Οι περισσότεροι φιλόσοφοι συμφωνούν ότι η μεγαλύτερη συμβολή της Μποβουάρ (Beauvoir) στην φιλοσοφία ήταν το επαναστατικό της έργο και έργο ζωής, “Το Δεύτερο φύλο” . Δημοσιεύθηκε σε δύο τόμους το 1949 (συμπυκνώνεται σε ένα κείμενο που διαιρείται σε δύο «βιβλία» στα Αγγλικά), και αμέσως βρήκε τόσο πρόθυμο κοινό όσο και σκληρούς κριτικούς. Το “δεύτερο φύλο” ήταν τόσο αμφιλεγόμενο που το Βατικανό το συμπεριέλαβε (μαζί με το μυθιστόρημα της Μποβουάρ “Οι Μανταρίνοι”) στον κατάλογο με τα απαγορευμένα βιβλία. Την εποχή που γράφτηκε το δεύτερο φύλο, είχε πραγματοποιηθεί ελάχιστη σοβαρή φιλοσοφία σχετικά με τις γυναίκες από μια φεμινιστική σκοπιά. Με εξαίρεση μερικά μόλις βιβλία, οι συστηματικές συμπεριφορές καταπίεσης των γυναικών τόσο ιστορικά όσο και στη σύγχρονη εποχή δεν αναφέρονταν σχεδόν πουθενά. Με το εντυπωσιακό εύρος της έρευνας και το βάθος των κεντρικών του στοιχείων, το δεύτερο φύλο παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα θεμελιώδη κείμενα της φιλοσοφίας, του φεμινισμού και των γυναικείων σπουδών.
Η κύρια θέση του δεύτερου φύλου περιστρέφεται γύρω από την ιδέα ότι η γυναίκα έχει κρατηθεί σε μια σχέση μακρόχρονης καταπίεσης από τον άνδρα μέσω του υποβιβασμού της στο “έτερο” του άντρα. Σύμφωνη με την φιλοσοφία του Χέγκελ και του Σαρτρ, η Μποβουάρ βρίσκει ότι ο εαυτός χρειάζεται ετερότητα προκειμένου να αυτοπροσδιοριστεί ως υποκείμενο. Επομένως, η κατηγορία της ετερότητας, είναι απαραίτητη για την στοιχειοθέτηση του εαυτού ως εαυτός. Ωστόσο, το κίνημα της αυτογνωσίας μέσα από την ετερότητα υποθέτει ότι είναι αμοιβαίο και συχνό ο εαυτός να αντικειμενοποιείται από τον Άλλο, όπως ο εαυτός αντικειμενοποιεί τον Άλλο. Αυτό που ανακαλύπτει η Μποβουάρ στην πολύπλευρη διερεύνηση της κατάστασης της γυναίκας, είναι ότι η γυναίκα συνεχώς ορίζεται ως ο Άλλος από τον άνδρα, ο οποίος άνδρας αναλαμβάνει τον ρόλο του εαυτού. Όπως εξηγεί η ίδια στην εισαγωγή της:
“Η γυναίκα είναι το τυχαίο, το επουσιώδες, το αντίθετο του ουσιώδους. Ο Άνδρας είναι το υποκείμενο, αυτός είναι το απόλυτο-η γυναίκα είναι ο Άλλος”.
Επιπλέον, η Μποβουάρ ισχυρίζεται ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια διφορούμενη αλληλεπίδραση μεταξύ υπερβατικότητας και εμμένειας, παρόλα αυτά οι άνδρες έχουν ευνοηθεί με το προνόμιο να εκφράζουν την υπερβατικότητα μέσω έργων, ενώ οι γυναίκες εξαναγκάζονται σε μια ζωή επαναλαμβανόμενης και μη δημιουργικής εμμένειας. Συνεπώς η Μποβουάρ προτείνει να διερευνήσει πώς προέκυψε αυτή η ριζικά άνιση σχέση, καθώς και ποιες δομές, στάσεις και προϋποθέσεις συνεχίζουν να διατηρούν την κοινωνική της εξουσία.
