Γιάννης Βλασσόπουλος,
Φοιτητής Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Η αύξηση της ανεργίας σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Με το κλείσιμο και τις αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων καθώς και με την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας και της παραγωγικότητας μετατοπίστηκε ο συσχετισμός δυνάμεων στην αγορά εργασίας. Αυτό ο συσχετισμός δυνάμεων μετατοπίστηκε ακόμα περισσότερο υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της μισθωτής εργασίας, με αρνητικές επιπτώσεις στις εργασιακές σχέσεις. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, σταδιακά προωθείται ολοένα και περισσότερο η τάση να επικρατήσουν ως καθολικό μοντέλο απασχόλησης οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
***
Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη χρηματοδοτική ασφυξία των επιχειρήσεων οδήγησε σε κατάρρευση της ζήτησης των νοικοκυριών εξαιτίας μαζικών απολύσεων καθώς επίσης και σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Οι κυβερνήσεις των κρατών για να περιορίσουν τις μαζικές απολύσεις και να αποτρέψουν τις κοινωνικές εκρήξεις έδωσαν κίνητρα στις επιχειρήσεις για τη διατήρηση του προσωπικού τους μέσω της μείωσης του χρόνου εργασίας. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης βρήκαν πρόσφορο έδαφος και αντικατέστησαν το μέχρι πρότινος κραταιό μοντέλο της μόνιμης απασχόλησης.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν πολύ χρήσιμο να διακρίνουμε τις κυριότερες μορφές ευέλικτης απασχόλησης :
- Μερική απασχόληση.
Πρόκειται για την απασχόληση κατά λιγότερες ώρες την ημέρα από το ημερήσιο ωράριο πλήρους απασχόλησης ή την εβδομάδα, λιγότερες ώρες από το εβδομαδιαίο ωράριο πλήρους απασχόλησης ή το δεκαπενθήμερο ή το μήνα, λιγότερες ώρες από τις ώρες πλήρους απασχόλησης.
- Εκ περιτροπής απασχόληση.
Αποτελεί υποπερίπτωση της μερικής απασχόλησης, δηλαδή απασχόληση κατά πλήρες μεν ωράριο, αλλά για λιγότερες ημέρες την εβδομάδα, ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμό αυτών.
- Σύμβαση Ορισμένου Χρόνου.
Πρόκειται για σύμβαση εργασίας που ορίζεται εξ’ αρχής για μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Όταν παρέλθει η ορισθείσα διάρκεια, η σύμβαση λύεται αυτοδίκαια, χωρίς να απαιτείται καταγγελία από κάποιο μέρος και χωρίς υποχρέωση του εργοδότη να καταβάλει αποζημίωση. Εάν κάποιο συμβαλλόμενο μέρος επιθυμεί να λύσει τη σύμβαση αυτή, πριν την πάροδο του συμφωνηθέντος χρόνου, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τη συνδρομή σπουδαίου λόγου, άλλως οφείλει αποζημίωση στο έτερο μέρος.
- Δανεισμός μισθωτού μέσω Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης (μη γνήσιος δανεισμός).
Αποτελεί ιδιαίτερη μορφή δανεισμού, όπου η σύμβαση μεταξύ εργοδότη (Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης) και μισθωτού προβλέπει ότι, ο μισθωτός θα προσφέρει τις υπηρεσίες του για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε τρίτους, καθ υπόδειξη του αρχικού εργοδότη.
- Εποχική απασχόληση.
Η μορφή αυτή εκδηλώνεται συνήθως με τον τύπο της σύμβασης ορισμένου χρόνου και συνδέεται με την εποχικότητα της δραστηριότητας ορισμένων επιχειρήσεων σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του έτους.
- Τηλεργασία.
Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος, κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει η τεχνολογία, παρέχει την εργασία του ευρισκόμενος σε τόπο διαφορετικό από αυτόν που είναι εγκατεστημένη η εργοδότρια επιχείρηση.
Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ Ε.Ε. ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
H Ευρωπαϊκή Ένωση έχει εντάξει την έννοια της flexicurity (ευελιξία με ασφάλεια) στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Απασχόληση. Αντίθετα όμως με την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την Απασχόληση φαίνεται να είναι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόζονται στην Ελλάδα λόγω των δανειακών συμβάσεων με την τρόικα. Τα προγράμματα αυτά έχουν ως βασικό πυλώνα τη δραστική απορρύθμιση της ελληνικής αγοράς εργασίας. Τα περισσότερο ευάλωτα τμήματα εργαζομένων, δηλαδή οι γυναίκες, οι νέοι και οι μετανάστες ήταν εκείνοι που επλήγησαν από τα μέτρα απορρύθμισης της εργασίας. Αυτό συνέβη ώστε σταδιακά να γενικευθούν αυτά τα μέτρα απορρύθμισης και να αποτελέσουν κανονικότητα για το σύνολο της αγοράς εργασίας.
