Ο ρώσος ποιητής Vladimir Mayakovsky είχε προειδοποιήσει τους σύγχρονούς του για την όχι απλά μάταια και ανόητη, αλλά και ενδεχομένως επικίνδυνη συνήθεια του να βγάζεις συμπεράσματα για την κατάσταση του κόσμου και την κατεύθυνση που αυτή παίρνει:
«μη ζωγραφίζετε επικούς πίνακες κατά την διάρκεια επαναστάσεων, θα σκίσουν τους καμβάδες σε κομμάτια». Ο Mayakovsky ήξερε καλά τι έλεγε. Όπως και τόσοι άλλοι ταλαντούχοι σοβιετικοί συγγραφείς, γευόταν ως την τελευταία σταγόνα την ευθραυστότητα της μοίρας και την πονηριά των φαρσών της. Το να ζωγραφίζεις επικούς πίνακες στη δική μας εποχή, ίσως να είναι μια ασφαλέστερη απασχόληση για τους ζωγράφους απ’ ό,τι ήταν την εποχή του Mayakovsky, αλλά αυτό δεν καθιστά πιο ασφαλές και το μέλλον που έχουν αυτοί οι πίνακες.
Οι επικοί πίνακες ακόμα σκίζονται σε κομμάτια και πετιούνται σε σακούλες σκουπιδιών.
Η καινοτομία της εποχής μας είναι ότι τα διαστήματα συμπυκνωμένης και επιταχυνόμενης αλλαγής που ονομάζονται «επαναστάσεις», δεν είναι πια «διαλείμματα από τη ρουτίνα», όπως μπορεί να θεωρούσε ο Mayakovsky και οι σύγχρονοί του. Δεν είναι πια σύντομα χρονικά διαστήματα τα οποία διαχωρίζουν τις περιόδους που χαρακτηρίζονται από σταθερότητα, επαναλαμβανόμενες καταστάσεις της καθημερινής ζωής, μακροπρόθεσμες προβλέψεις, σχέδια για το μέλλον, και τη σύνθεση σημαντικών «έργων ζωής».
Σήμερα ζούμε σε μία συνθήκη μόνιμης επανάστασης. Σήμερα η επανάσταση είναι ο τρόπος με τον οποίο ζει η κοινωνία. Η επανάσταση έχει γίνει η τροφή της σύγχρονης κοινωνίας. Και έτσι στην εποχή μας, περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες χρονικές στιγμές, οι επικοί πίνακες ρισκάρουν ότι θα σκιστούν σε κομματάκια, ίσως πριν προλάβει καν να στεγνώσει το χρώμα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σήμερα οι καλλιτέχνες προτιμούν τις εγκαταστάσεις (installations) που προορίζονται για την περιορισμένη διάρκεια μιας έκθεσης, σε αντίθεση με τη μονιμότητα των έργων που συντηρούνται στα μουσεία έτσι ώστε μελλοντικά να φωτίσουν τις επόμενες γενιές, αλλά και να κριθούν από αυτές…
Ό,τι έχουμε πει μέχρι τώρα θα ήταν ίσως αιτία για ένα μικρό δισταγμό κάθε φορά που προσπαθούμε να προβλέψουμε το μέλλον –το οποίο όπως μας εφιστά την προσοχή ο Emmanuel Levinas είναι το «απόλυτο άλλο» – άγνωστο και απροσπέλαστο, όπως τείνει να είναι το «απόλυτο άλλο»[1]. Ακόμα και αυτές οι, χωρίς αμφιβολία, μικρές εκτιμήσεις φαίνονται αδύναμες όταν πρόκειται να προβλέψει κανείς τη μελλοντική μεταμόρφωση του χώρου και της ζωής της πόλης.
Ομολογουμένως, οι πόλεις μέσα στην ιστορία τους υπήρξαν τόποι αδιάκοπων και γρήγορων αλλαγών. Και εφόσον από τις πόλεις προήλθε η αλλαγή που μοιραία απλώθηκε και στην υπόλοιπη κοινωνία, η γεννημένη στις πόλεις αλλαγή έπιασε τη ζωή απροετοίμαστη. Αλλά όπως παρατηρεί ο Edward W. Soja,[i] ένας από τους πιο οξυδερκείς και πρωτότυπους αναλυτές της πόλης, η ικανότητα των πόλεων να εκπλήσσουν τους σύγχρονούς τους έχει φτάσει σε επίπεδα ίσως και πρωτόγνωρα.
Τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες «σχεδόν όλα τα μεγάλα (και τα μικρά) μητροπολιτικά κέντρα έχουν υποστεί θεαματικές αλλαγές, σε κάποιες περιπτώσεις τόσο έντονες που ό,τι υπήρξε πριν τριάντα χρόνια, σήμερα δεν είναι καν αναγνωρίσιμο». Η αλλαγή είναι τόσο προφανής και ο ρυθμός της τόσο ασύλληπτα γρήγορος, που με δυσκολία μπορούμε να πιστέψουμε στα μάτια μας και να εντοπίσουμε αυτό που κάποτε ήταν οικείο. Εμπιστευόμαστε έτσι, ακόμα λιγότερο την κρίση μας ως προς όλη αυτή την αλλαγή και το πού θα οδηγήσει τις πόλεις που κατοικούμε και επισκεπτόμαστε: «μάλλον είναι πολύ νωρίς για να καταλήξουμε στο τι συνέβη στις πόλεις στα τέλη του 20ού αιώνα, αν ήταν η αρχή μιας επαναστατικής αλλαγής ή απλά άλλο ένα κομμάτι της παλιάς ιστορίας της αστικής ζωής».
Δεν λαμβάνουν όμως όλοι οι συγγραφείς υπόψη τους την προειδοποίηση. Αρκετοί (υπερβολικά πολλοί) ρισκάρουν κάνοντας προβλέψεις για το μέλλον, εστιάζοντας στις τελευταίες, πρόσφατα δοκιμασμένες, πιο παράξενες και, για όλους αυτούς τους λόγους, πιο θεαματικές εμφανίσεις που αφορούν τους αστάθμητους παράγοντες της αστικής ζωής. Οι προβλέψεις είναι εύκολο να γραφτούν, και όταν γραφτούν, έπειτα μοιάζουν αξιόπιστες συγκριτικά με την παρουσίαση ενός παράγοντα που «διαμορφώνει την πόλη», ενώ παραμελεί όλες τις άλλες πτυχές της εμφανώς πολύπλοκης ανθρώπινης συνύπαρξης.
Όσον αφορά στις προβλέψεις «ενός παράγοντα διαμόρφωσης», το πιο δημοφιλές θέμα ήταν ο αυξανόμενος ρυθμός των μεταβολών που υποβοηθείται από την εκθετική αύξηση της μεταφοράς των πληροφοριών. Η καθαρή καινοτομία και ο ταχύς ρυθμός της «επανάστασης της πληροφορικής» παρακίνησε πολλούς αναλυτές να αναμένουν την εξαφάνιση της «πόλης όπως την ξέρουμε» και, είτε την αντικατάστασή της από μια ανθρώπινη συγκατοίκηση βασισμένη σε ένα χωρικό μοντέλο εντελώς νέας μορφής, ή την εξαφάνισή της.
Από ορισμένους συγγραφείς έχει τεθεί το θέμα των καθαρά «εξειδικευμένων» χώρων της πόλης οι οποίοι έχουν χάσει τον σκοπό τους, μιας και τα σπίτια γίνονται προεκτάσεις γραφείων, καταστημάτων και σχολείων, παραλαμβάνοντας τις περισσότερες λειτουργίες τους, θέτοντας έτσι ένα σημαντικό ερώτημα σχετικά με το μέλλον τους. Οι πιο ριζοσπαστικοί προφήτες ανακοίνωσαν την κάθοδο των πόλεων στην τελευταία φάση της ιστορίας τους.
