Δαλτζόγλου Χαράλαμπος
Απόφοιτος Κοινωνικής Πολιτικής ΔΠΘ
Το παρόν άρθρο αποτελεί κομμάτι της διπλωματικής μου εργασίας με τίτλο «Προσδοκίες γονέων μεταναστών για τα παιδιά τους» που κατατέθηκε στην ΑΣΠΑΙΤΕ Σαππών Ροδόπης κατά το ακαδημαϊκό έτος 2015 -2016.
Οι σχέσεις παιδιών και γονέων μεταναστών στο σπίτι
Κατά τα πρώτα χρόνια διαμονής των γονέων με μεταναστευτικό υπόβαθρο στην Ελλάδα, οι συνθήκες και τα προβλήματα προσαρμογής τους στη νέα χώρα τους απομακρύνουν κατά κάποιο τρόπο από την εκπαίδευση των παιδιών τους. Μολονότι, οι γονείς ενδιαφέρονται για τη μόρφωση αυτών, αποφεύγουν κάθε δαπάνη, ενώ σε άλλες περιπτώσεις δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ακόμη και μεταχειρισμένα βιβλία που βρίσκουν στα σπίτια των εργοδοτών τους. Ακόμη, οι μοναδικές εκδρομές που μπορούν να προσφέρουν την παρούσα χρονική στιγμή στα παιδιά τους, είναι τα ταξίδια στην Αλβανία – Βουλγαρία και ο περίπατος στο εκάστοτε γειτονικό άλσος ή παραλία. Οι οικογένειες μεταναστών, βέβαια, διακρίνονται για το συντηρητικό τους χαρακτήρα, καθώς στην πλειονότητά τους προέρχονται από αγροτικές – υποανάπτυκτες περιοχές. Το τελευταίο αποτελεί – έμμεσα – αιτία της «θυματοποίησης» των παιδιών των μεταναστών, αφού τα πρότυπα που επικρατούν και αποκομίζουν τα παιδιά μέσα από την οικογένεια συγκρούονται με εκείνα που αναπτύσσονται στο σχολείο από δασκάλους και συμμαθητές. Ωστόσο, στην πορεία οι γονείς δείχνουν να ενσωματώνονται στα πρότυπα των γηγενών, κι αυτή η προσαρμογή τους οφείλεται στην ανάγκη τους να συμμορφωθούν με το κυρίαρχο ελληνικό ρεύμα, ενώ ταυτόχρονα γίνονται προσπάθειες ομαλής κοινωνικής ένταξης και ενσωμάτωσης των παιδιών τους μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ακόμη, όμως, και στις περιπτώσεις που οι γονείς μπορεί να διαθέτουν αξιόλογο μορφωτικό επίπεδο (απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης), οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της οικογένειας εμποδίζουν μια θετική επαγγελματική εξέλιξη και καταξίωση των παιδιών (καθοδική επαγγελματική κινητικότητα). Το στερημένο, λοιπόν, επίπεδο ζωής στενεύει τον ορίζοντα των προσδοκιών τόσο των παιδιών όσο και των γονέων, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε ένα κλειστό και απομονωμένο κύκλο κοινωνικής δράσης. Αυτό φαίνεται, κυρίως, μέσα από την απόρριψη που βιώνουν οι αλλοδαποί μαθητές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και τη σχολική αποτυχία. Έτσι, οι μαθητές αυτοί ωθούνται σε περιορισμένες επαγγελματικές φιλοδοξίες και καταφεύγουν συνήθως από νωρίς στο χώρο της αγοράς εργασίας, όπου δεν έχουν τη δυνατότητα διεκδίκησης υψηλών θέσεων εργασίας και υψηλών χρηματικών απολαβών, διότι δε διαθέτουν τα επαρκή και απαραίτητα εκπαιδευτικά εφόδια. Κατ’ επέκταση, δημιουργείται ένας ατέρμων κύκλος αναπαραγωγής της φτώχειας, από γενιά σε γενιά. Φυσικά, υπάρχει δυνατότητα απεμπλοκής από αυτόν τον κύκλο με την προϋπόθεση να συνδράμουν εξίσου το ελληνικό κράτος (κράτος πρόνοιας, προγράμματα εκπαίδευσης, υποστήριξης και ενίσχυσης των μεταναστών) όσο και οι ίδιοι οι μετανάστες προσπαθώντας να αλλάξουν την κοινωνική τους κατάσταση και ακολουθώντας τους όρους – κανόνες της ενσωμάτωσης, που τους υποδεικνύουν οι διάφοροι κρατικοί φορείς.
