Του Πέτρου Νικολούδη,
Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου
Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια που με προβληματίζει ιδιαίτερα αυτόν τον καιρό. Γενικώς, πρόκειται για μια ψυχική ασθένεια που δεν την έχω δει να αναφέρεται τόσο πολύ όσο περίμενα στη βιβλιογραφία της κοινωνικής πολιτικής. Ωστόσο, θεωρώ πως οι κοινωνικές επιστήμες και πιο συγκεκριμένα η κοινωνική πολιτική, η κοινωνική εργασία, η ψυχολογία και σαφώς η ψυχιατρική, μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση αυτού του σκοταδιού όπως το ονομάζω εγώ, που λέγεται κατάθλιψη.
Πριν προχωρήσω στον τρόπο αντιμετώπισης, θα πρέπει να κατανοήσουμε το τι είναι η κατάθλιψη και το τι έχει προκαλέσει στις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες και τις διαστάσεις που θα λάβει τα επόμενα χρόνια. Στην καθημερινή ζωή με τον όρο κατάθλιψη εννοούμε μια κατάσταση θλίψης και μελαγχολίας. Κάτι τέτοιο συνήθως είναι παροδικό και οφείλεται σε παράγοντες που μπορεί κάποιες φορές να μην είναι πολύ σημαντικοί. Η κατάθλιψη διαφέρει από την Κλινική Κατάθλιψη η οποία χαρακτηρίζεται από συμπτώματα που διαρκούν πάνω από δύο εβδομάδες και είναι τόσο σοβαρά ώστε να επεμβαίνουν στη ζωή του ατόμου.
Η κατάθλιψη χαρακτηρίζεται ως η μάστιγα του 21ου αιώνα καθώς παρουσιάζεται μια τεράστια δυναμική εξάπλωσής της στον πλανήτη. Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή που εμφανίζεται συχνότερα. Ένα στα δέκα άτομα θα νοσήσει κάποια στιγμή στη ζωή του. Από επιδημιολογικές έρευνες υπολογίζεται ότι το 6% του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο και 550 χιλιάδες στη χώρα μας. Σύμφωνα τώρα με στοιχεία που έχει επεξεργαστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα του ΟΗΕ, πέντε από τις δέκα αρρώστιες με τον υψηλότερο δείκτη βαρύτητας είναι ψυχικές. Η κατάθλιψη καταλαμβάνει σήμερα την τέταρτη θέση και υπολογίζεται ότι θα αναρριχηθεί στην 2η θέση κατάταξης μέχρι το 2020.
Η κατάθλιψη εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, στους διαζευγμένους και στους κατοίκους αγροτικών περιοχών. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σε όλο τον κόσμο, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν αναγνωρίζονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία ενώ 10% των καταθλιπτικών ασθενών αυτοκτονούν. Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζεται ολοένα και περισσότερο στην εφηβική και στην πρώιμη ενήλικη ζωή.
Αυτό που είναι πολύ ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η κατάθλιψη είναι μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες των σύγχρονων ανθρώπινων κοινωνιών. Η κατάθλιψη σίγουρα είναι μια ψυχική ασθένεια, που αφορά τη ψυχή του καθένα μας, ωστόσο οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μπορούν να παίξουν τον ρόλο τους στη διαιώνιση αυτής της ασθένειας. Οι σχέσεις που δημιουργούνται στον καπιταλισμό είναι αλλοιωμένες και όσο πιο σκληρός γίνεται ο καπιταλισμός, τόσο πιο πολύ αλλοιώνονται οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Μάλιστα, τεράστιο πρόβλημα αποδεικνύεται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο που πάσχουν από κατάθλιψη δεν λαμβάνουν κάποια βοήθεια και δεν αναγνωρίζονται.
Αναφέραμε προηγουμένως πως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες παίζουν τον ρόλο τους για την επέκταση της κατάθλιψης. Στην Ελλάδα μπορεί να φανεί έντονα αυτό. Την περίοδο των μνημονίων, των περιορισμών των κοινωνικών δικαιωμάτων, την περίοδο της επισφαλούς εργασίας, την περίοδο της αύξησης της ανεργίας και περικοπής επιδομάτων και συντάξεων, το άγχος και η θλίψη και η έλλειψη οράματος αυξάνονται, ενώ παράλληλα δημιουργούν το έδαφος όχι μόνο για να πληγούν οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και να υπάρξουν περισσότερα θύματα της κατάθλιψης. Επιπλέον, πολλοί καταθλιπτικοί δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να ζητήσουν βοήθεια από ιδιωτικό ψυχολόγο ή ψυχίατρο, ενώ παράλληλα έχουμε έναν δημόσιο τομέα ο οποίος γίνεται όλο και πιο αδύναμος, λόγω της μειωμένης χρηματοδότησης.