Το 1995, ο George Gilder ανακήρυξε τον επικείμενο «θάνατο της πόλης» (η πόλη σε έναν όλο και μικρότερο ρόλο αποσκευής που έχει ξεμείνει από τη βιομηχανική περίοδο), ενώ δύο χρόνια αργότερα οι Peter Gordon και Harry W. Richardson ανακοίνωσαν ότι η ίδια η εγγύτητα «γίνεται περιττή» και την επικείμενη εξαφάνιση των συναυλιακών χώρων και των σχολικών κτιρίων: «η πόλη του μέλλοντος θα είναι κάθε άλλο παρά συμπαγής».[ii] Κάποιοι πιο προσεκτικοί παρατηρητές, με σύνεση πάλεψαν με την μεθυστική καινοτομία, με τις επιπόλαιες αναγωγές των επίμονα ασταμάτητων νέων τάσεων και με τα υπερβολικά αισιόδοξα και τα κασσανδριανά άκρα στις κρίσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, οι προβλέψεις έλαβαν μια καθαρή γεύση πειθούς, αντίστοιχη με το δίλημμα που θέσανε οι Stephen Graham και Simon Marvin: «θα αντιμετωπίσουν οι πόλεις μας κάποια ηλεκτρονικά ρέκβιεμ, κάποιο εφιαλτικό μέλλον αποσύνθεσης τύπου Blade Runner; Ή μπορεί με τα νέα ηλεκτρονικά μέσα να είναι υπερδυνάμεις της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής καινοτομίας;»[iii] Επιφυλακτικές ή απερίσκεπτες, ριζοσπαστικές ή αμφίσημες, κομματικές ή εξω-κομματικές, με δυσκολία υπήρξε τελικά μια ενιαία πρόβλεψη, που δεν απορρίφθηκε από ορισμένους συγγραφείς ως θνησιγενής –και απορρίφθηκε με το που καταγράφηκε ηλεκτρονικά σε δισκέτα υπολογιστή.
Υποθέτω ότι αρκετά έχουν ειπωθεί μέχρι τώρα για να δικαιολογήσουν και να αιτιολογήσουν την απροθυμία μου για άλλο ένα παιχνίδι πρόβλεψης. Ρίχνοντας μια ματιά προς το μέλλον, που ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι ένας δύσκολος πειρασμός για να του αντισταθεί κανείς, αλλά επίσης πάντα ήταν, και τώρα περισσότερο από ποτέ, μια ύπουλη παγίδα –για τον στοχαστικό όσο και για τον εύπιστο και τον αφελή. Όταν ήθελα να χαλαρώσουν οι φοιτητές μου κατά τη διάρκεια μιας κουραστικής περιόδου εξετάσεων, τους πρότεινα, για ψυχαγωγία και διασκέδαση, να διαβάσουν μια, είκοσι ή τριάντα χρόνων, «μελλοντολογική μελέτη». Η μέθοδος αποδείχθηκε αλάνθαστη για να τους κάνει να γελάνε και να συνεχίζουν να γελάνε. Όλη αυτή η ιστορία των προβλέψεων και των προγνώσεων μοιάζει σαν μια αίθουσα τέχνης [iv] γεμάτη με δικέφαλα μοσχάρια, αλλόκοτα τέρατα και διασκεδαστικά αξιοπερίεργα, επομένως κάποιος μπορεί να δικαιολογηθεί για την απροθυμία του να προσθέσει άλλον έναν αγύρτη σε ένα σπίτι ήδη γεμάτο.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΩΣ ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΗΣΗ ΑΓΝΩΣΤΩΝ
Η πόλη και η κοινωνική αλλαγή είναι σχεδόν συνώνυμες. Η αλλαγή είναι η ποιότητα της αστικής ζωής και η βασική λειτουργία της αστικής ύπαρξης. Η αλλαγή και η πόλη μπορεί, και θα έπρεπε, να ορίζονται σε σχέση η μία με την άλλη. Γιατί πρέπει να γίνει αυτό;
Σύνηθες είναι να ορίζουμε τις πόλεις σαν τόπους όπου άγνωστοι συναντιούνται, παραμένουν ο ένας σε ακτίνα επίδρασης με τον άλλο και αλληλεπιδρούν για μεγάλο διάστημα παραμένοντας ξένοι μεταξύ τους. Επικεντρώνοντας στο ρόλο των πόλεων στην οικονομική εξέλιξη, η Jane Jacobs[v] εστιάζει στην πυκνότητα της ανθρώπινης επικοινωνίας σαν την κύρια αιτία της αστικής νευρικότητας. Οι κάτοικοι των πόλεων δεν είναι πιο έξυπνοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους –αλλά η πυκνότητα του κατειλημμένου χώρου τους οδηγεί στην συγκέντρωση των αναγκών τους. Παράλληλα τόσες ερωτήσεις διατυπώνονται στην πόλη που δε θα διατυπώνονταν αλλού και προκύπτουν προβλήματα τα οποία σε διαφορετικές συνθήκες δε θα αντιμετώπιζαν ποτέ οι άνθρωποι. Το να αντιμετωπίζεις δυσκολίες και να σου θέτουν ερωτήματα σίγουρα είναι μια πρόκληση, και επεκτείνει την επινοητικότητα των ανθρώπων. Αυτό με τη σειρά του προσφέρει μια δελεαστική ευκαιρία σε αυτούς που κατοικούν σε πιο ήρεμα, αλλά και σε λιγότερο υποσχόμενα μέρη: η ζωή της πόλης πάντα έλκει νέους κατοίκους, και το σήμα κατατεθέν των νεοεισερχόμενων είναι να φέρουν «νέους τρόπους για να βλέπουν τα πράγματα, και ίσως νέους τρόπους για να λύνουν τα παλιά προβλήματα».
Οι νέοι κάτοικοι είναι ξένοι στην πόλη, και έτσι πράγματα που είναι παλιά και που οι καλά εδραιωμένοι κάτοικοι έχουν πάψει να τα παρατηρούν λόγω της οικειότητας, φαντάζουν περίεργα και άξια διερεύνησης για τους νεοαφιχθέντες. Για τους ξένους, και ειδικά για τους νεοαφιχθέντες κατοίκους, τίποτα στην πόλη δεν είναι «φυσικό», τίποτα στην πόλη δε θεωρείται δεδομένο. Οι νεοαφιχθέντες είναι ορκισμένοι εχθροί της ηρεμίας και είναι περήφανοι για αυτό. Το γεγονός αυτό ίσως δεν ευχαριστεί ιδιαίτερα τους παλιούς κατοίκους της πόλης –αλλά ταυτόχρονα αυτή είναι και η καλή τους τύχη.
Η πόλη είναι στα καλύτερά της, πιο ενθουσιώδης και με περισσότερες ευκαιρίες, όταν οι τόποι και οι σκοποί της αμφισβητούνται, δοκιμάζονται και κατακρίνονται. Ο Michael Storper, οικονομολόγος, γεωγράφος και πολεοδόμος,[vi] αποδίδει την εγγενή ρευστότητα και δημιουργικότητα του τυπικού αστικού τρόπου ζωής στην αβεβαιότητα που γεννιέται από τις ελάχιστα συντονισμένες και συνεχώς μεταβαλλόμενες σχέσεις κάτω από συνθήκες αυξημένης πίεσης και εγγύτητας «ανάμεσα σε οργανισμούς, ανάμεσα σε ανεξάρτητα άτομα, ανάμεσα σε οργανισμούς και άτομα».
Οι ξένοι δεν είναι καινούρια ανακάλυψη, αλλά οι ξένοι που παραμένουν ξένοι για πολύ καιρό στο ίδιο μέρος, είναι. Σε μια τυπική πόλη της προ-νεωτερικότητας, οι ξένοι δεν είχαν το περιθώριο να παραμείνουν ξένοι για μεγάλο διάστημα. Κάποιους από αυτούς τους κυνηγούσαν ή δεν τους επέτρεπαν εξαρχής να μπουν στην πόλη. Αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν η είσοδος και η παραμονή στην πόλη είχαν σκοπό να την οικειοποιηθούν –μέσα από γρήγορες ερωτήσεις, ώστε να μετέχουν άμεσα στο δίκτυο σχέσεων, με τον ίδιο τρόπο με τους κατοίκους, δηλαδή σε προσωπικό επίπεδο.
Το γεγονός αυτό είχε τις συνέπειες των εντυπωσιακά διαφορετικών από τις διεργασίες που είναι οικίες σε μας μέσα από την εμπειρία της σύγχρονης, μοντέρνας, πολυπληθούς πόλης.
Ως ο πιο διορατικός κριτικός της αστικής ζωής, ο Lewis Mumford, τονίζει ότι,[vii] στην αγορά γύρω από την οποία οργανώνεται μια μεσαιωνική πόλη «τα προϊόντα αλλάζουν χέρια ανάμεσα σε ορατούς πωλητές και πελάτες, οι οποίοι έχουν αποδεχθεί τις ίδιες ηθικές αρχές: η ασφάλεια και η σταθερότητα θεωρούνται πιο σημαντικές από το κέρδος, και οι προσωπικές σχέσεις διαρκούν για μια ζωή, ή και για γενιές. Η ανταλλαγή στην «αγορά» είχε μεγάλη σημασία για την ενίσχυση και τη σταθερότητα των ανθρώπινων δεσμών. Πράγματι μπορούμε να πούμε ότι ήταν, ταυτόχρονα, θεραπεία κατά των ξένων και μια προληπτική μέθοδος κατά της αποξένωσης. Αλλά απ’ ό,τι γνωρίζουμε, η ιδιαιτερότητα της αστικής ζωής, είναι ακριβώς η αφθονία της σε αγνώστους, μόνιμους αγνώστους, «παντοτινούς αγνώστους», αυτό καθιστά την πόλη ένα θερμοκήπιο της ανακάλυψης και της καινοτομίας, της αυτοκριτικής, της αποστροφής, της διαφωνίας και της παρότρυνσης της εξέλιξης.