Το 2014 εργάστηκαν με μερική απασχόληση 320.180 γυναίκες και άνδρες. Αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης είναι η συρρίκνωση της πλήρους απασχόλησης σε αντίθεση με τις θέσεις μερικής απασχόλησης οι οποίες αυξήθηκαν περίπου κατά 52.700. Η ταχεία επέκταση των ελαστικών μορφών απασχόλησης έχει ως αποτέλεσμα ένας στους πέντε εργαζόμενους (20,55%) στον ιδιωτικό τομέα να εργάζεται με ευέλικτες μορφές απασχόλησης (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ,2014: 224). Τα δεδομένα αυτά καταδεικνύουν ότι στην ελληνική αγορά εργασίας κυριάρχησε τελικά η έννοια της flexploitation (ευέλικτη εκμετάλλευση) αντί για την έννοια της flexicurity (ευελιξία με ασφάλεια) και αυτό διότι μειώθηκε ο κατώτατος μισθός, διευκολύνθηκαν οι απολύσεις μέσω της χαλάρωσης της προστασίας των εργαζομένων, ενισχύθηκαν οι ευέλικτες και επισφαλείς μορφές απασχόλησης και αποδιαρθρώθηκε το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗΣ ΕΥΕΛΙΚΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
Η επικράτηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της αβεβαιότητας στους εργαζόμενους που υποαπασχολούνται. Η συνεχής αλλαγή χώρου εργασίας και η διαρκής μετάβαση από το καθεστώς της υποαπασχόλησης στην ανεργία υπονομεύει την ένταξη των επισφαλών εργαζόμενων στην κοινότητα καθώς απουσιάζει η εμπιστοσύνη και η δέσμευση στον εργασιακό χώρο. Όμως παρά τους δεδομένα χαμηλότερους μισθούς και τα μειωμένα δικαιώματα των επισφαλώς εργαζόμενων εξαιτίας της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, φαίνεται ότι τόσο η διαθεσιμότητα/μειωμένο ωράριο, όσο και η μερική απασχόληση θεωρούνται μη ηθελημένες αλλά αναγκαστικές επιλογές των εργαζομένων καθώς είναι προτιμότερες από την απόλυση και την ανεργία.
Η οικονομική κρίση σε συνάρτηση με την γενικότερη αποδόμηση του κράτους πρόνοιας, οδηγεί τη μισθωτή απασχόληση σε μια νέα κατάσταση που τα χαρακτηριστικά της εκφράζουν μια συνολικά αρνητική πορεία για το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων. Η αρνητική αυτή εξέλιξη, παράλληλα, με τα φαινόμενα της πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς και της απόλυτης κυριαρχίας των δυνάμεών της, οδηγούν στην απορύθμιση της εργατικής νομοθεσίας και των εργασιακών σχέσεων, παράλληλα με τις γενικότερες επιπτώσεις στον τομέα της απασχόλησης και της κοινωνικής ασφάλισης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Κος Ξενοφών Κοντιάδης : «Η υπερβολική αύξηση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών έχει μια σειρά αρνητικών επιπτώσεων, που αφορούν τόσο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και τη συμπεριφορά εργοδοτών και εργαζομένων. Θα προκαλέσει έξαρση της αδήλωτης εργασίας, της εισφοροδιαφυγής και της εισφοροαποφυγής, αποτελεί αντικίνητρο ως προς την αύξηση της απασχόλησης και πλήττει την ασφαλιστική συνείδηση» (Εφημερίδα “Έθνος”, 23.2.2016). Η επισφαλής θέση στην αγορά εργασίας συνεχώς αυξανόμενων τμημάτων του εργατικού δυναμικού αποτελεί μια νέα πραγματικότητα που διαβρώνει επικίνδυνα το ευρωπαϊκό κοινωνικό πρότυπο όπως αυτό δομήθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Συμπερασματικά, πολύ πριν την σημερινή κρίση έχει ξεκινήσει η ζήτηση για την αναγκαιότητα ευέλικτων μορφών εργασίας σε μία προσπάθεια συγκερασμού δύο παραλλήλων στόχων της Ευρώπης : ενός κλασσικού παραδοσιακού, αυτού δηλαδή της κοινωνικής συνοχής και ενός έσχατου στόχου, αυτού της ανταγωνιστικότητας. Η μέχρι σήμερα εμπειρία όμως, έχει δείξει ότι η ευέλικτη μορφή εργασίας δεν αποτελεί πανάκια για την οικονομική ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Η αποτελεσματικότητα του μέτρου θα έλεγα ότι αμφισβητείται ιδιαίτερα σε περιόδους ύφεσης σαν αυτή που διανύουμε.