια λειτουργία του ήταν να ερευνήσει τα αίτια της φτώχειας υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Tawney. Το Ίδρυμα ήταν συνδεδεμένο με το νέο τμήμα, που ήταν τότε γνωστό ως Τμήμα Κοινωνικών Επιστημών Ratan Tata. Ως το 1919 όπου η σχολή ανέλαβε πλήρως ευθύνη του.
Στην αρχή, το 1913, ήταν ξεκάθαροι οι εκπαιδευτικοί σκοποί του τμήματος. Όπως αναφέρει το ετήσιο ημερολόγιο “Σκοπός του είναι να προετοιμάσει όσους επιθυμούν να συμμετάσχουν στις πολύμορφες κοινωνικές και φιλανθρωπικές προσπάθειες.” Προσφέρονταν μια σειρά μαθημάτων θεωρίας και πρακτικής εργασίας διάρκειας ενός έτους και οι φοιτητές εξετάζονταν προκειμένου να τους απονεμηθεί το σχετικό πιστοποιητικό. Μερικά από τα ερωτήματα που τέθηκαν στην πρώτη εξέταση είναι εξαιρετικά όμοια με εκείνα τα οποία ο “Economist” θέτει στους αναγνώστες του ανά περιόδους. “Πόσο μακριά,” έλεγε ένα ερώτημα, «είναι στα αλήθεια ο κίνδυνος να απογοητευτούν οι τάξεις των χειρωνακτών εργατών από τις υπερβολές της νομοθεσίας;”. Σχετική ήταν και η ερώτηση “Σε ποιο βαθμό μπορούμε να δικαιολογήσουμε τις θεωρίες προγενέστερων οικονομολόγων σαν αποτελέσματα των κοινωνικών αναγκών τις εποχής τους;” Βάση μιας αξιολογικής κρίσης, όπως την αποκαλούμε τώρα, η απάντηση στο ερώτημα φαίνεται να είναι ότι οι μεταγενέστεροι οικονομολόγοι ήταν συγκριτικά πιο αντικειμενικοί στη διαμόρφωση των θεωριών τους.
Μπορεί να φαίνεται σε ορισμένους από εμάς σήμερα, γνωρίζοντας την ανάγκη καλύτερης κατανόησης των κινήτρων της ανθρώπινης συμπεριφοράς δηλαδή της δυναμικής σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και την κοινωνία, ότι τα εκπαιδευτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το νέο τμήμα ήταν σχετικά απλά. Κατέστη τότε δυνατόν να αποδειχτεί η επιφανειακή αντίληψη της πραγματικότητας για την συμπεριφορά. Αλλά ήταν ακόμη πολύ μακριά η γνώση για τις νέες στοιβάδες του ανθρωπινού νου, που ανακαλύφθηκαν με τις μελέτες του Φρόιντ αργότερα. Οι ανθρωπολόγοι δεν είχαν αρχίσει ακόμα να δίνουν τη δέουσα σημασία στο ρολό που διαδραματίζει η διαμόρφωση της κουλτούρας. Τα οικονομικά διδάσκονταν στους φοιτητές κοινωνικής εργασίας χωρίς ακόμα να γίνονται ιδιαίτερα πολλές αναφορές στη θεωρία, ενώ η στατιστική που διδάσκονταν από τον Mr. Bowley ήταν ομολογουμένως μια πιο ευχάριστη εμπειρία.
Το προσωπικό του τμήματος, όπως και το αναλυτικό πρόγραμμα, ήταν πιο διαχειρίσιμο συγκριτικά με σήμερα. Υπό τον τίτλο “Οικονομικά”, διεξάγονταν ένας κύκλος διαλέξεων υπό την οπτική ενός πρακτικών αντιλήψεων επισκέπτη στα “Οικονομικά ενός νοικοκυριού φτωχών χειρωνακτών εργατών”. Οι φοιτητές διδάσκονταν πως οι φτωχοί αγοράζουν, αποθηκεύουν και μαγειρεύουν την τροφή τους. Ο Karl Pearson έκανε μια επίσκεψη με σκοπό να συζητήσουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του θηλασμού και τη σχέση αλκοολισμού και βρεφικής θνησιμότητας. Στις αρχές του 1913 διεξήχθη μια συνάντηση του νέου προσωπικού και κρίνοντας από τα γραφόμενα του νέου Επίκουρου σε ένα βιβλίο[2] του για την κοινωνική εργασία “Μάλλον έγινε μια καλή επιλογή”. Υπήρχαν μόνο δύο υποψήφιοι για τη θέση και σύμφωνα με τα πρακτικά η επιτροπή επιλογής “μετά από πολύ προσεκτική εξέταση” διόρισε τον Mr. C. R. Attlee. Δυστυχώς τα πρακτικά δε αναφέρουν κάτι σχετικά με τη γνωμοδότηση της επιτροπής για τον απορριφθέντα υποψήφιο, το όνομα του οποίου ήταν Mr. Hugh Dalton.