Αυτό που ακολουθεί είναι ότι η ομοιοστατική ρουτίνα της αυτο-αναπαραγωγής, σύμφυτη με την προ-νεωτερική πόλη σύμφωνα με την περιγραφή του Lewis Mumford εξυπηρέτησε σαν μια αποτελεσματική τροχοπέδη φέρνοντας την αλλαγή. Το να εξαλειφθεί, δηλαδή, ένα ποσοστό της αβεβαιότητας που είχε ριζώσει στις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις, και κατά συνέπεια να δοθεί πιο ισχυρό κίνητρο για την αναζήτηση νέων λύσεων σε παλιά προβλήματα, την ερμηνεία νέων προβλημάτων, τον πειραματισμό, την καινοτομία και την αμφισβήτηση των προϋπάρχοντων μοντέλων λόγω της παλαιότητάς τους και της υποτιθέμενης διαχρονικότητάς τους.
Αυτή η ιδιότητα των προ-νεωτερικών πόλεων πηγαίνει πολύ πίσω χρονικά, ερμηνεύοντας την αδράνεια και τη στασιμότητά της, συγκριτικά με τη σύγχρονη εμπειρία της αστικής ζωής.
Η ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΗ ΩΣ ΜΑΖΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΑΓΝΩΣΤΩΝ
Η διόγκωση των πόλεων οφείλεται εν μέρει, αν και μόνο εν μέρει, στον ξαφνικό υπερπληθυσμό της υπαίθρου (ο οποίος οφείλεται με τη σειρά του στους νέους νόμους για τη γεωργία και τη μίσθωση της γης) που κατέστησε τα παλιά τεχνάσματα μη λειτουργικά. Εξίσου μοιραία όμως, ίσως πιο καθοριστική, ήταν η έλευση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, έτοιμες να εκτοπίσουν και να εξαλείψουν τις απαρχαιωμένες αρχές των συντεχνιών, των δήμων και των κοινοτήτων. Το παλιό, συντεχνιακό μοντέλο δεν μπορούσε πλέον να απορροφήσει και να αφομοιώσει την πληθώρα των νεοεισερχόμενων. Το νέο, καπιταλιστικό μοντέλο, απέχοντας πολύ από την τάση της απορρόφησης, της αφομοίωσης και της ενσωμάτωσης των ξένων, έθεσε τη ρήξη των συνηθειών και την απο-οικειοποίηση του οικείου. Ο καπιταλισμός ήταν μια μαζική παραγωγή αγνώστων. Προώθησε την αμοιβαία αποξένωση, ώστε να φτάσει να θεωρείται φυσιολογική και να καθιερωθεί ως καθολικό μοτίβο των ανθρώπινων σχέσεων.
Όπως είχε διαμαρτυρηθεί και ο Thomas Carlyle, θα καταστεί η «σχέση με μετρητά» ως η μοναδική αποδεκτή, και θα ζητά, ανθρώπινης μορφής ομόλογα.
Όταν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις επαναστάτησαν ενάντια στους «παράλογους περιορισμούς» και στο γεγονός ότι η ανθρώπινη πρωτοβουλία στηρίζεται στο «νεκρό χέρι της παράδοσης» –αυτό που πολεμούσαν ήταν το παχύ στρώμα των αμοιβαίων υποχρεώσεων και δεσμεύσεων με το οποίο ήταν ασφαλείς και προστατευμένες οι ανθρώπινες σχέσεις. Πολέμησαν ενάντια στη διατήρηση της ανθρώπινης αλληλεπίδρασης υπό την επίβλεψη των από κοινού αποδεκτών ηθικών αρχών και στην τοποθέτηση ζητημάτων ασφάλειας, δικαιοσύνης και σταθερότητας πάνω από τους υπολογισμούς κόστους-και-κέρδους και άλλες επιταγές της οικονομικής λογικής. Επίσης στρατεύτηκαν ενάντια στις επιχειρήσεις που υπηρετούσαν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, ως φύλακες των ηθικών κανόνων και των προτεραιοτήτων που αυτοί οι κανόνες αναλάμβαναν και προωθούσαν. «Απελευθέρωση των επιχειρήσεων» σήμαινε ούτε λίγο ούτε πολύ, τη σύνθλιψη του ατσάλινου περιβλήματος των ηθικών καθηκόντων και υποχρεώσεων που εμπόδιζαν στην επιχειρηματική διορατικότητα και επίλυση να φτάσουν στα όρια που ειδάλλως θα προσέγγιζαν και αναπόφευκτα θα ξεπερνούσαν.
Ο Mumford σημειώνει τη σημαντική αλλαγή στην έννοια της «ελευθερίας» που παρουσιάστηκε από τη στιγμή που οι καπιταλιστές επιχειρηματίες ανέλαβαν το ρόλο των βασικών υπερασπιστών της ελευθερίας στη νέα εποχή:[viii] «τον Μεσαίωνα «ελευθερία» σήμαινε ελευθερία από τους φεουδαρχικούς περιορισμούς, ελευθερία για τις συνεταιριστικές δραστηριότητες του δήμου, του σωματείου, τις θρησκευτικές αρχές.
Στις νέες εμπορικές πόλεις, ή Handelstädte, ελευθερία σήμαινε ελευθερία από τους δημοτικούς περιορισμούς· ελευθερία για τις ιδιωτικές επενδύσεις, για το ιδιωτικό κέρδος, χωρίς καμία αναφορά στην ευημερία της κοινότητας ως ένα σύνολο…» Στην προσπάθειά τους να εξασθενήσουν και να υπονομεύσουν την τοπική αρχή, ηθικά κατευθυνόμενοι από τις επιχειρηματικές ανάγκες και φιλοδοξίες, έπρεπε να υπονομεύσουν την τοπική αυτονομία και την ατομική αυτάρκεια. Για το σκοπό αυτό, «ολόκληρη η δομή της αστικής ζωής» έπρεπε να εξαλειφθεί. Και αυτό ήταν. Στην περίληψη της μελέτης των συνεπειών του Mumford, για το πώς η προ-νεωτερική πόλη μετατράπηκε σε καπιταλιστική πόλη, «ο κάθε άνθρωπος ήταν για τον εαυτό του, και ο διάβολος, εάν δεν πήρε τα έσχατα, τουλάχιστον κράτησε για τον εαυτό του το προνόμιο της οικοδόμησης των πόλεων.»[ix]
Ο Μαξ Βέμπερ θεώρησε τον διαχωρισμό των επιχειρήσεων από το νοικοκυριό, ως γέννηση του καπιταλισμού στη σύγχρονη μορφή του. Το νοικοκυριό –οι εργασίες και η οικογενειακή εστία– δέσμευσε τις πολυάριθμες περιπτώσεις διαπροσωπικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που κρατούσαν ενωμένη την προ-νεωτερική (και προ-καπιταλιστική) αστική κοινωνία, ενώ παράλληλα διατηρούσε, κατευθυνόταν και ελεγχόταν από την κοινή συνήθεια του ελέγχου. Για τη νέα γενιά των καπιταλιστικών κεφαλαίων, ο διαχωρισμός «από το νοικοκυριό» ισοδυναμούσε με την απελευθέρωση από τους σχολαστικούς κανόνες και τους γραπτούς ή εμπειρικούς κανονισμούς. Αυτό σήμαινε αποδέσμευση των χεριών –ελευθερώνοντάς τα σε νέες περιπέτειες χωρίς κανόνες, σε έναν παρθένο χώρο όπου τα χέρια ήταν λυτά, η πρωτοβουλία απεριόριστη, τα παραδοσιακά καθήκοντα ανύπαρκτα και οι ρουτίνες ακόμα αδημιούργητες και έτοιμες να δημιουργηθούν από το μηδέν σε μια μορφή καλύτερα προσαρμοσμένη στην «επιχειρηματική λογική» που μοιραία θα αντικαταστήσει τη λογική των ηθικών υποχρεώσεων.
