Κουτρουμάνου Χρύσα, πτυχιούχος Θεωρίας και Μεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστημών
Εισαγωγή
Η απανθρωποποίηση είναι ένα κοινωνιοψυχολογικό φαινόμενο, το οποίο μπορεί να λάβει μεγάλη έκταση στο πλαίσιο ενός κοινωνικού συνόλου, αναλόγως με τις συνθήκες και τις αντιλήψεις που το τροφοδοτούν. Η διερεύνησή του βρίσκεται μόλις στην πρώτη της δεκαετία, καθώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα κυριαρχούσε η αντίληψη πως η απανθρωποποίηση έχει σχέση μόνο με ακραίες καταστάσεις βίας ή πολέμου. Στα πλαίσια της εργασίας, θα δούμε τις διάφορες μορφές που μπορεί να λάβει η απανθρωποποίηση καθώς και τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται. Η ανάλυσή της θα γίνει ξεκινώντας από τα αμφίσημα στερεότυπα θερμότητας/ικανότητας, τα οποία θα μπορούσε να ειπωθεί πως αποτελούν μια πρωταρχική μορφή απανθρωποποίησης, πριν αυτή εκδηλωθεί πλήρως. Η εργασία θα καταλήξει στην ανάλυση της κατάστασης των ιδρυμάτων ψυχικής υγείας και πρόνοιας και την απανθρωποποίηση που εξελίσσεται στα πλαίσιά τους.
Θα μπορούσε να πει κανείς πως τα ιδρύματα και τα άσυλα αποτελούν μια ακραία κατάσταση, ανάλογη με αυτή της βίας και του πολέμου, επομένως δεν είναι περίεργο να λαμβάνει χώρα το φαινόμενο της απανθρωποποίησης στα πλαίσιά τους. Ιδρύματα όμως στην Ελλάδα υπάρχουν ακόμη και κλείνονται σε αυτά άνθρωποι παρά τη θέλησή τους ή έστω τη συνειδητή συγκατάθεσή τους, χωρίς ένα μεγάλο μέρος από εκείνους/ες να έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα. Εφόσον λοιπόν τα κλειστα ιδρύματα ή άσυλα, όπως και αυτά να ονομάζονται, αποτελούν ακόμη συστατικό μέρος των κοινωνικών δομών και της κοινωνικής ζωής της χώρας, δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτά ως «ακραίες καταστάσεις». Γι’ αυτό τους λόγους, θα αναφερθεί αναλυτικά η περίπτωση του Θεραπευτηρίου Χρονίων Παθήσεων – Παραρτήματος ΑμεΑ Λεχαινών, στο οποίο υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις εκτατεμένης απανθρωποποίησης, χωρίς να έχει γίνει ακόμη κάποια ουσιαστική παρέμβαση. Δυστυχώς η περίπτωση του Θ.Χ.Π. – Παραρτήματος ΑμεΑ Λεχαινών δεν είναι η μόνη, γι’ αυτό θα αναφερθούν και άλλα περιστατικά ενδεικτικά της σημερινής κατάστασης της δημόσιας ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, περιστατικά τα οποία χαρακτηρίζονται πλέον από την επίσημη διοίκηση των εν λόγω ιδρυμάτων ως «παρελθοντικά ακραία περιστατικά», που συνέβησαν εξαιτίας των πολιτικών της οικονομικής ύφεσης που ακολούθησαν προηγούμενες κυβερνήσεις, από μια πρωταρχική όμως ανάλυση των δεδομένων, αυτό που προκύπτει είναι πως τα περιστατικά αυτά αποτέλεσαν μια πιο ακραία μορφή της ήδη υπάρχουσας και καθιερωμένης απανθρωποποιητικής κατάστασης στα εν λόγω ιδρύματα.
Α) Τα αμφίσημα κοινωνικά στερεότυπα και οι σχέσεις κυριαρχίας
Μία από τις θεωρούμενες ως κατοχυρωμένες και υπέρτατες αξίες στις σύγχρονες (δυτικές) κοινωνίες είναι η ισότητα. Ανάμεσα σε άλλες αξίες, η ισότητα, προωθείται στο σχολικό αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ως δεδομένη αξία την οποία θα πρέπει να ενστερνίζονται όλοι οι άνθρωποι ενός κοινωνικού συνόλου. Ένα από τα αποτελέσματα αυτού είναι η καθιέρωση της εντύπωσης πως τα κοινωνικά στερεότυπα υπάρχουν μόνο στην εχθρική τους μορφή, στην έκφραση δηλαδή απόρριψης, περιφρόνησης, περιθωριοποίησης, ακόμη και μίσους για άλλα άτομα ή ομάδες. Ευρύτερη αντίληψη αποτελεί επίσης πως τα αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα αφορούν σχεδόν αποκλειστικά τις μειονοτικές ή τις «αδύναμες» ομάδες του κοινωνικού συνόλου και τα μέλη τους.
Στην πραγματικότητα το αντίθετο συμβαίνει. Η επιφανειακή κατοχύρωση αξιών, όπως η ισότητα, τροφοδοτεί την καλλιέργεια αμφίθυμων εντυπώσεων και στερεοτύπων που δεν εξυπηρετούν τίποτε άλλο από την διατήρηση των υψηλών ή χαμηλών, κυρίαρχων ή εξαρτημένων κοινωνικών θέσεων των διαφόρων ομάδων και των μελών τους. Οι P. Glicke και S. T. Fiske (2013) αναπτύσσουν το παράδειγμα του Reggie White, ιερέα που κλήθηκε να απευθύνει λόγο στο Κοινοβούλιο της πολιτείας του Γουισκόνσιν των Η.Π.Α. Εκεί, μιλώντας με απόλυτα φυλετικούς όρους και χωρίς να έχει κανέναν ενδοιασμό γι’ αυτό παρότι ο ίδιος Αφροαμερικανός, εξέφρασε ως έπαινο για διάφορες εθνοτικές ομάδες των Η.Π.Α. τα εξής: «Οι μαύροι έχουν κλίση στη λατρεία και τους εορτασμούς» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 238), «οι αυτόχθονες Αμερικανοί έχουν πνευματικές αναζητήσεις» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 238), ενώ «οι λευκοί είναι καλοί στη δόμηση και την οργάνωση» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 238). Για τους ισπανόφωνους εξέφρασε πως έχουν έφεση στις οικογενειακές σχέσεις, καθώς μένουν κατά δεκάδες στο ίδιο σπίτι, ενώ οι Ασιάτες έχουν εφευρετικό χάρισμα, γιατί είναι καλοί στην τεχνολογία. Τι κοινό χαρακτηριστικό έχουν οι παραπάνω «έπαινοι» μεταξύ τους; Αν τους δούμε πιο αφαιρετικά, θα διαπιστώσουμε πως κάποιες ομάδες (οι «μαύροι» και οι «αυτόχθονες Αμερικανοί») αναπαρίστανται ως θερμές, αποδιδόμενες τα θετικά χαρακτηριστικά της συναισθηματικότητας και της πνευματικότητας, ενώ οι υπόλοιπες (οι «λευκοί» και οι «Ασιάτες») αναπαρίστανται ως ικανές, αποδιδόμενες τα θετικά χαρακτηριστικά της οργανωτικότητας και της καλής παραγωγικής σχέσης με την ύλη.
Την επιλεκτική απόδοση της θερμότητας και της ικανότητας δεν την εκφράζει μόνο ο White. Σύμφωνα με τους P. Glicke και S. T. Fiske (2013), που με έρευνές τους επεξέτειναν τη σχετική βιβλιογραφική παράδοση, η αμφίσημη προκατάληψη είναι «πανταχού παρούσα» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 240) συνέπεια των δομικών σχέσεων μεταξύ των ομάδων, της σχετικής δηλαδή κοινωνικοοικονομικής τους θέσης και το είδος της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους (συνεργατικής ή ανταγωνιστικής). Στις σύγχρονες κοινωνίες οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι. Είναι αμφίσημοι. Βλέποντας τον εαυτό τους ή τους άλλους είτε ως θερμούς αλλά ανίκανους είτε ως ικανούς αλλά ψυχρούς, τηρούν φαινομενικά την αξία της ισότητας δίνοντας έμφαση στη θετική πλευρά του αμφίσημου στερεοτύπου τους (θερμός/ικανός) ενώ ταυτόχρονα υιοθετούν συγκεκαλυμμένα το αρνητικό περιεχόμενο του στερεοτύπου τους (ανίκανος/ψυχρός) και το εφαρμόζουν είτε στην ενδοομάδα είτε στην εξωομάδα τους. Έτσι, επιτυγχάνεται η νομιμοποίηση της κοινωνικής δομής και των σχέσεων που συνεπάγεται.
Στο πλαίσιο των αμφίσημων στερεοτύπων, η πατερναλιστική προκατάληψη διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο όσον αφορά τη νομιμοποιητική διαδικασία της συμπεριφοράς των κυρίαρχων ομάδων προς τις υφιστάμενες. Οι κυρίαρχες ομάδες, δηλαδή εκείνες που είναι επιτυχημένες κοινωνικοοικονομικά, συνήθως χαρακτηρίζονται τόσο από την ενδοομάδα όσο και από τις εξωομάδες ως ικανές αλλά όχι θερμές. Το αντίστροφο συμβαίνει για τις υφιστάμενες ομάδες, οι οποίες αναπαρίστανται ως θερμές αλλά όχι ικανές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, νομιμοποιείται ο καθοδηγητικός ρόλος των κυρίαρχων ομάδων και ο ταυτόχρονα εξαρτημένος ρόλος των υφισταμένων ομάδων στο εκάστοτε κοινωνικό σύστημα. Οι κυρίαρχες ομάδες διατηρούν τον έλεγχο των πόρων και του κοινωνικού συστήματος, ενώ οι υφιστάμενες συμμορφώνονται και προσαρμόζονται χωρίς πολλές αντιστάσεις στη συμπεριφορά που επιθυμούν οι κυρίαρχες, νιώθοντας ταυτόχρονα καλά με τον εαυτό τους αφού θεωρούνται συναισθηματικές, ειλικρινείς, φιλικές κ.λπ.
Δεν είναι σπάνιο τα μέλη των μη επιτυχημένων κοινωνικοοικονομικά ομάδων να χαρακτηρίζονται ως τεμπέληδες, ανόητοι, με ζωώδη ένστικτα και χωρίς φιλοδοξία, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να είναι φιλικοί, ζεστοί, βοηθητικοί, φιλόξενοι. Από την άλλη μεριά, η βιβλιογραφική παράδοση έχει δείξει πως όσοι ανήκουν στις επιτυχημένες κοινωνικοοικονομικά ομάδες χαρακτηρίζονται από τα μέλη των εξωομάδων από φιλόδοξοι και λογικοί έως άπληστοι ή ακόμη και μνησίκακοι ή κακόβουλοι. Τα ερευνητικά αυτά αποτελέσματα επαληθεύουν τη ζηλόφθονη – συμπληρωματική της πατερναλιστικής – προκατάληψη, σύμφωνα με την οποία οι υφιστάμενες ομάδες θεωρούν τις επιτυχημένες εξωομάδες ικανές και ψυχρές ταυτόχρονα, ενώ πολλές φορές εκφράζουν τα χαρακτηριστικά που φοβούνται πως οι κυρίαρχοι έχουν ή που – σε περίπτωση υψηλής εξωομαδικής επιθετικότητας ή ανταγωνιστικότητας – θεωρείται πως τα έχουν.
