Κωνσταντίνα Θανάση,
Φοιτήτρια Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής,
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου
Ελλάδα 2016. Η σκέψη αυτή στέκεται αφορμή για την ροή εκατοντάδων συνειρμών στο μυαλό μου, όπως κρίση (οικονομική και ανθρωπιστική), ανασφάλεια, φόβος, ελπίδες δίχως αντίκρισμα, ύφεση, εκπαιδευτική διάλυση, υπονόμευση κοινωνικού κράτους κ.λ.π. Η σκληρή δημοσιονομική πολιτική που επιβλήθηκε στην χώρα είχε ως συνέπεια τον σφαγιασμό των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων. Σε μια τέτοια κοινωνικοοικονομική συγκυρία η γενιά μας προσπαθεί να πραγματοποιήσει τα όνειρά της μέσω του αναφαίρετου κοινωνικού δικαιώματος στην παιδεία. Η επιθυμία και ανάγκη να λάβουμε γνώση και να εξελιχθούμε, στα χρόνια της οικονομικής (και οχι μόνο) κρίσης, έχει μετατραπεί σ’έναν μαραθώνιο!
Μεγαλώνοντας σ’ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου η γνώση αντιμετωπίζεται ως ύψιστη αξία και αγαθό είχα την πεποίθηση οτι η απόκτηση πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι κάτι βέβαιο και εύκολο. Αυτή μου η πεποίθηση καταρρίφθηκε περίπου στα τέλη της δευτέρας λυκείου. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης είχαν διαμορφώσει συγκυρίες τέτοιες ώστε όλα εκείνα τα οποία για την πλειονότητα των μαθητών θεωρούνταν δεδομένα, για την εισαγωγή τους στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας (βλ. φροντιστήριο και ιδιαίτερα μαθήματα), για εμένα δεν αποτελούσαν πλέον επιλογή. Tο πρώτο χαστούκι της σκληρής πραγματικότητας ήρθε για να μου διδάξει οτι ορισμένες φορές χρειάζεται να ξεπεράσεις τον εαυτό σου για να κατακτήσεις το όνειρο! Κάπως έτσι η εισαγωγή μου στο πανεπιστήμιο ήρθε ως αποτέλεσμα μιας προσωπικής προσπάθειας, μεθοδικής μελέτης και αφοσίωσης. Έτσι, λοιπόν, ξεκινάει το ταξίδι προς τους ακαδημαϊκούς ουρανούς.
Περνώντας στο Τμήμα Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου αντιλήφθηκα οτι η φοιτητική ζωή δεν θα είναι ακριβώς αυτο που είχα φανταστεί. Πολύ γρήγορα τόσο εγώ, όσο και οι συμφοιτητές μου, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τα αντικειμενικά και απτά προβλήματα του τμήματος μας. Προβλήματα σοβαρά, όπως η έλλειψη φοιτητικής εστίας, πράγμα που σηματοδοτούσε για τους περισσότερους απο εμάς το συνεχές ταξίδι Αθήνα-Κόρινθος, με όποιο ύλικο και βιωματικό κόστος συνεπάγεται αυτό, και για όσους προέρχονταν απο άλλες περιοχές της Ελλάδας την διάθεση ενός σημαντικού ποσού, εν μέσω οικονομικής ύφεσης (!), για την πραγματοποίηση των σπουδών τους. Αρχίζω σταδιακά να αντιλαμβάνομαι οτι η φημισμένη δωρεάν παιδεία δεν είναι και τόσο δωρεάν (δυστυχώς)… Εν συνεχεία και άλλα προβλήματα ξεκίνησαν να με απασχολούν, όπως η μεταφορά προς και απο το πανεπιστήμιο, για την οποία δεν υπάρχει κάποια ειδική μέριμνα πέραν της φοιτητικής έκπτωσης στο κόμιστρο η οποία όμως δεν αποτελεί την ιδανική λύση. Ακόμη προβλήματα όπως η σίτιση, η οποία αρχικά ήταν ανεπαρκής. Το βασικότερο όμως που με απασχολούσε ήταν το γεγονός ότι όλα όσα είχα ονειρευτεί οτι θα ζήσω ως φοιτήτρια ένιωθα οτι σε ένα τέτοιο πλαίσιο δομικών παραγόντων δεν καθίσταται εφικτό ή έστω στον βαθμό που έγω επιθυμώ. Βιώματα όπως η ουσιαστική συλλογικότητα, η αλληλεπίδραση μεταξύ φοιτητών και Πανεπιστημίου, η φοιτητική ζωή και δράση μέσα και έξω απ’ αυτό.
Όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν τις πρώτες εντυπώσεις.