Το έργο χωρίζεται σε δύο κύρια θέματα. Το πρώτο βιβλίο ερευνά τα «Στοιχεία και τους Μύθους» για τις γυναίκες από πολλαπλές οπτικές γωνίες, συμπεριλαμβανομένων της βιολογικής-επιστημονικής, της ψυχαναλυτικής, της υλιστικής, της ιστορικής, της λογοτεχνικής και της ανθρωπολογικής. Σε κάθε μία από αυτές τις προσεγγίσεις, η Μποβουάρ είναι προσεκτική και ισχυρίζεται πως καμία από αυτές δεν εξηγεί επαρκώς τον ορισμό της γυναίκας ως ο Άλλος του άνδρα ή της συνακόλουθης καταπίεσης της. Ωστόσο, κάθε μια από αυτές τις προσεγγίσεις συμβάλλει στη συνολική κατάσταση της γυναίκας ως το άλλο φύλο. Για παράδειγμα, κατά την οπτική της βιολογίας και της ιστορίας, η Μποβουάρ σημειώνει ότι οι γυναίκες βιώνουν ορισμένα φαινομένα όπως είναι η εγκυμοσύνη, η γαλουχία και η εμμηνόρροια που είναι ξένα προς το βίωμα των ανδρών και έτσι αυτό συμβάλει στην αισθητή διαφορά στην κατάσταση των γυναικών. Ωστόσο, αυτά τα φυσιολογικά γεγονότα σε καμία περίπτωση δεν προβαλούν άμεσα αιτία για την γυναίκα να είναι υποδεέστερη του άνδρα, διότι η βιολογία και η ιστορία δεν είναι απλά «γεγονότα» ενός αμερόληπτου παρατηρητή , αλλά είναι πάντα ενσωματωμένα και ερμηνεύονται από μια κατάσταση. Επιπλέον, αναγνωρίζει ότι η ψυχανάλυση και ο ιστορικός υλισμός συμβάλλουν σε τεράστιο βαθμό στις γνώσεις σχετικά με τη σεξουαλική, οικογενειακή και υλική ζωή της γυναίκας, αλλά αποτυγχάνουν να αιτιολογήσουν ολόκληρη την εικόνα. Η ψυχανάλυση αρνείται την πραγματικότητα της επιλογής και ο ιστορικός υλισμός παραλείπει να λάβει υπόψη την υπαρξιακή σημασία των φαινομένων που μειώνουν τις υλικές συνθήκες.
Το πιο πλούσιο φιλοσοφικά σημείο του πρώτου βιβλίου του δεύτερου φύλου είναι η ανάλυση των μύθων. Εκεί η Μποβουάρ καταπιάνεται με τον τρόπο κατά τον οποίο οι προηγούμενες αναλύσεις (βιολογικές, ιστορικές, ψυχαναλυτικές, κ.λπ.) συμβάλλουν στην διαμόρφωση του μύθου του «Αιώνιου Θηλυκού». Αυτός ο παραδειγματικός μύθος, που ενσωματώνει πολλαπλούς μύθους για την γυναίκα (όπως ο μύθος της μητέρας, της παρθένου, της μητέρας πατρίδας, της μητέρας φύσης, κ.λπ.) επιχειρεί να παγιδεύσει τη γυναίκα σε ένα αδύνατο ιδανικό μέσω της άρνησης της ατομικότητας και των πολλών διαφορετικών καταστάσεων για την γυναίκα. Στην πραγματικότητα, το ιδανικό που καθορίζεται από το “αιώνιο θηλυκό” στήνει μια αδύνατη προοπτική διότι οι διάφορες εκφάνσεις του μύθου της θηλυκότητας εμφανίζονται ως αντιφατικές και διπλές. Για παράδειγμα, η ιστορία μας δείχνει ότι για όσες αναπαραστάσεις της μητέρας ως ο σεβαστός θεματοφύλακας της ζωής, υπάρχουν άλλες τόσες απεικονίσεις της ως ο προάγγελος του θανάτου. Η αντίφαση του ότι ο άνθρωπος αισθάνεται πως γεννήθηκε και πρέπει να πεθάνει προβάλλονται στο πρόσωπο της μητέρας που θεωρείται υπεύθυνη και για τα δύο. Έτσι η γυναίκα ως μητέρα αγαπάται και μισείται ταυτόχρονα και οι επιμέρους μητέρες βρίσκονται στην απελπιστική αυτή αντίφαση. Αυτή η διπλή και αντιφατική λειτουργία εμφανίζεται σε όλους τους γυναικείους μύθους, αναγκάζοντας έτσι τις γυναίκες να αναλάβουν το βάρος και το φορτίο της ύπαρξης.
