Μαρίνα Παπαδοπούλου
Φοιτήτρια Τμήματος Ψυχολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μεγάλη πίεση από την κοινωνία να είμαστε χαρούμενοι. Η λογική ότι πρέπει να καταπολεμούμε κάθε αρνητικό συναίσθημα αναπαράγεται από όσα προωθούνται από τα media, την αγορά αλλά και από την επιστήμη, με το να δίνεται μεγάλη βάση στην έρευνα που αφορά τη «θετική ψυχολογία», τη νευροφυσιολογική φύση των συναισθημάτων ακόμη και την ανάπτυξη εφαρμογών αναγνώρισης συναισθημάτων. Σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί το επίπεδο ζωής των ανθρώπων, υπάρχει η τάση να προωθούμε τα θετικά συναισθήματα, καθώς έχουν συσχετιστεί με την αποτελεσματικότητα και την ικανοποίηση, ενώ η κακή διάθεση, ο θυμός, ο φόβος, η ανασφάλεια και λοιπά αρνητικά συναισθήματα δαιμονοποιούνται ως παράγοντες που πηγαίνουν πίσω τα άτομα ως προς τους στόχους τους και τη συνολική τους ευτυχία.
Αυτό το φαινόμενο μπορούμε να το δούμε πολύ έντονα στις συζητήσεις που αφορούν τις ψυχικές διαταραχές και το στίγμα. Η κατάθλιψη, η πιο γνωστή και πιο συχνή διάγνωση ψυχικής διαταραχής, αντιμετωπίζεται από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας απλά ως μια έκφανση πεσμένης διάθεσης. Όταν κάποιος που έχει κατάθλιψη απευθυνθεί στον κοινωνικό του περίγυρο για βοήθεια, συχνά ακούει εκφράσεις όπως:
-Είναι απλά μια φάση.
-Δεν προσπαθείς αρκετά να είσαι χαρούμενος.
-Χρειάζεται απλά να επιλέξεις να σηκωθείς από το κρεβάτι, να ασχοληθείς με δραστηριότητες, να επιλέξεις να είσαι χαρούμενος.
-Κι εμείς έχουμε προβλήματα, αλλά είμαστε ευχαριστημένοι από τη ζωή μας, γιατί θα μπορούσε να ήταν και χειρότερα.
Τέτοια παραδείγματα αποδεικνύουν δύο πράγματα. Αφενός ότι υπάρχει εμφανής έλλειψη πληροφόρησης σχετικά με την ψυχική διαταραχή, και αφετέρου ότι το να είσαι λυπημένος, αγχωμένος, προβληματισμένος, μη χαρούμενος δεν είναι κοινωνικά αποδεκτό. Όμως, όταν συμπτώματα της κατάθλιψης και των αγχωδών διαταραχών αυξάνονται στατιστικά στο σύνολο του πληθυσμού, μπορούν άραγε τέτοιες συμπεριφορές να θεωρούνται αποκλίνουσες σε σχέση με την κοινωνική νόρμα (με τον όρο της συχνότητας εμφάνισης στον πληθυσμό); Πάνω σε αυτό υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση και διαφωνία για το αν πρέπει ορισμένα συμπτώματα διαταραχών να οδηγούν σε διαγνώσεις, καθώς και για τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφορές που θεωρούνται αποκλίνουσες ιατρικοποιούνται και παθολογικοποιούνται. Το σίγουρο πάντως είναι πως ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας τις ψυχικές διαταραχές επηρεάζεται από την “κουλτούρα της χαράς” που διαμορφώνεται.
