Του Αντώνη Πύργου
Το παρόν άρθρο αποτελεί μια προσπάθεια ανάδειξης του προβληματισμού γύρω από την εκπαίδευση ενηλίκων στην περίπτωση της Ελλάδας μέσα από το βιβλίο του Καραλή Θ., 2013, Κίνητρα και εμπόδια για τη συμμετοχή των ενηλίκων στη Δια Βίου Εκπαίδευση, Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ και ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Επιλέγοντας το απόσπασμα για την ιστορική αναδρομή του φαινομένου σκοπός του άρθρου είναι να παρουσιάσει το ιστορικό πλαίσιο της εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα, τους φορείς που ενεπλάκησαν στην εφαρμογή και υλοποίηση προγραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων, τους στόχους των προγραμμάτων καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία που στήριξαν τους φορείς και τα προγράμματα ανά χρονική περίοδο.
Όπως άλλωστε επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Cyril O. Houle (1973: 39): «Κάθε σχεδιασμός στην εκπαίδευση θα πρέπει να γίνεται κατανοητός ως ένα σύμπλεγμα αλληλεπιδρώντων στοιχείων, παρά ως μια αλληλουχία γεγονότων». Με άλλα λόγια, τα όσα ακολουθούν δεν παραπέμπουν σε μια γραμμική διαδικασία, αλλά σε ένα σύνολο αλληλεπιδρώντων παραγόντων.
Παρακάτω παρατίθεται απόσπασμα από το βιβλίο του Καραλή Θ., 2013, Κίνητρα και εμπόδια για τη συμμετοχή των ενηλίκων στη Δια Βίου Εκπαίδευση, Αθήνα: ΙΝΕ ΓΣΕΕ και ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ.
Η Εκπαίδευση Ενηλίκων στην Ελλάδα – σύντομη ιστορική αναδρομή
Τα πρώτα στοιχεία και ευρήματα της επιστημονικής έρευνας για την ιστορική εξέλιξη της Εκπαίδευσης Ενηλίκων στην Ελλάδα εντοπίζονται στις εργασίες του Βεργίδη (1982, 1985, 1995) και της Boucouvalas (1988). Οι πρώτες δραστηριότητες εκπαίδευσης ενηλίκων εμφανίζονται στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ως πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών και πολιτιστικών σωματείων, μορφωτικών οργανώσεων και επιμελητηρίων, ωστόσο είναι μάλλον σποραδικές και κυρίως χωρίς θεσμική υπόσταση. Η πρώτη απόπειρα επίσημης κρατικής παρέμβασης εντοπίζεται το 1929, με την ίδρυση νυκτερινών σχολείων για ενηλίκους. Έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι δραστηριότητες εκπαίδευσης ενηλίκων επικεντρώνονται στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού και αποτελούν προέκταση του δικτύου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αφού πραγματοποιούνταν κυρίως σε δημοτικά σχολεία, στις περισσότερες των περιπτώσεων με τα ίδια εκπαιδευτικά υλικά που προορίζονταν για τους μαθητές των τάξεων του δημοτικού σχολείου, ενώ οι εκπαιδευτές ήταν οι δάσκαλοι των σχολείων αυτών.
