Νίκος Κουραχάνης,
Μεταδιδακτορικός Ερευνητής,
Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Δεν υπάρχει ομορφιά
παρά μόνο στο βλέμμα
που την φρίκη κοιτά
κι όμως αντέχει»
Παντελής Ροδοστόγλου (Διάφανα Κρίνα)
“Κανείς δεν μπορεί να νιώσει την μοναξιά μου. Κανείς δεν συναισθάνεται πραγματικά τα βιώματα μου, όσο κι αν το θέλει. Ξέρεις πως είναι να σε κοιτάνε οι περαστικοί με οίκτο; Άλλοι να αηδιάζουν στην ύπαρξη σου; Να μη μπορείς να κοιμηθείς ούτε για μια ώρα ασφαλής; Να πεινάς και να μην έχεις φαγητό; Να κρυώνεις και να μην έχεις ζεστασιά; Ξέρεις πως είναι να είσαι μια ‘γυμνή’ ζωή; Και όλα αυτά δεν είναι τίποτα. Ξέρεις τι είναι να ξυπνάς και να μην έχεις κάτι να κάνεις; Εσύ πως είσαι όταν ξυπνάς στο κρεβάτι σου, με το πρωινό σου, και βαριέσαι την ζωή σου; Να μην έχεις στόχους; Να μην έχεις κίνητρα; Να μην έχεις προοπτική; Να συνειδητοποιείς ότι η κάθε νέα σου μέρα, μα ποια νέα μέρα; Σταμάτα πια να μιλάς για νέα μέρα. Για να υπάρξει νέα μέρα πρέπει να έχω κοιμηθεί και να έχω ξυπνήσει, δεν υπάρχει νέα μέρα… Έχω μήνες να κοιμηθώ.
Οι πιο πολλοί από εσάς ζείτε με την προσμονή να τελειώσετε τις σπουδές σας, να ανελιχθείτε στο επάγγελμα σας, να (ξανα)βγείτε με εκείνο το όμορφο κορίτσι που τόσο το θέλετε… Πόσο θα ‘θελα κι εγώ να βγω ξανά με εκείνο το όμορφο κορίτσι… Μια φορά νόμιζα ότι την είδα να περνάει εκεί που ζητιάνευα. Κρύφτηκα. Κρύφτηκα πολύ μέσα. Δεν ξαναέψαξα για χρήματα εκείνη την μέρα, προτίμησα να κοιμηθώ νηστικός. Τελικά πάλι δεν κοιμήθηκα. Συχνά βρίζετε τους γονείς σας που με εξαίρεση σπίτι, φαγητό, αυτοκίνητο, χρήματα, αγάπη, φροντίδα, θαλπωρή, έγνοια, αγωνία, κοινωνική δικτύωση δεν σας προσφέρουν ΤΙΠΟΤΑ (!) Εγώ ξυπνάω καθημερινά με την προσμονή να βρεθεί ένα ζεστό σπίτι για να μη φοβάμαι. Φοβάμαι πολύ. Φοβάμαι τους ανθρώπους που περνάνε δίπλα μου τα βράδια όταν κουκουλώνομαι. Φοβάμαι όσους με αγριοκοιτάζουν όταν τους ζητάω να μου δώσουν κάτι να φάω. Φοβάμαι τους αστυνομικούς κάθε φορά που κάνουν έλεγχο να δουν αν είμαι πρεζάκιας. Δεν θέλω άλλο φόβο. Ένα μέρος για να οργανώσω ξανά την ζωή μου θέλω. Θέλω να κοιμηθώ οκτώ ώρες. Τι ωραίο που είναι να κοιμάσαι οκτώ ώρες. Να ξυπνάς, να χουζουρεύεις, να ξανακοιμάσαι. Και να έχεις και μια οικογένεια να σε περιμένει στο σαλόνι”.