Υπήρχαν μόνο δύο πρακτικοί τρόποι με τους οποίους ένας τέτοιος διαχωρισμός θα μπορούσε να εφαρμοστεί και ένας χώρος για μεθοριακού τύπου ελευθερία να παραμεριστεί. Ο ένας τρόπος ήταν να εγκατασταθούν, κυριολεκτικά, σε ένα «no man’s land» –να προχωρήσουν, δηλαδή, πέρα από τα όρια των καθορισμένων δήμων στους οποίους η κοινοτική υποστήριξη είναι δεδομένη, να βρουν έναν τόπο χωρίς μνήμη και παράδοση, έννοιες οικείες σε όλους. Ο άλλος τρόπος ήταν να ισοπεδώσουν τα παλιά τμήματα της πόλης, για να ανοίξουν μια μαύρη τρύπα στην οποία θα εξαφανιστούν όλες οι παλιές συνήθειες, πρώτα σαν εικόνες και σύντομα και σαν αναμνήσεις, και να καλύψουν το κενό με μια καθαρά νέα λογική, ελεύθερη από την αγωνία της συνέχειας και την ανακούφιση από τα βάρη της.
Και οι δύο τρόποι εφαρμόστηκαν σε πόλεις που τύχαινε να βρίσκονται κατά μήκος της ελικοειδούς διαδρομής του «ασθμαίνοντα, μεταλλικού, τσιριχτού και καπνισμένου» βιομηχανικού τριαξονικού.[x] Οι πόλεις ξεχύθηκαν πέρα από τα παλιά τους όρια και συνέχισαν να εξαπλώνονται ασταμάτητα, μια και τα σύνορα των πόλεων προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες ήθελαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των αρχών και έσκαβαν πιο έξω. Ο πληθυσμός τους μεγάλωνε, μια και οι άνθρωποι των μικρών πόλεων, στερήθηκαν την επιβίωσή τους και πλημμύριζαν τα αστικά κέντρα σε αναζήτηση δουλειάς. Οι βιομηχανοποιημένες πόλεις βρέθηκαν σε έναν ανεμοστρόβιλο διαρκούς αλλαγής, μια και τα παλιά και γνωστά καταλύματα εξαφανίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από νέα, με παράξενη εμφάνιση και μικρής διάρκειας ζωή, ώστε να ενσωματωθούν στο οικείο αστικό περιβάλλον.
Ο Mumford έδωσε σε αυτά τα ατυχή μέρη το όνομα «παλαιοτεχνικές πόλεις» (“paleotechnic towns”). Η εμφάνισή τους, οι ήχοι και οι μυρωδιές, ο τρόπος που ήταν οργανωμένη (ή διαλυμένη) η καθημερινή τους ζωή προσέβαλε την ανθρώπινη ευαισθησία και τις στοιχειώδεις έννοιες ισότητας και ευπρέπειας. Σκουπίδια και απόβλητα έφραζαν τους δρόμους μέχρι που ένας έξυπνος επιχειρηματίας αποφάσισε να τα συγκεντρώσει για να τα πουλήσει σαν κοπριά (στα μέσα του 19ου αιώνα στο Μάντσεστερ υπήρχε μία τουαλέτα για 218 κατοίκους της εργατικής τάξης…).
Και ακόμη, τουλάχιστον από την άποψη των καπιταλιστών επιχειρηματιών και των σοφών που θεωρητικοποίησαν τις πρακτικές τους σε οικονομικούς νόμους, «δεν υπήρχε κανένα στεγαστικό πρόβλημα στις πόλεις. Ακόμη και ο πιο άθλια αμειβόμενος εργαζόμενος θα μπορούσε να έχει κέρδος βάσει του εισοδήματός του, υπό τον όρο ότι οι κανονισμοί περί υγείας και ασφάλισης δεν είχαν εισαχθεί ώστε να υπονομεύσουν το ελεύθερο παιχνίδι των οικονομικών δυνάμεων. Εάν το αποτέλεσμα ήταν μια παραγκούπολη (slum), το γεγονός αυτό ήταν μια δικαιολογία για την παραγκούπολη, όχι μια καταδίκη του συστήματος οικονομικού κέρδους.»[xi]
Ωστόσο, τα «εξωτερικά πρότυπα» ήταν έτοιμα να εισαχθούν, αν και σταδιακά, αποσπασματικά, και όχι χωρίς να ξεπεραστεί η ανελέητη αντίσταση από τους πρωτοπόρους των επιχειρήσεων, τους οικονομικούς εκπροσώπους τους, και διάφορους προάγγελους της αποδοτικότητας, των ορθολογικών υπολογισμών και του επιχειρηματικού λόγου. Οι πόλεις, συμπεριλαμβανομένων και των «παλαιοτεχνικών πόλεων», δεν έμειναν για πάντα στη μεθόριο. Το «no man’s land» εν τέλει κατακτήθηκε από το νόμο ή τουλάχιστον από πρόχειρους ηθικούς κανόνες, αν και ο πόλεμος κρατούσε και πολλές μάχες χάθηκαν στον αγώνα για τον τελικό διακανονισμό.[xii] Πήρε ολόκληρο τον 19ο αιώνα και ένα μεγάλο μέρος του 20ού για να εισβάλουν και να δημιουργήσουν αποικία στο κομμάτι που αποσπάστηκε από την τοπική κοινότητα, από μια βιομηχανία και ένα εμπόριο που όριζαν δικούς τους κανόνες και ήταν σθεναρά αντίθετα σε οποιαδήποτε ανάμειξη –είτε με το παρελθόν τους, είτε με προηγούμενες εκδοχές, ή με νέες αναδυόμενες μορφές.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ «ΣΤΑΘΕΡΗΣ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗΣ» ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Οι πόλεις του 19ου αιώνα ήταν πεδία μαχών με έντονα αντικρουόμενες τάσεις και εκ διαμέτρου αντιφατικές ιεραρχήσεις αξιών. Η μία έθετε σε προτεραιότητα τους υπολογισμούς του κόστους, τα κέρδη και τις απώλειες, τα κέρδη και τις δαπάνες. Η άλλη, έθετε σαν προτεραιότητα την διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την ανθρώπινη, αξιοπρεπή ζωή και τις συνθήκες που απαιτούνται για μια αξιοπρεπή διαβίωση. Οι ηγέτες της πρώτης, αρνήθηκαν να υπολογίσουν το κοινωνικό κόστος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ενώ οι οπαδοί της δεύτερης, για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων απέρριψαν την υπέρτατη αρχή των οικονομικών υπολογισμών.
Οι δύο ιεραρχίες ήρθαν σε αντίθεση μεταξύ τους και ήταν πραγματικά ασύμβατες. Καμιάς οι προωθητές δε θα μπορούσαν εύκολα να εγκαταλείψουν ή να παραβιάσουν τις αρχές –δεδομένης της εξάρτησής τους από την ψήφο των υποστηρικτών τους, και για τους επιχειρηματίες από την τακτική εισροή των κερδών. Ούτε θα μπορούσαν, πόσο μάλλον θα επιθυμούσαν, μια άνευ όρων παράδοση στον αντίπαλο. Οι επιχειρήσεις από την άλλη, χρειάζονταν το πολιτικό κράτος να εξασφαλίσει μια κοινωνική τάξη μέσα στην οποία να λειτουργήσουν. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες κατάλαβαν ότι ο κοινωνικός όλεθρος που θα προκαλούσαν τα χωρίς περιορισμούς κέρδη, θα εξελισσόταν σε απειλή. Οι κυβερνώντες όμως γνώριζαν ότι υπήρχε ένας συγκεκριμένος αριθμός αιτημάτων που θα μπορούσαν να επιβάλλουν στους επιχειρηματικούς προϋπολογισμούς χωρίς να θέσουν σε σοβαρό κίνδυνο την υποψηφιότητά τους. Καμία πλευρά δε θα μπορούσε να βγει από την αντιπαράθεση απόλυτη νικήτρια. Καμία συμφωνία, πόσο μάλλον μια συναίνεση, δεν ήταν πιθανό να αναδυθεί. Καμία από τις δύο πλευρές δεν υπολόγιζε σοβαρά να αποδεχθεί τις αρχές και τις αξίες της άλλης. Ο δρόμος για την επίλυση ήταν μέσω αντιπαραθέσεων και διαρκούς ανταγωνισμού, μεταξύ οικονομικού εξαναγκασμού και επιβολής του νόμου. Ο μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος των φορέων των «εξωτερικών προτύπων», ήταν εν συντομία η υπεροχή της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, και της πολιτικής λήψης αποφάσεων σε σχέση με τις κινήσεις που υποκινούνται από τα επιχειρηματικά συμφέροντα.