Όσον αφορά τις προσπάθειες των γονέων να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του δημόσιου ελληνικού σχολείου, οι ίδιοι ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να συμμετάσχουν και να παρακολουθούν μαθήματα διδακτικής στήριξης στα σχολεία (ενισχυτική διδασκαλία), ενώ κάποιοι τα βοηθούν στέλνοντας τα σε φροντιστήρια. Σύμφωνα με μελέτες, τα παιδιά των μεταναστών προετοιμάζονται 1 – 3 ώρες ημερησίως για το σχολείο. Στην ενδοοικογενειακή επικοινωνία κυρίαρχη γλώσσα είναι η μητρική γλώσσα των μεταναστών, ενώ η ελληνική έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Μάλιστα, όταν το παιδί πηγαίνει στο σχολείο ή το νηπιαγωγείο, μιλώντας τη μητρική του γλώσσα (πρώτη), την ξεχνά πολύ πιο αργά από ό, τι μαθαίνει τη γλώσσα της χώρας υποδοχής (δεύτερη) και μαθαίνει τη δεύτερη τόσο γρηγορότερα όσο πληρέστερη είναι η γνώση της πρώτης. Πολλές φορές, όμως, κάποιοι γονείς επιλέγουν να χρησιμοποιούν σταδιακά την ελληνική γλώσσα στο σπίτι, με σκοπό να προετοιμάσουν καλύτερα τα παιδιά τους για την είσοδό τους στο ελληνικό σχολείο, αν και ανησυχούν μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο δε μάθουν τη μητρική τους γλώσσα. Για παράδειγμα, κάποια μητέρα αναφέρει: «Η κόρη μου μιλάει αλβανικά, αλλά μπερδεύει πολλές λέξεις. Μια μέρα θύμωσα πολύ γι’ αυτό και της λέω: ‘Αν δεν ξέρεις, άνοιξε ένα βιβλίο να μάθεις. Ποιος ξέρει αν θα ζήσουμε στην Ελλάδα για πάντα; Μπορεί να χρειαστείς την αλβανική γλώσσα μια μέρα.» γι αυτό οι περισσότεροι γονείς αγοράζουν αλβανικές εφημερίδες και διηγούνται στα παιδιά τους την ιστορία της Αλβανίας.
Παράλληλα, οι οικογένειες μεταναστών διανύουν μια φάση προσαρμογής στο νέο τους περιβάλλον και συχνά μια περίοδο αμφιταλάντευσης. Εξαιτίας, της πίεσης που ασκεί η χώρα υποδοχής, αλλά και της συνύπαρξης με άλλες εθνικότητες, πολλά στοιχεία στη ζωή των μεταναστών δεν είναι πια σαφή ή σταθερά, αλλά βρίσκονται σε διαρκή εξέλιξη. Οι οικογένειες αυτές αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε μια προσπάθεια συμμόρφωσης προς τους όρους και τα πρότυπα της κυρίαρχης κουλτούρας και στην επιθυμία τους να μην αποξενωθούν από τις ρίζες τους. Φυσικό επακόλουθο είναι η κατάσταση αυτή να αντικατοπτρίζεται στο παιδί και να το επηρεάζει.