Το γεγονός μάλιστα πως οι γυναίκες πάσχουν από κατάθλιψη σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άντρες, οφείλεται στις ανισότητες στην είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας σε σχέση με τους άντρες (οι γυναίκες έρχονται σε μειονεκτική θέση). Μάλιστα, οι γυναίκες πέφτουν πιο εύκολα θύματα βιασμού και κακομεταχείρισης ανά τον κόσμο, οπότε είναι λογικό αποτέλεσμα να πέσουν αρκετές από αυτές θύματα της κατάθλιψης.
Τώρα ένας από τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά και οι νέοι ενήλικοι πέφτουν σε κατάθλιψη στην Ελλάδα είναι οι αυξημένες απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Βέβαια, το bullying στην Ελλάδα παίζει σίγουρα καθοριστικό ρόλο για την ψυχολογική εξέλιξη των παιδιών. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα, σχεδόν 6 στα 10 παιδιά του Δημοτικού έχουν υπάρξει μάρτυρες λεκτικού εκφοβισμού συμμαθητή τους. Στην έρευνα αυτή, την οποία πραγματοποίησαν η καθηγήτρια εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Βάσω Αρτινοπούλου, ο αναπληρωτής καθηγητής ψυχοκοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, Θωμάς Μπάμπαλης και ο εκπαιδευτικός, Βασίλης Νικολόπουλος, πήραν μέρος 3.667 μαθητές Δημοτικού και 33.112 μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου. Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας γίνεται εντονότερο στις μεγαλύτερες τάξεις, καθώς 3 στους 10 έχουν δηλώσει πως έχουν πέσει θύμα Bullying.
Τώρα όσον αφορά την επαρχία στην Ελλάδα, οι μονάδες ψυχικής βοήθειας είναι λιγότερες και υπολειτουργούν σε σχέση με αυτές, ενώ παράλληλα οι διάφορες επιβαρύνσεις των αγροτών, συμβάλλουν γενικώς στην επέκταση της κατάθλιψης σε αυτές τις ομάδες του πληθυσμού.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι, στο όνομα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της καταπολέμησης της κατάθλιψης, έχουν καθήκον να συνεργαστούν. Οι ειδικοί περί κοινωνικής πολιτικής μπορούν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο μέσω του οποίου, τα άτομα τα οποία δεν λαμβάνουν βοήθεια και δεν αναγνωρίζονται, να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή με κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και ψυχιάτρους και να ξεκινήσουν την θεραπεία τους.
- Να υπάρξουν περισσότερες δομές φροντίδας στην επαρχία, καθώς και δομές φροντίδας για τις γυναίκες και τα παιδιά. Μάλιστα, οι κοινωνικοί λειτουργοί, οι ψυχολόγοι και οι ψυχίατροι να συνεργάζονται και να αναπτύσσουν πιο αποτελεσματικούς μεθόδους μελέτης και αντιμετώπισης της κατάθλιψης.
Επιπρόσθετα, η δημιουργία ενός αποτελεσματικότερου και ισχυρότερου δικτύου κοινωνικής προστασίας, μπορεί ναι έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανασφάλειας και την αύξηση γενικώς του βιοτικού επιπέδου. Παράλληλα η κοινωνική πολιτική μπορεί να βελτιώσει την οικονομία της επαρχίας αλλά και να επηρεάσουν την αγορά εργασίας προκειμένου οι γυναίκες να εισέρχονται με ίσους όρους με τους άντρες στην εργασία τους. Τέλος, η δημιουργία ενός εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο να μην έχει υπερβολικές απαιτήσεις από τους μαθητές, αλλά να προάγει την δημιουργικότητά τους και τις δυνατότητές τους, να γίνει πιο ανθρώπινη η προαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όλα αυτά μπορούν να γίνουν μόνο εφόσον οι πολιτικές της Ε.Ε και του κράτους στραφούν στον ανθρωπισμό και αφήσουν πίσω την προσκόλληση στην οικονομική ανταγωνιστικότητα. Σίγουρα θα πρέπει να υπάρξει μια οικονομική ανάπτυξη, αλλά ο πλούτος που θα παραχθεί να εξυπηρετεί τους πολλούς και όχι τους λίγους.
Μπορεί να μην είμαστε εμείς που θα φέρουμε το φως, αλλά δεν είμαστε εμείς που φοβόμαστε το σκοτάδι.