Η κουλτούρα της χαράς όμως είναι ένα φαινόμενο που δε σταματά στις ψυχικές διαταραχές. Εκεί υπάρχει ένας βαθμός ανοχής. Ωστόσο εκφράσεις όπως «Μην είσαι τόσο αρνητικός» είναι κάτι που ακούμε όλοι. Η λύπη δεν είναι ένα αποδεκτό συναίσθημα στην καθημερινή ζωή. Κανείς δε θέλει να βρίσκεται γύρω από «αρνητικά» άτομα και συχνά ο καθένας μας προσπαθεί να κρυφθεί όταν αισθάνεται λυπημένος ή στενοχωρημένος, σαν να νιώθει ενοχές ή ντροπή για αυτή του τη διάθεση. Εγχειρίδια «βελτίωσης της ζωής» και life coaches αναφέρονται στην ευτυχία ως επιλογή. Η φόρμουλα πάει ως εξής: «Για να βελτιώσεις τη ζωή σου πρέπει να είσαι χαρούμενος. Αν δε μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου να χαίρεται, έχεις πρόβλημα για αυτό πάρε λίγα φάρμακα. Όυτως ή άλλως, όλα είναι στο μυαλό σου». Αυτή είναι μια αντίληψη που ανάγει τα πάντα στο βιολογισμό και αναιρεί την επίδραση της κοινωνίας στον άνθρωπο και τον ψυχισμό του.
Η προώθηση των φαρμάκων ως την υπέρτατη και μόνη αποτελεσματική λύση κάνει πολύ εύκολη τη σύνδεση με τα συμφέροντα των φαρμακοβιομηχανιών και ευρύτερα των υπηρεσιών ψυχικής ευεξίας-αυτοβελτίωσης ή όπως αλλιώς επονομάζονται διάφοροι οργανισμοί που απασχολούνται στη «βιομηχανία της χαράς». Όμως, όπως ο τονίζει ο William Davies στο ομώνυμο βιβλίο του (The Happiness Industry) η εμμονή με τη χαρά μάλλον έχει περισσότερο να κάνει με συμφέροντα ευρύτερων επιχειρήσεων και κυβερνήσεων από ότι με την προσωπική εκπλήρωση, κι αυτό όχι με συνομωσιολογική σκοπιά. Θα ήταν αφελές να υποθέσει κανείς ότι οι εταιρείες ή ακόμη και οι πολιτικοί, που συχνά θέτουν την ευτυχία των ατόμων στο επίκεντρο της ρητορικής τους, θέλουν για ανιδιοτελείς λόγους να προωθήσουν τη χαρά στους ανθρώπους. Ποιο είναι τότε το κέρδος τους;
Η αγορά χρησιμοποιεί αυτήν την ιδεολογία της χαράς, θέτοντας την ευτυχία ως μέσο μέτρησης για την κερδοφορία, μέσα από αυξημένο έλεγχο στη ζωή μας. Ο έλεγχος αυτός επιτυγχάνεται με τεχνολογικά επιτεύγματα όπως το data-mining, με ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από το χώρο του διαδικτύου όπου τα cookies μαζεύουν πληροφορίες για τις προτιμήσεις μας και προσαρμόζουν τις προτάσεις των browser μας στις παλαιότερες επισκέψεις μας. Αυτού του είδους ο έλεγχος δεν είναι σύμπτωση, αλλά δομικό στοιχείο για το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Γιατί στόχος είναι να δουλεύεις σκληρότερα, να καταναλώνεις περισσότερα, με τα νέα ‘προσαρμοσμένα στις επιθυμίες’ προϊόντα. Σε μια εποχή όπου το σύστημα αποσταθεροποιείται και η κερδοφορία μειώνεται, δημιουργώντας φούσκες και αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, διεθνώς, η επιβίωση του καταναλωτισμού πρέπει να βασιστεί στην προσαρμοστικότητά του. Πολύ απλοϊκά, στο θάνατο του δόγματος “αγοράζω τα πάντα γιατί μπορώ”, γεννιέται το δόγμα “αγοράζω τα πάντα επειδή είναι στα γούστα μου”.
Αυτό μπορεί να εξηγεί το data-mining και τις απόπειρες ελέγχου πληροφοριών της προσωπικής ζωής, όμως δεν απαντά στο γιατί να προωθείται συγκεκριμένα η κουλτούρα της χαράς. Η απάντηση βρίσκεται στην ιδεολογία που χτίζει για τη θέση κάθε ατόμου στην κοινωνική ιεράρχηση. Σε ένα σύστημα επαναλαμβανόμενων και εντεινόμενων δομικών κρίσεων, όπου το βιοτικό επίπεδο μεγάλου μέρους του πληθυσμού συμπιέζεται προς τα κάτω και οικοδομεί κλίμα φόβου και ανασφάλειας, η υποχρέωση να νιώθεις χαρούμενος, ως η μόνη αποδεκτή συναισθηματική κατάσταση, λειτουργεί ως μοχλός πίεσης στην ψυχολογία του κόσμου και ως δικλείδα ασφαλείας σε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης.