Τέλος, τα παιδιά των αλλοδαπών εντοπίζουν και βιώνουν τα προβλήματα τα οποία προσπαθεί να υπερπηδήσει η οικογένεια. Τα παιδιά, σύμφωνα με έρευνες, αγωνιούν τόσο για την επιβίωση όλης της οικογένειας που αναζητά, χωρίς να έχει εξασφαλίσει, μια καλύτερη επαγγελματική θέση (σταθερό και αξιόλογο εισόδημα), όσο και για την κατοχή σίγουρης και μόνιμης στέγης, για την απόκτηση άδειας παραμονής και για τη σίτιση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των μελών της οικογένειας. Δεν είναι λίγοι οι μαθητές που ζουν κάτω από άθλιες – απάνθρωπες συνθήκες στο σπίτι, που δυσχεραίνουν την προσπάθεια μελέτης, ενώ παράλληλα τους λείπουν απαραίτητα εφόδια, όπως βιβλία, τετράδια, αλλά και ρούχα. Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ένας καθόλου ευκαταφρόνητος αριθμός των παιδιών αυτών συμμετέχει ενεργά στον αγώνα της οικογένειας για επιβίωση, άλλοτε απασχολούμενος σε ευκαιριακές εργασίες και άλλοτε ζητιανεύοντας.
Οι σχέσεις μεταναστών γονέων με το σχολείο
Οι γονείς, από τη στιγμή που γεννιέται το παιδί, θεωρούνται οι πρώτοι και κύριοι φορείς αγωγής του και συνεχίζουν να το διαπαιδαγωγούν και να το επηρεάζουν σε όλα τα στάδια εξέλιξής του. Είναι σημαντικό, λοιπόν, για το παιδί να υπάρχει επικοινωνία και συνεργασία των γονέων με τους παιδαγωγούς, ώστε να πραγματοποιηθεί μια ισορροπημένη και κοινή αντιμετώπιση του παιδιού και να υπάρξει σύνδεση του σχολείου με το σπίτι, δύο χώρων όπου το παιδί περνάει τον περισσότερο χρόνο του. Αφενός, ο γονέας πληροφορεί τον παιδαγωγό για ενδιαφέροντα στοιχεία από τη ζωή του παιδιού στο σπίτι, και αφετέρου ο παιδαγωγός ενημερώνει το γονιό για τις επιδόσεις και τη συμπεριφορά του παιδιού στο σχολείο.
Εξάλλου, η επικοινωνία και η συνεργασία του γονέα με το σχολείο εξαρτάται από την πλευρά των γονέων, δηλαδή από α) το κοινωνικό – οικονομικό και μορφωτικό επίπεδό τους, β) τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, γ) τις συνθήκες εργασίας και καθημερινής ζωής, δ) τις προσωπικές τους εμπειρίες, ε) της σχέσης τους με το σχολείο και τη μάθηση και στ) τη θέση του παιδιού στη ζωή τους. Σημαντικός, όμως, είναι και ο ρόλος και η στάση του σχολείου απέναντι στους γονείς, δηλαδή κατά πόσο θα είναι πρόθυμο να τους υποδεχτεί, να τους θεωρήσει συνεργάτες του, να επινοήσει τρόπους εμπλοκής τους και να αντιμετωπίζει όλους τους γονείς ισότιμα, χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα ως προς την οποιαδήποτε διαφορετικότητα. Ειδικότερα, όσον αφορά τους αλλοδαπούς γονείς ενυπάρχουν επιπρόσθετες πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες περικλείουν συνήθειες, αξίες, στάσεις, συμπεριφορές, που προβάλλονται μέσα από τον τρόπο ζωής, τη γλώσσα, τη θέση του παιδιού στην οικογένεια και τους τρόπους αγωγής και φροντίδα του.