[irp]
Χαρακτηριστικό και επίκαιρο παράδειγμα σε διεθνές επίπεδο, με αφορμή το καθεστώς των Μνημονίων, είναι η προβολή στο διεθνή και εγχώριο τύπο των Ελλήνων ως τεμπέληδων, διεφθαρμένων και ανοργάνωτων ενώ ταυτόχρονα επαναλαμβάνεται συχνά πως είναι φιλόξενοι, με υψηλή πνευματική κληρονομιά και άνθρωποι της διασκέδασης τύπου «έξω καρδιά». Αντιθέτως, οι Γερμανοί προβάλλονται ως λογικοί, οργανωτικοί, αποτελεσματικοί, αλλά ταυτόχρονα ψυχροί, ακόμη και βλοσυροί, αν κρίνει κανείς από το δημοσιογραφικό προφίλ που πλέκεται γύρω από το πρόσωπο του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε.
Η πατερναλιστική προκατάληψη μπορεί να εξελιχθεί σε ολόκληρη πατερναλιστική ιδεολογία νομιμοποιώντας την πλήρη καθοδήγηση ομάδων που είναι εξαρτημένες μέσω της αναπαράστασής τους ως σύνολα πρωτόγονων ή παιδιών, ως σύνολα ατόμων «ανίκανων να κυβερνήσουν τον εαυτό τους» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 248). Σε πολιτικό επίπεδο, αυτό έχει ήδη εκφραστεί με την αποικιοκρατική ιδεολογία του «βάρους των λευκών» (Glicke & Fiske, 2013, σ. 247) και συνεχίζει να εκφράζεται σε διάφορες (επίκαιρες) μορφές, με παράδειγμα τη συζητούμενη κατά την εποχή της οικονομικής κρίσης ηγεμονική τάση της Γερμανίας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κοινωνικό επίπεδο, ως ομάδες δεκτών της πατερναλιστικής προκατάληψης έχουν καταγραφεί από τη Fiske et al. (Glicke & Fiske, 2013, σ. 246) να είναι τα άτομα με νοητική υστέρηση, τα άτομα με αναπηρία, οι ηλικιωμένοι, οι νοικοκυρές, οι οικιακές βοηθοί και οι μετανάστες εργάτες. Επιπλέον, δεν είναι δύσκολη η μετατροπή της πατερναλιστικής προκατάληψης σε περιφρονητική προκατάληψη, στην περίπτωση που μέλη εξαρτώμενων ομάδων ή χαμηλής κοινωνικοοικονομικής θέσης θεωρηθεί πως λαμβάνουν τους δημόσιους πόρους – π.χ. την κοινωνική πρόνοια – μη νόμιμα, θεωρηθεί δηλαδή ότι απομυζούν τους κοινωνικούς πόρους. Στην περίπτωση των Η.Π.Α., έχουν καταγραφεί από τη Fiske et al. (Glicke & Fiske, 2013, σ. 246) ως δέκτες περιφρονητικής προκατάληψης οι φτωχοί ανεξαρτητως καταγωγής και οι εν γένει λήπτες της κοινωνικής πρόνοιας.
Οι κυρίαρχες ομάδες, από τη μεριά τους, είναι εκείνες που έχουν τον έλεγχο των κοινωνικών πόρων, τους οποίους κατηγορούν τις εξαρτώμενες ομάδες πως ως παράσιτα απομυζούν, έχοντας την εξουσία να αποφασίσουν ποιους πόρους θα περικόψουν και ποιους όχι. Ο μηχανισμός των αμφίσημων στερεοτύπων της θερμότητας/ικανότητας οδηγεί όχι μόνο στην αδυναμία αντίδρασης των χαμηλής κοινωνικής θέσης ομάδων αλλά στην εξάλειψη της ίδιας της ανάγκης για αντίδραση. Η νομιμοποίηση των σχέσεων κυριαρχίας κάνει τον κόσμο να μοιάζει δίκαιος με τη μορφή που έχει. Αν, πάλι, προκύψουν συνθήκες για αντίδραση, αυτή κατά πάσα πιθανότητα θα λάβει τη μορφή της εχθρότητας προς τους κυρίαρχους και όχι της διεκδίκησης της ισοτιμίας απέναντί τους. Με άλλα λόγια, είναι δύσκολο για μια υφιστάμενη ομάδα να διεκδικήσει τόσο την ικανότητα όσο και τη θερμότητά της.
Β) Η απανθρωποποίηση
Το φαινόμενο της «απανθρωποποίησης» [dehumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 409), της μερικής δηλαδή ή ολικής άρνησης σε ανθρώπινες ομάδες και τα μέλη τους της ιδιότητας της ανθρώπινης φύσης, έχει μελετηθεί στα πλαίσια της κοινωνικής ψυχολογίας κυρίως αναφορικά με τις ακραίες μορφές βίας ή μαζικής εξόντωσης όπως είναι οι γενοκτονίες ή οι συγκρούσεις μεταξύ εθνοτικών ομάδων. Η παραδοσιακή βιβλιογραφία έχει μελετήσει εκτενώς το φαινόμενο κατά το οποίο άνθρωποι βασανίζονται, δολοφονούνται, σκλαβοποιούνται κ.λπ. με τον πόνο του βασανισμού τους να αγνοείται πλήρως από τους θύτες τους ή να αποτελεί ακόμη και ερέθισμα απόλαυσης. Μία είναι η εξήγηση. Για να φτάσει ένας άνθρωπος στο σημείο να βασανίσει άλλους, χωρίς να τον ενδιαφέρει η οδύνη και ο πόνος τους, μπαίνει πρώτα σε διαδικασία να τους απανθρωποποιήσει, να τους αναπαραστήσει δηλαδή στον νου του ως άτομα που είναι λιγότερο ή καθόλου άνθρωποι. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί επέκταση της διαδικασίας που νομιμοποιεί τη βία απέναντι σε εξωομάδες μέσω της καθιέρωσης της αντίληψης πως η εχθρική διάθεση απέναντί τους αποτελεί «αυτοάμυνα», διαδικασία που είδαμε στο πλαίσιο των αμφίσημων στερεοτύπων.
Αντιλήψεις δηλαδή του τύπου «αφού είναι βάρβαροι, δεν πειράζει να τους συμπεριφερθούμε βάρβαρα», άρουν κάθε ηθικό φραγμό για την πρόκληση βασανιστηρίου, ευτελισμού ή ακόμη και θανάτου σε άλλους ανθρώπους, που δεν θεωρούνται πια… άνθρωποι. Η αντίληψη της απανθρωποποίησης έχει υπάρξει και σε επίσημη μορφή, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτό των Αφροαμερικανών (Haslam et al., 2007, σ. 409) που μέχρι κάποια εποχή θεωρούνταν πως η αξία τους φτάνει μέχρι τα τρία πέμπτα του ανθρώπου.
Στην παραδοσιακή βιβλιογραφία η απανθρωποποίηση έχει μελετηθεί εκτενώς όσον αφορά τις συνθήκες μεγάλου διομαδικού ανταγωνισμού και συγκρούσεων. Ξεχωριστή θέση στη μελέτη της έχει ο ορισμός της, εκ μέρους του Opotow ως ενός είδος «ηθικού αποκλεισμού» (Haslam et al., 2007, σ. 410) που ο ίδιος περιγράφει ως «μια διαδικασία που τοποθετεί τους άλλους σε ένα σημείο που βρίσκεται έξω από το όριο στο οποίο εφαρμόζονται οι ηθικές αξίες, οι κανόνες, και η δικαιοσύνη» (Haslam et al., 2007, σ. 410). Αργότερα ο Bandura όρισε την απανθρωποποίηση ως διαδικασία ηθικού αποκλεισμού, «κατά την οποία οι άνθρωποι αποδεσμεύονται από τις ηθικές τους αυτο-κυρώσεις, απαλλασσόμενοι έτσι από κάθε είδους ενοχή για τις επιθετικές τους πράξεις καθώς και από την ενσυναίσθηση για τα θύματά τους» (Haslam et al., 2007, σ. 410). Μέσω ανάλογων μελετών οι κοινωνικοί ψυχολόγοι κατόρθωσαν να φτάσουν ακόμη και κοντά στην εξήγηση του «ανθρώπινου κακού» [human evil] (Haslam et al., 2007, σ. 410). Είναι όμως η απανθρωποποίηση μια διαδικασία η οποία συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις σφοδρών συγκρούσεων ή μίσους;
Πρόσφατες μελέτες της τελευταίας δεκαετίας δείχνουν πως όχι. Η απαναθρωποποίηση μπορεί να εμφανιστεί καθημερινά και σε ήπια μορφή στα πλαίσια της κοινωνικής αντίληψης, σε περιβάλλοντα που δεν υπάρχει απαραιτήτως ανταγωνισμός ή συγκρουσιακή ατμόσφαιρα, ενώ μπορεί να εμφανιστεί και σε διαπροσωπικό και όχι μόνο σε διομαδικό επίπεδο.
i) Η υπανθρωποποίηση
i.1) Οι πρωτοποριακές μελέτες του Leyens
Πρωτοπόρος στη μελέτη της υπανθρωποποίησης [infrahumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 411), της ήπιας δηλαδή μορφής απανθρωποποίησης [dehumanization], υπήρξε ο Jacques-Philippe Leyens και οι συνεργάτες του, οι οποίοι εισήγαγαν και τον ίδιο τον όρο της υπανθρωποποίησης. Οι Leyens et al. μελέτησαν σε σειρά ερευνών την απόδοση «πρωτευόντων» [primary] και «δευτερευόντων» [secondary] συναισθημάτων τόσο στην ενδοομάδα [in-group] και όσο και στην εξωομάδα [out-group] (Haslam et al., 2007, σ. 410). Τα πρωτεύοντα συναισθήματα είναι αυτά που θα αποκαλούσαμε κύρια και τα μοιράζεται ο άνθρωπος με τα υπόλοιπα ζώα, όπως η χαρά, η λύπη, ο φόβος, ο θυμός κ.λπ. Τα δευτερεύοντα είναι συναισθήματα όπως η νοσταλγία, ο ενθουσιασμός, η μεταμέλεια και θεωρητικά τα διαθέτει μόνο ο άνθρωπος. Τα αποτελέσματα των ερευνών έδειξαν πως οι άνθρωποι αποδίδουν λιγότερα δευτερεύοντα συναισθήματα στην εξωοομάδα σε σχέση με την ομάδα υπαγωγής τους, ενώ τα πρωτεύοντα συναισθήματα (που δεν είναι μοναδικά στον άνθρωπο) τα αποδίδουν στον ίδιο βαθμό τόσο στην ενδοομάδα όσο και στην εξωομάδα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι ότι τα αποτελέσματα των Leyens et al. προέκυψαν σε ερευνητικές συνθήκες στις οποίες οι σχέσεις της ενδοομάδας και της εξωομάδας ήταν ομαλές και δεν υπήρχε υψηλός ανταγωνισμός ή διομαδικές συγκρούσεις. Επιπλέον, η απόδοση των δευτερευόντων συναισθημάτων δεν επηρεάστηκε από τη θετική ή αρνητική τους φόρτιση. Είτε θετικά είτε αρνητικά, τα δευτερεύοντα συναισθήματα αποδόθηκαν περισσότερο στην ενδοομάδα, η οποία πάντοτε προέκυπτε ως πιο «ανθρώπινη». Οι Leyens et al. κατέληξαν στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τα μέλη των εξωομάδων πιο κοντά στα ζώα και ονόμασαν το φαινόμενο αυτό υπανθρωποποίηση [infrahumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 411).
i.2) Η μελέτη της ήπιας απανθρωποποίησης από τον Haslam
Παρότι ο όρος «υπανθρωποποίηση» [infrahumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 410-411) χρησιμοποιείται επίσημα σχετικά με τα κείμενα και τις έρευνες του Jacques-Philippe Leyens, στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας θεωρείται πως ισχύει και για τη θεωρία και έρευνες του N. Haslam, καθώς και εκείνος εμπνεόμενος – όπως ο ίδιος λέει – από τον Leyens ενδιαφέρθηκε για το φαινόμενο της ήπιας απανθρωποποίησης στην καθημερινή ζωή και όχι μόνο για τις ακραίες μορφές της (Haslam et al., 2007, σ. 411). Παρόλ’ αυτά, την ορολογία του θα την αναφέρουμε όπως την αναφέρει και ο ίδιος, χρησιμοποιώντας δηλαδή την λέξη «απανθρωποποίηση» [dehumanization]
(Haslam et al., 2007).