Για παράδειγμα, για πολλούς ανθρώπους η αιτία της ‘μιζέριας’ τους βρίσκεται στην εργασία τους. Όταν ένας άνθρωπος αναρωτιέται: «Γιατί δουλεύω σε μια δουλειά που μισώ?» η κοινωνία (ή η εσωτερικευμένη ενοχή του) του απαντά «Θα έπρεπε να είσαι χαρούμενος που έχεις δουλειά». Αυτή η απάντηση δυσχεραίνει την ανάδειξη προβληματισμών για τις ευθύνες και τις αδικίες του συστήματος που τον εξαναγκάζει να βρίσκεται σε μια κατάσταση που δε τον ικανοποιεί, τον οδηγεί σε μια ορισμένη συναισθηματική κατάσταση και πολλές φορές του δυσκολεύει τη ζωή. Το σύστημα κερδίζει γιατί δεν αμφισβητείται. Δημιουργείται η αντίληψη ότι η εργασία είναι προτέρημα κάποιων, δεδομένης και της της υψηλής ανεργίας, και όχι δικαίωμα όλων για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Σε αυτό το σημείο να διευκρινίσω πως δεν υποστηρίζω πως οι άνθρωποι δεν πρέπει να είναι χαρούμενοι και πως δεν είναι στόχος η προαγωγή της υγείας και της ευεξίας, αλλά ότι αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει βεβιασμένα μέσα από κοινωνικές πιέσεις για το πως “πρέπει” να είναι ο συναισθηματικός κόσμος του κάθε ανθρώπου. Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε στην πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά της Marie Jahoda, για να μας διαφωτίσει ως προς το ποιοι παράγοντες επιτυγχάνουν πράγματι την συναισθηματική ευεξία.
Σύμφωνα με τη θεωρία της Ιδανικής Ψυχικής Υγείας που ανέπτυξε το 1958, υπάρχουν πέντε βασικές κατηγορίες, που είναι ζωτικές κατά την ίδια προκειμένου να αποκτηθεί το αίσθημα της ευεξίας: 1) η δομή και οργάνωση του χρόνου, 2) η κοινωνική επαφή, 3) ο σκοπός και η συλλογική προσπάθεια, 4) η κοινωνική ταυτότητα ή το κύρος, και 5) η καθημερινή δραστηριότητα. Αυτό που ισχυρίστηκε η Jahoda είναι πως οι πέντε αυτές κατηγορίες ικανοποιούνται μέσω της εργασίας και άρα το γεγονός πως ο άνεργος αποστερείται αυτών έχει ως συνέπεια τη χειροτέρευση της ψυχικής υγείας και της ευεξίας. Γίνεται φανερό, λοιπόν ότι υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ υγείας και ανεργίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται σε πλήθος ερευνών σχετικών με αυτές. Τέτοια ευρήματα δε συνεπάγονται πως κάθε εργαζόμενος είναι αυτόματα χαρούμενος, όμως η σύγκρισή του με τον άνεργο στην καθημερινή ζωή τού ασκεί πίεση να νιώθει ανώτερος. Ο εργαζόμενος υποχρεώνεται να νιώθει ευχαριστημένος, να έχει μικρές προσδοκίες από τη ζωή και την εργασία του, να αρκείται με τα λίγα και να νιώθει ευγνώμων.