Με τη μεταρρύθμιση Παπανούτσου το 1964 θεσμοθετείται η ίδρυση των Κέντρων Διδασκαλίας Ενηλίκων, στο πλαίσιο του θεσμού της Λαϊκής Επιμόρφωσης, αυξάνεται η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων εκπαίδευσης ενηλίκων και διευρύνεται το φάσμα των αντικειμένων των προ- γραμμάτων εκπαίδευσης ενηλίκων. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια για την επέκταση της εκπαίδευσης ενηλίκων θα αποδειχθεί βραχύβια, καθώς η δικτατορία αξιοποίησε το δίκτυο της Λαϊκής Επιμόρφωσης ως προπαγανδιστικό μηχανισμό. Στη μεταπολεμική περίοδο οργανώθηκαν, πέραν της Λαϊκής Επιμόρφωσης, και οι πρώτοι οργανισμοί εκπαίδευσης ενηλίκων, όπως τα Κέντρα Γεωργικής Εκπαίδευσης (ΚΕΓΕ) και το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας (ΕΛΚΕΠΑ). Το ΕΛΚΕΠΑ ιδρύθηκε το 1953, με βασικό σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας στην ελληνική οικονομία και πραγματοποίησε τα πρώτα του προγράμματα το 1958 σε συνεργασία με την ΓΣΕΕ, σε αντικείμενα διοίκησης. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 το ΕΛΚΕΠΑ επέκτεινε τη δραστηριότητά του στην περιφέρεια, όμως ο αριθμός των προγραμμάτων που πραγματοποίησε ήταν αρκετά περιορισμένος.
Η ποσοτική επέκταση της εκπαίδευσης ενηλίκων στην Ελλάδα, σημειώνεται μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα. Τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη οι φορείς που κυρίως δραστηριοποιήθηκαν ανήκαν στο δημόσιο ή ευρύτερο δημόσιο τομέα και απορρόφησαν τις πρώτες επιδοτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου: η υπηρεσία Λαϊκής Επιμόρφωσης που αναβαθμίστηκε το 1983 σε Γενική Γραμματεία Λαϊκής Επιμόρφωσης, το ΕΛΚΕΠΑ, ο ΕΟΜΜΕΧ, η ΕΕΤΑΑ και μικρός αριθμός άλλων φορέων. Μόνον στο δίκτυο της Λαϊκής Επιμόρφωσης, ο αριθμός των εκπαιδευομένων κατά την πενταετία 1982- 1987 ξεπέρασε αθροιστικά το ένα εκατομμύριο (Καραλής, 2010, σ. 29).
Τα τρία Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, που ακολούθησαν για σχεδόν μια εικοσαετία επέφεραν σημαντικές μεταβολές στο πεδίο της Εκπαίδευσης Ενηλίκων στην Ελλάδα, οι σημαντικότερες των οποίων ήταν οι εξής (Karalis & Vergidis, 2004· Καραλής, 2010, Kokkos, 2012):
- Η αναμόρφωση του συστήματος συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης, η ίδρυση του Εθνικού Κέντρου Πιστοποίησης (ΕΚΕΠΙΣ) και η θεσμοθέτηση της λειτουργίας των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ).
- Η ανάθεση των προγραμμάτων σε ανταγωνιστική βάση με δημόσιους διαγωνισμούς, που ουσιαστικά σήμανε τον τερματισμό της έμμεσης στήριξης των δημοσίων φορέων κατά τη δεκαετία του 1980. Μετά το 1998 το μεγαλύτερο μέρος της υλοποίησης των προγραμμάτων γίνεται πλέον από ΚΕΚ που ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα.
- Η συνακόλουθη συρρίκνωση των φορέων του δημόσιου τομέα, κυρίως του δικτύου της Λαϊκής Επιμόρφωσης, αλλά και η αναστολή λειτουργίας του ΕΛΚΕΠΑ.
- Η εκπαίδευση των εκπαιδευτών της συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης υπό την εποπτεία του ΕΚΕΠΙΣ αλλά και των εκπαιδευτών της γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων υπό την εποπτεία της ΓΓΔΒΜ.
- Η ίδρυση των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας (ΣΔΕ) και η λειτουργία των Κέντρων Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΚΕΕ).