Λίγο λίγο, μάχη με τη μάχη, επιτεύχθηκε η διευθέτηση. Ο δρόμος για την επίλυση ήταν μέσα από μια μακρά σειρά νομοσχεδίων για τα εργοστάσια, για την ενδυνάμωση των συνδικάτων και των του δήμου. Όλο αυτό έληξε με ένα, περισσότερο ή λιγότερο, πολύπλοκο δίκτυο ομαδικής ασφάλειας έναντι μεμονωμένων ατυχιών και δυστυχίας (η ανεργία, η κακή υγεία, η αναπηρία, η φτώχεια) που μειώθηκε ιστορικά υπό του ονόματος του κράτους πρόνοιας. Το γεγονός ότι ο διακανονισμός θα έφτανε τελικά και, κάποτε όντως έφθασε, επικύρωσε ένα αποτέλεσμα που από ό,τι φαίνεται, εκ των υστέρων, πράγματι ήταν προεξοφλημένο –λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία της μονόπλευρης νίκης οποιασδήποτε πλευράς εκ των δύο. Αυτό ήταν, πράγματι προαποφασισμένο, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές κατέλαβαν το ίδιο κομμάτι και μοιράστηκαν τις προκλήσεις των εχθροπραξιών. Και οι δύο πλευρές είχαν καθορισθεί τοπικά, δεμένες με τη γη, αδύνατο να μετακινηθούν. Ήταν δεσμευμένες να συναντιούνται ξανά και ξανά, κατοικώντας την ίδια περιοχή και έχοντας προσδιοριστεί από την περιοχή που κατείχαν.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η εποχή της «στέρεας» νεωτερικότητας, όταν η δύναμη να κάνεις πράγματα και να πιέζεις άλλους να υπακούσουν, ή τουλάχιστον να μην είναι σε θέση να αντισταθούν, μετριόταν από το μέγεθος, το βάρος, τη σκληρότητα και την ισχύ των κτήσεών σου. Η δύναμη της οικονομίας μετριόταν από τον όγκο της εξόρυξης άνθρακα και του λιωμένου σιδήρου. Η δύναμη μεμονωμένων ατόμων των «καπετάνιων της οικονομίας», από το μέγεθος των εργοστασίων τους, το βάρος των μηχανημάτων και τον αριθμό των εργατών που συναθροίζονται ανάμεσα στους τοίχους των βιομηχανικών εγκαταστάσεών τους. Εξαιτίας της εν λόγω εδαφικής σταθερότητας, αυτή ήταν και η στιγμή της, πρόσωπο με πρόσωπο, διαρκούς επιτόπιας επιτήρησης. Η εποχή της από-πάνω-προς-τα–κάτω διαχείρισης, μέσω της συνήθειας και της επαναληψιμότητας των δραστηριοτήτων, με λίγα λόγια, η εποχή της εμπλοκής. Η εμπλοκή ήταν καθοριστική, δεσμεύοντας και τους δύο συνεργάτες, να υποθέτουν και να αναμένουν ότι θα είναι μαζί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος… Το διαζύγιο ήταν εξίσου δύσκολο, όπως ήταν και ο γάμος το 19ο αιώνα –και ένα μονομερές διαζύγιο ήταν σχεδόν αδιανόητο, δεδομένου ότι κανένας από τους συνεργάτες δεν είχε καλές πιθανότητες να το ξεπεράσει.
Η δέσμευση να παραμείνουν μαζί για πολύ καιρό προμήνυε μια παρατεταμένη σύγκρουση με πολλές διαμάχες. Και οι διαφωνίες που ανακύπτουν επανειλημμένα, ίσως να χρειάζονται έναν ανοιχτό καυγά για να επιλυθούν, απαιτώντας από όλους να υπακούν στον κανόνα αν θέλετε ειρήνη, ετοιμαστείτε για πόλεμο (si vis pacem, para bellum). Όμως, η προοπτική μιας κοινής τύχης σημαίνει και την ανάγκη για αμοιβαίο συμβιβασμό, με τον πόλεμο σαν τη μόνη –δυσάρεστη– εναλλακτική λύση. Μια απλή «σχέση ρευστού» δεν αρκεί, εάν το σύνολο του πληθυσμού της πόλης, αυτοί που έχουν απορροφηθεί από τον βιομηχανικό μύλο και εκείνοι που έχουν μείνει πίσω, είναι ο «εργατικός στρατός» – οι πρώτοι σε ενεργό υπηρεσία, οι δεύτεροι σε εφεδρεία, περιμένοντας να προκύψει ανάγκη. Όλοι πρέπει να είναι έτοιμοι σωματικά για τις δυσκολίες της βιομηχανικής εργασίας, να μην είναι ούτε νηστικοί, ούτε άρρωστοι.
Εξάλλου, η κοινή ζωή σε στενή γειτνίαση, σημαίνει ότι η φτώχεια, οποιονδήποτε κι αν πλήττει, επηρεάζει και όλους τους άλλους. Εάν οι επόπτες και οι εποπτευόμενοι, τα αφεντικά και οι υπάλληλοι, οι διαχειριστές και οι διαχειριζόμενοι, είναι όλοι καθηλωμένοι στην ίδια πόλη, τότε η διάσπαση οποιουδήποτε τμήματος της πόλης θα επηρεάσει αρνητικά και τις άλλες. Επιδημίες που διαρρέουν σιγά σιγά από φτωχογειτονιές μπορεί να μολύνουν και τις πλουσιότερες περιοχές της πόλης, και οι εγκληματικές κινήσεις που εκτρέφονται από την απελπισία των υποβαθμισμένων συνοικιών, θα θέσουν σε κίνδυνο και τους ευκατάστατους πολίτες της. Τα χρήματα που δαπανήθηκαν για την αστική αναβάθμιση, την εκκαθάριση των φτωχογειτονιών, την παροχή πόσιμου νερού, το δίκτυο αποχέτευσης, την περισυλλογή σκουπιδιών, τη φθηνή, προς το παρόν, αξιοπρεπή στέγαση για τους φτωχούς, κλπ., μπορεί να αποτελούν σε ένα βαθμό αποτέλεσμα επιχειρηματικής λογικής, αλλά κανένας επιχειρηματίας δεν θα αρνιόταν ότι για αυτόν και την οικογένειά του, σαν κάτοικοι της πόλης, τα μέτρα αυτά αποσκοπούν στη βελτίωση. Μπορεί να λέμε, χρησιμοποιώντας την τρέχουσα μοδάτη έκφραση, ότι έχουν την ανάγκη να φτιάχνουν πόλεις κατάλληλες για αξιοπρεπή διαβίωση, για την αξιοπρεπή διαβίωση όλων των κατοίκων, μετατράπηκε όμως, σταδιακά αλλά αναπόφευκτα, από μια ανησυχία μερικών μοναχικών φιλεύσπλαχνων ονειροπόλων και καλόκαρδων μεταρρυθμιστών, σε ζήτημα πραγματικά «πέρα από την αριστερά και τη δεξιά».
Μέσω της σύγχρονης ιστορίας τους, οι πόλεις ήταν ο τόπος όπου οι διακανονισμοί μεταξύ αντικρουόμενων συμφερόντων, φιλοδοξιών και δυνάμεων, πολεμήθηκαν, διαπραγματεύθηκαν, υπονομεύτηκαν, ανακλήθηκαν, επαναδιαπραγματεύθηκαν, αμφισβητήθηκαν, βρέθηκαν και χάθηκαν, θάφτηκαν και αναστήθηκαν. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από αυτή την άποψη. Η επεξήγηση της δυναμικής μιας πόλης με βάση έναν και μόνο παράγοντα (η πόλη ως κέντρο εμπορίου, μια διοικητική πρωτεύουσα, μια στρατιωτική βάση, ένα θρησκευτικό κέντρο λατρείας κλπ.) –μια συνήθεια που εξακολουθεί να εμμένει από τότε που ο Μαξ Βέμπερ εισήγαγε την τυπολογία των «παραγόντων που παράγουν πόλεις» (city-generating factors),[xiii] δεν αρκεί για να εξηγήσει τις εκπληκτικές δυναμικές, τις ανατροπές, τις αλλαγές, και την πεισματική απροβλεπτότητα της αστικής ιστορίας. Τώρα, όπως και πριν, ο χώρος της πόλης είναι μια συνάντηση -και μια σύγκρουση- αντιδρώντων δυνάμεων, ασυμβίβαστων αλλά αμοιβαία αποδεκτών τάσεων. Αυτό που είναι καινούριο σήμερα, σε σύγκριση με τη σκιαγράφηση των παραπάνω προϋποθέσεων της «στερεάς» φάσης της σύγχρονης εποχής, είναι ο κατάλογος των μαχόμενων/διαπραγματευτικών δυνάμεων που αναζητούν ή ψηλαφίζουν τη διευθέτηση.
ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗ «ΡΕΥΣΤΗ ΝΕΩΤΕΡΙΚΗ» ΕΠΟΧΗ
Η φύση αυτών των δυνάμεων παραμένει ακόμη σε ανταγωνισμό, αν και υπάρχει μια ευρεία συμφωνία μεταξύ των ερευνητών και των αναλυτών του σύγχρονου αστικού τοπίου, ότι η αναδυόμενη παγκοσμιοποιημένη οικονομική θεωρία είναι ο κυριότερος παράγοντας της αλλαγής. Η συνέπεια της παγκοσμιοποίησης που υπογραμμίζεται πιο συχνά, εις βάρος των άλλων παραγόντων, είναι η ταχέως αυξανόμενη απόσταση μεταξύ δύναμης (αναπτύσσεται παγκόσμια μέσω του «εικονικού» ή «κυβερνο» χώρου, και επομένως όλο και περισσότερο αυτόνομη έναντι του γεωγραφικού, φυσικού χώρου) και πολιτικής, που παραμένει, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, τοπική, δεσμευμένη σε συγκεκριμένη περιοχή, ακινητοποιημένη. Όπως περίφημα το έχει τοποθετήσει και ο Manuel Castells,[xiv] «οι ροές ισχύος δημιουργούν την ισχύ των ροών, των οποίων η υλική πραγματικότητα κυριαρχεί η ίδια, ως φυσικό φαινόμενο που δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί ή να προβλεφθεί… Οι άνθρωποι ζουν σε τόπους, η ισχύς κυριαρχεί μέσω των ροών». Επιτρέψτε μου να τονίσω αυτό το σημείο: η ισχύς κυριαρχεί διότι ρέει, διότι είναι σε θέση (προσέξτε, να μην το ξεχνάμε ποτέ αυτό!) να ρέει –να ρέει μακριά. Η ανωτερότητα της ισχύος και η κυριαρχία, εμπεριέχονται, αυτές τις μέρες, στην ικανότητα να απαγκιστρώνεσαι, ικανότητα η οποία προφανώς λείπει από περιοχές και ανθρώπους, των οποίων οι ζωές περιορίζονται σε αυτές τις συγκεκριμένες περιοχές.
Αυτό φαίνεται να είναι πέραν κάθε αμφιβολίας. Καθίσταται όλο και πιο προφανές, ότι η αυξανόμενη απεδαφοποίηση (extraterritoriality) της ισχύος, και η ενίσχυση της συσχέτισης μεταξύ μη δικαιοδοσίας και αδυναμίας (πράγματι, ο βαθμός της μη δικαιοδοσίας γίνεται το κυριότερο μέτρο της ισχύος) είναι τα ονόματα των νέων παιχνιδιών παγκοσμίως, και ο κυριότερος παράγοντας ανάμεσα σε αυτούς που καθορίζουν το επίπεδο της ανθρώπινης δράσης και θέτουν τα όριά της. Το ερώτημα όμως για τη μεγάλη αντιπαράθεση, είναι το αντίκτυπο που ο νέος διαχωρισμός της (παγκόσμιας) ισχύος από την (τοπική) πολιτική, ενδέχεται να έχει ή θα έχει στην αστική ζωή και τις προοπτικές της.
Μια πιο καλή απάντηση σε αυτό το ερώτημα, που εξέφρασε και πάλι, ο Manuel Castells,[xv] είναι η αυξανόμενη πόλωση και η διακοπή επικοινωνίας μεταξύ των δύο κόσμων της πόλης:
«ο χώρος της ανώτερης τάξης συνήθως συνδέεται με παγκόσμια επικοινωνία και με ένα τεράστιο δίκτυο για την ανταλλαγή, ανοιχτό σε μηνύματα και εμπειρίες που περιλαμβάνουν ολόκληρο τον κόσμο. Στο άλλο άκρο του φάσματος, τοπικά δίκτυα, που συχνά διαχωρίζονται εθνοτικά, στηρίζονται στην ταυτότητά τους σαν να είναι ο πιο πολύτιμος παράγοντας για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, και τελικά της ύπαρξής τους».
Αυτή η εικόνα προκύπτει από την περιγραφή αυτών των δύο ξεχωριστών κόσμων. Μόνο ο δεύτερος από τους δύο είναι εδαφικά καθορισμένος και μπορεί να πιαστεί με το δίχτυ των ορθόδοξα γεωγραφικών, πεζών και «προσγειωμένων» εννοιών. Εκείνοι που ζουν στον πρώτο από τους δύο κόσμους μπορεί να είναι, όπως και οι άλλοι, «σε συγκεκριμένο τόπο», αλλά δεν είναι «από τον συγκεκριμένο τόπο» -σίγουρα όχι πνευματικά, αλλά και σωματικά μπορούν να μετακινηθούν όποτε το θελήσουν.
Οι άνθρωποι «από τα πάνω» δεν ανήκουν απαραίτητα στον τόπο που κατοικούν. Τα ενδιαφέροντά τους βρίσκονται (ή μάλλον ρέουν) κάπου αλλού. Κάποιος μπορεί να υποθέσει ότι πέρα από το να μείνει μόνος του, ελεύθερος να απορροφηθεί πλήρως από τα χόμπι του, και να έχει εξασφαλισμένες τις ανάγκες του (όπως αυτές ορίζονται) για μια άνετη ζωή, δεν έχει κανένα αμετακίνητο συμφέρον στην πόλη στην οποία κατοικεί. Ο πληθυσμός της πόλης δεν είναι όπως ήταν για τους ιδιοκτήτες των εργοστασίων και τους εμπόρους υλικών αγαθών και αναχρονιστικών ιδεών, το χωράφι τους, η πηγή πλούτου τους ή μια συνοικία της οποίας έχουν την ευθύνη, για να την επιτηρούν και να την φροντίζουν. Είναι, σε μεγάλο βαθμό, αμέτοχοι στα θέματα της πόλης «τους» –μιας τοποθεσίας μεταξύ πολλών, υπό το πρίσμα του κυβερνοχώρου, το γνήσιο σπίτι τους, ακόμη και αν είναι εικονικό.
Ο κόσμος των άλλων, των «από τα κάτω», είναι το αντίστροφο του πρώτου. Καθορίζεται κυρίως από το γεγονός ότι είναι αποκομμένος από το παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνίας, με το οποίο οι «από τα πάνω» είναι συνδεδεμένοι και συντονίζουν τη ζωή τους. Είναι καταδικασμένοι να μείνουν στον ίδιο τόπο –άρα, θα περίμενε κάποιος, τα ενδιαφέροντά τους, μαζί με τα όνειρα και τις ελπίδες, να εστιάζουν στις «τοπικές υποθέσεις». Για αυτούς, ο αγώνας για επιβίωση δίνεται μέσα στην πόλη που κατοικούν, κερδισμένοι ή χαμένοι.
Πολλά μπορούν να λεχθούν για αυτή την εικόνα. Υπάρχει μια ροπή προς τη σύγχρονη αστική ζωή (και στη ζωή –όπως την προέβλεψε ο Mumford, έχουμε μετακινηθεί στην κοινή μας ιστορία από μια πόλη που ήταν ο κόσμος, στον κόσμο που είναι μια πόλη). Η απόσχιση της νέας παγκόσμιας ελίτ από τις προηγούμενες συνδέσεις της με «το λαό», και το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των κατοίκων που αποχωρούν και αυτών που μένουν πίσω, εύλογα είναι οι σημαντικότερες αλλαγές που συνδέονται με τη διέλευση από το «στέρεο» στο πιο «ρευστό» στάδιο της νεωτερικής εποχής, σε επίπεδο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό.[xvi] Δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά μόνο αλήθεια σε αυτή την εικόνα. Αλλά όχι ολόκληρη η αλήθεια. Για το δικό μας θέμα, πιο σημαντικό είναι το μέρος της αλήθειας που λείπει, είναι ένα χαρακτηριστικό ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη ζωή.
Το υπό αναζήτηση χαρακτηριστικό είναι η οικεία αλληλεπίδραση μεταξύ των παγκόσμιων πιέσεων και της μόδας μέσα από την οποία καθορίζονται, διαμορφώνονται και αναμορφώνονται οι τοπικές ταυτότητες. Είναι τραγικό λάθος να τοποθετεί κανείς τις «παγκόσμιες» και τις «τοπικές» πτυχές του σύγχρονου τρόπου ζωής και της πολιτικής ζωής σε δύο διαφορετικούς τόπους που επικοινωνούν μόνο οριακά, όπως θα προτείνει τελικά η «αποχώρηση» των «από πάνω». Στην πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη του, ο Michael Peter Smith[xvii] αντιτίθεται στην άποψη (που υποστηρίζει για παράδειγμα ο David Harvey ή ο John Friedman[xviii]) η οποία αντιπαραθέτει «μια δυναμική αλλά ατοπική λογική παγκόσμιων οικονομικών ροών» με μια «στατική εικόνα του τόπου και της τοπικής κουλτούρας», «που τώρα αποκτά αξία» ως «ζωτικός τόπος» «του να είναι-κανείς-στον κόσμο». Κατά τη γνώμη του Smith, «απέχοντας πολύ απ΄το να εκφράσουν μια στατική οντολογία του «είναι» ή της «κοινότητας», οι τοπικές κοινωνίες είναι δυναμικές κατασκευές «στα σκαριά».