Αυτές οι φαντασιακές αναπαραστάσεις ήταν τα πρωτογενή ερεθίσματα που με οδήγησαν στην εκπόνηση μιας διδακτορικής διατριβής με αντικείμενο τον κοινωνικό αποκλεισμό των αστέγων, συναρτώντας τον με το ευρύτερο πνεύμα των παρεμβάσεων της κοινωνικής πολιτικής της κρίσης. Ο άνθρωπος που γυρνάς το κεφάλι σου στους δρόμους της Σταδίου και της Πανεπιστημίου, στο κέντρο της περιοχής σου, στα στενά της γειτονιάς σου, έξω από τα πολλά πτωχευμένα εμπορικά καταστήματα με το λουκέτο, δεν είναι αόρατος. Ούτε εσύ είσαι στρουθοκάμηλος για να νομίζεις ότι επειδή γυρνάς το κεφάλι αυτομάτως δεν υπάρχει. Είναι ένας άνθρωπος με την δική του διαδρομή και τις δικές του ‘μέρες ευημερίας’. Πιθανότατα γύριζε κι εκείνος το κεφάλι του σε αντίστοιχες περιπτώσεις, όπως προχωρούσε στους ίδιους δρόμους. Ίσως και να έβριζε από μέσα του για το χάλι τους (‘καταστρέφουν την εικόνα της χώρας’, μην ξεχνάς). Δεν ξέρω αν η κίνηση αυτή είναι ασυναίσθητη ή σπασμωδική μπροστά στη φρίκη. Δεν έχω καταλήξει αν πρόκειται για μια ενστικτώδη προστατευτική αποτροπή του υποσυνείδητου μπροστά στους κινδύνους που ελλοχεύουν και απειλούν τις ζωές μας. Κανείς δεν θέλει να αρρωστήσει, κανείς δεν θέλει να πεθάνει, κανείς δεν θέλει να μείνει άστεγος.
Δυστυχώς, τα τελευταία έξι χρόνια γύρισες πολλαπλάσιες φορές το κεφάλι σου. Και στη Σταδίου, και στην Πανεπιστημίου και στη γειτονιά σου. Ήταν ο Κώστας που πριν την κρίση δούλευε οικοδόμος και έμενε στο ενοίκιο. Ήταν ο Λέανδρος που είχε το εργαστήρι με τα κεραμικά και τον έπνιξαν τα χρέη. Ήταν η Εύα στα οικιακά, που την κακοποιούσε ο άντρας της (και αυτή και το παιδί) και αποφασίζοντας ηρωική απόδραση δεν μπόρεσε να βρει δουλειά πριν ο ακραίος αποκλεισμός της χτυπήσει την πόρτα.
Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις θα ήταν προϊόν μελοδραματικής μυθοπλασίας αν οι ευγενείς αξίες με τις οποίες επισυνάπτεται η Κοινωνική Πολιτική ακαδημαϊκά έβρισκαν ένα αντιπροσωπευτικότερο πολιτικό αντίκρισμα. Ωστόσο, τα παραπάνω παραδείγματα, είναι τα συμπτώματα μιας κοινωνικής πολιτικής αποκομμένης από ηθικές αξίες και αρχές. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το επιφανειακά αμερόληπτο ακαδημαϊκό μας καβούκι, είναι μια μπασταρδεμένη αντικοινωνική πολιτική διαποτισμένη πλήρως από τις δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις του νεοφιλελευθερισμού.
Ο Κώστας, αντί να βρίσκεται σε πρόγραμμα απασχόλησης, τρώει απ’ τα σκουπίδια και μένει δύο φορές την εβδομάδα σε υπνωτήριο. Τις υπόλοιπες νύχτες κοιμάται στο δρόμο γιατί οι κλίνες του δεν επαρκούν για καθημερινή φιλοξενία. Ο Λέανδρος, αντί να καταρτίζεται σε μια άλλη επαγγελματική ειδίκευση, τρώει πριν πάει για ύπνο στο παγκάκι του ένα τοστ, προσφορά Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης (το τοστ όχι το παγκάκι, είπαμε.. κρίση). Οι δαπάνες για το τοστ του είναι μια ευγενική χορηγία φιλάνθρωπου εφοπλιστή προς την ΜΚΟ για την οποία λαμβάνει αντίστοιχες φοροελαφρύνσεις χάριν της αγαθοεργίας του. Η Εύα βουλιάζει καθημερινά στον ξενώνα που την έχουν αποθηκεύσει, ευτυχώς έχει πια μαζί της τη μικρή και βρήκε ένα λόγο για να συνεχίσει να ζει, χωρίς να έχουν προνοήσει να τον διασυνδέσουν με ένα ευρύτερο πλέγμα πολιτικών κοινωνικής ένταξης. Αλήθεια, υπάρχουν πολιτικές ένταξης στην κρίση;
Κοινό χαρακτηριστικό της κοινωνικής πολιτικής και για τις τρεις παραπάνω περιπτώσεις είναι η επικέντρωση στη διαχείριση της «έκτακτης ανάγκης», δηλαδή στη μερική αποτροπή του θανάτου. Η λογική που διαμορφώνεται είναι συνθηματικά η εξής: «λίγο η προσπάθεια των ΜΚΟ, λίγο η προσπάθεια των αστέγων και δεν θα πεθάνουν». Έτσι, ο Κώστας κοιμάται που και που σε ένα μεγάλο δωμάτιο με άλλους 30, ο Λέανδρος τρώει καθημερινά στους φιλάνθρωπους φοροελαφρυμένους ευεργέτες, η Εύα είναι ασφαλής στην αποθήκη ψυχών, αν και οι σοβάδες που έπεφταν παραλίγο να μας πετύχουν την ώρα που κάναμε την συνέντευξη. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι, παρά τις ενδείξεις για σοβαρή επιδείνωση του προβλήματος της έλλειψης στέγης, οι σημερινές παροχές διαθέτουν ανακουφιστικό χαρακτήρα και μάλιστα με μη κρατική υλοποίηση[1]. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν προλαμβάνουν τον κίνδυνο απώλειας στέγης, ούτε αντιμετωπίζουν ριζικά το πρόβλημα όταν εμφανίζεται. Αντίθετα, εγκλωβίζουν τους άστεγους σε μια θέση εξαθλίωσης αναλωνόμενες σε κοινωνικές παροχές οριακής επιβίωσης.