Το δεύτερο βιβλίο αρχίζει με το πιο διάσημο ισχυρισμό της Μποβουάρ
«Μία γυναίκα δεν γεννιέται, αλλά μάλλον γίνεται, γυναίκα.»
Με αυτό τον ισχυρισμό, η Μποβουάρ θέλει να καταστρέψει την ουσιοκρατία, η οποία ισχυρίζεται ότι οι γυναίκες γεννιούνται «θηλυκές» (σύμφωνα με ό, τι η κουλτούρα και η εποχή ορίζει κάθε φορά) και μάλλον κατασκευάζονται να είναι μέσω των κοινωνικών κατηχήσεων. Χρησιμοποιώντας ένα ευρύ φάσμα αναφορών και παρατηρήσεων, η πρώτη ενότητα του δεύτερου βιβλίου, εντοπίζει την εκπαίδευση της γυναίκας από την παιδική της ηλικία, προχωρά στην εφηβεία και τέλος στα βιώματα λεσβιακού έρωτα και σεξουαλικής μύησης (εάν έχει τέτοια). Σε κάθε στάδιο, η Μποβουάρ απεικονίζει πώς οι γυναίκες αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις αξιώσεις τους για υπέρβαση και την αυθεντική υποκειμενικότητα μέσω μιας σταδιακής και αυστηρότερης αποδοχής του «παθητικού» και «αποξενωμένου» ρόλου στα “ενεργά” και “υποκειμενικά” αιτήματα του άνδρα. Η παθητικότητα και η αλλοτρίωση της γυναίκας εξετάζονται στη συνέχεια σε αυτό που φέρει ως τίτλους η Μποβουάρ «Κατάσταση» και «Αιτιολόγηση». Μελετά τους ρόλους της γυναίκας, της μητέρας και της πόρνης για να δείξει πώς οι γυναίκες, αντί να έχουν υπερβατικότητα μέσω της δουλειάς και της δημιουργικότητας, υποχρεώνονται στις μονότονες υπάρξεις του να έχουν παιδιά, να φροντίζουν το σπίτι και να είναι τα σεξουαλικά αντικείμενα της ανδρικής λίμπιντο.
Επειδή η Μποβουάρ διατηρεί την υπαρξιστική πεποίθηση στην απόλυτη οντολογική ελευθερία του καθενός ανεξαρτήτως φύλου, ποτέ δεν ισχυρίζεται ότι ο άνδρας έχει καταφέρει να καταστρέψει την ελευθερία της γυναίκας ή ότι την έχει πραγματικά μετατρέψει σε “αντικείμενο” σε σχέση με την δική του υποκειμενικότητα. Η γυναίκα εξακολουθεί να είναι μια υπερβατική ελευθερία, παρά την αντικειμενοποίηση, την αλλοτρίωση και την καταπίεση.
Αν και σίγουρα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο ρόλος της γυναίκας ως ο Άλλος είναι δικό της λάθος, δεν μπορούμε επίσης να λέμε ότι είναι πάντα εντελώς αθώα στην υποταγή της. Όπως αναφέρει στο βιβλίο της “Η Ηθική της ασάφειας” , η Μποβουάρ πιστεύει ότι υπάρχουν πολλές πιθανές συμπεριφορές κακής πίστεως, όπου η ύπαρξη διαφεύγει της ευθύνης της μέσω προκατασκευασμένων αξιών και πεποιθήσεων. Πολλές γυναίκες που ζουν σε μια πατριαρχική κουλτούρα είναι ένοχες για αυτή την συμπεριφορά και κατά συνέπεια είναι κατά κάποιο τρόπο συνένοχες στη δική τους υποταγή λόγω των φαινομενικών ωφελειών που μπορεί να αποφέρει καθώς και της προσωρινής παύσης από την ευθύνη που υπόσχεται. Η Μποβουάρ εξετάζει τρεις συγκεκριμένες “ψευδείς” στάσεις όπου οι γυναίκες κρύβουν την ελευθερία: “Η ναρκισσιστική”, “Η ερωτευμένη”, και “Η μυστικιστική”. Και στις τρείς αυτές συμπεριφορές οι γυναίκες αρνούνται την αρχική ουσία της ελευθερίας τους, βυθίζοντας την στο αντικείμενο. Στην περίπτωση της πρώτης, το αντικείμενο είναι ο ίδιος ο εαυτός της, στη δεύτερη ο αγαπημένος της και στην τρίτη, το απόλυτο ή ο Θεός.
