του Ανδρέα Ντούνη
Κατόχου ΜΔΕ Τμήματος Κοινωνικής Πολιτικής
Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η θεωρία του λόγου (discourse theory) επηρεάζει υπόρρητα τον τρόπο που λαμβάνονται αποφάσεις κατά την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Η άσκηση της κοινωνικής πολιτικής συνδέεται άρρηκτα με την θεωρία του λόγου καθώς η εκφορά του, σύμφωνα και με την φουκωική αντίληψη της εξουσιαστικής του δύναμης, μπορεί να κατασκευάζει ορισμένες κοινωνικές ομάδες ως μειονεκτικές, να δημιουργεί «αρνητικές» κοινωνικές ταυτότητες και να παθητικοποιεί τους λήπτες προνοιακών παροχών από προνοιακά υποκείμενα κοινωνικών δικαιωμάτων σε προνοιακά αντικείμενα επιβαλλόμενου κοινωνικού ελέγχου. Η χρήση του λόγου, έχει πάντα πολλές όψεις, και ανάλογα με τις αξίες που εμποτίζουν τους εκφραστές του, χρησιμοποιείται ως επικοινωνιακό και πολιτικό εργαλείο άμεσου επηρεασμού.
* * *
Στην σύγχρονη και αναλυτική επεξεργασία των επιστημών, η σημασία της θεωρίας περί του λόγου διαφαίνεται από την δυνατότητα εφαρμογής της στο κοινωνικό επιστημονικό πεδίο, καθώς και από την διεπιστημονικότητά που απαιτείται για την ολοκληρωμένη αποσαφήνισή της. Για την τεκμηρίωση και ολοκληρωτική προσέγγιση της θεωρίας περί λόγου απαιτούνται γνώσεις και επιστημονικά «δάνεια» και «αντιδάνεια» από κοινωνικά και μη-κοινωνικά επιστημονικά πεδία. Πέρα όμως από την επιστημονική της νομιμοποίηση στο κοινωνικό πεδίο, η θεωρία περί λόγου διευρύνεται στην συμβολική αξιακή κατασκευή και ερμηνεία συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων και κοινωνικοπολιτικών ιδεολογιών.
Η τρέχουσα έκφανση της θεωρίας περί λόγου στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και των ευρύτερων κοινωνικών δομών και συστημάτων εμφανίζεται να εναποτίθεται στα επιστημονικά ρεύματα του μεταδομισμού και του μεταμαρξισμού. Ακόμη, υπό μία πιο εξειδικευμένη σκοπιά, προσεγγίζεται και υπό το πρίσμα του μετα-μοντερνισμού, το οποίο και ερμηνεύει δυναμικά την χειραφέτηση και ενδυνάμωση “παραμελημένων” κοινωνικών ομάδων. Η αδιαμφισβήτητη διαχρονική της σημασία, πορεία και εξέλιξη διαφαίνεται από το εφαλτήριο έργο των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων (Πλάτωνας, Αριστοτέλης) με ενδιάμεσους κομβικούς σταθμούς τις θέσεις των Nietzsche, Michel Foucault και πιο σύγχρονους εκφραστές τους Fairclough, Ernest Laclau και Chantal Mouffe.
Οι Laclau και Mouffe αντλούν στοιχεία από την θεωρία του Μαρξ και τα μετεξελίσσουν, μη ανάγοντας την επεξήγηση των κοινωνικών φαινομένων αποκλειστικά στην ταξική ανισότητα και την οικονομική κυριαρχία της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης, αλλά μέσα από τις πρακτικές λόγου αναδεικύουν τις νομιμοποιήσεις και εννοιολογήσεις των κοινωνικών σχέσεων και των ταυτοτήτων. Κομβικό σημείο στην κριτική τους στον κλασσικό μαρξισμό είναι η έννοια της ηγεμονίας η οποία έχει ως σημείο-κλειδί την παραγωγή του νοήματος και λαμβάνει την μορφή της συναίνεσης για την διατήρηση και αναπαραγωγή των εξουσιαστικών σχέσεων.
Οι Laclau και Mouffe εκκινούν ουσιαστικά από μία μεταδομιστική θεώρηση του λόγου. Η γλώσσα δεν αποτελεί μία ενοποιημένη ολότητα (δομισμός του Saussure), αλλά διαφορετικοί λόγοι «αντιμάχονται» για την επίτευξη της νοηματοδότησης.
Επιπρόσθετα αποδέχονται την αρχή του κοινωνικού κονστρουξιονισμού σε σύζευξη με τον λόγο. Η πραγματικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη και δεν υπάρχει μία αδιαμφισβήτητη αλήθεια μέσω των λόγων. Οι λόγοι νοηματοδοτούνται διαφορετικά από τα ξεχωριστά υποκείμενα του λόγου και αυτές οι νοηματοδοτήσεις στέκουν αντιμαχόμενες. Οι νοηματοδοτήσεις αυτές δεν μπορούν ποτέ να ολοκληρώσουν τον κύκλο του νοήματος. Οι λόγοι προσπαθούν να επιβληθούν για την κυριαρχία τους στο νόημα.