Το παράδοξο βέβαια είναι πως η πίεση να είναι χαρούμενοι παραμένει και στους ανέργους, ενώ έχουν κάθε λόγο να μη νιώθουν καλά και έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ δύσκολες οικονομικές και ψυχολογικές καταστάσεις. Τα σύγχρονα εγχειρίδια για την επαγγελματική επιτυχία όμως, υποστηρίζουν πως αν κάποιος θέλει να βρει δουλειά οφείλει να είναι θετικός και ευδιάθετος, διαφορετικά κανένας εργοδότης δε θα τον προτιμήσει. Αυτό προκύπτει και από τις έρευνες που αφορούν την αποδοτικότητα των εργαζομένων, η οποία έχει συσχετιστεί με τα αισθήματα ευεξίας και ικανοποίησης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα της “βιομηχανίας της χαράς” δε μας κάνει εντύπωση όταν βλέπουμε μεγάλες εταιρείες να βάζουν στον εργασιακό χώρο ρουτίνες «εργασιακού meditation», ή να δημιουργούν χώρους εκγύμνασης και άλλων δραστηριοτήτων που ‘μπουστάρουν’ τη διάθεση των εργαζομένων, με την πεποίθηση ότι οι χαρούμενοι εργαζόμενοι θα είναι παραγωγικοί εργαζόμενοι. Εκείνοι με τη σειρά τους πρέπει να είναι ευχαριστημένοι με την εργασία τους παρότι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, δουλεύουν 12+ ώρες τη μέρα, σε νοητικά βαρετές δουλειές, για μισθούς που δε φτάνουν για την αποπληρωμή των χρεών τους, ή καλά καλά να καλύψουν τις βιοτικές τους ανάγκες.
Αν όμως πράγματι η εργασία σχετίζεται με τα συναισθήματα επίτευξης και ικανοποίησης, τότε γιατί εδώ και χρόνια η δουλειά έχει ταυτιστεί με τη δυσαρέσκεια, την κούραση και την αγγαρεία; Η μεγάλη πλειοψηφία εργαζομένων ανεξαρτήτου ηλικίας, όταν ερωτηθούν ποια είναι η πηγή του καθημερινού τους άγχους και της κακής διάθεσης, θα απαντήσουν πως ευθύνεται η δουλειά τους. Ταυτόχρονα, εκφράσεις όπως “αν απολαμβάνεις τη δουλειά σου, τότε δεν είναι δουλειά” ή συμβουλές του τύπου “ποτέ μη μετατρέψεις το χόμπι σου σε εργασία” είναι πάρα πολύ δημοφιλείς και γειώνουν την αντίληψη ότι η εργασία είναι μια εξαναγκαστική ασχολία που σου προσφέρει μόνο υλική αποκατάσταση, πως δεν μπορείς να περιμένεις πνευματική και ηθική ευχαρίστηση από αυτήν και πως καμία σχέση δεν έχει με τη δημιουργικότητα και την ικανοποίηση – αυτά θα σου τα προσφέρουν τα καταναλωτικά αγαθά που θα αγοράσεις.
Ας αναλογιστούμε λοιπόν πόσο εύκολο είναι για ένα άτομο που βιώνει αντικειμενικές δυσκολίες στη ζωή του να «επιλέξει» να είναι χαρούμενο; Η απάντηση βρίσκεται σε αυτό που η ψυχολογική έρευνα έχει αποδείξει εδώ και χρόνια (και το νέο κίνημα της θετικής ψυχολογίας τείνει να ξεχνά): τα συναίσθηματά μας δεν προκύπτουν από εσωτερικές διαδικασίες, αλλά από την αλληλεπίδραση του ατόμου με το περιβάλλον του. Η έμφαση που δίνεται τα τελευταία χρόνια στις υποκειμενικές ποιότητες των συναισθημάτων, αποκομμένων από το περιβαλλοντικό πλαίσιο δεν είναι παρά μια προσπάθεια μετάθεσης του κέντρου της προσοχής από τα ευρύτερα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στον εαυτό και στροφής της κριτικής στο άτομο. Φορέας των ευθυνών γίνεται το άτομο και οι εσωτερικές επιλογές του. Αν δεν είσαι χαρούμενος, υπεύθυνος είναι ο εαυτός σου και όχι το κοινωνικό-οικονομικό περιβάλλον σου.
Όπως υποστήριξε και ο Lerner με τη Θεωρία του δίκαιου κόσμου, έχει δημιουργηθεί στους ανθρώπους το κίνητρο να πιστέψουν πως ο κόσμος είναι ένα δίκαιο και ελέγξιμο μέρος, όπου όλοι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει. Συνεπώς η πεποίθηση πως οι ίδιοι ευθύνονται για ό,τι τους συμβαίνει, νομιμοποιεί και δικαιολογεί το κοινωνικό σύστημα, μέσα από μια ψυχολογική διεργασία με την οποία οι υπάρχουσες καταπιεστικές συνθήκες διατηρούνται παρά την προφανή ψυχολογική και υλική βλάβη για τις καταπιεζόμενες ομάδες. Ταυτόχρονα η Θεωρία της σχετικής αποστέρησης (Runiciman, 1966) υποστηρίζει πως αν οι άνθρωποι αντιληφθούν πως για την συναισθηματική τους κατάσταση ευθύνεται το αίσθημα ασυμφωνίας που νιώθουν ανάμεσα σε αυτά που έχουν και σε αυτά που πιστεύουν ότι αξίζουν, μπορεί να αποκτήσουν ισχυρό κίνητρο κινητοποίησης και αμφισβήτησης του συστήματος που διατηρεί αυτήν την ανισότητα.