Η φιλανθρωπία (ή ο ‘ανθρωπισμός’, στη νέα ντιζαινάτη ορολογία), αντί του κοινωνικού δικαιώματος, δεσπόζει ως φιλοσοφία παρέμβασης. Στις συνθήκες της κρίσης η ‘σύγχρονη’ κοινωνική πολιτική κατασκευάζεται με βάση τη βούληση του νέου ιδεολογικού της ηγεμόνα. ‘Καινοτομεί’, με μοδάτα προϊόντα όπως τα λεωφορεία αστέγων για την καθαριότητα τους που τους διατηρούν όντως σε μια κοινωνικότερη εικόνα αλλά δεν τους λύνουν το βασικό τους πρόβλημα. ‘Μεταρρυθμίζεται’, καταργώντας τον ΟΕΚ με το δεύτερο μνημόνιο και αυστηροποιώντας το Νόμο «Κατσέλη» με το τρίτο, γιατί δεν μας φτάνουν οι άστεγοι που έχουμε χρειαζόμαστε και άλλους. ‘Ενεργοποιείται’, μεταθέτοντας τις κοινωνικές ευθύνες από το κράτος στην κοινωνία των πολιτών, γιατί είναι προφανές ότι οι άμισθοι εθελοντές είναι καταλληλότεροι από τους έμμισθους εργαζόμενους. Έτσι, αν η μεταπολεμικά ισότιμη προσάρτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων στην ιδιότητα του πολίτη υποδείκνυε τη συλλογική παρέμβαση για την άμβλυνση των ταξικών ανισοτήτων, τότε η νέα ανάγνωση τους την εξασθενεί [2] οδηγώντας την πίσω στο θεάρεστο έργο των ‘καλών και εύπορων κυριών τύπου Μαριάννας’ [3].
Στα δικά μας. Κυρίαρχο διακύβευμα στις παραπάνω αναδιαρθρώσεις είναι η ανασυγκρότηση του συλλογικού για την απόκρουση του τέρατος. Να μη συνηθίσουμε στην εξαθλίωση, να μην αρκεστούμε στην αποτροπή του θανάτου, να μη συμβιβαστούμε στις ζωές της γύμνιας, στις άνευ νοήματος ζωές. Ως ενεργοί πολίτες να εμποδίσουμε την ανάπτυξη του τέρατος. Να το πνίξουμε το τέρας, να το πνίξουμε ηδονικά, να το ξεριζώσουμε. Να μη γίνουμε καθρέφτης του επαφιόμενοι στα δικά μας προβλήματα ή, ευτυχέστερα, στη δική μας ευημερία ή, ρεαλιστικότερα, στο δικό μας κόσμο. Η ομορφιά μπορεί (ακόμα) να νικήσει (γιατί, Παντελή, η ομορφιά την φρίκη δεν την ανέχεται, ούτε την αντέχει. Η ομορφιά την φρίκη την κλοτσάει, την ξεσκίζει, την κατασπαράζει… με αλληλεγγύη, με συλλογικότητες, με συντροφικότητα, με αγάπη, ενίοτε και με αλκοόλ).
______________________________
[1] Κουραχάνης Ν. (2014), ‘Τα (τηλε)παιχνίδια της εξαθλίωσης και η κοινωνική πολιτική για τους άστεγους’, Ενθέματα Αυγής, διαθέσιμο στο: https://enthemata.wordpress.com/2014/05/24/nikkour/
[2] Βενιέρης Δ. (2013), Ευρωπαϊκή Κοινωνική Πολιτική και Κοινωνικά Δικαιώματα. Το Τέλος των Ύμνων, Β’ Έκδοση, Αθήνα: Τόπος.
[3] Κουραχάνης Ν. (2012), ‘(Αν)οικοδομώντας τον ρατσισμό της φτώχειας: Ο λόγος της κοινωνικής πολιτικής των νεοφιλελεύθερων καιρών’, Ενθέματα Αυγής, διαθέσιμο στο: https://enthemata.wordpress.com/2012/12/30/nikos-k/#_ftn4.