Η παιδική προστασία ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ!
Η πρώτη φάση της διαβούλευσης επί του Κειμένου Αρχών για την παιδική προστασία που συντάχθηκε από τη Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού και τον Συνήγορο του Πολίτη – Συνήγορο του Παιδιού, ολοκληρώθηκε στις 12-5-2016 σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, με την συμμετοχή πολλών φορέων – δημόσιων και ιδιωτικών – για την παιδική προστασία. Όλοι οι φορείς και οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στον κύριο σκοπό του κειμένου που είναι οι βασικές αρχές παιδικής προστασίας να μεταφραστούν σε συγκεκριμένα μέτρα με στόχους, χρονοδιάγραμμα, αρμοδιότητες και μηχανισμούς παρακολούθησης, που θα ενταχθούν σε ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Στην εκδήλωση, μεταξύ άλλων παρευρέθηκαν οι δύο κύριοι εισηγητές του κειμένου, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, Γιώργος Νικολαϊδης και ο Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Γιώργος Μόσχος, ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Μανιός και ο Γενικός Γραμματέας Πρόνοιας, Δημήτρης Καρέλας.
Οι βασικές αρχές του κειμένου έχουν ως εξής:
Πρωταρχικός παράγοντας για την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος παιδικής προστασίας είναι η λειτουργία επαρκών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας στην κοινότητα σε όλη τη χώρα. Οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να είναι συνδεδεμένες με τα σχολεία, τους παιδικούς σταθμούς, τις δομές φιλοξενίας και φροντίδας για παιδιά με ή χωρίς αναπηρίες καθώς και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, να είναι προσβάσιμες από κάθε άποψη και να μπορούν να επισκέπτονται τις οικογένειες, ιδίως δε αυτές που διαβιούν σε δύσκολες συνθήκες (ακραίας φτώχειας και ανέχειας, κακώς στεγασμένες ή άστεγες, κλπ) και αυτές που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα, όπως ανεργία, συγκρούσεις, ψυχικές παθήσεις, αλκοολισμό, ασθένειες, αναπηρίες ενδοοικογενειακή βία, κλπ.
Συνεχής ενημέρωση και επιμόρφωση χρειάζεται να γίνεται προς τους γονείς, με έμφαση στη θετική άσκηση του γονεϊκού τους ρόλου και πληροφόρησή τους για τις υπηρεσίες της κοινότητας στις οποίες μπορούν να προσφύγουν για συμβουλευτική και για την αντιμετώπιση κρίσεων και προβλημάτων.
Οι υπηρεσίες και οι φορείς που ασχολούνται με τα παιδιά χρειάζεται να είναι διασυνδεδεμένοι και να συνεργάζονται συστηματικά σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Όλοι οι επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά πρέπει να επιμορφώνονται διαρκώς σχετικά με τις σύγχρονες δυνατότητες και τα εργαλεία βελτιστοποίησης της αποτελεσματικότητας του προσφερόμενου έργου τους αλλά και τις προβλέψεις της νομοθεσίας και τη δεοντολογία αντιμετώπισης των παιδιών, ώστε να βελτιώνουν τις δεξιότητές τους και να ανταποκρίνονται με σύγχρονο τρόπο στις ανάγκες των παιδιών (τυπικές ή ειδικές), με σεβασμό στα δικαιώματά τους.
Όταν επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά, σε οποιοδήποτε πλαίσιο, αντιληφθούν ότι κάποιο πρόβλημα ή σύμπτωμα ενός παιδιού μπορεί να αποτελεί ένδειξη ή συνέπεια οικογενειακής δυσλειτουργίας, παραμέλησης ή κακοποίησης, θα πρέπει να ενεργοποιούνται άμεσα και να συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσίες παιδικής προστασίας, βάσει ειδικών πρωτοκόλλων, για την κατάλληλη εκτίμηση και αντιμετώπιση του προβλήματος, σε συνεργασία με την οικογένεια, όπου αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού.
Κάθε παιδί που βρίσκεται ενώπιον της αστυνομίας ή των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών, ως θύμα, ως θύτης ή ως μάρτυρας, θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με σεβασμό της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειάς του. Εισαγγελίες ανηλίκων και οικογενειακά δικαστήρια θα πρέπει να συσταθούν σε όλες τις περιφέρειες της χώρας και να πλαισιώνονται από ψυχο-κοινωνικές υπηρεσίες και ευάριθμες και ουσιαστικά προσβάσιμες υπηρεσίες επιμελητών ανηλίκων.
Η εξέταση παιδιών στο πλαίσιο του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει να διεξάγεται πάντα από εξειδικευμένο, κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, υπό την οπτική των ηλικιακών αναγκών του παιδιού και ειδικών χαρακτηριστικών του, με γνώμονα τις αρχές της φιλικής προς τα παιδιά δικαιοσύνης, η οποία επιβάλλει την ενημέρωση του παιδιού για την διαδικασία, τη διεξαγωγή της συνέντευξης σε φιλικό και κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο, την χρήση κατάλληλων, επιστημονικά τεκμηριωμένων μεθόδων και τεχνικών, τη διασφάλιση του απορρήτου και του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής του παιδιού, και την αποφυγή υποβολής του σε επαναλαμβανόμενες συνεντεύξεις ή άλλες διαδικασίες που υπονομεύουν την αξιοπιστία της μαρτυρίας του, ή του προκαλούν επιπρόσθετες δυσκολίες.