Αξίζει να αναφέρουμε, ότι, όπως όλοι οι ενήλικοι, έτσι και οι αλλοδαποί γονείς, έχουν διαμορφώσει ένα σύστημα αξιών στο οποίο συμβαίνει να έχουν ενσωματώσει στερεότυπα που είτε μεταφέρουν από τις πατρίδες τους, είτε υπάρχουν σε όλο τον κόσμο (ρατσισμός), είτε υποβόσκουν στη χώρα υποδοχής και τα ενστερνίζονται. Αυτές οι προκαταλήψεις μεταφέρονται από τα παιδιά, που έχουν αφομοιώσει τις απόψεις των ενηλίκων, στο σχολείο, αλλά και από τους γονείς, όταν έρχονται σε επαφή με εκπροσώπους διαφορετικών εθνικοπολιτισμικών ομάδων.
Είναι κοινά αποδεκτό ότι για τον παιδαγωγό η επικοινωνία με τον αλλοδαπό γονέα ή το παιδί δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς απαιτεί έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας (που τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει) και επιπλέον το ελληνικό σχολείο δεν προβλέπει την ύπαρξη μεταφραστών – διερμηνέων, πόσο μάλιστα τη νομιμοποίηση των μητρικών γλωσσών των παιδιών των μεταναστών. Ο δάσκαλος καταβάλει μια υπερπροσπάθεια προκειμένου να ισορροπήσει ανάμεσα στις επιταγές του αναλυτικού προγράμματος, των κανονισμών και των ιεραρχικών σχέσεων του εκπαιδευτικού θεσμού, στις παιδαγωγικές τους αρχές και στην ίδια του την ταυτότητα, τις ήδη διαμορφωμένες αξίες του, εικόνες – αναπαραστάσεις που έχει για τον άλλον, τον διαφορετικό (μετανάστη μαθητή και γονιό). Αναφερόμαστε, φυσικά, στο δάσκαλο που επιθυμεί να απορρίψει το ρατσισμό και οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ των παιδιών και των οικογενειών τους.
Στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος διαπολιτισμικής αγωγής «Αίσωπος» (έρευνα δράσης – επιμόρφωση), διερευνώνται και προτείνονται εκείνες οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις που θα ήταν προσαρμοσμένες στην ετερότητα των παιδιών και των οικογενειών τους. Γενικά, μέσα από αυτές τις προσεγγίσεις, γίνεται επιτακτική ανάγκη ο εκπαιδευτικός να αποβάλλει κάθε εθνοκεντρικό στοιχείο, να διαχωρίζει τα λαογραφικά από τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, να απορρίπτει την κατηγοριοποίηση των ατόμων σύμφωνα με την προέλευσή τους (φυλετική, εθνική, θρησκευτική, τοπική, κ.ά.), να αποφεύγει την αντίθετη παγίδα εξιδανίκευσης του διαφορετικού που καταλήγει επίσης σε απόρριψη και να εξασφαλίσει την έκφραση κάθε διαφοράς, το διάλογο και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ όλων, μέσα σ’ ένα κλίμα αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης.
Αρχικά, αναφερόμαστε στους τρόπους με τους οποίους οι αλλοδαποί γονείς μπορούν να εισέλθουν στο χώρο του σχολείου, με σκοπό να αποκτήσουν άμεση επαφή μ’ αυτό και να κατανοήσουν το παιδαγωγικό του έργο. Μια από τις πρωτοβουλίες που ανέλαβαν οι εκπαιδευτικός που συμμετείχαν στο πρόγραμμα «Αίσωπος», ήταν η προσφορά «δώρων» τους γονείς ως ένδειξη της πρόθεσής τους να τους προσεγγίσουν ουσιαστικά. Τέτοια δώρα αποτελούσαν φωτογραφικά άλμπουμ για κάθε παιδί με φωτογραφίες από τις καθημερινές του δράσεις, ευχετήριες κάρτες με αφορμή γιορτές ή ευχάριστες στιγμές, κοινές κατασκευές παιδιών – παιδαγωγών και ομαδικές εργασίες παιδιών που τοιχοκολλούνταν στην είσοδο και σε όλο το κτίριο.