Ο Haslam και οι συνεργάτες του (2007), διατηρώντας ως δεδομένη την αναγνώριση της πρωτοπορίας του Leyens στη μελέτη της ήπιας απανθρωποποίησης, θεώρησαν ελλιπή τον προσδιορισμό της ανθρώπινης φύσης εκ μέρους του Leyens μόνο με βάση τα μοναδικά στην ανθρώπινη φύση δευτερεύοντα συναισθήματα τονίζοντας πως αυτό που μας κάνει ανθρώπους δεν είναι μόνο αυτό που μας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα. Για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι θεωρούν την «περιέργεια» ως βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης αναγνωρίζοντας ότι δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του ανθρώπου. Με παρόμοιο τρόπο, η ευγένεια αναφέρεται συχνά σε έρευνες ως χαρακτηριστικό αποκλειστικό του ανθρώπου χωρίς να θεωρείται όμως ταυτόχρονα πως ανήκει στα βαθιά εδραιωμένα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης.
Με βάση τις προηγούμενες παρατηρήσεις και συλλογισμούς, ο Haslam και οι συνεργάτες του (2007) δημιούργησαν την υπόθεση πως η ανθρώπινη ιδιότητα, και συνακόλουθα η απανθρωποποίηση, έχει δύο διαστάσεις: Την «βασική ανθρώπινη φύση» [human nature] (Haslam et al., 2007, σ. 412), η οποία περιλαμβάνει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά που θεωρούνται «κύρια» και που μοιραζόμαστε με τα υπόλοιπα είδη των ζωικών οργανισμών, και την «αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα» [uniquely human] (Haslam et al., 2007, σ. 412), που περιλαμβάνει τα χαρακτηριστικά που θεωρείται πως τα διαθέτει μόνο ο άνθρωπος και δεν τα έχει κοινά με τα υπόλοιπα ζώα. Για να διερευνήσουν την υπόθεση αυτής της διάκρισης, οι Haslam et al. δημιούργησαν ερωτηματολόγια με πάνω από 80 χαρακτηριστικά προσωπικότητας, τα οποία ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να τα κατατάξουν σε μία από τις δύο κατηγορίες. Τα χαρακτηριστικά που κατατάχθηκαν ως «αποκλειστικά ανθρώπινα» [uniquely human] ήταν χαρακτηριστικά σχετικά με «την ευγένεια (“ευγενικός”), τον εξευγενισμό (“ανοιχτόμυαλος), την λογική (“αναλυτικός”) και τη γλώσσα (“ομιλητικός”)» (Haslam et al., 2007, σ. 413), ενώ τα χαρακτηριστικά που κατατάχθηκαν ως «κεντρικά στην ανθρώπινη φύση» [human nature] ήταν σχετικά με «τον ανοιχτό χαρακτήρα (“περίεργος”, “με φαντασία”), τη θερμότητα (“φιλικός”), τη συναισθηματικότητα (“συναισθηματικός”), την επιθυμία και τη ζωηράδα (“παθιασμένος”)» (Haslam et al., 2007, σ. 412).
Ένα χρόνο μετά, ο Haslam και οι συνεργάτες του βρήκαν πως οι δύο διαφορετικές έννοιες της ανθρώπινης ιδιότητας έχουν και διαφορετικούς συσχετισμούς. «Τα χαρακτηριστικά που κατατάχθηκαν στην κεντρική ανθρώπινη φύση κρίθηκαν ως κυρίαρχα στον πληθυσμό, καθολικά σε όλους τους πολιτισμούς, βαθιά εγκαθιδρυμένα στον άνθρωπο, συνδεδεμένα με τα συναισθήματα και πως εμφανίζονται νωρίς στην ανθρώπινη ανάπτυξη. Αντιθέτως, τα αποκλειστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά κρίθηκαν ως χαμηλής κυριαρχίας στον πληθυσμό, περιορισμένης καθολικότητας και πως εμφανίζονται αργά στην ανάπτυξη» (Haslam et al., 2007, σ. 413).
Από τις δύο διαφορετικές έννοιες της ανθρώπινης ιδιότητας, οι Haslam et al. συνήγαγαν δύο διαφορετικούς τύπους (ήπιας) απανθρωποποίησης. Η υπόθεσή τους διαμορφώθηκε ως εξής:
«Εφόσον η ανθρώπινη μοναδικότητα σημαίνει καλούς τρόπους, εξευγενισμό, λογική και κοινωνικοποιημένα χαρακτηριστικά, άρα οι άνθρωποι που δεν τα διαθέτουν αναπαρίστανται ως απολίτιστοι, αγροίκοι, παράλογοι, ανήθικοι και με παιδιάστικη συμπεριφορά» (Haslam et al., 2007, σ. 413). Από την άλλη μεριά, «εφόσον η βασική ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει συναισθηματικότητα, θερμότητα, ζωηράδα, ανοιχτό χαρακτήρα και βάθος, η άρνηση αυτών των χαρακτηριστικών σε άλλους ανθρώπους θα τους αναπαριστά ως αδρανείς, ψυχρούς, παθητικούς, αυστηρούς και επιφανειακούς» (Haslam et al., 2007, σ. 413). Από αυτές τις δύο υποθέσεις οι Haslam et al. συνήγαγαν τους δύο διαφορετικούς τύπους απανθρωποποίησης: Τον τύπο «ζωώδους απανθρωποποίησης» [animalistic dehumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 413), σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι παρομοιάζονται με τα ζώα και τον τύπο της «μηχανιστικής απανθρωποποίησης» [mechanistic dehumanization] (Haslam et al., 2007, σ. 414), σύμφωνα με τον οποίο οι άνθρωποι παρομοιάζονται με τις μηχανές, ακόμη και τα ρομπότ ή τα «αυτόματα» [automata]. Οι δύο διαφορετικοί τύποι απανθρωποποίησης επαληθεύτηκαν ερευνητικά, με έρευνες από τις οποίες η πρώτη και αρκετά χαρακτηριστική ήταν εκείνη που διεξήχθη από τους Loughnan & Haslam το 2007.
Για την έρευνα (Haslam et al., 2007, σ. 419) αυτή, οι Loughnan & Haslam επέλεξαν δύο κοινωνικές ομάδες που δεν είναι στόχος ευρείας κοινωνικής προκατάληψης και περιθωριοποίησης, συγκεκριμένα επέλεξαν καλλιτέχνες και επιχειρηματίες. Οι καλλιτέχνες αξιολογήθηκαν υψηλά ως προς τη βασική ανθρώπινη φύση (ζεστοί, συναισθηματικοί, με φαντασία κ.λπ.) αλλά χαμηλά ως προς την αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα (ασυγκράτητοι, αγενείς). Οι επιχειρηματίες, από την άλλη μεριά, αξιολογήθηκαν χαμηλά στη βασική ανθρώπινη φύση (ψυχροί, σκληρόκαρδοι, κονφορμισμένοι) και υψηλά στην αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα (λογικοί, με αυτο-έλεγχο).
Οι έρευνες συνεχίστηκαν σε πολλά επίπεδα, ενώ συνδυάστηκαν με διεξοδική βιοβλιογραφική επισκόπηση, η οποία φανερώνει πως και οι δύο τύποι απανθρωποποίησης έχουν καταγραφεί σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια και πολιτισμούς. Πιο συγκεκριμένα, η ζωώδης απανθρωποποίηση [animalistic dehumanization], η άρνηση δηλαδή των αποκλειστικά ανθρώπινων χαρακτηριστικών σε άλλους ανθρώπους, εμφανίζεται στις αντιλήψεις για τους «πρωτόγονους» λαούς, τους εγκληματίες και τους ανθρώπους με νοητική υστέρηση. Η αντίθετη μορφή της μηχανιστικής απανθρωποποίησης [mechanistic dehumanization], η άρνηση δηλαδή της βασικής ανθρώπινης φύσης, εμφανίζεται στις αντιλήψεις τις σχετικές με την ανθρώπινη αλλοτρίωση λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, την ιατρική πρακτική και ιδιαίτερα την ψυχιατρική, τους εργαλειακούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την αντικειμενικοποίηση των γυναικών.
ii) Τα κοινά στοιχεία της απανθρωποποίησης και των αμφισήμων στερεοτύπων
Δεν είναι δύσκολο να δούμε τη σύνδεση ανάμεσα στη ζωώδη απανθρωποποίηση και τα «θερμά» στερεότυπα καθώς και ανάμεσα στη μηχανιστική απανθρωποποίηση και τα «ικανά» στερεότυπα. Τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, που απανθρωποποιούνται μηχανιστικά, συμπίπτουν με τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων που δέχονται το αμφίσημο στερεότυπο της ικανότητας αλλά μη θερμότητας. Αντίστροφα, οι άνθρωποι, που απανθρωποποιούνται παραλληλιζόμενοι με τα ζώα, αξιολογούνται βάσει των ερευνών με χαρακτηριστικά ίδια με εκείνα που εμπίπτουν στο θερμό αλλά μη ικανό στερεότυπο. Επομένως, οι αποκλειστικά ανθρώπινες ιδιότητες θα μπορούσαν να συνδεθούν με τις κυρίαρχες ομάδες, ενώ οι βασικά ανθρώπινες ιδιότητες με τις μη κυρίαρχες ή υφιστάμενες κοινωνικοοικονομικά ομάδες.