Πράγματι, η γραμμή που χωρίζει τον αφηρημένο, «κάπου στο πουθενά» , χώρο των παγκόσμιων χειρισμών από τον απτό, συγκεκριμένο «εδώ και τώρα» χώρο των «ντόπιων», μπορεί εύκολα να περάσει στον αιθέριο κόσμο της θεωρίας, στον οποίο το μπερδεμένο περιεχόμενο της ιστορίας του καθενός «ισιώνει» ώστε να ταξινομηθεί και να εγκλωβιστεί, για λόγους καθαρότητας, ο καθένας στο δικό του διαμέρισμα. Η πραγματικότητα της αστικής ζωής δημιουργεί χάος στις τακτοποιημένες διαιρέσεις. Κομψά μοντέλα αστικής ζωής που αναπτύσσουν αιχμηρές αντιθέσεις κατά την εφαρμογή τους μπορεί να προσφέρουν αρκετή πνευματική ικανοποίηση στους κατασκευαστές θεωριών, αλλά λίγη πρακτική καθοδήγηση στους πολεοδόμους και ακόμη λιγότερη στους κατοίκους πόλεων που παλεύουν με τις προκλήσεις της αστικής ζωής.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι πραγματικές δυνάμεις που διαμορφώνουν τις συνθήκες σύμφωνα με τις οποίες λειτουργούμε όλοι, ρέουν στον παγκόσμιο χώρο, ενώ τα θεσμικά όργανα της πολιτικής μας δράσης παραμένουν σε μεγάλο βαθμό κολλημένα στο έδαφος. Είναι, όπως και πριν, τοπικά. Αυτό που ακολουθεί είναι ότι οι τελευταίοι επηρεάστηκαν από την εξοργιστική απουσία εξουσίας και αποτελεσματικής δράσης, και μάλιστα με ένα τρόπο κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή. Απ’ ό,τι φαίνεται όμως, υπάρχει μικρο-πολιτική στον εξωεδαφικό κυβερνοχώρο, την παιδική χαρά των δυνάμεων. Στον δικό μας παγκοσμιοποιημένο κόσμο, η πολιτική τείνει να είναι όλο και περισσότερο, με πάθος, συνειδητά τοπική. Μην έχοντας πρόσβαση στον κυβερνοχώρο, μένει πίσω και αναλαμβάνει τα «άμεσης πρόσβασης» θέματα, τοπικά ζητήματα, σε σχέση με τη γειτονιά. Για τους περισσότερους από μας και για τον περισσότερο χρόνο, αυτά φαίνεται να είναι τα μοναδικά θέματα για τα οποία «μπορούμε να κάνουμε κάτι», να ασκήσουμε επιρροή, να τα διορθώσουμε, να τα βελτιώσουμε. Μόνο σε «τοπικά ζητήματα» η δράση μας μπορεί να «κάνει την διαφορά», όσο για τα υπόλοιπα, τα «υπερ-τοπικά» θέματα, «δεν υπάρχει εναλλακτική» (ή έτσι τουλάχιστον μας λένε συνέχεια οι τοπικοί αρχηγοί και οι περισσότεροι άνθρωποι που ξέρουμε). Υποψιαζόμαστε λοιπόν, ότι θα ολοκληρώσουν το έργο τους ό,τι κι αν κάνουμε, με τα ανεπαρκή μας μέσα. Και έτσι, ακόμα και τα ζητήματα με αδιαμφισβήτητα παγκόσμιο χαρακτήρα, με βαθιές και σκοτεινές ρίζες και αιτίες, εισέρχονται στην πολιτική μας σφαίρα μόνο μέσω των τοπικών επιπτώσεών τους.
Η αναμφισβήτητη παγκόσμια μόλυνση της ατμόσφαιρας ή των υδάτων μετατρέπεται σε πολιτικό ζήτημα όταν μια χωματερή για τοξικά απόβλητα πάει να εγκατασταθεί δίπλα στο σπίτι μας ή στη γειτονιά μας. Η αυξανόμενη ανησυχία για την εμπορευματοποίηση της υγείας, αναμφίβολα μια συνέπεια του ανταγωνισμού των πολυεθνικών της φαρμακοβιομηχανίας, αποκτά πολιτική σκοπιά όταν το γειτονικό νοσοκομείο γκρεμίζεται ή καταργείται το γηροκομείο. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης, που έπρεπε να αντιμετωπίσουν το χάος που προκάλεσε η παγκόσμια τρομοκρατία –και τα συμβούλια και οι αρχηγοί των υπόλοιπων πόλεων που έπρεπε να αναλάβουν την ευθύνη για την ατομική ασφάλεια των πολιτών, θεωρούνται πλέον ευάλωτοι μπροστά σε δυνάμεις πολύ πέρα από την κυριότητα οποιουδήποτε δήμου.
Η παγκόσμια καταστροφή της ζωής και ο ξεριζωμός εδραιωμένων πληθυσμών εισάγεται στον ορίζοντα της πολιτικής μας δράσης όταν οι πολύχρωμοι οικονομικοί μετανάστες συνωστίζονται στους κάποτε ομοιόμορφους δρόμους… Για να μη μακρηγορώ: οι πόλεις έχουν μετατραπεί σε χωματερές των παγκόσμιων προβλημάτων. Οι κάτοικοι των πόλεων και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί τους έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με ένα έργο που δεν μπορούν με καμιά φαντασία να εκπληρώσουν: το να πρέπει να βρίσκουν τοπικές λύσεις στις παγκόσμιες αντιθέσεις.
Εξού και το παράδοξο που διαπίστωσε ο Castells,[xix] «όλο και περισσότερη τοπική πολιτική, σε έναν κόσμο δομημένο από όλο και αυξανόμενες παγκόσμιες διαδικασίες». «Υπήρχε παραγωγή νοήματος και ταυτότητας: η γειτονιά μου, η κοινότητά μου, η πόλη μου, το σχολείο μου, το δέντρο μου, το ποτάμι μου, η παραλία μου, η εκκλησία μου, η γαλήνη μου, το περιβάλλον μου». «Ανυπεράσπιστοι μπροστά στην παγκόσμια λαίλαπα, οι άνθρωποι κολλημένοι στον εαυτό τους». Να σημειωθεί ότι όσο περισσότερο είναι «κολλημένοι στον εαυτό τους», τόσο περισσότερο «ανυπεράσπιστοι είναι απέναντι στην παγκόσμια λαίλαπα», αλλά επίσης και πιο ανήμποροι –προς μεγάλη χαρά των παγκόσμιων διαχειριστών, οι οποίοι δεν έχουν κανένα λόγο να φοβούνται τους ανυπεράσπιστους- να ορίζουν τα τοπικά, δηλαδή τα φαινομενικά δικά τους νοήματα και ταυτότητες. Όπως αναφέρει σε άλλο σημείο ο Castells,[xx] η δημιουργία του «ρευστού χώρου» θέτει μια νέα (παγκόσμια) ιεράρχηση της κυριαρχίας-μέσω-της-απειλής-της-αποχώρησης. Ο «ρευστός χώρος» μπορεί να «ξεφύγει από τον έλεγχο κάθε ντόπιου»- ενώ (και επειδή!) «ο χώρος του τόπου είναι περιορισμένος, τοπικός, και έτσι όλο και πιο αδύναμος σε σχέση με την ευελιξία του ρευστού χώρου, με μοναδική ευκαιρία αντίδρασης των ίδιων των περιοχών, την πιθανότητα να αρνηθούν το δικαίωμα προσγείωσης των δυσβάσταχτων ροών –για να δουν τελικά ότι θα προσγειωθούν σε μια άλλη κοντινή περιοχή, προκαλώντας έτσι την περιθωριοποίηση των επαναστατημένων κοινοτήτων». Οι τοπικές πολιτικές –και κυρίως οι αστικές πολιτικές– έχουν υπερφορτωθεί, είναι αναμενόμενο λοιπόν να μετριάσουν τις συνέπειες της εκτός ελέγχου παγκοσμιοποίησης με μέσα και πόρους που η ίδια η παγκοσμιοποίηση κατέστησε ανεπαρκή.
