Μετάφραση/ Απόδοση: Ελένη Τομπέα
Η κοινωνική ψυχολογία αφορά την κατανόηση της ατομικής συμπεριφοράς σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Οι Baron, Byrne και Suls (1989) ορίζουν την κοινωνική ψυχολογία ως:
“Το επιστημονικό πεδίο που επιδιώκει να κατανοήσει τη φύση και τα αίτια της ατομικής συμπεριφοράς σε κοινωνικές καταστάσεις” (σελ. 6).“
Ως εκ τούτου, η κοινωνική ψυχολογία εξετάζει την ανθρώπινη συμπεριφορά, όπως επηρεάζεται από άλλους ανθρώπους και από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο συμβαίνει. Επομένως, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ασχολούνται με τους παράγοντες που μας οδηγούν να συμπεριφερόμαστε με ένα συγκεκριμένο τρόπο υπό την παρουσία των άλλων, και εξετάζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνουν ορισμένες συμπεριφορές / δράσεις και συναισθήματα. Η κοινωνική ψυχολογία έχει να κάνει με τον τρόπο που αυτά τα συναισθήματα, σκέψεις, πεποιθήσεις, προθέσεις και στόχοι κατασκευάζονται και πως αυτοί οι ψυχολογικοί παράγοντες, με τη σειρά τους, επηρεάζουν τις αλληλεπιδράσεις μας με τους άλλους.
Στα θέματα που εξετάζονται στην κοινωνική ψυχολογία περιλαμβάνονται: η έννοια του εαυτού, η κοινωνική γνώση, η θεωρία της απόδοσης, η κοινωνική επιρροή, οι διαδικασίες της ομάδας, οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις, οι διαπροσωπικές διαδικασίες, η επιθετικότητα, οι νοοτροπίες και τα στερεότυπα.
Η ιστορία της Κοινωνικής Ψυχολογίας
Οι πρώτες επιρροές
Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι άνθρωποι ήταν κοινωνικοί από τη φύση τους, μια αναγκαιότητα η οποία τους επιτρέπει να ζήσουν μαζί (μια ατομο-κεντρική προσέγγιση), ενώ ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι το κράτος ελέγχει το άτομο και του ενθαρρύνει την κοινωνική ευθύνη μέσα από το κοινωνικό πλαίσιο (μια κοινωνιο-κεντρική προσέγγιση).
Ο Hegel (1770-1831) εισήγαγε την έννοια πως η κοινωνία έχει αναπόφευκτους δεσμούς με την ανάπτυξη του κοινωνικού νου. Αυτό οδήγησε στην ιδέα του συλλογικού νου, σημαντική για τη μελέτη της κοινωνικής ψυχολογίας.
Οι Lazarus και Steinthal έγραψαν για τις αγγλο-ευρωπαϊκές επιρροές το 1860. Προέκυψε η μέθοδος “Volkerpsychologie”, η οποία επικεντρώθηκε στην ιδέα ενός συλλογικού νου. Τόνισε την αντίληψη ότι η προσωπικότητα αναπτύσσεται λόγω της πολιτιστικής επιρροής και της επιρροής της κοινότητας, κυρίως μέσω της γλώσσας, τα οποία είναι και τα δύο τόσο ένα κοινωνικό προϊόν της κοινότητας, καθώς και ένα μέσο για την ενθάρρυνση της ιδιαίτερης κοινωνικής σκέψης του ατόμου. Έτσι μετέπειτα, ο Wundt (1900-1920) ενθάρρυνε την μεθοδολογική μελέτη της γλώσσας και την επιρροή της στην κοινωνική ευημερία.
Τα πρώτα κείμενα
Κείμενα με έμφαση στην κοινωνική ψυχολογία εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές του 20ου αιώνα. Το πρώτο αξιοσημείωτο βιβλίο στα αγγλικά δημοσιεύθηκε από τον McDougall το 1908 (Εισαγωγή στην Κοινωνική Ψυχολογία), το οποίο περιλάμβανε κεφάλαια για τo αίσθημα και το συναίσθημα, την ηθική, το χαρακτήρα και τη θρησκεία, αρκετά διαφορετικά από εκείνα που ενσωματώνονται στον τομέα σήμερα. Ο McDougall, πίστευε ότι η κοινωνική συμπεριφορά ήταν έμφυτη / ενστικτώδης και ως εκ τούτου ατομική, επομένως επιλογή του ίδιου του ατόμου. Αυτή η πεποίθηση όμως, δεν είναι η αρχή που έχει δεχθεί η σύγχρονη κοινωνική ψυχολογία.