Ο Haslam είχε υπ’ όψιν του τη σύνδεση αυτή και μελέτησε αντίστροφα τη σχέση ανάμεσα στις δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ιδιότητας (βασική ανθρώπινη φύση [human nature] / αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα [uniquely human]) και τις δύο «παγκόσμιες διαστάσεις της κοινωνικής κριτικής» (Vaes, 2012, σ. 82), όπως αλλιώς λέγονται τα δύο είδη των αμφισήμων στερεοτύπων (θερμότητα/ικανότητα). Oι Haslam, Loughnan et al. βρήκαν σε έρευνα του 2008 πως «οι ομάδες που αξιολογήθηκαν υψηλά στη βασική ανθρώπινη φύση, αξιολογήθηκαν υψηλά τόσο σε θερμότητα όσο και σε ικανότητα, ενώ οι ομάδες που αξιολογήθηκαν υψηλά στην αποκλειστικά ανθρώπινη ιδιότητα αξιολογήθηκαν υψηλά μόνο ως προς την ικανότητα και όχι στη θερμότητα» (Vaes, 2012, σ. 82). Ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι θεωρούμενες ως ικανές ομάδες, ακόμη και στην περίπτωση που απανθρωποποιηθούν, μπορούν να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Οι θερμές ομάδες, από την άλλη μεριά, εμφανίζουν τις διπλάσιες πιθανότητες να απανθρωποποιηθούν, ενώ ακόμη και στην περίπτωση που θεωρούνται ανθρώπινες, θεωρούνται μόνο ως προς τη «βασική» ανθρώπινη φύση.
iii) Η αυτο-ανθρωποποποίηση
Ο Haslam δεν μελέτησε βαθύτερα μόνο το φαινόμενο της ήπιας απανθρωποποίησης, αλλά έκανε την αρχή και για τη μελέτη της αυτο-ανθρωποποίησης [self humanisation] (Haslam et al., 2007, σ. 415), της απόδοσης δηλαδή των ανθρώπινων χαρακτηριστικών στον εαυτό ή την ενδοομάδα περισσότερο ή πιο ολοκληρωμένα σε σχέση με τον άλλο ή την εξωομάδα. Ο Haslam και οι συνεργάτες του υποψιάστηκαν πως η αυτο-ανθρωποποίηση [self-humanisation], όπως οι ίδιοι την ανακάλυψαν και την ονόμασαν ως φαινόμενο, θα μπορούσε να παίζει σημαντικό ρόλο στο γενικότερο φαινόμενο της απανθρωποποίησης. Όπως αποδείχθηκε, η σκέψη τους βρισκόταν προς τη σωστή κατεύθυνση.
Σε επίπεδο διαπροσωπικών συγκρίσεων, το φαινόμενο που έχει ήδη καταγραφεί όσον αφορά την αξιολόγηση του εαυτού είναι το λεγόμενο «άνω του μέσω όρου» [above-average] (Haslam et al., 2007, σ. 414) ή «καλύτερος/η από τον μέσο όρο» [better than average] (Haslam et al., 2007, σ. 414), το φαινόμενο δηλαδή κατά το οποίο οι άνθρωποι έχουν την τάση να αποδίδουν περισσότερα θετικά ή επιθυμητά χαρακτηριστικά στον εαυτό τους σε σχέση με τους άλλους. Κατ’ επέκταση αυτού του φαινομένου οι Haslam et al. αποφάσισαν να μελετήσουν κατά πόσο οι άνθρωποι έχουν την τάση να αποδίδουν περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά στον εαυτό τους σε σχέση με τους άλλους, όπως αντίστοιχα θα απέδιδαν περισσότερα ανθρώπινα χαρακτηριστικά στην ενδοομάδα τους σε σχέση με την εξωομάδα. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους ήρθαν σε συμφωνία με προηγούμενες έρευνες των Cortes et al. του 2005, σύμφωνα με τις οποίες δεν εμφανιζόταν μεγαλύτερη απόδοση των αποκλειστικά ανθρώπινων χαρακτηριστικών [uniquely human] στον εαυτό (Haslam et al., 2007, σ. 415). Στις έρευνες όμως των Haslam et al. ερευνήθηκαν και τα βασικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης φύσης [human nature] και προέκυψε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά αποδίδονταν στον εαυτό περισσότερο από ότι στους άλλους (Haslam et al., 2007, σ. 415).
Μάλιστα, παρατηρήθηκε πως το φαινόμενο αυτό, το οποίο ονόμασαν αυτο-ανθρωποποίηση [self-humanisation], είναι ανεξάρτητο από το κλασικό «άνω του μέσου όρου» φαινόμενο της διαπροσωπικής σύγκρισης. Oι άνθρωποι αποδίδουν στον εαυτό τους περισσότερο τόσο τα επιθυμητά όσο και τα ανεπιθύμητα βασικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά, χρησιμοποιώντας μάλιστα την ανθρώπινη φύση ως δικαιολογία για τα δικά τους ελαττώματα. Οι Haslam et al. αποκάλυψαν το φαινόμενο «άνθρωποι είμαστε» [only human] (Haslam et al., 2007, σ. 417) στην πολύ ξεκάθαρη και μεροληπτική μορφή του. Όταν πρόκειται για εμάς τους ίδιους, τα ελαττώματά μας αποκαλύπτουν την συνηθισμένη ανθρώπινη φύση μας, ενώ στην περίπτωση των άλλων ανθρώπων πρόκειται για ασυνήθιστες αποτυχίες.
Μία από τις βασικές μεταβλητές, που προέκυψε κατά την εξέλιξη των ερευνών πως επηρεάζει άμεσα το φαινόμενο της αυτο-ανθρωποποίησης, είναι η «εστιακότητα» [focalism] (Haslam et al., 2007, σ. 416), δηλαδή η «εστίαση της προσοχής» [attentional focus] (Haslam et al., 2007, σ. 416) στον εαυτό ή στον άλλο όταν πρόκειται για διαπροσωπικές συγκρίσεις. Διαπιστώθηκε πως με την αντιστροφή της εστίας προσοχής στον άλλο και όχι στον εαυτό [με ερωτήσεις τύπου: «δείξτε το βαθμό που ο «άνω του μέσου όρου» φοιτητής διαθέτει τα εξής προσωπικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με εσάς» (Haslam et al., 2007, σ. 416)] το φαινόμενο της αυτο-ανθρωποποίησης δεν
μειώθηκε, αποκαλύπτοντας την τάση των ανθρώπων να διατηρούν την εστίαση της προσοχής όσον αφορά την οντολογική υπόσταση και το υπαρξιακό βάθος στον εαυτό τους, τάση που επιγραμματικά λέγεται χρόνιος ή προδιατεθειμένος «εγωκεντρισμός» [egocentrism] (Haslam et al., 2007, σ. 416).
Η δεύτερη μεταβλητή, που διαπιστώθηκε πως επηρεάζει καθοριστικά το φαινόμενο της αυτο-ανθρωποποίησης, είναι η «ατομικοποίηση» [individuation] (Haslam et al., 2007, σ. 416) του άλλου, σε αντίθεση με την «αφαιρετική αναπαράστασή» [abstract construal] (Haslam et al., 2007, σ. 416) του. Οι έρευνες έδειξαν πως όσο περισσότερο συγκεκριμένη γινόταν η αναπαράσταση του συγκρινόμενου άλλου, αναφέροντας τα αρχικά του ονόματος και την ηλικία ή το φύλο, τόσο μειωνόταν η αυτο-ανθρωποποίηση. Αντιστρόφως, όσο πιο αφαιρετικά αντιληπτό γίνεται το άλλο άτομο ή και μια ολόκληρη ομάδα, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες εμφανίστηκαν για τα άτομα να ανθρωποποιήσουν τον εαυτό τους. Συμπερασματικά, οι Haslam et al. ανέδειξαν πως η αυτο-ανθρωποποίηση οφείλεται «στην εγωκεντρική ανθρώπινη τάση, την αδυναμία του ανθρώπου να αναπαραστήσει τους άλλους ως συγκεκριμένα άτομα με βαθιά εγκαθιδρυμένα χαρακτηριστικά καθώς και στην αφαιρετική αναπαράσταση του κοινωνικού περιγύρου» (Haslam et al., 2007, σ. 416).
Όσον αφορά τα κίνητρα που μπορεί να βρίσκονται πίσω από την αυτο-ανθρωποποίηση, οι Haslam et al. διερεύνησαν το κίνητρο που διέκριναν στις πρώτες έρευνες, την «άμβλυνση» [mitigating] (Haslam et al., 2007, σ. 417) δηλαδή των προσωπικών ελαττωμάτων και τη δικαιολόγησή τους. Οι Koval και Haslam διερεύνησαν το κίνητρο της άμβλυνσης διατυπώνοντας την υπόθεση πως μπορεί η τάση αυτο-ανθρωποποίησης να εμφανίζεται ισχυρότερη για τα αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας σε σχέση με τα θετικά (Haslam et al., 2007, σ. 417). Στο πλαίσιο των ερευνών, ζήτησαν από φοιτητές ψυχολογίας να επιλέξουν τα 15 από τα 60 αρνητικά φορτισμένα προσωπικά γνωρίσματα, που τους δόθηκαν, ως τα πιο χαρακτηριστικά του εαυτού τους ή της ενδοομάδας τους. Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να τα βαθμολογήσουν ως προς το κατά πόσο είναι επιθυμητά, ως προς το αν ανήκουν στη βασική ανθρώπινη φύση και και ως προς διάφορες πιθανές μεταβλητές της αυτο-ανθρωποποίησης.
Επιβεβαιώνοντας την υπόθεση, οι ερωτώμενοι βαθμολόγησαν τα ελαττώματα που αναγνώρισαν στο εαυτό τους πολύ υψηλά όσον αφορά την ανθρώπινη φύση, υψηλότερα και από αυτά που βαθμολόγησαν ως προς την ανθρώπινη φύση της ενδοομάδας. Τα ελαττώματα που αναγνωρίστηκαν στον εαυτό ήταν επίσης υψηλά σε συναισθηματικότητα, βαθύτητα και κυριαρχία στον πληθυσμό. Σε αντιστοιχία με την ανάλυση των εννοιών των αποκλειστικά ανθρωπίνων χαρακτηριστικών και των χαρακτηριστικών της βασικής ανθρώπινης φύσης που αναπτύξαμε παραπάνω, οι μελέτες – ακόμη και στο πρώιμο στάδιό τους – δείχνουν πως οι άνθρωποι αυτο-ανθρωποποιούνται όσον αφορά τα δικά τους ελαττώματα παρουσιάζοντάς τα ως πιο «θερμά», συναισθηματικά, δύσκολο να αλλάξουν αφού είναι βαθιά εγκαθιδρυμένα στη βασική ανθρώπινη φύση καθώς και μη αφύσικα αφού είναι κυρίαρχα στον πληθυσμό.
Η δικαιολογία «άνθρωποι είμαστε» δεν αργεί καθόλου να επιστρατευτεί όταν πρόκειται για εμάς τους ίδιους ή – στην ανάγκη – την ενδοομάδα μας, ιδιαίτερα στην περίπτωση που τα ελαττώματά της μπορούν να περιγραφούν ως «συνηθισμένα». Ας σκεφτούμε μόνο της εποχή της οικονομικο-κοινωνικής κρίσης που διανύουμε και πόσο συχνή έχει γίνει η παραδοχή του «δεν είμαστε ψυχολογικά καλά», μια παραδοχή που σε άλλες εποχές και συνθήκες γινόταν πολύ λιγότερο εύκολα στις καθημερινές συναναστροφές.
Γ) Η απανθρωποποίηση στα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας – Η περίπτωση του Θεραπευτηρίου Χρόνιων Παθήσεων – Παράρτημα ΑμεΑ Λεχαινών
Το Θεραπευτήριο Χρόνιων Παθήσεων – Παράρτημα ΑμεΑ Λεχαινών είναι ένα ίδρυμα για παιδιά και ενήλικες με ονομαζόμενες ως «σοβαρές» νοητικές αναπηρίες και αναπτυξιακές διαταραχές. Λειτουργεί για χρονικό διάστημα που εκτείνεται σε δεκαετίες έχοντας αλλάξει διάφορες ονομασίες.
