Ράνια Ζαχαριάδου,
Απόφοιτη Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Πελοποννήσου),
Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια Πανεπιστημίου του Λονδίνου
Η επιλογή αντικειμένου σπουδών δεν ήταν ποτέ μια εύκολη υπόθεση για τους νέους αυτής της χώρας. Από αρκετά νεαρή ηλικία οι νέοι καλούνται να περιορίσουν τις επιλογές τους (με το να διαλέγουν πεδία) και στη συνέχεια αναγκάζονται – χωρίς ιδιαίτερη στήριξη ή έμφαση στον επαγγελματικό τους προσανατολισμό – να επιλέξουν μια σχολή, ένα αντικείμενο προπτυχιακών σπουδών. Η επιλογή αυτή επιδέχονταν πάντα πολλές επιρροές από γονείς, φίλους, αλλά και από την ίδια την κοινωνία. Και στο τέλος το εκπαιδευτικό σύστημα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τι μπορεί και τι δε μπορεί να σπουδάσει ένας νέος, ανάλογα με τη βαθμολογία των εισαγωγικών εξετάσεων.
Στη λήψη αυτής της σημαντικής απόφασης, οι μαθητές δέχονταν ανέκαθεν διάφορες τέτοιες επιρροές που, δυστυχώς, έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης που διανύει τα τελευταία –αρκετά- χρόνια η χώρα. Σήμερα όλο και περισσότερα παιδιά περιορίζουν ή κατευθύνουν την επιλογή των σπουδών τους βασιζόμενοι στην οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους. Όλο και περισσότεροι γονείς αποτρέπουν τα παιδιά τους από το να δηλώσουν σχολές εκτός της πόλης διαμονής τους, καθώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στα έξοδα μιας τέτοιας επιλογής. Παράλληλα αυξάνεται και ο αριθμός των νέων που, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν την ανασφάλεια της αύξουσας ανεργίας, δηλώνουν σχολές που πιθανολογούν πως θα τους εξασφαλίσουν πιο εύκολα μια θέση εργασίας.
Οι συνέπειες των παραπάνω αποφάσεων είναι πολλές και ποικίλες τόσο σε ατομικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Οι επιδράσεις στη ζωή του ατόμου, ωστόσο, μπορούν να γίνουν ορατές πιο εύκολα και άμεσα. Σπουδάζοντας μια επιστήμη με αποκλειστικό στόχο την ευκολότερη μετέπειτα επαγγελματική αποκατάσταση, στην ουσία ο φοιτητής δεν απολαμβάνει το ταξίδι της γνώσης και της μόρφωσης. Αντίθετα, η παρουσία του στον ακαδημαϊκό χώρο γίνεται «αγγαρεία» από την οποία και απομακρύνεται σιγά σιγά. Αυτό, πιθανόν, να έχει επιπτώσεις και στη ψυχολογία του. Έπειτα, στην προσπάθεια ολοκλήρωσης των σπουδών και απόκτησης του πολυπόθητου πτυχίου, ο φοιτητής καταφεύγει στη μόνη διέξοδο που του έχει διδάξει έως τότε το εκπαιδευτικό σύστημα˙ την αποστήθιση. Αργότερα, από τις σπουδές-αγγαρεία και σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την αυξημένη εργασιακή ανασφάλεια, το άτομο θα στραφεί σε ένα επάγγελμα-αγγαρεία. Πως μπορεί, όμως, ένα άτομο που ασκεί μια επιστήμη ως αγγαρεία- αντλώντας ίσως κέρδος, αλλά όχι χαρά- να συμβάλει ουσιαστικά στην πρόοδο της εκάστοτε επιστήμης;
Και κάπως έτσι το ατομικό γίνεται συνάμα κοινωνικό. Ποια επιστήμη μπορεί να εξελιχθεί και να αποδώσει καρπούς ωφέλιμους για το κοινωνικό σύνολό, όταν οι άνθρωποι που την υπηρετούν δε μπορούν να γοητευτούν από την αίγλη της και να οραματιστούν την εξέλιξή της; Πως μπορεί κάποιος να διαπρέψει σε κάτι που έμαθε να κάνει ως «αγγαρεία»; Πως οι «κακοί/αδιάφοροι» φοιτητές μπορούν να μην εξελιχτούν σε «κακούς/αδιάφορους» επιστήμονες; Πως μπορεί να ασκηθεί με ήθος και αγάπη μια επιστήμη που επιλέχθηκε με βάση οικονομικούς παράγοντες; Και πως μια κοινωνία με τέτοιους επιστήμονες μπορεί να βασιστεί στο επιστημονικό της υπόβαθρο για να προοδεύσει; Δύσκολα.