Μια δεύτερη πρωτοβουλία των δασκάλων ήταν οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους γονείς των παιδιών στο χώρο του σχολείου, με κύρια επιδίωξη το διάλογο. Στόχος ήταν τόσο να γνωρίσουν οι γονείς τα χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς του παιδιού στο σχολείο και την πορεία ανάπτυξής του, όσο και να δώσουν πληροφορίες για τη ζωή του παιδιού στο σπίτι και τη δική τους συμπεριφορά απέναντι του, προκειμένου να υπάρξει κοινή γραμμή αντιμετώπισης.
Αξιοσημείωτες ήταν και οι επισκέψεις των δασκάλων στο σπίτι κάθε οικογένειας μεταναστών, διότι είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωναν τα συγκεκριμένα παιδιά, να ενημερώσουν πληρέστερα τους γονείς για το παιδαγωγικό τους έργο και τις προσπάθειες να διερευνήσουν πρακτικές διαπολιτισμικής αγωγής, να έρθουν σε επαφή με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιαιτερότητες της οικογένειας, να συμπαθήσουν γονείς που ίσως ένιωθαν ακόμη ως «ξένους» και να υλοποιήσουν αποτελεσματικά τη σύνδεση των σημείων του τριγώνου παιδαγωγός – παιδί – γονέας.
Για να προσεγγίσουν, επίσης, οι εκπαιδευτικοί εκείνους τους γονείς, με τους οποίους δεν είχαν αποκτήσει την καλύτερη δυνατή επικοινωνία, φρόντισαν να τους εμπλέξουν μέσα από την επεξεργασία υλικού, που συνδέεται με τις πολιτισμικές τους καταβολές. Πιο συγκεκριμένα, ζήτησαν από τους γονείς να φέρουν αντικείμενα ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας γι’ αυτούς, προκειμένου να οργανώσουν γωνιές στο σχολείο και να εμπλουτίσουν εργαστήρια μ’ αυτό το υλικό. Παράλληλα, πραγματοποίησαν απόπειρα να δημιουργηθούν στο σχολείο συνθήκες που θα ενθάρρυναν τους γονείς να εμπλακούν αυθόρμητα σε δραστηριότητες των παιδιών τους, προάγοντας μέσα από αυτές την πολιτισμική τους κληρονομιά – ιδιαιτερότητα, ενώ ακόμη τους προέτρεπαν να συνεργαστούν (παιδαγωγοί – γονείς – παιδιά) μέσα από τη διεξαγωγή κοινών δράσεων και την πραγματοποίηση κοινών έργων. Οι παραπάνω πρακτικές λειτούργησαν, σαφώς, ως μια απτή απόδειξη της αποδοχής όλων των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων και αποτέλεσαν μια πύλη εισόδου σε αναπαραστάσεις, αξίες, πρότυπα, τόσο των αλλοδαπών οικογενειών, όσο και της χώρας υποδοχής.
Τέλος, πραγματοποιήθηκαν προγραμματισμένες συγκεντρώσεις γονέων στο σχολείο πιο ελκυστικές και με περιεχόμενο κατανοητό σε όλους, όπως εκθέσεις έργων, οπτικοαουστικό υλικό και εργαστήρια για γονείς. Ταυτόχρονα, δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην οργάνωση γιορτών και εκδηλώσεων ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Σκοπός όλων αυτών ήταν να ζήσουν οι γονείς δημιουργικές ώρες με τα παιδιά τους, τους δασκάλους και τους άλλους γονείς (ασχέτως προέλευσης), αλλά και στιγμές ξεγνοιασιάς και χαλάρωσης.
