Η προκατάληψη είναι μια αδικαιολόγητη ή λανθασμένη στάση (συνήθως αρνητική) απέναντι σε ένα άτομο, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στην συμμετοχή του ατόμου σε μια κοινωνική ομάδα.
Για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να κατέχει προκατειλημμένες απόψεις προς μια ορισμένη φυλή ή προς το φύλο κλπ (π.χ. σεξιστική άποψη).
Η διάκριση είναι η συμπεριφορά ή οι ενέργειες, συνήθως αρνητικές, απέναντι σε ένα άτομο ή μια ομάδα ατόμων, κυρίως με βάση το φύλο / τη φυλή / τη κοινωνική τάξη, κλπ
Η διαφορά μεταξύ προκατάληψης και διακρίσεων
Ένα προκατειλημμένο άτομο μπορεί να μην ενεργήσει με βάση τη στάση του. Ως εκ τούτου, κάποιος μπορεί να έχει προκατάληψη απέναντι σε μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, αλλά να μην ενεργήσει με διακρίσεις εις βάρος τους.
Επίσης, η προκατάληψη περιλαμβάνει και τα τρία στοιχεία μιας στάσης (συναισθηματικό, συμπεριφορικό και γνωσιακό), ενώ η διάκριση περιλαμβάνει μόνο το συμπεριφορικό.
Υπάρχουν τέσσερις κύριες εξηγήσεις της προκατάληψης και των διακρίσεων:
1. Αυταρχική προσωπικότητα1
2. Ρεαλιστική Θεωρία Συγκρούσεων – Robber’s Cave2
3. Στερεότυπα3
4. Θεωρία της Κοινωνικής ταυτότητας4
σ.σ. (1) Ο Adorno και λοιποί (1950) υποστήριξαν ότι η προκατάληψη είναι τα αποτέλεσμα του τύπου προσωπικότητας ενός ατόμου. Δοκίμασαν και ανέπτυξαν ένα ερωτηματολόγιο, το οποίο ονόμασαν F-Scale (F for fascism). O Adorno υποστήριξε ότι βαθιά ριζωμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας, προδιέθεταν ορισμένα άτομα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις ολοκληρωτικές και αντιδημοκρατικές ιδέες και ως εκ τούτου ήταν επιρρεπείς στο να είναι ιδιαίτερα προκατειλημμένοι.
(2)Ο Muzafer Sherif υποστήριξε ότι η διομαδική σύγκρουση (δηλαδή η σύγκρουση μεταξύ των ομάδων) συμβαίνει όταν δύο ομάδες βρίσκονται σε ανταγωνισμό για περιορισμένους πόρους. Αυτή η θεωρία υποστηρίζεται από ευρήματα μιας διάσημης μελέτης που διερεύνησε τη σύγκρουση ομάδων: The Robber’s Cave (Sherif, 1954, 1958, 1961).
(3) Στερεότυπο είναι «… μια προκαθορισμένη, γενικευμένη πεποίθηση για μια συγκεκριμένη ομάδα ή τάξη ανθρώπων.» (Cardwell, 1996).
(4) Η Κοινωνική ταυτότητα είναι η αίσθηση του ατόμου για το ποιος είναι, βάσει της συμμετοχής του σε μια ομάδα. Ο Henri Tajfel (1979), υποστήριξε ότι οι ομάδες (π.χ. η κοινωνική τάξη, η οικογένεια, η ομάδα ποδοσφαίρου κλπ), στις οποίες ανήκουν οι άνθρωποι, είναι μια σημαντική πηγή υπερηφάνειας και αυτοεκτίμησης. Οι ομάδες μας δίνουν μια αίσθηση κοινωνικής ταυτότητας: την αίσθηση του ανήκειν στον κοινωνικό κόσμο.
Παραδείγματα Διακρίσεων
Φυλετικές Διακρίσεις |
Το απαρτχάιντ (κυριολεκτικά «διαχωρισμός») ήταν ένα σύστημα φυλετικού διαχωρισμού που επιβλήθηκε στη Νότια Αφρική από το 1948 έως το 1994. Οι μη-λευκοί ζούσαν σε χωριστές κοινότητες και απαγορευόταν να ψηφίσουν. |
Β ‘Παγκόσμιος Πολέμος – Στη Γερμανία και τα γερμανικά κατεχόμενα εδάφη, ο εβραϊκός λαός έπρεπε να φορά κίτρινα αστέρια για να αυτοπροσδιορίζεται ως Εβραίος. Αργότερα, οι Εβραίοι τοποθετήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους Ναζί. |
Διακρίσεις λόγω ηλικίας |
Αυτή είναι μια μορφή διάκρισης εις βάρος ενός ατόμου ή ομάδας λόγω ηλικίας. |
‘Εμφυλες Διακρίσεις |
Στις δυτικές κοινωνίες, ενώ οι γυναίκες συχνά υφίστανται διακρίσεις στο χώρο εργασίας, οι άνδρες είναι συχνά θύματα διακρίσεων στο σπίτι και στα οικογενειακά περιβάλλοντα. |
Για παράδειγμα, μετά από ένα διαζύγιο οι γυναίκες λαμβάνουν την επιμέλεια των παιδιών πολύ πιο συχνά από ότι οι άνδρες και οι γυναίκες αμοίβονται λιγότερο από τους άνδρες για την ίδια εργασία. |
Η Συμμόρφωση ως μια εξήγηση της προκατάληψης και των διακρίσεων
Τα άτομα μπορεί να επιδεικνύουν, για παράδειγμα, ρατσιστική ή σεξιστική συμπεριφορά βάσει επιρροών από το φιλικό ή/και το οικογενεικό τους περιβάλλον ή/και τη συμμετοχή σε μια ομάδα. Η συμμόρφωση με τα κοινωνικά πρότυπα σημαίνει ότι οι άνθρωποι υιοθετούν τις νόρμες συμπεριφοράς που σχετίζονται με μια συγκεκριμένη ομάδα ή/και την κοινωνία στην οποία ζουν.