Φυσικά αυτή η εξέλιξη δεν είναι μονόδρομος, ούτε και αποτελεί νέο φαινόμενο. Ωστόσο, δυστυχώς, όσο τα οικογενειακά εισοδήματα μειώνονται, η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα και οι κοινωνικές παροχές ελαττώνονται, τόσο θα αυξάνεται και ο αριθμός των νέων των οποίων η επιλογή σπουδών θα επηρεάζεται από αυτήν τη δυσμενή δημοσιονομική κατάσταση. Κατά συνέπεια, ο απόλυτος αριθμός των νέων που θα ακολουθούν την παραπάνω πορεία αυξάνεται, χωρίς όμως αυτή η αρνητική εξέλιξη να είναι δεδομένη και αναπόφευκτη.
Καθώς οι επιπτώσεις, όπως αναφέρθηκε, επηρεάζουν τόσο τα άτομα ως μονάδα, όσο και το κοινωνικό σύνολο, είναι σημαντικό να υπάρξει μέριμνα για την άμβλυνση του συγκεκριμένου προβλήματος. Αυτό δε μπορεί να θεωρηθεί αποκλειστικά ευθύνη των νέων – που καλούνται ούτως ή άλλως να πάρουν μια πολύ κρίσιμη απόφαση σε αρκετά νεαρή ηλικία- αλλά και της πολιτείας, που μέσω της κοινωνικής πολιτικής μπορεί και οφείλει να στηρίζει τις ευάλωτες (οικονομικά και κοινωνικά) ομάδες. Αυτό το χρέος, που συνάμα είναι και κοινωνική ανάγκη, γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό σε περιόδους οικονομικής κρίσης, όπου δυστυχώς οι ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (όπως πρόσφυγες, μετανάστες, άνεργοι, χαμηλόμισθοι, φοιτητές κ.α.) επωμίζονται το μεγάλο βάρος.
Σε κρίσιμες, λοιπόν, περιόδους οι κρίσιμες αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με ακόμη μεγαλύτερη προσοχή, αλλά και βασιζόμενες σε σωστές αρχές. Στην περίπτωση των σπουδών η μόρφωση και η επιστήμη είναι οι διαχρονικές αρχές και οι αξίες στις οποίες πρέπει να δίνεται προτεραιότητα, και όχι η οικονομική στενότητα και η μετέπειτα οικονομική εξασφάλιση. Μη μπορώντας, όμως, να αγνοήσει κανείς εντελώς τα ρεαλιστικά προβλήματα της καθημερινότητας, γίνεται αντιληπτό πως μόνο με το να δίνεται έμφαση στις σωστές αξίες, δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν οι έμπρακτες δυσκολίες. Για την επίτευξη ενός τέτοιου στόχου σημαντικό ρόλο θα πρέπει να διαδραματίσει τόσο η εκπαιδευτική, όσο και η κοινωνική πολιτική. Από τη μια, η εκπαιδευτική πολιτική -με ορισμένες ριζικές αλλαγές στο σύστημα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση- και από την άλλη η κοινωνική πολιτική -με την ορθή και καθολική στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων- μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου. Γιατί οι δύσκολες επιλογές σε δύσκολες εποχές, πρέπει να οδηγούν στην πρόοδο και την ευημερία του ατόμου και του συνόλου.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.