Στον ταχέως παγκοσμιοποιημένο κόσμο, κανένας δεν είναι εύκολα και απλά «παγκόσμιος διαχειριστής». Το περισσότερο που μπορούν να καταφέρουν τα μέλη της παγκόσμιας ελίτ είναι ένα πιο ευρύ πεδίο εφαρμογής της κινητικότητάς τους. Εάν τα πράγματα γίνουν πολύ έντονα για να είναι άνετα, και ο χώρος γύρω από τις κατοικίες της πόλης αποδειχθεί πολύ επικίνδυνος και δύσκολος να τον διαχειριστούν, μπορούν να μετακινηθούν κάπου αλλού –μια επιλογή που δεν είναι εύκολη για τις υπόλοιπες κοντινές γειτονιές. Η δέσμευσή τους προς τα ζητήματα της πόλης είναι μάλλον λιγότερο συνεπής σε σχέση με αυτούς που έχουν λιγότερη ελευθερία να σπάσουν το δεσμό μονομερώς. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει ότι στην αναζήτηση «νοήματος και ταυτότητας», την οποία χρειάζονται εξίσου με τον διπλανό τους, μπορούν να αφήσουν εκτός υπολογισμών το μέρος που κατοικούν και εργάζονται. Είναι κομμάτι του χώρου της πόλης, όπως όλοι οι υπόλοιποι άντρες και γυναίκες, και οι επιδιώξεις της ζωής τους αναγράφονται σε αυτόν. Σαν παγκόσμιοι διαχειριστές, ίσως να περιφέρονται στον κυβερνοχώρο. Αλλά σαν ανθρώπινα όντα, κινούνται και παραμένουν στον φυσικό χώρο. Το περιβάλλον καθορίζεται και συνεχώς προσαρμόζεται εκ νέου βάσει των ανθρώπινων αγώνων για το νόημα και την ταυτότητά τους. Η ανθρώπινη εμπειρία περισυλλέχτηκε και τα μηνύματά της συγκεντρώθηκαν, οργανώθηκαν, έγιναν αποδεκτά ή απορρίφθηκαν και τέθηκαν υπό διαπραγμάτευση, ανά τον κόσμο. Είναι λοιπόν σε αυτά τα μέρη, και από αυτά τα μέρη, που οι ανθρώπινες επιδιώξεις και επιθυμίες γεννήθηκαν, και έζησαν με την ελπίδα να εκπληρωθούν, απογοήτευσαν τον κίνδυνο –και τις περισσότερες φορές– απογοητεύτηκαν.
Οι σύγχρονες πόλεις είναι το πεδίο μάχης στο οποίο οι παγκόσμιες δυνάμεις, τα τοπικά νοήματα και οι ταυτότητες συναντιούνται, συγκρούονται και αναζητούν μια ικανοποίηση, ή απλά έναν διακανονισμό –μια αίσθηση συμβίωσης που ελπίζουν να φέρει τελικά την ειρήνη, αλλά σαν κανόνας πλέον αποδεικνύεται, ότι φέρει απλά μια ανακωχή, ένα διάλειμμα για να επαναφέρουν τις τσακισμένες άμυνες και να αναδιοργανώσουν τις μάχιμες μονάδες. Είναι αυτή η αντιπαράθεση, και όχι κάποιος μεμονωμένος παράγοντας, που θέτει σε κίνηση και καθοδηγεί τις δυναμικές της «ρευστής πόλης». Και για να μην υπάρχει κάποιο λάθος: οποιασδήποτε πόλης, αλλά όχι όλων στον ίδιο βαθμό. Ο Michael Peter Smith στο πρόσφατο ταξίδι του στην Κοπεγχάγη[xxi] έχει καταγράψει σε περίπατο μιας ώρας «μικρές ομάδες Τούρκων, Αφρικανών, και μεταναστών από τη Μέση Ανατολή», παρατήρησε «πολλές γυναίκες με μαντήλα», διάβασε «πινακίδες σε διάφορες μη-ευρωπαϊκές γλώσσες», και είχε «μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα με ένα ιρλανδό barman, σε μια αγγλική pub, απέναντι από το Tivoli Garden». Αυτές οι εμπειρίες πεδίου αποδεικνύονται χρήσιμες, λέει ο Smith στη διάλεξη που έδωσε μετά το ταξίδι, «όταν κάποιος επέμεινε ότι η διεθνικότητα είναι φαινόμενο των «παγκόσμιων πόλεων» όπως η Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, αλλά έχει μικρή σχέση με νησιωτικές πόλεις όπως η Κοπεγχάγη».
lesandmore.gr/koinonia/stous-dromous-chorous
—————————————————
Σημειώσεις
[i] Soja, E. W. (2000) Postmetropolis: Critical Studies of Cities and Regions, Blackwell, σ. XII.
[ii] Αναφορά στο Moss, M. L. και Townsend A. M. (2000) ‘How Telecommunications Systems Are Transforming Urban Spaces’, στο J. O. Wheeler, Y. Aoyama και B. Wharf (επιμ.), Cities in the Telecommunications Age: The Fracturing of Geographies, Routledge, σ. 30-32.
[iii] Graham, S. και Marvin, S. (2000) ‘Urban Planning and the Technological Future of Cities’, στο ό.π., σ. 72.
[iv] ΣτΜ. Kunstkamer στο πρωτότυπο.
[v] Βλ. τη συνέντευξη στον Steve Proffitt στη Los Angeles Times, 12 Οκτωβρίου 1997.
[vi] Storper, M. (1997) The Regional World: Territorial Development in a Global Economy, Guilford Press, σ. 235.
[vii] Mumford, L. (1961) The City in History: Its Origins, Its Transformations, and Its Prospects, Harcourt Brace Jovanovitch, σ. 413.
[viii] The City in History, σ. 415.
[ix] The City in History, σ. 440.
[x] The City in History, σ. 446.
[xi] Mumford, L. (1938) The Culture of Cities, Νέα Υόρκη, σ. 265, 176.
[xii] Ο «διακανονισμός» (“settlement”), όπως εξηγεί ο Lars-Henrik Schmidt στο Settling of Values (Aarhus, Center for Kulturforskning 1993, σ.1-8) δεν είναι απλά μια απόφαση. Διαφέρει από έναν ορθολογικό υπολογισμό και προχωράει χωρίς «προκαθορισμένα κριτήρια». Δεν «ψάχνει για βοήθεια στην κατανόηση ή στη συλλογιστική» και δεν «αποφασίζει με βάση έννοιες ή αρχές». Ούτε και έχει μια «ορισμένη διαδικασία». Με άλλα λόγια, «διαφέρει από το ‘ίσως γνωρίζω’ της κατανόησης, από το ‘τολμώ να πιστεύω’ της κρίσης και από το ‘πρέπει να κάνω’ της λογικής». Είναι, μπορούμε να πούμε, απoρρυθμισμένος, αντικατοπτρίζοντας μια καυτά αμφισβητούμενη περιοχή αντικρουόμενων και ασυμβίβαστων αξιών που ξεπερνούν μια συμφωνημένη, αποδεκτή ρύθμιση.
[xiii] Weber, M. ‘The Nature of the City’, αρχική έκδοση το 1921 στο Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik, εδώ το παράθεμα είναι από το The City, σε επιμέλεια και μετάφραση των Don Martindale και Gertrude Neuwirth, Free Press, 1958.
[xiv] Castells, M. (1989) The Informational City: Information, Technology, Economic Restructuringand the Urban-Regional Process, Blackwell, σ. 349.
[xv] The Informational City, σ. 228.
[xvi] Σχετικά με τη ρευστή (ή «λογισμική») νεωτερικότητα και τη διάκρισή της από τη στερεή (ή «μηχανολογική») μορφή της, βλ. το βιβλίο μου Liquid Modernity (Polity Press 2000).
[xvii] Smith, M. P. (2002) Transnational Urbanism: Locating Globalization, Blackwell, σ. 54-5.
[xviii] Βλ. Friedman, J. (1993) ‘Where We Stand: a decade of world city research’ στο P.L. Knox και P.J. Taylor (επιμ.) World Cities in a World System, Canbridge UP και Harvey, D. (1993) ‘From Space to Place and Bach Again: Reflections on the Condition of Postmodernity’ στο Bird, Curtis, Putnam, Robertson και Tickner (επιμ.) Mapping the Futures, Routledge.
[xix] Castells, M. (1997) The Power of Identity, Blackwell, σ. 61.
[xx] Castells, M. “Grassrooting the Space of Flows”, in Cities in the Telecommunication Age: The Fracturing of Geographies, σ. 20-1.
[xxi] Transnational Urbanism, σ. 108.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.