Το έργο του Allport (1924) στηρίζει τη σημερινή συλλογιστική σε μεγαλύτερο βαθμό, καθώς όπως ο ίδιος αναγνώρισε η κοινωνική συμπεριφορά προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ανθρώπων. Ο Allport χρησιμοποίησε επίσης μεθοδολογική προσέγγιση, κάνοντας πραγματική έρευνα και τονίζοντας ότι το πεδίο ήταν “επιστήμη … που μελετά τη συμπεριφορά του ατόμου, στο μέτρο που η συμπεριφορά του διεγείρει άλλα άτομα, ή είναι η ίδια αντίδραση σε αυτή τη συμπεριφορά” (1942 : σελ. 12). Το βιβλίο του ασχολήθηκε επίσης με θέματα ακόμα εμφανή μέχρι σήμερα, όπως το συναίσθημα, τη συμμόρφωση και τις επιπτώσεις ενός ακροατήριου στους άλλους.
Το πρώτο εγχειρίδιο για την κοινωνική ψυχολογία, δημοσιεύτηκε από τον Murchison το 1935. Οι Murphy & Murphy (1931 – 1937) παρήγαγαν ένα βιβλίο που συνόψιζε τα ευρήματα 1.000 μελετών στην κοινωνική ψυχολογία. Ένα κείμενο του Klineberg (1940) εξέταζε την αλληλεπίδραση μεταξύ του κοινωνικού πλαισίου και της ανάπτυξης της προσωπικότητας και μέχρι τη δεκαετία του 1950 μια σειρά από κείμενα ήταν διαθέσιμα σχετικά με το θέμα.
Επιστημονικά περιοδικά
- 1950 – Περιοδικό Ψυχολογίας των Αποκλίσεων και Κοινωνικής Ψυχολογίας
- 1963 – Περιοδικό της Προσωπικότητας, Βρετανικό Περιοδικό Κοινωνικής και Κλινικής Ψυχολογίας
- 1965 – Περιοδικό της Προσωπικότητας και Κοινωνικής Ψυχολογίας, Περιοδικό Πειραματικής Κοινωνικής Ψυχολογίας
- 1971 – Περιοδικό Εφαρμοσμένης Κοινωνικής Ψυχολογίας, Ευρωπαικό Περιοδικό Κοινωνικής Ψυχολογίας
- 1975 – Τριμηνιαίο περιοδικό κοινωνικής ψυχολογίας, Δελτίο προσωπικότητας και κοινωνικής ψυχολογίας
- 1982 – Κοινωνική Νόηση
- 1984 – Περιοδικό Κοινωνικών και Προσωπικών Σχέσεων
Τα πρώτα πειράματα
Υπάρχει κάποια διαφωνία σχετικά με το πρώτο αληθινό πείραμα, αλλά τα παρακάτω αποτελούν μερικά από τα πιο σημαντικά. Ο Triplett (1898) εφαρμόζει τη πειραματική μέθοδο για να ερευνήσει την απόδοση των ποδηλατών και των μαθητών σχετικά με το πώς η παρουσία των άλλων επηρεάζει την συνολική απόδοση – επομένως πώς το άτομο επηρεάζεται και συμπεριφέρεται εντός κοινωνικού πλαισίου.
Το 1935 αναπτύχθηκε η μελέτη των κοινωνικών κανόνων, που έβλεπε πώς τα άτομα συμπεριφέρονται σύμφωνα με τους κανόνες της κοινωνίας. Αυτό πραγματοποιήθηκε από τον Sherif.
Ο Lewin και οι συνάδελφοι του άρχισαν έπειτα την πειραματική έρευνα στην ηγεσία και τις διαδικασίες της ομάδας το 1939, παρατηρώντας αποτελεσματικά μοντέλα εργασίας υπό διαφορετικές μορφές ηγεσίας.