Παλαιότερα τα αρχικά του συμπλήρωναν την ονομασία Κ.Κ.Π.Π.Δ.Ε., αργότερα Κ.Ε.Π.Ε.Π., ενώ σήμερα ονομάζεται συνοπτικά Θ.Χ.Π. από την λέξη «Θεραπευτήριο». Στο ΘΧΠ – Παράρτημα ΑμεΑ Λεχαινών χρησιμοποιούνται ως καθιερωμένη πρακτική όσον αφορά τους τροφίμους, των οποίων οι ηλικίες εκτείνονται από τη βρεφική ως την ενήλικη, κατασταλτικές πρακτικές που περιλαμβάνουν δέσιμο των άνω και κάτω άκρων με ιμάντες, ισχυρή κατασταλτική φαρμακευτική αγωγή και το κλείδωμα πολλών παιδιών σε ξύλινα κλουβιά. Οι φυσικός περιορισμός του δεσίματος και του κλειδώματος στο κλουβί είναι μόνιμος και επί 24ώρου βάσης. Το προσωπικό προβάλλει ως αιτιολογία της χρήσης των πρακτικών αυτών ότι χρησιμοποιούνται για την προστασία των τροφίμων, συστημένες από τον ψυχίατρο που τους παρακολουθεί, και ότι είναι απαραίτητες λόγω των βαριών παθήσεων από τις οποίες πάσχουν.
Λόγω της φύσης του ως κλειστού ιδρύματος, η κατάσταση στο ΘΧΠ – πρώην ΚΕΠΕΠ Λεχαινών δεν ήταν για πολλά χρόνια γνωστή στο ευρύ κοινό, αν και υπάρχουν μαρτυρίες πως η τοπική κοινωνία γνώριζε ποια είναι η κατάσταση μέσα στο ίδρυμα, με σοβαρότερο ζήτημα αυτό της χρήσης κλουβιών μέσα στα οποία ζουν τα παιδιά. Σε δημοσιότητα το θέμα ήρθε για πρώτη φορά με τις φωτογραφίες της φωτορεπόρτερ Μάρως Κουρή η οποία μπήκε το 2008 στο ΘΧΠ (τότε Κ.Κ.Π.Π.Δ.Ε.) Λεχαινών και τράβηξε φωτογραφίες παιδιών να ταΐζονται από το προσωπικό πίσω από τα κλειδωμένα κάγκελα των κλουβιών τους. Το 2009 ακολούθησαν οι καταγγελίες [1] των εθελοντών του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Εθελοντικής Εργασίας, οι οποίοι προσέρχονταν στο ίδρυμα κάθε καλοκαίρι μέχρι το 2011, όταν το πρόγραμμα σταμάτησε, για να απασχολούν ευχάριστα τα παιδιά. Οι εθελοντές σοκαρίστηκαν με την κατάσταση που βρήκαν και βίωσαν στο ίδρυμα και με τις κατασταλτικές πρακτικές που έπρεπε και οι ίδιοι να εφαρμόζουν.
Το 2014, και ενώ παρά τις καταγγελίες η κατάσταση στο ίδρυμα ελάχιστα είχε αλλάξει (οι αλλαγές περιλάμβαναν βάψιμο των κλουβιών με χαρούμενα χρώματα και κάποια στολίδια στους χώρους του ιδρύματος, αντίστοιχη με την ωραιοποίηση των ιδρυμάτων που είδαμε στην προηγούμενη υποενότητα), ακολούθησε δημοσίευμα [2] του ειδησεογραφικού δικτύου BBC, στο οποίο αναφέρονταν και πάλι οι πρακτικές των κλουβιών και του δεσίματος των παιδιών με ιμάντες συμπεριλαμβάνοντας τις φωτογραφίες της Μάρως Κουρή. Επιπλέον, οι εθελοντές του Ευρωπαϊκού Προγράμματος Εθελοντικής Εργασίας δημοσίευσαν στο διαδίκτυο ψήφισμα [3] προς υπογραφή για την αλλαγή της κατάστασης στο ΘΧΠ Λεχαινών, στο οποίο δημοσιεύονται φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι ίδιοι οι εθελοντές με μία από τις οποίες να δείχνει ένα βρέφος δεμένο με ιμάντες στην κούνια του. Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αλλάξει η κατάσταση στο ΘΧΠ – πρώην Κ.Κ.Π.Π.Δ.Ε. – πρώην ΚΕΠΕΠ Λεχαινών;
Η σημερινή κατάσταση του Θ.Χ.Π. Λεχαινών καταγράφηκε τον Νοέμβριο του 2015 στο ρεπορτάζ [4] του τηλεοπτικού σταθμού «Ηλεία Live». Ο δημοσιογράφος του σταθμού αλλά και της ΕΡΤ, Γιώργος Μαρινόπουλος, πραγματοποίησε ένα ακόμη ρεπορτάζ στο ίδρυμα όταν εισήλθαν σε αυτό με τη μορφή κατάληψης στις 4 Νοεμβρίου 2015 οι ακτιβιστές της Κίνησης Χειραφέτησης ΑμεΑ – Μηδενική Ανοχή. Οι ακτιβιστές πραγματοποίησαν τη δραστική μορφή αντίδρασης της κατάληψης μετά από τη μη αλλαγή της κατάστασης στο ίδρυμα όσες καταγγελίες και αν είχαν πραγματοποιηθεί. Στο ρεπορτάζ του τοπικού τηλεοπτικού σταθμού περιλαμβάνονται βιντεοσκοπημένες εικόνες από τα δεμένα στα κρεβάτια τους παιδιά και βρέφη, από τα κλειδωμένα στα κλουβιά παιδιά καθώς και οι δηλώσεις του προσωπικού.
Η απανθρωποποίηση των παιδιών και ενηλίκων που είναι τρόφιμοι στο ΘΧΠ Λεχαινών εκφράζεται άμεσα από τη φύση των πρακτικών του δεσίματος και, ακόμη περισσότερο, των κλουβιών που χρησιμοποιούνται «για την προστασία τους». Η επίκληση της προστασίας θυμίζει αρκετά τις δηλώσεις περί «προστασίας των ηλιθίων» εκ μέρους των επιθεωρητών των ιδρυμάτων του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ (H. & K. Keith, 2013). Τα κλουβιά παραπέμπουν στη χρήση ανάλογων κλουβιών με σχήμα κούνιας που χρησιμοποιούνταν στα ψυχιατρικά άσυλα του 19ου αιώνα για να περιορίσουν κάθε κίνηση (Giles, 2002). Αντίστοιχα, σήμερα το προσωπικό στο ΘΧΠ Λεχαινών ονομάζει τα κλουβιά «παρκοκρέβατα».
Από τη δική τους μεριά, οι τρόφιμοι του ΘΧΠ – Παραρτήματος ΑμεΑ Λεχαινών, λόγω των νοητικών τους δυσκολιών, είτε δεν μπορούν να μιλήσουν είτε δεν μπορούν να μιλήσουν με τον συνηθισμένο τρόπο της «κανονικής» κοινωνίας. Αν διδάσκονταν τρόπους για να μιλούν και τα ρωτούσαμε πώς είναι η ζωή τους μέσα στο ίδρυμα, ποιες θα ήταν άραγε οι απαντήσεις τους; Θα ήταν αντίστοιχες με αυτές της Anne και της Ruth (H. & K. Keith, 2013, σσ. 26-28), πρώην τροφίμων ασύλων των οποίων οι περιπτώσεις αναφέρονται αναλυτικά από τους H. & K. Keith (2013) στο κεφάλαιο “The Social Construction of Purgatory: Ideas and Institutions” [«Η Κοινωνική Κατασκευή του Κολαστηρίου: Ιδέες και Ιδρύματα»] του έργου τους Intellectual Disability: Ethics, Dehumanization, and a New Moral Community [Νοητική Υστέρηση: Ηθική, Απανθρωποποίηση και μια νέα Ηθική Κοινότητα]; Ό,τι υπόθεση και να κάνουμε, το δεδομένο είναι πως προς το παρόν τα παιδιά και οι ενήλικες του Θ.Χ.Π. Λεχαινών δεν έχουν φωνή, με αποτέλεσμα όσοι/ες ευθύνονται για τον βάρβαρο χαρακτήρα των πρακτικών που χρησιμοποιούνται επάνω τους να μπορούν να συμπεριφέρονται σαν να μην πειράζει και να προβάλουν ένα σωρό δικαιολογίες. Επειδή όμως τα μάτια δεν είναι τόσο εύκολο να στραφούν μακριά από ανθρώπινα κλουβιά και επειδή η λύση δεν είναι μόνο η ενίσχυση του προσωπικού που επικαλείται συχνά, όταν το θέμα επανέρχεται στο προσκήνιο, το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας (νυν Αλληλεγγύης), θα αναλύσουμε το θέμα με βάση τις εις βάθος θεωρίες και έρευνες της απανθρωποποίησης που παρουσιάστηκαν στο πρώτο μέρος της παρούσης εργασίας και που μπορούν να μας βοηθήσουν για να διαπιστώσουμε τι ακριβώς γίνεται μέσα στο Θ.Χ.Π. – Παράρτημα ΑμεΑ Λεχαινών.