Οι κοινωνικές νόρμες – η συμπεριφορά που κρίνεται κατάλληλη στο πλαίσιο μιας κοινωνικής ομάδας – αποτελούν μία πιθανή επιρροή για προκαταλήψεις και διακρίσεις. Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν προκατειλημμένες πεποιθήσεις και συναισθήματα και να ενεργούν με προκατειλημμένο τρόπο επειδή συμμορφώνονται με αυτό που θεωρείται ως πρότυπο για τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκουν.
Η επίδραση των κοινωνικών νορμών στην προκατάληψη
Ο Minard (1952) διερεύνησε πώς οι κοινωνικές νόρμες επηρεάζουν την προκατάληψη και τις διακρίσεις, παρατηρώντας τη συμπεριφορά μαύρων και λευκών ανθρακωρύχων σε μια πόλη στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο πάνω όσο και κάτω από το έδαφος.
Αποτελέσματα: Κάτω από το έδαφος, όπου η κοινωνική νόρμα ήταν η φιλική συμπεριφορά προς τους συναδέλφους, 80 από τους λευκούς ανθρακωρύχους ήταν φιλικοί προς τους μαύρες συναδέλφους τους. Πάνω από το έδαφος, όπου η κοινωνική νόρμα ήταν η προκατειλημμένη συμπεριφορά από τους λευκούς προς τους μαύρους, ο αριθμός μειώθηκε στους 20.
Συμπέρασμα: Οι λευκοί ανθρακωρύχοι αντιδρούσαν σύμφωνα με τα διαφορετικά πρότυπα πάνω και κάτω από το έδαφος. Είτε παρουσιάζεται προκατάληψη ή όχι, εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η συμπεριφορά.
Ο Pettigrew (1959) ερεύνησε επίσης το ρόλο της συμμόρφωσης στην προκατάληψη. Ερεύνησε την “ιδέα” ότι οι άνθρωποι που είχαν την τάση να είναι πιο κομφορμιστές θα ήταν επίσης πιο προκατειλημμένοι, και διαπίστωσε ότι αυτό ίσχυε στην περίπτωση των λευκών φοιτητών της Νότιας Αφρικής. Ομοίως, αιτιολόγησε τα υψηλότερα επίπεδα των προκαταλήψεων κατά των μαύρων στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες από ότι στο Βορρά, από την οπτική της μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής αυτού του είδους προκατάληψης στο νότο.
Μια μελέτη από τους Rogers και Frantz (1962) διαπίστωσε ότι οι μετανάστες στην Ροδεσία (νυν Ζιμπάμπουε) γίνονταν όλο και πιο προκατειλημμένοι όσο περισσότερο παρέμεναν στη χώρα. Σταδιακά, συμμορφώνονταν ολοένα και περισσότερο με την επικρατούσα πολιτισμική νόρμα της προκατάληψης απέναντι στο μαύρο πληθυσμό.
Συμπερασματικά: Η συμμόρφωση προς τις κοινωνικές νόρμες, μπορεί να προσφέρει μια εξήγηση για την προκατάληψη σε ορισμένες περιπτώσεις. Ταυτόχρονα, τα πρότυπα αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου, έτσι αυτή η διαπίστωση προσφέρει μόνο μερική εξηγήση για την προκατάληψη.
Παραπομπές
Minard, R. D. (1952). Race relationships in the Pocahontas coal field. Journal of Social Issues, 8(1), 29-44.
Pettigrew, T. F. (1959). Regional differences in anti-Negro prejudice. Journal of abnormal psychology, 59(1), 28.
Rogers, C. A., & Frantz, C. (1962). Racial themes in Southern Rhodesia: the attitudes and behavior of the white population (p. 338). New Haven: Yale University Press.
Πηγή: McLeod, S. A. (2008). Prejudice and Discrimination. Retrieved from www.simplypsychology.org/prejudice.html
Μετάφραση/Απόδοση: Ελένη Τομπέα
socialpolicy.gr
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.