Η ρηματική δομή στην θεωρία του λόγου αποτελείται από τα κομβικά σημεία (nodalpoints), γύρω από τα οποία συναρθρώνεται το νόημα, αλλά ταυτόχρονα αποκλείουν μέσω της χρησιμοποίησης αυτών ως κύριων σημαινόντων συγκεκριμένες πρακτικές λόγου, διαμορφώνοντας αυτό που αποκαλούν πεδίο της ρηματικότητας. Επίσης η έννοια του κλεισίματος δίνει σύμφωνα με τους Laclau και Mouffe μία προσωρινή οριοθέτηση του νοήματος, το οποίο δεν μπορεί ποτέ να είναι οριστικό.
Η σύνδεση του κοινωνικού με το γλωσσικό σύστημα επιτυγχάνεται μέσω της παραδοχής της ενδεχομενικότητας των ταυτοτήτων και των σχέσεων στα δύο συστήματα. Οι ταυτότητες και οι σχέσεις είναι πάντοτε σχεσιακές και μεταβαλλόμενες τόσο στο κοινωνικό όσο και στο γλωσσικό «περιβάλλον». Ένα ερώτημα που μπορεί να τεθεί πρωτίστως είναι το εξής: μία μεταβολή στο γλωσσικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει μία μεταβολή στο κοινωνικό σύστημα; – και υπό ποιες πρακτικές λόγου τα κοινωνικά συστήματα και πρακτικές μεταβάλλονται;
Η θεωρία του λόγου ενστερνίζεται την άποψη του Foucault σχετικά με την παραγωγική δυναμική της εξουσίας, η οποία ενυπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις και αλληλοδιαδράσεις και συνυφαίνεται άρρηκτα με την έννοια της γνώσης. Όμως η εξουσία είναι και καταπιεστική και δημιουργεί ανισορροπίες δυνάμεως και επηρεασμού.
Σε λογο-αναλυτικό επίπεδο αυτή η παραδοχή εμπερικλείει τις ανισορροπίες δυνάμεως μεταξύ των κατεχόντων γνώσης και ισχύος και των μη, κατά τις πρακτικές των εκφερόμενων λόγων. Αυτές οι ανισορροπίες, όμως, καθίστανται ενδεχομενικές καθώς η διπολική σχέση εξουσίας/δύναμης μεταξύ των υποκειμένων του λόγου μπορεί να μεταστραφεί ή και να αντιστραφεί. Υπό μία γενικότερη θεώρηση η εξουσία δημιουργεί τις γνώσεις, σχηματίζει τις ατομικές ή συλλογικές ταυτότητες και επηρεάζει τις ατομικές ή/και ομαδικές σχέσεις. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι ενδεχομενικά καθώς είναι εύπλαστα και μεταβαλλόμενα. Η εξουσία επίσης καθορίζεται από τις πολιτικές πρακτικές και την αντικειμενικότητα. Οι πολιτικές πρακτικές εδώ δεν πρέπει να ιδωθούν υπό την στενή έννοια της πολιτικής. Πολιτικές πρακτικές καθορίζουν την συνύπαρξη των ατόμων και σε άλλα πεδία πέρα από την εξουσιαστική σχέση πολιτικής ηγεσίας/πολιτών.
Στο πεδίο της ιδεολογίας, η θεωρία του λόγου των Laclau και Mouffe (όπως και όλοι οι ύστεροι κονστρουξιονιστές αναλυτές λόγου) απορρίπτει την κυρίαρχη ιδεολογία που πρότεινε ο Althusser. Δεν υφίσταται μία ιδεολογία η οποία κυριαρχεί και εξουσιάζει τα υποκείμενα, αντιθέτως τα υποκείμενα του λόγου είναι ικανά να αντιστέκονται στις ιδεολογικές εγκλήσεις και να αναπτύσσουν μηχανισμούς αντίδρασης και κριτικής σκέψης. Η ιδεολογία κατά τους Laclau και Μοuffe ταυτίζεται με την αντικειμενικότητα, και επομένως δεν μπορεί να δομηθεί ο κοινωνικός ιστός χωρίς την ύπαρξη της ιδεολογίας, καθώς πρέπει να λαμβάνουμε ως παγιωμένες συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και ιεραρχίες. Έτσι, στην θεωρία του λόγου δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κριτική έρευνα καθώς συγκεκριμένες κοινωνικές δομές και ιεραρχήσεις θεωρούνται ως προκαθορισμένες.
Η θεωρία του λόγου μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό θεωρητικό εργαλείο για την ανάλυση των σύγχρονων κοινωνικών πολιτικών. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να “φωτίσει” τους ηγεμονικούς ή κυρίαρχους λόγους γύρω από τους οποίους συναρθρώνεται η εννοιολόγηση συγκεκριμένων υποκειμενικοτήτων ως αρνητικών (ενοχοποίηση του θύματος), και να αναλύσει τους τρόπους με τους οποίους συγκεκριμένα προβλήματα προσδιορίζονται ως κοινωνικά ή μη.
Πολλές φορές κυρίαρχοι ή ηγεμονικοί λόγοι αποτελούν το μέσο για την δικαιολόγηση ορισμένων επιλογών στο πεδίο της Κοινωνικής Πολιτικής ή ακόμη και για την ισχυροποίηση/παγιοποίηση της πολιτικής επιρροής/ σχετικής απόφασης. Τέλος, η ίδια η κατεύθυνση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας εμπεδώνεται από κυρίαρχους λόγους που καθορίζουν την πορεία αυτών, είτε σε επιλογές υπολειμματικής είτε θεσμικής κάλυψης των κινδύνων και αναγκών.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.