Για να προσεγγίσουμε σε βάθος τις απανθρωποποιητικές διαδικασίες που είναι σε εξέλιξη στο ΘΧΠ Λεχαινών, θα διακρίνουμε τρεις κοινωνικές ομάδες που αλληλεπιδρούν στα πλαίσια του ιδρύματος: Την ομάδα των ψυχιάτρων, που υπογράφουν τις γνωματεύσεις για τον περιορισμό των παιδιών και ενηλίκων του Θ.Χ.Π. Λεχαινών με ιμάντες και εγκλεισμό σε κλουβιά, την ομάδα προσωπικού με την τοπική κοινωνία θεωρούμενη ως την ανώτερη σε κοινωνικό εύρος [superordinate] (Vaes, 2012) ομάδα της, και την ομάδα παιδιών και ενηλίκων που είναι τρόφιμοι στο ΘΧΠ Λεχαινών. Οι τρεις ομάδες καθώς και η αλληλεπίδρασή τους μπορούν να παρασταθούν σχηματικά όπως στο παρακάτω σχήμα:
Για την προσέγγιση του θέματος, θα πραγματοποιήσουμε ανάλυση περιεχομένου στο εμπειρικό υλικό που προκύπτει από το πρόσφατο ρεπορτάζ5 του τηλεοπτικού σταθμού «Ηλεία Live» με ημερομηνία 04/11/2015, λόγω της φύσης των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτό (πρωτογενείς εικόνες και δηλώσεις). Για την ανάλυση περιεχομένου θα θεωρήσουμε την ομάδα προσωπικού ως την ενδοομάδα, καθώς μιλά για τον εαυτό της, και τις ομάδες των ψυχιάτρων που υπογράφουν τις γνωματεύσεις και των τροφίμων ως τις εξωομάδες. Ας δούμε πρώτα το υλικό απομαγνητοφωνημένο:
Στο χρονικό σημείο 02:20 έως 02:39 του βίντεο του ρεπορτάζ, βλέπουμε ακτιβιστές της Κίνησης Χειραφέτησης ΑμεΑ – Μηδενική Ανοχή να εισέρχονται στο χώρο και να τραβούν βίντεο τα καθηλωμένα μηχανικά παιδιά στα κρεβάτια τους. Ακούγεται ο ακτιβιστής να λέει προς την κάμερα: «Δεμένα παιδιά, μπαίνουμε». Απαντά το ένα μέλος του προσωπικού αναφερόμενη σε ένα από τα παιδιά: «Αυτό είναι με χαρτί ψυχίατρου γιατί κάνει ζημιά στον εαυτό του. Δεν είναι ότι τα δένουμε εμείς». Ακούγεται ένας από τους ακτιβιστές να της απαντά: «Όχι βέβαια». Στη συνέχεια, ο πρώτος ακτιβιστής επαναλαμβάνει προς τους συν-ακτιβιστές του: «Ομάδα, δεμένα παιδιά, μπαίνουμε», ενώ το ίδιο μέλος του προσωπικού ακούγεται από το βάθος να επαναλαμβάνει: «Είναι δεμένα παιδιά, έχουμε χαρτί». Ακτιβίστρια σχολιάζει: «Δεν το πιστεύω αυτό, δηλαδή…». Λίγο μετά, στο χρονικό σημείο 03:27, αφού οι ακτιβιστές έχουν περιηγηθεί στο χώρο και έχουμε δει – ανάμεσα σε άλλα – ένα πλάνο με ένα κοριτσάκι να ταλαντεύεται μπρος και πίσω στο κλουβί του, το ίδιο μέλος προσωπικού λέει στους ακτιβιστές πλησιάζοντας ένα από τα δεμένα παιδιά στα κρεβάτια: «Αυτό εδώ είχε πέσει από το κρεβάτι του…»
Παρακάτω, στο χρονικό σημείο 09:14 έως το τέλος του ρεπορτάζ πραγματοποιεί δηλώσεις η Πρόεδρος των Εργαζομένων του ΚΕΠΕΠ, επώνυμα: «Σήμερα είναι πάρα πολύ σοβαρά τα προβλήματα, έχουμε 55 παιδιά, τα περισσότερα είναι κατάκοιτα, έχουμε και κάποια όρθια, τώρα περίπου στον ένα χρόνο αντιμετωπίζουμε σοβαρό πρόβλημα με το θέμα από τρόφιμα, από ρουχισμό, από όλα αυτά, από ιατρική αυτή [περίθαλψη], γιατί δεν…, με μεταφορές στα νοσοκομεία, το οποίο δεν έχουμε καύσιμα, δεν υπάρχουν καύσιμα, είμαστε στο έλεος του Θεού, παρακαλάμε τον κόσμο να κάνει ό,τι δωρεά μπορεί για να κρατήσουμε αυτά τα παιδιά. Η Πολιτεία – να το πω έτσι -, ο πολιτικός χώρος, δεν δίνει πλέον σημασία γι’ αυτό το θέμα, όπως καταλαβαίνετε, κι εμείς… Δεν υπάρχει πρώτα απ’ όλα προσωπικό, εχθές έτυχε περιστατικό να φύγει παιδί για το νοσοκομείο, υπήρχε μία νοσηλεύτρια και βοηθητικό προσωπικό, το οποίο το παιδί αυτό έπρεπε να φύγει, και συγκεκριμένα ήταν μία κοπέλα που έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας, είναι ΑμεΑ, έχει διοριστεί… έφυγε η κοπέλα, πήγε το παιδί στο νοσοκομείο, που δεν κάνει ούτε να σηκώσει βάρος ούτε τίποτα, γιατί έχει απαλλαγεί από τα βάρη, από τη στιγμή όμως που δεν υπήρχε προσωπικό, δεν μπορούσε να αφήσει το παιδί ούτε μία στο εκατομμύριο να μην το συνοδεύσει, το οποίο, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα να πληρωθούν οι αποκλειστικές». Στη συνέχεια, ο δημοσιογράφος τη ρωτά: «Να ρωτήσω κάτι, πριν χρόνια, είχαμε ακούσει υποσχέσεις για προσλήψεις εξειδικευμένου προσωπικού που θα βοηθούσε το υπάρχον…» Η εκπρόσωπος των εργαζομένων απαντά: «Όχι, δεν έχει έρθει τίποτα, απλά έρχονται πεντάμηνα, τα οποία τα πεντάμηνα – σ’ αυτές τις συνθήκες που δουλεύουμε εμείς – μέχρι να έρθουν φεύγουν, γιατί είναι δύσκολες συνθήκες, δηλαδή δύσκολα τα παιδιά αυτά στο θέμα της υγείας τους, δηλαδή μπορεί ένα παιδί να πιαστεί κάπως λάθος και να δημιουργηθεί πρόβλημα επάνω στο σώμα του». Ο δημοσιογράφος στη συνέχεια ρωτά: «Ο ψυχίατρος που κάνει τις γνωματεύσεις για να δένονται τα παιδιά κ.λπ., πώς τις κάνει;» Η εκπρόσωπος των εργαζομένων απαντά: «Έχουν έρθει, ούτε κι εμείς –όπως καταλαβαίνετε – σαν προσωπικό δεν θέλουμε ούτε να δένονται τα παιδιά ούτε να είναι κλεισμένα, κι αυτό επειδή έχει δημοσιευθεί πάρα πολλές φορές εμείς έχουμε στενοχωρηθεί, αλλά εμείς σαν προσωπικό έχουμε μιλήσει, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Έχουν έρθει και μας έχουν πει ότι αυτά τα παιδιά έχουν τάση αυτοκαταστροφής των εαυτών τους και πρέπει να δένονται με κάποιους ιμάντες, ειδικούς ιμάντες και σε κάποια… μέρη τα οποία πρέπει να είναι κλεισμένα για να
μη χτυπήσουν». Δημοσιογράφος: «Δηλαδή αυτά λέει ο ψυχίατρος και η πολιτεία;» Εκπρόσωπος προσωπικού: «Ναι». Δημοσιογράφος: «Τα έχει δει τα παιδιά;» Εκπρόσωπος προσωπικού: «Έρχεται μια φορά την εβδομάδα, δεν ξέρω, αυτά μπορούν να σας τα πουν και οι αρμόδιοι έτσι; Εμείς εντολές παίρνουμε για να κάνουμε αυτά, το προσωπικό». […] «Εμείς εντολές παίρνουμε. Βέβαια, μη νομίζετε ότι και αυτά που βλέπουμε τα χαιρόμαστε». Έτσι κλείνει το βίντεο και ρεπορτάζ.
Αν στο πλαίσιο της ανάλυσης περιεχομένου κωδικοποιούσαμε το περιεχόμενο των παραπάνω δηλώσεων ως προς τα «θερμά» και «ικανά» χαρακτηριστικά, με τα οποία αναπαρίστανται οι ομάδες που αναφέρονται, καθώς και ως προς το βαθμό αυτο-ανθρωποποίησης και απανθρωποποίησης που – ενδεχομένως – εντοπίζεται, τι θα παρατηρούσαμε; Οι τρόφιμοι του ιδρύματος, είτε είναι παιδιά είτε ενήλικες, αναφέρονται από την ομάδα του προσωπικού με τις εξής λέξεις και φράσεις: «παιδιά», «αυτό», «ζημιά», «δεμένα», «χαρτί», «55», «κατάκοιτα», «όρθια», «δωρεά», «κρατήσουμε», «δύσκολα», πρόβλημα», «ειδικούς ιμάντες», «κλεισμένα», «μη χτυπήσουν». Οι ψυχίατροι από την άλλη μεριά, αναφέρονται από την ομάδα του προσωπικού με τις εξής λέξεις ή φράσεις: «χαρτί», «έχουν έρθει», «μας έχουν πει», «πρέπει», «ειδικούς ιμάντες», «έρχεται», «δεν ξέρω», «να σας τα πουν», «οι αρμόδιοι», «εντολές». Τα μέλη του προσωπικού αναφέρονται στην ενδοομάδα τους με τις εξής λέξεις/φράσεις: «δεν είναι ότι τα δένουμε εμείς», «έχουμε», «αντιμετωπίζουμε», «πρόβλημα», «είμαστε στο έλεος του Θεού», «παρακαλάμε», «δωρεά», «κρατήσουμε, «σοβαρό πρόβλημα υγείας», «ΑμεΑ», «έχει διοριστεί», «έχει απαλλαγεί από τα βάρη», «δεν μπορούσε να αφήσει το παιδί», «συνοδεύσει«, «πεντάμηνα», «δύσκολες συνθήκες», «δουλεύουμε», «δεν θέλουμε», «έχουμε στενοχωρηθεί», «έχουμε μιλήσει», «δεν μπορούμε», «εντολές», «μη νομίζετε ότι και αυτά που βλέπουμε τα χαιρόμαστε».
Είναι ολοφάνερη η διάκριση των ικανών από τις θερμές ομάδες. Η ομάδα των ψυχιάτρων αναπαρίσταται όχι μόνο ως ψυχρή αλλά ως εντελώς απόμακρη («έχουν έρθει»), ικανή γιατί έχει τη γνώση («μας έχουν πει»), λογική («πρέπει»), όλα δηλαδή τα χαρακτηριστικά που εμπίπτουν στο «ικανό» στερεότυπο, ενώ η κυριαρχία της δηλώνεται άμεσα με την λέξη «εντολές». Απανθρωποποιείται επίσης ρητά, καθώς συχνά στις αναφορές εξισώνεται με το γραφειοκρατικό «χαρτί» της γνωμάτευσης. Ο ψυχίατρος δεν εμφανίζεται να γίνεται αντιληπτός με μεγάλη διαφορά από το αντικείμενο, το χαρτί.
Για την ομάδα των παιδιών και ενηλίκων του ιδρύματος είναι καταρχάς δεδομένο πως δεν έχει φωνή για να εκφραστεί και να χαρακτηρίσει και εκείνη με τη σειρά της τις δικές της εξωομάδες. Από την εξωομάδα προσωπικού αναπαρίσταται ως «μη ικανή» («ζημιά», «κατάκοιτα», «δύσκολα», «πρόβλημα», «μη χτυπήσουν») αλλά και ως «θερμή», με τη «θερμότητα» να εκφράζεται με τη μορφή του οίκτου («έχουμε στενοχωρηθεί») και της φιλανθρωπικής διάθεσης, αφού η τοπική κοινωνία, την οποία «παρακαλάει» το προσωπικό, κάνει «δωρεές» για να «κρατήσει» το ίδρυμα τα «παιδιά». Στη «θερμή» αντιμετώπιση εμπίπτουν ακόμη και οι σκληρά κατασταλτικές πρακτικές, με τις οποίες – σύμφωνα με τα λεγόμενα του προσωπικού – χρησιμοποιούνται για να «μη χτυπήσουν» τα «παιδιά». Το 24ωρο δέσιμο με τους ιμάντες και το κλείδωμα σε ξύλινα κλουβιά δεν νομιμοποιείται μόνο μέσω του «χαρτιού» του ψυχιάτρου, που ούτε καν η Πρόεδρος των Εργαζομένων δε θυμάται κάθε πότε βλέπει τα «παιδιά», αλλά και μέσω της πατερναλιστικής προκατάληψης που εκείνα δέχονται από τη «θερμή» τους θέση, σύμφωνα με την οποία οι τρόφιμοι του ΘΧΠ Λεχαινών δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν τον εαυτό τους, επομένως εκείνοι που είναι «ικανοί» έχουν τη δικαιοδοσία να τους δέσουν και να τους κλειδώσουν στο όνομα της προστασίας τους καθώς επίσης να τους χορηγήσουν ισχυρά κατασταλτικά ψυχοφάρμακα (ακόμη και στα βρέφη), κάτι που δεν λέγεται στο ρεπορτάζ. Οι τρόφιμοι του ιδρύματος των Λεχαινών δεν υφίστανται απλώς υποτίμηση ή περιθωριοποίηση λόγω της δεινής κοινωνικοοικονομικής τους θέσης. Υφίστανται απανθρωποποίηση, η οποία τους μετατρέπει σε αντικείμενα («αυτό») που για να μην πάθουν «ζημιά» πρέπει να είναι μηχανικά καθηλωμένα και κλειδωμένα σε κλουβιά. Όση ανθρώπινη ιδιότητα τους αναγνωρίζεται περιορίζεται στο επίπεδο του οίκτου και της στοιχειώδους ανθρώπινης φύσης που – όπως είδαμε – συμπίπτει με τη ζωώδη φύση και που ικανοποιείται με την εκπλήρωση των βασικών αναγκών σίτισης και ρουχισμού, ανάγκες για τις οποίες επιστρατεύεται και η φιλανθρωπική διάθεση της τοπικής κοινωνίας.
