Χρύσα Τζώρτζη
«Μάθημα ελευθερίας», η κοινωνιολογία για το Pierre Bourdieu μέσω της κλινικής της χρήσης, τόσο για τους κοινωνικούς επιστήμονες όσο και για όλα τα κοινωνικά υποκείμενα που μπορούν να γνωρίσουν μέσα απ’ αυτούς λίγο καλύτερα αυτό που είναι, αυτό που κάνουν (και αυτό που θα μπορούσαν να είναι και αυτό που θα μπορούν να κάνουν): «Η γνώση του πιθανού είναι προϋπόθεση γέννησης του δυνατού». Η ιδέα αυτή ακριβώς συμπυκνώνει την κοινωνική και πολιτική λειτουργία της κοινωνιολογίας για τον P. Bourdieu.[1]
Μια από τις βασικότερες ιδιότητες της κοινωνιολογίας, σύμφωνα με τον Bourdieu, είναι ότι όλες οι προτάσεις, που διατυπώνει αυτή η επιστήμη, μπορούν και πρέπει να εφαρμόζονται στο υποκείμενο που ασκεί την επιστήμη. Έτσι ο κοινωνιολόγος, προερχόμενος από ό,τι ονομάζεται λαός και εντασσόμενος σ’ αυτό που ονομάζεται ελίτ, δεν μπορεί να φθάσει στην ιδιαίτερη διαύγεια, τη συνδεδεμένη με την αποστασιοποίηση του καθετί κοινωνικό, παρά μόνο αν καταγγείλει τη λαϊκίστικη αναπαράσταση του λαού, που ξεγελά μόνο τους δημιουργούς της, και την ελιτίστικη αναπαράσταση της ελίτ, καλά δομημένης, ώστε να ξεγελά και αυτούς που ανήκουν και αυτούς που δεν ανήκουν σε αυτήν.[2]
Για να εξουδετερώσει η κοινωνιολογία, αναφέρει λοιπόν ο Bourdieu, τη φιλοδοξία να θεμελιώνει λογικά τις αυθαίρετες κοινωνικού χαρακτήρα διακρίσεις, και καταρχήν της εργασίας, και να δίνει έτσι λογική ή κοσμολογική λύση στο πρόβλημα της ταξινόμησης των ανθρώπων σε τάξεις, οφείλει να θεωρεί ως αντικείμενο της, αντί να γίνεται υποχείριο, την πάλη για την μονοπώληση της νόμιμης αναπαράστασης του κοινωνικού κόσμου, αυτήν την πάλη των ταξινομήσεων, που αποτελεί διάσταση κάθε άλλου αγώνα τάξεων, τάξεων ηλικίας, τάξεων φύλου, κοινωνικών τάξεων. Έτσι ο κοινωνιολόγος ανακαλύπτει ότι είναι αναπόφευκτα μπλεγμένος στην πάλη για τη δημιουργία και την επιβολή της νόμιμης ταξινόμησης, και θα πρέπει να ορίσει ως αντικείμενο του, περνώντας ο ίδιος σε δεύτερη θέση, την επιστήμη αυτής της πάλης, δηλαδή τη γνώση της λειτουργίας και των λειτουργιών των θεσμών που εμπλέκονται σε αυτήν, όπως συμβαίνει με το σχολικό σύστημα ή με τους μεγάλους κρατικούς οργανισμούς της τίμησης και της κοινωνικής στατιστικής.
Το γεγονός ότι η γνώση των μηχανισμών επιτρέπει τον καθορισμό των προϋποθέσεων και των μέσων μιας πράξης προορισμένης να τους ελέγχει, δικαιώνει σε κάθε περίπτωση την άρνηση του κοινωνιολογισμού, που πραγματεύεται το πιθανό ως μοιραίο. Και τα κινήματα χειραφέτησης είναι εκεί για να αποδείξουν ότι μια μικρή δόση ουτοπίας, από αυτή την άρνηση της πραγματικότητας, που σε άλλες περιπτώσεις θα την λέγαμε νευρωτική, μπορεί, επίσης να συμβάλει να δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την άρνηση στην πράξη μιας πραγματικής διαπίστωσης. Αλλά, κυρίως, η γνώση ασκεί από μόνη της επίδραση κάθε φορά που οι μηχανισμοί, των οποίων ορίζει τους νόμους λειτουργίας, οφείλουν ένα μέρος της αποτελεσματικότητας τους στην άγνοια, δηλαδή κάθε φορά που αγγίζει τα θεμέλια της συμβολικής βίας.
Εξίσου αξιοσημείωτο είναι ότι το σώμα βρίσκεται μέσα στο κοινωνικό κόσμο, αλλά και ο κοινωνικός κόσμος βρίσκεται μέσα στο σώμα. Και η ενσωμάτωση του κοινωνικού, που πραγματοποιεί η μάθηση, είναι η βάση της παρουσίας μας στον κοινωνικό κόσμο, που την προϋποθέτουν η επιτυχής κοινωνικά δραστηριότητα και η συνήθης εμπειρία αυτού του κόσμου, πηγαίνοντας κόντρα στη ρήση «ο άνθρωπος είναι μια ύπαρξη χωρίς λόγο ύπαρξης». Διότι η κοινωνία, και μόνον αυτή, μοιράζει σε διαφορετικούς βαθμούς τις δικαιώσεις και τους λόγους ύπαρξης, αυτή είναι που, παράγοντας έργα ή θέσεις, που τις ονομάζουμε «σημαντικές», παράγει τις πράξεις και τους φορείς, που τους κρίνουμε «σημαντικούς», όσον αφορά τους ίδιους και τους άλλους, προσωπικότητες αντικειμενικώς και υποκειμενικώς βέβαιες για την αξία τους και έτσι αποστασιοποιημένες από την αδιαφορία και την αφάνεια.
Έτσι καταλαβαίνει κανείς ότι ίσως θα απειλείται αδιάκοπα η ύπαρξη της κοινωνιολογίας ως επιστημονικού κλάδου. Το γεγονός ότι λόγω της δομής της μπορεί να πληγωθεί, πράγμα που προκύπτει από τη δυνατότητα της να εξαπατά με τις επιστημονικές επιταγές, μετέχοντας στο παιχνίδι της πολιτικοποίησης, την κάνει να φοβάται τόσο τις εξουσίες που περιμένουν πολλά από αυτήν όσο εκείνες που θέλουν την εξαφάνιση της. Τα κοινωνικά αιτήματα συμφωνούν πάντοτε με τις πιέσεις, τις επιταγές και τη διαφθορά και η μεγαλύτερη υπηρεσία, που μπορούμε να προσφέρουμε στην κοινωνιολογία, είναι, ίσως, να μην της ζητάμε τίποτε. [3]
—————————
[1] Από τον Πρόλογο του Νίκου Παναγιωτόπουλου στο «Μάθημα πάνω στο μάθημα: Κοινωνιολογία και αυτο-κοινωνιοανάλυση» του Pierre Bourdieu, μετάφραση Αγκαβανάκης Νίκος, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 2001.
[2] Bourdieu Pierre, Μάθημα πάνω στο μάθημα: Κοινωνιολογία και αυτο-κοινωνιοανάλυση, μετάφραση Αγκαβανάκης Νίκος, Αθήνα: Καρδαμίτσα, 2001.
[3] Στο ίδιο