Σε περιπτώσεις όπου ένα παιδί εγκαταλείπεται ή κρίνεται ότι πρέπει να απομακρυνθεί προσωρινά από το οικογενειακό που περιβάλλον, θα πρέπει να υπάρχει η δυνατότητα άμεσης τοποθέτησής του σε ανάδοχη οικογένεια ή σε ειδική δομή επείγουσας φιλοξενίας, για την φάση αξιολόγησης της κατάστασης και των αναγκών του μέχρι τη λήψη αποφάσεων για την επιμέλεια και τη φροντίδα του. Η αξιολόγηση θα πρέπει να ολοκληρώνεται γρήγορα και να οδηγεί στη διατύπωση ενός «εξατομικευμένου» σχεδίου για την μακροπρόθεσμη τοποθέτηση του παιδιού σε οικογένεια ή σε μικρές δομές (σπίτια) που να προσομοιάζουν με οικογένειες, ή για την επιστροφή στην φυσική του οικογένεια, όπου αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού.
Όταν ένα παιδί εντοπίζεται από τις αρχές είτε στις πύλες εισόδου της χώρας είτε σε άλλη περιοχή και δηλώνει ότι δεν συνοδεύεται από μέλος της οικογένειάς του που έχει νομίμως την επιμέλειά του, χρειάζεται να γίνεται, σύμφωνα με τη νομοθεσία, ταχεία καταγραφή και διερεύνηση των στοιχείων του και παραπομπή σε κατάλληλη δομή φιλοξενίας, με στόχο τη συνένωση με μέλη της οικογένειάς του, εφόσον αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του.
Στις περιπτώσεις όπου ένα παιδί χρειάζεται να παραμείνει μακριά από τη φυσική οικογένεια για μεγάλο χρονικό διάστημα, λόγω κακοποίησης ή αδυναμίας της οικογένειας να το φροντίσει επαρκώς, θα πρέπει να εξετάζεται πρωτίστως η δυνατότητα τοποθέτησης σε ανάδοχη οικογένεια, ιδίως για παιδιά προσχολικής ηλικίας. Αναγκαία προϋπόθεση για αυτό είναι η διεύρυνση της εφαρμογής του θεσμού της αναδοχής συνολικά. Θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι ανάδοχοι γονείς αξιολογούνται επαρκώς και λαμβάνουν κατάλληλη εκπαίδευση, εποπτεία και υποστήριξη από τις αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες της κοινότητας. Σε περίπτωση αναδοχής παιδιού με αναπηρία ή άλλες ιδιαιτερότητες, θα πρέπει κατά την αξιολόγηση να διασφαλίζεται η καταλληλότητα των αναδόχων σε σχέση με τις συγκεκριμένες ειδικές ανάγκες του παιδιού. Οι δομές φιλοξενίας παιδιών θα πρέπει να είναι μικρές, ολιγομελείς και να προσομοιάζουν με οικογένεια (σπίτια), αποφεύγοντας το ιδρυματικό μοντέλο.
Παιδιά με αναπηρίες, χρόνιες παθήσεις ή ψυχικές διαταραχές, που έχουν περιορισμένη ή πλήρη έλλειψη λεκτικής επικοινωνίας, όπως επίσης και παιδιά πρόσφυγες, παιδιά που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες ή σε θρησκευτικές μειονότητες, ή που δεν γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από επαγγελματίες που διαθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις ή ειδική επιμόρφωση για την κατάσταση και τις ανάγκες τους, με αξιοποίηση διερμηνέων ή άλλων βοηθημάτων επικοινωνίας, όταν κρίνεται απαραίτητο, και να αποφεύγεται κάθε μορφή διάκρισης και κοινωνικού τους αποκλεισμού ώστε να διασφαλίζεται η ισότιμη απόλαυση των δικαιωμάτων τους.
Αναγκαία κρίνεται η λειτουργία κέντρων ημερήσιας φροντίδας, με κατάλληλα προγράμματα και δραστηριότητες, και μικρών δομών φιλοξενίας στην κοινότητα, με εξειδικευμένη στελέχωση και θεραπευτικό προσανατολισμό, για παιδιά και εφήβους με σοβαρές αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις, ψυχικές διαταραχές ή σοβαρά ψυχο-κοινωνικά προβλήματα, οι οποίοι χρειάζονται εξειδικευμένη αντιμετώπιση και υψηλή υποστήριξη, με παράλληλη συμβουλευτική των οικογενειών τους, ώστε να προλαμβάνεται τυχόν παραμέληση, κακοποίηση ή άλλης μορφής παραβίαση των δικαιωμάτων τους.
Κείμενο Αρχών για την Παιδική Προστασία στην Ελλάδα
kkuneva.eu/