Βέβαια, κάποιες βασικές αρχές της Θετικής Ψυχολογίας δεν είναι εσφαλμένες. Είναι αλήθεια πως τα διαφορετικά συναισθήματα πυροδοτούν διαφορετικές συμπεριφορές. Είναι επίσης δυνατόν ο ανθρώπινος εγκέφαλος να εξαπατήσει τον εαυτό του με εσωτερικές διαδικασίες, ώστε να αλλάξει τη συναισθηματική του κατάσταση, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στο περιβάλλον του. Αυτό λειτουργεί ως μια στρατηγική αντιμετώπισης των στρεσσογόνων καταστάσεων της ζωής του. Πρώτος το είχε ο ισχυριστεί ο Freud ήδη από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το ζήτημα όμως είναι: πρέπει να βασιζόμαστε σε αυτές τις τεχνικές, που διαμορφώνουν μια υποκειμενική πραγματικότητα που μπορεί να μη σχετίζεται με τις αντικειμενικές συνθήκες; Ο Freud θεωρούσε πως οι στρατηγικές άμυνας είναι εξελικτικά χρήσιμες αλλά η υπέρμετρη χρήση τέτοιων μεθόδων μπορεί να οδηγήσει στη διαμόρφωση νευρώσεων. Αυτό συμβαίνει γιατί το άτομο δεν έρχεται αντιμέτωπο με τις ψυχικές συγκρούσεις που δημιουργούν τα διάφορα μέρη του ψυχικού του οργάνου, δηλαδή οι προσωπικές επιθυμίες σε αντιδιαστολή με τις εξωτερικές επιβολές.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να προσπαθείς να κατακτήσεις την εσωτερική σου γαλήνη, να νιώθεις ασφαλής και ευτυχισμένος, να είσαι διαθέσιμος να καταπολεμήσεις τις ψυχικές ασθένειες που αναδεικνύονται ως η νέα μάστιγα της εποχής και να αντικαταστήσεις κακές σχέσεις και αρνητικές συμπεριφορές που σε βλάπτουν, από το να δαιμονοποιείς όλα τα αρνητικά συναισθήματα ως κακά ή άχρηστα. Στην πραγματικότητα όλο το φάσμα των συναισθημάτων εξυπηρετούν έναν εξελικτικό ή κοινωνικό στόχο, είναι απαραίτητα για την επιβίωση αλλά και την κοινωνική συνοχή. Συναισθήματα όπως ο θυμός ή ο φόβος πυροδοτούν το κατάλληλο επίπεδο διέγερσης ώστε να αναζητήσουμε τη δικαιοσύνη ή την ασφάλεια αντίστοιχα. Η απογοήτευση μπορεί να είναι κίνητρο για βελτίωση. Η κοινωνία θα έπρεπε να στοχεύει στο να εξασφαλίσει πραγματικές ευνοϊκές συνθήκες για την ψυχική ευεξία και όχι να επιβάλλει την διατομική εξαπάτηση του εαυτού να νιώθει χαρωπός και ικανοποιημένος. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι πως η “κουλτούρα της χαράς” προωθείται ως το όπιο του λαού που θα στιγματίσει και θα περιθωριοποιήσει την κοινωνική δυσαρέσκεια, ως προσωπικό, εξατομικευμένο πρόβλημα που χρειάζεται εσωτερική ατομική λύση.
Εξαιρετικό άρθρο. Συγχαρητήρια στη μελλοντική συνάδελφο.
Ευχαριστούμε για το άρθρο! Διαβλέπω λαμπρή σταδιοδρομία από έναν άνθρωπο που είναι προορισμένος να βοηθήσει πολλούς ανθρώπους. Να είστε καλά!