Χρύσα Τζώρτζη
Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, σύμφωνα με τον Μαρξ, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από την θέληση τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης. Ο τρόπος παραγωγής της ολικής ζωής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πορεία της ζωής γενικά. Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αντιθέτως, το κοινωνικό είναι που τους καθορίζει τη συνείδηση. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της εξέλιξής τους, οι υλικές παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας έρχονται σε αντίφαση με τις υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις… με τις σχέσεις ιδιοκτησίας, μέσα στις οποίες είχαν κινηθεί ως τώρα. Τότε έρχεται μια εποχή κοινωνικής επανάστασης. Με την αλλαγή της οικονομικής βάσης ανατρέπεται, αργότερα ή γοργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν εξετάζουμε τέτοιες ανατροπές πρέπει να κάνουμε πάντα τη διάκριση ανάμεσα στην υλική ανατροπή στους οικονομικούς όρους της παραγωγής, που μπορούμε να τους διαπιστώσουμε με ακρίβεια φυσικών επιστημών, και στις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές μορφές, μέσα στις οποίες οι άνθρωποι συνειδητοποιούν αυτή τη σύγκρουση και παλεύουν έως τη λύση της.[1]
Εδώ, λοιπόν, θίγονται τρία βασικά ζητήματα: η σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, η σχέση ανάμεσα στις παραγωγικές και τις μορφές της συνείδησης και το τρίτο αφορά τη γνώση, δηλαδή στην επιστημονική προσέγγιση των αλλαγών οι οποίες προκύπτουν από τις αντιφάσεις που δημιουργούνται στα δύο επίπεδα. Για τον Μαρξ το πρόβλημα της γνώσης και της ταξικής θέσης δεν φαίνεται να αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα. Το πρόβλημα λύνεται από τη στιγμή που διαπιστώνεται συνάφεια ανάμεσα στα τρία διαφορετικά επίπεδα, δηλαδή το κοινωνικό, το πολιτικό και το θρησκευτικό. Για παράδειγμα σημειώνει: «Όπως ακριβώς οι οικονομολόγοι είναι οι επιστημονικοί εκπρόσωποι της αστικής τάξης, το ίδιο και οι σοσιαλιστές και οι κουμουνιστές είναι οι θεωρητικοί της προλεταριακής τάξης»[2]. Εάν αυτές οι αντιθέσεις, οι αντιπαλότητες και οι αντιπαραθέσεις οφείλονται στον ανταγωνιστικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στον ίδιο αυτόν χαρακτήρα αποδίδονται και τα διάφορα ρεύματα ή σχολές που εμφανίζονται στο πλαίσιο της αστικής οικονομικής επιστήμης.[3]
Από την προσπάθεια ιστορίκευσης των κατηγοριών της αστικής πολιτικής οικονομίας, ο Μαρξ οδηγείται στον διαχωρισμό της ιστορίας της αστικής τάξης σε δύο περιόδους και τούτο επιτυγχάνεται με τη βοήθεια των όρων της εγελιανής λογικής. Η πρώτη περίοδος αντιστοιχεί στη δημιουργεί της αστικής τάξης κατά τη διάρκεια της αυτή η τάξη αποτελούσε μια τάξη καθ’ εαυτήν. Ακολουθεί η κυριαρχία αυτής της τάξης, δηλαδή η μετατροπή της σε τάξη δι’ εαυτήν.
Ο πρώτος όρος αναφέρεται στο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, δηλαδή στις θέσεις που καταλαμβάνουν τα μέλη της αστικής τάξης στο πλαίσιο της καταμερισμένης εργασίας και εντός ενός υπό δημιουργία τρόπου παραγωγής.
Ο δεύτερος όρος αναφέρεται στη συνείδηση που δημιουργούν τα μέλη αυτής της ομάδας, όταν κυριαρχούν στο πολιτικό επίπεδο και υποτίθεται ότι λόγω θέσης μπορούν να ενδύσουν τον κόσμο με τα δικά τους νοήματα, θέλοντας να παρουσιάσουν τον εαυτό τους ως τον καλύτερο εκφραστή μια γενικής και φυσικής πορείας του ανθρώπινου γένους. Εάν η τάξη καθ’ εαυτήν είναι αποτέλεσμα μιας μη σκόπιμης συλλογικής δράσης που προκύπτει από υλικούς προσδιορισμούς, η τάξη δι’ εαυτήν φέρνει σε σύμπλευση τη δράση με την ταξική σκοπιμότητα. Εάν λοιπόν η μετατροπή της αστικής τάξης από μια ομάδα ομοειδών καταστάσεων σε μια ομάδα που κατάφερε να ενδύσει με τα δικά της νοήματα τον χρόνο της ανθρωπότητας – δηλαδή το παρελθόν και το αιώνιο παρόν- αποτελεί την ιστορική ιδιαιτερότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το ξεπέρασμα αυτού του καθεστώτος δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο αν κάποια άλλη τάξη καταργούσε κάθε δυνατότητα ταξικού διαχωρισμού ή κάθε κοινωνικό διαχωρισμό που εγκαθιδρύει ο καταμερισμός της εργασίας.
Όμως η έννοια των κοινωνικών τάξεων δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την ανθρωπολογική θέση από την οποία εκκινεί, αλλά και χωρίς το πρόταγμα που εμπεριέχεται στην ίδια τη θέση εκκίνησης. Δεν μπορεί, επίσης, να κατανοηθεί και χωρίς την ανάλυση της υπεραξίας που παράγεται στη βιομηχανία υπό το πρίσμα της εμπορευματοποίησης της εργατικής δύναμης.[4]
—————————————–
[1] Marx Karl, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, μετάφραση Χρήστος Μπαλωμένος. Αθήνα : Σύγχρονη Εποχή, 2010.
[2] Marx Karl, Η αθλιότητα της φιλοσοφίας, μετάφραση Γ. Δεληγιάννη- Αναστασιάδη, Αθήνα: Αναγνωστίδης
[3] Γεωργούλας Αντώνης, Το πρόταγμα της ισότητας και η γένεση της κοινωνιολογίας : Εισαγωγή στη διαλεκτική της κοινωνικής επιστήμης και του αντικειμένου της, Αθήνα : Τόπος, 2008.
[4] Στο ίδιο.
Karl Marx – Κοινωνικές τάξεις και τρόπος παραγωγής: http://bit.do/marxkarl