Η Μποβουάρ καταλήγει στο συμπέρασμα της εργασία της, ισχυριζόμενη διάφορες συγκεκριμένες απαιτήσεις ως αναγκαίες για την χειραφέτηση της γυναίκας και για την αποκατάσταση του εγώ της. Πρώτον και κύριον, ζητά να επιτρέπεται στη γυναίκα να υπερβαίνει μέσα από τα δικά της έργα, με όλους τους κίνδυνους, τα ρίσκα και την αβεβαιότητα που αυτό συνεπάγει. Ως εκ τούτου:
“η σύγχρονη γυναίκα υπερηφανεύεται για τον εαυτό της, όσον αφορά τη σκέψη, τις δράσεις, την εργασία, την δημιουργία, επί ίσοις όροις με τους άνδρες – αντί να επιδιώκει να τους δυσφημεί, δηλώνει τον εαυτό της ίσο με εκείνους”.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισότητα της γυναίκας, η Μποβουάρ υποστηρίζει αλλαγές στις κοινωνικές δομές όπως καθολική παιδική μέριμνα, ίση εκπαίδευση, αντισύλληψη και νόμιμη άμβλωση για τις γυναίκες – και ίσως το σημαντικότερο για την γυναίκα, οικονομική ελευθερία και ανεξαρτησία από τον άνδρα. Προκειμένου να επιτευχθεί αυτό το είδος της ανεξαρτησίας, η Μποβουάρ πιστεύει ότι οι γυναίκες θα επωφεληθούν σε κάποιο βαθμό από τη μη-αλλοτρίωση, τον μη-εκμεταλλεύσιμο παραγωγικό μόχθο. Με άλλα λόγια, η Μποβουάρ πιστεύει ότι οι γυναίκες θα ωφεληθούν παρά πολύ από την εργασία. Όσον αφορά το γάμο, η πυρηνική οικογένεια είναι επιζήμια και για τους δύο εταίρους, ειδικά για την γυναίκα. Ο γάμος, όπως κάθε άλλη αυθεντική επιλογή, πρέπει να επιλέγεται ενεργά ανά πάσα στιγμή, αλλιώς είναι μια πτήση από την ελευθερία σε ένα στατικό θεσμό.
Η έμφαση της Μποβουάρ στο γεγονός ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν πρόσβαση στα ίδια είδη δραστηριοτήτων και έργων με τους άνδρες, την τοποθετεί σε κάποιο βαθμό στην φιλελεύθερη φιλοσοφική παράδοση ή στον φεμινισμό δεύτερου κύματος. Απαιτεί οι γυναίκες να αντιμετωπίζονται ως ίσες με τους άνδρες, και οι νόμοι, τα έθιμα και η εκπαίδευση θα πρέπει να μεταβληθούν για να ενθαρρυνθεί η ισότητα. Ωστόσο, το δεύτερο φύλο διατηρεί πάντα την θεμελιώδη υπαρξιστιστική πεποίθησή ότι κάθε άτομο, ανεξάρτητα από το φύλο, την κοινωνική τάξη ή την ηλικία, θα πρέπει να ενθαρρύνεται να ορίζει τον εαυτό του ή τον εαυτό της και να λαμβάνει την ατομική ευθύνη που συνεπάγεται η ελευθερία. Αυτό απαιτεί όχι μόνο την εστίαση στους παγκόσμιους θεσμούς, αλλά και σε κάθε επιμέρους ύπαρξη που αγωνίζεται εντός της αμφισημίας της.
Πηγή: Internet Encyclopedia of Philosophy
Απόδοση στα ελληνικά: Ελένη Τομπέα
socialpolicy.gr