Κατά την προαναφερθείσα περίοδο σημειώνεται και η ανάπτυξη του επιστημονικού πεδίου της Εκπαίδευσης Ενηλίκων ως διακριτού τομέα στον ακαδημαϊκό χώρο. Η λειτουργία μικρού αριθμού μεταπτυχιακών προγραμμάτων και Εργαστηρίων σε ακαδημαϊκά ιδρύματα, η ίδρυση και λειτουργία του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, η ίδρυση της Επιστημονικής Ένωσης Εκπαίδευσης Ενηλίκων, αλλά και η λειτουργία επιστημονικών ινστιτούτων από τους κοινωνικούς εταίρους (όπως του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ), σημαντικό μέρος της δραστηριότητας των οποίων αφορά την εκπαίδευση ενηλίκων, είναι οι πλέον σημαντικές εξελίξεις σε αυτή την κατεύθυνση (Karalis & Pavlis-Korres, 2010).
Η ποσοτική επέκταση της εκπαίδευσης ενηλίκων μετά το 1980, σε συνδυασμό με τις ενδείξεις ποιοτικής αναβάθμισης που αναφέραμε και οι οποίες σημειώνονται κυρίως μετά το 2000, διαμόρφωσαν ένα σχετικά ευνοϊκό τοπίο για την διείσδυση της ιδέας της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης σε ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ωστόσο, η δημοσιονομική κρίση και οι περιοριστικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν μετά το 2010 τείνουν να ακυρώσουν αρκετές από αυτές θετικές εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου. Η μείωση της προσφοράς προγραμμάτων, η συρρίκνωση ή οι συγχωνεύσεις επιτελικών φορέων του δημοσίου με σημαντική συνεισφορά στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων, η αναστολή αρκετών επιδοτούμενων δράσεων, αλλά και οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης σε άτομα και επιχειρήσεις σίγουρα δεν προοιωνίζονται ένα ευοίωνο μέλλον για τη διά βίου μάθηση στην Ελλάδα.
Παρά το γεγονός ότι κατά την πρόσφατη τριετία, η διά βίου μάθηση θεωρήθηκε σε επίπεδο ρητορικής ως βασικός άξονας των πολιτικών για την υπέρβαση της κρίσης, η απουσία συγκροτημένων δράσεων είχε ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα και σε αρκετές περιπτώσεις την οπισθοδρόμηση. Ενώ, πράγματι, τόσο η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση όσο και η γενική εκπαίδευση ενηλίκων μπορούν να αναδειχθούν σε βασικά εργαλεία για την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης και τη διαμόρφωση όρων εξόδου από αυτήν, στην πράξη οι ευκαιρίες και οι δυνατότητες αξιοποίησης από συλλογικούς φορείς και πολίτες εμφανίζονται ιδιαίτερα μειωμένες.
Για περισσότερες λεπτομέρειες μπορείτε να ανατρέξετε στο παρακάτω link:
http://www.inegsee.gr/wp-content/uploads/2016/10/MELETH-INEGSEE-IMEGSEVEE.pdf
Αντί επιλόγου
Κατά τον σχεδιασμό μιας εκπαιδευτικής παρέμβασης, είναι αναγκαίο να οριοθετείται όσο το δυνατόν πληρέστερα και ακριβέστερα ο πληθυσμός – στόχος και να εντοπίζονται με σαφήνεια εκείνα τα χαρακτηριστικά του που επηρεάζουν άμεσα τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του προγράμματος. Σε ένα τμήμα μάθησης ενηλίκων, εκτός της ανομοιογένειας, το αναλυτικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης καθορίζεται με βάση τα χαρακτηριστικά των ενηλίκων που συμμετέχουν και την επιδίωξη κάλυψης των εκπαιδευτικών τους αναγκών. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τα στελέχη της εκπαίδευσης ενηλίκων είναι αναγκαίο να γνωρίζουν πώς διερευνώνται οι εκπαιδευτικές ανάγκες, πώς δομείται και οργανώνεται ένα πρόγραμμα με άξονα αυτές τις ανάγκες και τέλος πώς αξιολογείται, προκειμένου τα συμπεράσματα που θα προκύψουν να αξιοποιηθούν για τον πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό παρόμοιων προγραμμάτων στο μέλλον.