Όλες αυτές οι πρακτικές μέθοδοι, θα ήταν καλό να πραγματοποιούνται στα διαπολιτισμικά σχολεία «βιτρίνα» της χώρας μας, καθώς είναι πρωταρχικής σημασίας η κοινή αντιμετώπιση του παιδιού από τους ενήλικες που αναλαμβάνουν την αγωγή του (γονείς και εκπαιδευτικοί). « Είναι σημαντικό και ωφέλιμο για το παιδί να υπάρχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των δύο χώρων, που μοιράζεται τη ζωή του, να μην υπάρχουν, δηλαδή, αντιφατικές απαιτήσεις, διαφορετικές αρχές που το μπερδεύουν και το διαταράσσουν»
Οι μορφωτικές προσδοκίες των μεταναστών γονέων για τα παιδιά τους
Πολλές συστηματικές θεωρητικές προσεγγίσεις και έρευνες εστιάζουν στις διαδικασίες με τις οποίες τα παιδιά που εμφανίζουν χαμηλές επιδόσεις και αντιμετωπίζουν έτσι την αποτυχία στη σχολική τους πορεία, από τα πρώτα στάδια ανάπτυξής τους βιώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι μειωμένες μορφωτικές προσδοκίες των γονέων και των εκπαιδευτικών απέναντι στους μαθητές που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα (κυρίως και μετανάστες), τους δημιουργούν μειωμένη αυτοεκτίμηση, τους απογοητεύουν και ενδεχομένως τους οδηγούν σε παραίτηση από τον εκπαιδευτικό θεσμό (σχολική διαρροή). Αυτές οι διαδικασίες εσωτερίκευσης αναλύονται εκτενέστερα στο μηχανισμό της αυτοεκπληρούμενης προφητείας (ή πρόβλεψης) στο έργο Pygmalion in the classroom (Rosenthal & Jacobson 1976), όπου επαληθεύεται ο ρόλος που διαδραματίζουν οι προσδοκίες των εκπαιδευτικών και γονέων στη σχολική πορεία των παιδιών.
Οι μαθητές, επίσης, τείνουν να επιλέγουν επαγγέλματα ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία βρίσκονται. Ακόμη και αν οι γονείς διαθέτουν ένα καλό μορφωτικό επίπεδο (π.χ. απόφοιτοι γυμνασίου ή και λυκείου), συνεχίζουν να έχουν χαμηλές μορφωτικές και επαγγελματικές βλέψεις για τα παιδιά τους, καθώς επηρεάζονται από τις αρνητικές οικονομικές (φτώχεια) και κοινωνικές (περιθωριοποίηση και κοινωνικός αποκλεισμός) τους συνθήκες στη χώρα υποδοχής. Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο της καθοδικής επαγγελματικής και κοινωνικής κινητικότητας, αφού έχει διαπιστωθεί ότι φτωχά παιδιά που προέρχονται από οικογένειες, όπου συνήθως ο πατέρας έχει απολυτήριο λυκείου, είτε ακολουθούν χειρωνακτικές εργασίες είτε εγκαταλείπουν ακόμη και το σχολείο πολύ νωρίς. Αυτό, όμως, συμβαίνει, διότι οι οικογένειες μεταναστών θέτουν ως προτεραιότητα την επιβίωσή τους, τη μετάδοση αξιών, την κοινωνική και οικονομική ενσωμάτωσή τους μέσω του επαγγέλματος και του γάμου, αλλά και τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων στις μετέπειτα γενιές.
Είναι δύσκολο, λοιπόν, να εξασφαλίσουν οι μετανάστες γονείς στα παιδιά τους μια θετική εκπαιδευτική και επαγγελματική εξέλιξη, εξαιτίας των οικονομικών, κυρίως, προβλημάτων που προσπαθούν να ξεπεράσουν κατά τον πρώτο καιρό εγκατάστασής τους σε μια νέα – ξένη χώρα. Παρολαυτά, οι αλλοδαποί, δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα της καθημερινής βιοπάλης, προκειμένου να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους ένα καλύτερο μέλλον.