Νεότερες εξελίξεις
Μεγάλο μέρος της έρευνας στην κοινωνική ψυχολογία αναπτύχθηκε μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να ενδιαφέρονται για τη συμπεριφορά των ατόμων όταν δημιουργούν ομάδες και σε κοινωνικές καταστάσεις. Βασικές μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε διάφορους τομείς.
Ορισμένες μελέτες επικεντρώθηκαν στο πώς σχηματίζονται οι συμπεριφορές, πως αλλάζουν από το κοινωνικό περιβάλλον και μετρήθηκαν ώστε να εξακριβώσουν αν έχει επέλθει η αλλαγή. Μεταξύ μερικών από των πιο διάσημων έργων στην κοινωνική ψυχολογία είναι το πείραμα της υπακοής που διεξήγαγε ο Milgram στη μελέτη του «ηλεκτροπληξία», που εξέτασε το ρόλο που διαδραματίζει μια μορφή εξουσίας στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς. Ομοίως, η προσομοίωση φυλακής του Zimbardo κατέδειξε τη συμμόρφωση στους ρόλους που “δίνει” ο κοινωνικός κόσμος.
Ευρύτερα θέματα, στη συνέχεια, άρχισαν να αναδύονται, όπως η κοινωνική αντίληψη, η επιθετικότητα, οι σχέσεις, η λήψη αποφάσεων, η προ- κοινωνική συμπεριφορά και η απόδοση αιτιών.
***
References
Allport, F. H. (1920). The influence of the group upon association and thought. Journal of Experimental Psychology, 3(3), 159.
Allport, F. H. (1924). Response to social stimulation in the group. Social psychology, 260-291.
Allport, F. H. (1942). Methods in the study of collective action phenomena. The Journal of Social Psychology, 15(1), 165-185.
Bandura, A., Ross, D., & Ross, S. A. (1963). Vicarious reinforcement and imitative learning. The Journal of Abnormal and Social Psychology, 67(6), 601.
Baron, R. A., Byrne, D., & Suls, J. (1989). Attitudes: Evaluating the social world. Baron et al, Social Psychology. 3rd edn. MA: Allyn and Bacon, 79-101.
Festinger, L., Schachter, S., & Back, K. (1950). Social processes in informal groups.
Haney, C., Banks, W. C., & Zimbardo, P. G. (1973). Study of prisoners and guards in a simulated prison. Naval Research Reviews, 9(1-17).
Klineberg, O. (1940). The problem of personality.
Krewer, B., & Jahoda, G. (1860). On the scope of Lazarus and Steinthals “Völkerpsychologie” as reflected in the. Zeitschrift für Völkerpsychologie und Sprachwissenschaft, 1890, 4-12.
Lewin, K., Lippitt, R., & White, R. K. (1939). Patterns of aggressive behavior in experimentally created “social climates”. The Journal of Social Psychology, 10(2), 269-299.
Mcdougall, W. (1908). An introduction to social psychology. Londres: Methuen.
Milgram, S. (1963). Behavioral study of obedience. The Journal of Abnormal and Social Psychology, 67(4), 371.
Murchison, C. (1935). A handbook of social psychology.
Murphy, G., & Murphy, L. B. (1931). Experimental social psychology.
Sherif, M. (1935). A study of some social factors in perception. Archives of Psychology (Columbia University).
Tajfel, H., Billig, M. G., Bundy, R. P., & Flament, C. (1971). Social categorization and intergroup behaviour. European journal of social psychology, 1(2), 149-178.
Triplett, N. (1898). The dynamogenic factors in pacemaking and competition. American journal of Psychology, 9(4), 507-533.
Weiner, B. (1986). An attributional theory of motivation and emotion. New York: Springer-Verlag.
—
Πηγή: McLeod, S. A. (2007). Social Psychology. Retrieved from www.simplypsychology.org/social-psychology.html
socialpolicy.gr
Η ψυχολογία των μαζών δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ασχολείται με την κοινωνική ψυχολογία?
Του Lebon