Η ομάδα του προσωπικού του ΘΧΠ Λεχαινών εμφανίζεται τόσο ως θερμή όσο και ως ικανή. Κατά προτεραιότητα εκφράζονται από τα μέλη της ενδοομάδας τα θερμά της χαρακτηριστικά, τα οποία πολλές φορές εκφράζονται σε τέτοιο βαθμό που ο δέκτης μπορεί να μπερδευτεί για το αν η αναφορά γίνεται στους τροφίμους των Λεχαινών ή στο προσωπικό, ιδιαίτερα στο σημείο που η Πρόεδρος των Εργαζομένων ΚΕΠΕΠ αναφέρεται σε μια εργαζόμενη με πρόβλημα υγείας («σοβαρό πρόβλημα υγείας», «ΑμεΑ»). Ενώ οι τρόφιμοι του ιδρύματος υποτίθεται πως είναι το κεντρικό σημείο αναφοράς και ζήτημα, πολλές φορές οι θερμές εκφράσεις των μελών του προσωπικού για την ενδοομάδα τους παρουσιάζουν την κατάσταση σαν να βρίσκεται το προσωπικό στη θέση των τροφίμων («είμαστε στο έλεος του Θεού», «παρακαλάμε»). Ταυτόχρονα, στις θερμές εκφράσεις παρεμβάλλονται κατά στιγμές και χαρακτηριστικά ικανότητας («δουλεύουμε», «έχει διοριστεί»). Δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτή η εκδήλωση της αυτο-ανθρωποποίησης που από την γενική έκφραση «άνθρωποι είμαστε» έχει εξελιχθεί εδώ σε έκφραση «φυσικά και είμαστε άνθρωποι, τι νομίζετε ότι δεν είμαστε;» Γίνεται λόγος για «δύσκολες συνθήκες» εργασίας, οι οποίες μάλιστα δηλώνεται πως οφείλονται στους ίδιους τους τροφίμους εξαιτίας των οποίων οι εργαζόμενοι με τα «πεντάμηνα» φεύγουν από το ίδρυμα («[…] γιατί είναι δύσκολες συνθήκες, δηλαδή δύσκολα τα παιδιά αυτά στο θέμα της υγείας τους […]»).
Παρουσιάζεται μια εικόνα, σαν να βασανίζονται τα μέλη του προσωπικού και όχι οι τρόφιμοι. Ταυτόχρονα, εκφράζονται με κάθε ευκαιρία αρνητικά συναισθήματα για τις πρακτικές που εφαρμόζονται στους τροφίμους («δεν είναι ότι τα δένουμε εμείς», «δεν θέλουμε», «έχουμε στενοχωρηθεί», «μη νομίζετε ότι και αυτά που βλέπουμε τα χαιρόμαστε») λέγοντας – ανάμεσα σε άλλα – πως τα μέλη του προσωπικού δεν χαίρονται να τις βλέπουν. Μόνο που δεν τις βλέπουν, τις εφαρμόζουν. Οι συνθήκες Οικονομικής Κρίσης έρχονται και συμπληρώνουν τη θερμότατη εικόνα του προσωπικού, με την αναφορά των ελλείψεων εξαιτίας της, χωρίς να αναφέρεται ότι το ζήτημα των ιδρυματικών πρακτικών υπήρχε και προ της κρίσης («αντιμετωπίζουμε», «πρόβλημα», «είμαστε στο έλεος του Θεού»).
Χαρακτηριστικό είναι επίσης πως τόσο οι ομάδες των ψυχιάτρων όσο και των τροφίμων του ιδρύματος αναφέρονται με αόριστο και αφαιρετικό τρόπο [abstract construal] (Haslam et al., 2007), οι μεν ψυχίατροι με εκφράσεις όπως «έχουν έρθει», «μας έχουν πει», οι μεν τρόφιμοι με αριθμούς όπως «55». Αντιθέτως, τα μέλη της ομάδας προσωπικού εμφανίστηκαν ατομικοποιημένα [individualised] (Haslam et al., 2007) και μίλησαν επώνυμα, όπως η Πρόεδρος των Εργαζομένων ΚΕΠΕΠ.
Αν στεκόταν κανείς σε μια πρώτη εντύπωση, θα μπορούσε να πει πως η κυρίαρχη ομάδα στο πλαίσιο του ιδρύματος Θ.Χ.Π. των Λεχαινών είναι αυτή των ψυχιάτρων, οι οποίοι εντελώς ψυχρά και αποστασιοποιημένα επισκέπτονται το ίδρυμα κατά καιρούς και υπογράφουν τις γνωματεύσεις για το δέσιμο και τον εγκλεισμό σε κλουβιά των τροφίμων επικαλούμενοι την ιατρική γνώση. Υπάρχει όμως κανείς που να μπορεί τεκμηριωμένα και με σιγουριά να επιβεβαιώσει ακριβώς κάθε πότε ο εν λόγω ψυχίατρος ή οι προκάτοχοί του επισκέπτονται το ίδρυμα και τι δυνατότητες έχουν για περαιτέρω θεραπευτικές παρεμβάσεις στα παιδιά; Είναι αρκετή μόνο η αναγνώριση της κυρίαρχης θέσης των ψυχιάτρων για τη διαιώνιση μιας τέτοιας κατάστασης όχι μόνο στο Θ.Χ.Π. Λεχαινών αλλά ανάλογων καταστάσεων και σε άλλα ιδρύματα; Στην προκείμενη περίπτωση, εάν κοιτάξει κανείς βαθύτερα, θα διαπιστώσει πως η πραγματικά κυρίαρχη ομάδα είναι αυτή του προσωπικού του ιδρύματος.
Εκφράζοντας τα θερμά χαρακτηριστικά της, καταφέρνει να αποποιηθεί των ευθυνών της για τη συνεχή εφαρμογή των βασανιστικών και όχι θεραπευτικών κατασταλτικών μεθόδων στους τροφίμους του ιδρύματος, πρακτικές που δεν παρακολουθεί παθητικά αλλά καλείται καθημερινά να εφαρμόσει. Ταυτόχρονα, τα μέλη της αναπαριστούν τους ψυχιάτρους ως μηχανιστικά απανθρωποποιημένα άτομα, σαν να είναι απλώς «αυτοματισμένα» όντα που πηγαινοέρχονται στο χώρο (κανείς δεν ξέρει ακριβώς κάθε πότε) και νομιμοποιούν γραφειοκρατικά τους ιμάντες και τα κλουβιά. Από την άλλη μεριά, βρίσκεται η απανθρωποποιημένη ομάδα των τροφίμων, της οποίας η αναπαράσταση κυμαίνεται μεταξύ ζώου και αντικειμένου, με τις θερμές εκφράσεις που απευθύνονται σε αυτή να χρησιμεύει σχεδόν αποκλειστικά για να καταδείξει την «ανθρωπιά» του προσωπικού και της τοπικής κοινωνίας.
Αναφερθήκαμε προηγουμένως στην τοπική κοινωνία του ιδρύματος ως ανώτερης σε κοινωνικό εύρος [superordinate] (Vaes, 2012) ομάδας της ομάδας του προσωπικού, στηριζόμενοι στο δεδομένο πως η ομάδα του προσωπικού «παρακαλά» την τοπική κοινωνία να δείξει τη φιλάνθρωπη διάθεσή της προς τους έγκλειστους τροφίμους, με τη δεύτερη να ανταποκρίνεται. Η τοπική κοινωνία αντιπροσωπεύει αυτό που ονομάζεται «κοινή γνώμη», την κοινή δηλαδή αντίληψη που εκφράζει σε ευρύτερο επίπεδο τα κοινωνικά στερεότυπα και που θα μπορούσε να νομιμοποιεί με τις θερμο-απανθρωποποιητικές αντιλήψεις της την αντιμετώπιση των τροφίμων, την οποία προς το παρόν νομιμοποιεί το προσωπικό νίπτοντας ταυτόχρονα τας χείρας του. Η σιωπηρή και ταυτόχρονα φιλάνθρωπη στάση των τοπικών κατοίκων συνάδει με αυτή του προσωπικού. Οι ψυχίατροι υπογράφουν τις γνωματεύσεις άρα κανένας άλλος δεν ευθύνεται για το τι συμβαίνει σε αυτά τα «καϋμένα παιδιά». Όλα αυτά βέβαια διατυπώνονται αυτή τη στιγμή σε επίπεδο υπόθεσης, μπορούν όμως να διερευνηθούν με τη χρήση ερωτηματολογίων σχετικών με τα αμφίσημα στερεότυπα και τη μηχανιστική και ζωώδη απανθρωποποίηση στον σχετικό πληθυσμό.
Σήμερα και κατόπιν των επαναλαμβανομένων διαμαρτυριών των εθελοντών του προγράμματος της Ε.Ε. και των ακτιβιστών της “Μηδενικής Ανοχής”, το Θ.Χ.Π. Λεχαινών έχει περάσει στα χέρια αφενός της διεθνούς Μ.Κ.Ο. “Lumos”, στην οποία συμμετέχουν πρώην εθελοντές του Ευρωπαϊκού Προγράμματος, ενώ έχει επίσης πραγματοποιηθεί μετά από άτυπες επίμονες παρεμβάσεις των μελών της Κίνησης “Μηδενική Ανοχή” η μεταφορά δύο κοριτσιών από το Θ.Χ.Π. Λεχαινών σε άλλο ίδρυμα, αυτό του Π.Ι.Κ.Π.Α. Βούλας. Οποιοιδήποτε και οποιεσδήποτε άλλοι/ες ειδικοί και φορείς έχουν αποκλειστεί από την παρέμβαση και την κατάργηση της μεσαιωνικής προ-επιστημονικής κατάστασης στο Θ.Χ.Π. Λεχαινών, παρόλο που στις θεωρητικές ανακοινώσεις των ακτιβιστών αναφερόταν η επιθυμητή συμμετοχή τους.