Σε μια περίοδο κοινωνικής και οικονομικής κρίσης τα δίκτυα κοινωνικής προστασίας (π.χ. οικογένεια) έχουν χάσει την ισχύ τους. Αυτό καθιστά τον μέσο φοιτητή πιο ευάλωτο απέναντι στα όποια προβλήματα, όμως ταυτόχρονα τον αναγκάζει να πάρει θέση απέναντι σε αυτά. Έτσι, περνώντας λίγο ο καιρός, εντάχθηκα και εγώ όπως και πολλοί ακόμα συμφοιτητές μου στην αγορά εργασίας. Μιλώντας για εργασία αναφέρομαι ως επί το πλείστον σε μορφές ημιαπασχόλησης. Ορισμένοι απο εμάς είναι εργάζομενοι με ωράρια πλήρους απασχόλησης, παράλληλα με τη σχολή, άλλοι ημιαπασχολούμενοι ενώ κάποιοι καταφεύγουν στη νυχτερινή εργασία προσπαθώντας να ανταπεξέλθουν σε όλες τις υποχρεώσεις τους. Το γεγονός οτι απο τα δεκαοχτώ μας έτη αρχίζουμε σταδιακά να αυτονομούμαστε και να αναλαμβάνουμε εν μέρει την ευθύνη για τις επιλογές μας είναι ενα μεγάλο και θετικό βήμα, όμως απο την άλλη σε πολλές περιπτώσεις η οικονομική ανασφάλεια σε συνδυασμό με την εργασιακή επισφάλεια μας οδηγούν σε επιλογές που λειτουργούν εις βάρος των σπουδών μας. Επιλογές που αντί να μας βοηθούν να πλησιάσουμε τα όνειρα που έχουμε θέσει, μας απομακρύνουν απ’τους ουρανούς προς τους οποίους χαράξαμε πορεία.
Πέραν όλων αυτών των πραγματικών δυσκολιών ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά με τον ίδιο μας τον εαυτό, τις δεύτερες σκέψεις και την απαισιοδοξία. Όντας φοιτητές σε μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα η ανασφάλεια για το μέλλον είναι ενα συναίσθημα με το οποίο έχουμε ιδιαίτερα στενές σχέσεις. Καταβάλοντας κάθε δυνατή προσπάθεια για να αγγίξουμε το όνειρο και προσπαθόντας να ισορροπήσουμε όλους τους τομείς της καθημερινότητάς μας, περνά συχνά απ’ το μυαλό η εξής φράση: «Τελικά αξίζει τον κόπο η όλη προσπάθεια; Υπάρχουν, ακόμα, ελπίδες;». Προσωπικά, απαντάω πάντα με ένα ηχηρό ναί (!) όντας φύσει και θέσει αισιόδοξος άνθρωπος.
Το ελληνικό πανεπιστήμιο, ως μια μικρογραφία της ελληνικής πραγματικότητας, βιώνει κι αυτό μια κρίση η οποία εκτείνεται σε πολλά επίπεδα και εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Έχει αποδυναμωθεί η σχέση μεταξύ φοιτητών και διδασκόντων, έχει διαβρωθεί η ταυτότητα και η ουσία του ενεργού φοιτητή, έχουν εξαθλιωθεί οι υποδομές και η χρηματοδότηση είναι ανεπαρκής (ας σκεφτούμε μόνο οτι ο ετήσιος προϋπολογισμος για τα πανεπιστήμια έχει μειωθεί κατα 50%!). Αυτά, είναι μόνο κάποια απ’τα προβλήματα του σύγχρονου ελληνικού ακαδημαϊκού συστήματος τα οποία όμως δεν πρέπει να στέκονται ίκανα να μας απογοητεύσουν και να μας απομακρύνουν απο την διεκδίκηση των όσων οραματιζόμαστε. Μπορούμε με συλλογικό τρόπο να ανασυστήσουμε το πανεπιστήμιο, ξεκινώντας απ’το δικό μας τμήμα και απ’τα απλά αλλά πολύ ουσιαστικά ζητήματα, δίνοντας πνοή στα «στοιχειωμένα» κτήρια που διψάνε για λίγη ζωή και επαναφέροντας συλλογικές δράσεις που θα συσπειρώσουν την φοιτητική κοινότητα με στόχο ενωμένοι να διεκδικήσουμε τα μεγάλα οράματα. Οι αντικειμενικές δυσκολίες δεν πρέπει να μας πτοούν, εξ’ άλλου όπως έγραψε και ο ποιητής* πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάμε, γιατί οι ουρανοί είναι ανοιχτοί και περιμένουν να τους κατακτήσουμε!
*Μ. Σαχτούρης
***