Τα έτη που ακoλούθησαν ήταν περίοδος αλλαγής και επέκτασης κατά τα οποία το τμήμα απέκτησε φήμη για την ευελιξία στη διδασκαλία, την φιλικότητα στις σχέσεις, καθώς και για το ενδιαφέρον που έδειχνε για την ευημερία των φοιτητών του. Αυτά οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην επίδραση των πέντε ατόμων: στον Urwick για την πρωτοποριακή δουλεία του ως επικεφαλής του London School of Sociology από το 1903 ως το 1912 και από το 1921 και έπειτα ως επικεφαλής του τμήματος Κοινωνικών Επιστημών· στον Hobhouse για την πίστη του στην κοινωνική πρόοδο με βασική ιδέα την “απελευθέρωση του ατόμου”[3] και για το προσωπικό του ενδιαφέρον πάνω στις μελέτες του κάθε φοιτητή στους οποίους, όπως είχα μάθει, ήταν γνωστός σαν κάποιος που πρόσφερε απλόχερα τη βοήθεια του· στον C. M. Lloyd που διαδέχτηκε τον Hobhouse το 1912 και με την προσωπικότητα του κρατούσε πάντα ζωντανό το ενδιαφέρον· στον προκάτοχό μου, Καθηγητή Marshall ο οποίος ανέλαβε το τμήμα κατά τη διάρκεια μιας δύσκολης περιόδου ανασυγκρότησης στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και τέλος στη Miss Eckhard της οποίας η σοφία και η αφοσίωση έπαιξαν πολύ σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση της πορείας τμήματος και πολλών φοιτητών του από τότε που εκείνη εντάχθηκε στη Σχολή το 1919.
Το τμήμα για τη μελέτη της κοινωνικής διοίκησης ιδρύθηκε σε μια περίοδο που θεμελιώδη κοινωνικά και ηθικά ζητήματα είχαν αρχίσει να συζητούνται έντονα και με έναν νέο προσανατολισμό. Ήταν ένα προϊόν των ζυμώσεων της έρευνας στην οποία είχαν σημαντική συμβολή οι Webbs, Charles Booth και πολλοί άλλοι. Η φτώχεια από τη μία πλευρά, και η ηθική αποδοκιμασία των φτωχών από την άλλη, ήταν υπό αμφισβήτηση. Το ερώτημα μεταβάλλονταν από το “ποιοι είναι φτωχοί;” στο “γιατί είναι φτωχοί;”. Ο καθηγητής Tawney, έχοντας υπόψη το κλίμα που επικρατούσε, τόνισε στην εναρκτήρια ομιλία του ως διευθυντής του ιδρύματος Ratan Tata ενώπιων των φοιτητών και μας επανέλαβε πολλές φορές ότι το πιο σημαντικό πράγμα για κάποιον είναι τι θεώρει ως δεδομένο. Υποστήριξε ότι το πρόβλημα της φτώχειας δεν είναι πρόβλημα ατομικών χαρακτηριστικών και της δυστροπίας του ατόμου αλλά ένα πρόβλημα της οικονομικής και βιομηχανικής οργάνωσης. Όποτε θα έπρεπε να μελετηθούν πρώτα οι πηγές του και δευτερευόντως οι εκφάνσεις του.
Αυτή η επισήμανση ήταν επίκαιρη διότι ήταν μια περίοδος που οι κοινωνικές πολιτικές διαμορφώνονταν στοχεύοντας στη μείωση των συνεπειών και όχι εξετάζοντας τις αιτίες των κοινωνικών προβλημάτων της εποχής. Οι θετικές αλλαγές της κοινωνικής νομοθεσίας δημιούργησαν μεγάλη πρόοδο στις αρχές του αιώνα και στόχο είχαν να ανατρέψουν σταδιακά το νόμο “περί φτωχών”. Αλλά εξαιτίας της έλλειψης εναλλακτικών προτάσεων, καθώς δεν υπήρχαν νέες θεωρίες για τις ανθρώπινες ανάγκες και συμπεριφορές, οι ιδέες και οι μέθοδοι του νόμου “περί φτωχών” μεταφέρθηκαν και στις νέες κοινωνικές υπηρεσίες. Πολλές από τις υπηρεσίες που δημιουργήθηκαν αυτή τη περίοδο, που ήταν ίσως η πιο εύπλαστη στην ιστορία της εξέλιξης των βρετανικών κοινωνικών υπηρεσιών, εμφορούνταν από αντιλήψεις που βασίζονταν στις ηθικές παραδοχές του 19ου αιώνα. Αυτή η αντίθεση του κοινωνικού σκοπού και των πολιτικών της διοίκησης είχαν εκτεταμένες επιπτώσεις στη δομή και τις λειτουργίες των νέων υπηρεσιών.
[1] London School of Economics: πρακτικά συνάντησης του Court of Governors, 31 Δεκεμβρίου, 1912.
[2] Attlee, C. R., The Social Worker,1920.
[3] Hobson, J. A., and Ginsberg, M., L. T. Hobhouse: His Life and work, 1913.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.