Δ) Η απανθρωποποίηση και η κατάχρηση των περιοριστικών μέσων στην ιδρυματική ψυχιατρική
Τα περιοριστικά μέσα [restraint] στην ιδρυματική ψυχιατρική είναι μέρος ενός ευρύτερου συνόλου εξαναγκαστικών παρεμβάσεων [coercive interventions] (Paterson, 2013). O εξαναγκασμός [coercion] ορίζεται από τον Rateson ως «κάθε ενέργεια ή απειλή ενεργειών, που αναγκάζει τον/την ασθενή να συμπεριφερθεί με τρόπο ασύμβατο προς τις δικές του/της επιθυμίες» (Paterson, 2013, σ. 229). O εξαναγκασμός αποτελεί ένα συνεχές και μπορεί να είναι εξωτερικευμένος έχοντας τη μορφή είτε του περιορισμού, που γίνεται με φυσικό κράτημα ή με τη χρήση μηχανικής καθήλωσης, είτε της απομόνωσης, όπου η κλειδωμένη πόρτα αντικαθιστά τον φυσικό ή μηχανικό περιορισμό, είτε της απαιτούμενης φαρμακευτικής αγωγής, στα πλαίσια της οποίας χορηγείται φαρμακευτική αγωγή χωρίς τη συγκατάθεση του/της λήπτη/τριας (Paterson, 2013, σ. 229). Ο περιορισμός όμως μπορεί να είναι και έμμεσος, όπως η επίδειξη ισχύος εκ μέρους του προσωπικού όταν συσπειρώνεται διακριτικά σε καταστάσεις συγκρούσεων (Paterson, 2013, σ. 229).
Στη δεκαετία του 2000 πραγματοποιήθηκαν έρευνες για τη χρήση περιοριστικών μέσων στη Βρετανική ιδρυματική ψυχιατρική και τα αποτελέσματα δεν ήταν θετικά. Το 48% των ερωτηθέντων απάντησε πως αισθάνεται ότι η απειλή των φαρμάκων ή της απομόνωσης χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της συμπεριφοράς. Το 8% των ερωτηθέντων απάντησε πως έχει δεχθεί περιορισμό τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια της πιο πρόσφατης εισαγωγής του σε ψυχιατρική εγκατάσταση.
Το 1.5% απάντησε πως έχει δεχθεί περιορισμό τουλάχιστον πέντε φορές και το 0.7% τουλάχιστον δέκα φορές. Όσον αφορά την απομόνωση, το 3% των ληπτών/ληπτριών ψυχιατρικών υπηρεσιών απάντησαν πως έχουν τεθεί σε απομόνωση τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια της τρέχουσας εισαγωγής τους.
Στην Ελλάδα, η κατάσταση είναι πέραν της ανησυχητικής, καθώς χωρίς καν να διεξάγονται έρευνες, τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους. Στις κρατικές ψυχιατρικές δομές, όπως το Ψ.Ν.Α Δαφνίου, υπάρχουν πτέρυγες στις οποίες οι λήπτες των υπηρεσιών είναι καθηλωμένοι μηχανικά (δεμένοι δηλαδή με ιμάντες) επί 24ώρου βάσεως με βάση τον ισχυρισμό της υψηλής επικινδυνότητάς τους. Η πρακτική αυτή συνετέλεσε στη δολοφονία6 τροφίμου από τρόφιμο τον Μάιο του 2015. Οι τρόφιμοι ήταν και οι δύο δεμένοι, κάτι που δεν εμπόδισε τον δράστη να διαπράξει το έγκλημα, εμπόδισε όμως το θύμα να αμυνθεί. Δημόσια έγινε κυρίως λόγος εκ μέρους του εκπροσώπου των εργαζομένων για τον μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας του δράστη, για τη μείωση του προσωπικού των δημοσίων ψυχιατρείων και για τον κίνδυνο που διατρέχουν οι νοσηλευτές από ανάλογα «πολύ σοβαρά περιστατικά»7.
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ακολούθησε ένα ακόμη τραγικό περιστατικό, καθώς στη διάρκεια πυρκαγιάς που ξέσπασε σε πτέρυγα του Δαφνίου τρεις τρόφιμοι κάηκαν ζωντανοί καθώς ήταν δεμένοι και δεν μπορούσαν να απεγκλωβιστούν όταν η φωτιά εξαπλώθηκε. Διαπιστώθηκε πως η φωτιά προκλήθηκε από άλλο τρόφιμο, ο οποίος ήταν σε απομόνωση, κάτι όμως που δεν τον εμπόδισε τελικά να υπεισέλθει σε καταστροφική συμπεριφορά. Ο δράστης της πυρκαγιάς κινδύνευσε και ο ίδιος και παρέμεινε στην Εντατική Μονάδα για ημέρες. Εκπρόσωπος του νοσοκομείου, ο ψυχίατρος και Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του ιδρύματος, Αλέξανδρος Χαϊδεμένος, κατήγγειλε[8] σε επίσημες δηλώσεις τον εξαιρετικά επικίνδυνο χαρακτήρα του συγκεκριμένου τροφίμου λέγοντας πως το Ψ.Ν.Α. είχε στείλει 30 αναφορές στο Υπουργείο Υγείας για να μεταφερθεί ο τρόφιμος αλλού.
Επιπλέον, έκανε έκκληση στους «αρμόδιους φορείς να δώσουν ένα τέλος στις καθημερινές ώρες αγωνίας που βιώνουν όλοι όσοι κινούνται στους χώρους του νοσοκομείου» [9]. Ποιοι είναι αυτοί που «κινούνται στο χώρο του νοσοκομείου;» Το προσωπικό και οι συγγενείς των έγκλειστων τροφίμων. Όλα αυτά λέγονται με αφορμή ένα περιστατικό, του οποίου τα θύματα ήταν τρόφιμοι του ψυχιατρείου. Σχετικά με το ακριβές αίτιο του θανάτου τους, στα πρώτα ρεπορτάζ [10] για την πυρκαγιά όσο αυτή ήταν ακόμη σε εξέλιξη, αναφερόταν με σαφήνεια πως οι τρεις τρόφιμοι του Δαφνίου έχασαν τη ζωή τους γιατί ήταν δεμένοι και δεν πρόλαβαν να λυθούν και να βγουν από τους θαλάμους τους. Στην πορεία, η πληροφορία αυτή «αποσύρθηκε» και στις δημόσιες δηλώσεις [11] του Δημάρχου Χαϊδαρίου, Μιχάλη Σελέκου, αλλά και συγγενών12 άλλων τροφίμων του Δαφνίου, αναφερόταν πως το προσωπικό απλώς δεν πρόλαβε να βγάλει τους συγκεκριμένους τρεις τροφίμους έξω και έχασαν τη ζωή τους από αναθυμιάσεις. Συγκεκριμένα, ο Δήμαρχος Χαϊδαρίου [13] λέει: «ελάχιστοι ήταν δεμένοι και πρόλαβαν να τους λύσουν» [14]
ενώ καταγγέλλει και εκείνος δημόσια την έλλειψη προσωπικού τονίζοντας την ανάγκη προσλήψεων με τη φράση «και ξέρετε τώρα για τι ασθενείς μιλάμε» [15].
Με βάση τις θεωρητικές και ερευνητικές μελέτες για τα ιδρύματα για ανθρώπους με νοητικές αναπηρίες του εξωτερικού (H. & K. Keith, 2013), καθώς και με βάση τη διαπιστωμένη αδικαιολόγητα αυξημένη χρήση του ηλεκτροσόκ στη σύγχρονη ψυχιατρική (Giles, 2002) αλλά και για την κατάχρηση των περιοριστικών μέτρων που διαπιστώνεται μέχρι και τα τελευταία χρόνια στη Μ. Βρετανία (Paterson, 2013), είναι τουλάχιστον υποκριτικό να καταγγέλλει κανείς μόνο την Ελλάδα όταν αναφέρεται στο στιγματισμό και την κακομεταχείριση ευάλωτων κοινωνικά ομάδων, όπως οι άνθρωποι με νοητική αναπηρία ή ψυχική διαταραχή. Τέτοιο χαρακτήρα είδαμε να έχει το κατά τ’ άλλα πολύ χρήσιμο άρθρο του BBC για τον εγκλεισμό των παιδιών σε κλουβιά στο Θ.Χ.Π. Λεχαινών, του οποίου η εισαγωγή γράφει: «Οι ανάπηροι άνθρωποι στην Ελλάδα συχνά στιγματίζονται και παλεύουν για να λάβουν την υποστήριξη που χρειάζονται» [16]. Σίγουρα, όμως, αν κρίνουμε τόσο από το ίδρυμα των Λεχαινών που εξετάσαμε αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα, όσο και από τη συνεχή καταστολή στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι που είναι τρόφιμοι στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής, η απανθρωποποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων βρίσκεται στην Ελλάδα σε κορύφωση. Εάν στη Βρετανία θεωρείται κατάχρηση η μηχανική καθήλωση ενός λήπτη ψυχιατρικών υπηρεσιών από μία έως δέκα φορές, τότε η καθημερινή 24ωρη καθήλωση και απομόνωση των ληπτών στα ελληνικά ψυχιατρεία πώς θα πρέπει να χαρακτηριστεί;
Και μάλιστα όταν πρόκειται για καθήλωση που έχει αποβεί μοιραία για πάνω από μία φορές, με προσωπικό και κοινή γνώμη να στρέφουν συνέχεια τη συζήτηση από τον κίνδυνο που ήδη έχουν διατρέξει οι λήπτες των ψυχιατρικών υπηρεσιών στον κίνδυνο που διατρέχει το προσωπικό ή οι συγγενείς που επισκέπτονται το ψυχιατρείο. Το ζήτημα λοιπόν της κατάχρησης των ψυχιατρικών περιοριστικών μέτρων καθώς και οι λύσεις, που προτείνει ο Paterson (2013) στο σχετικό άρθρο του, έχουν για τη δημόσια ψυχιατρική της χώρας μας ιδιαίτερη σημασία.
Η νομιμοποίηση των περιοριστικών μέσων δημιουργεί αναπόφευκτα τον κίνδυνο κατάχρησής τους. Όσες πρόοδοι και να έχουν πραγματοποιηθεί στο χώρο της ιδρυματικής ψυχιατρικής, πρόοδος που έχει οδηγήσει σε κάποιες χώρες και στην αποϊδρυματοποίηση, όσοι κανονισμοί, πρωτόκολλα και επιθεωρήσεις κι να γίνονται στα υπάρχοντα ιδρύματα, η κατάχρηση των περιοριστικών μέσων δεν σταματά να αναφέρεται, με τις τραγωδίες να προαναγγέλουν απλώς τις επόμενες (Paterson, 2013).
Αυτά αναφέρονται τουλάχιστον για τα ιδρύματα της Μ. Βρετανίας. Ο Paterson (2013) αναπτύσσει πως η κατάχρηση των περιοριστικών μέτρων και ο φαύλος κύκλος, που αυτή προκαλεί, εντάσσεται σε ένα γενικότερο προβληματικό πλαίσιο που ονομάζεται «διεφθαρμένη κουλτούρα».
Σύμφωνα με τους Wardhaugh και Wilding, «οι κουλτούρες που προορίζονται να αφοσιωθούν στην παροχή κεντρικής ανθρώπινης φροντίδας μπορούν να διαφθαρούν» (Paterson, 2013, σ. 229).
Ουσιαστικά, αναφέρονται σε αυτό που δεν μπορούσε να διανοηθεί η Ruth Sienkiewicz-Mercer μέχρι να το βιώσει, όταν αναρωτιόταν «Πόσο άσχημο μπορεί να είναι ένα μέρος που είναι αφοσιωμένο στη φροντίδα των αναγκών των ανθρώπων με αναπηρία;» (H. & K. Keith, 2013) Οι Wardhaugh και Wilding όρισαν τη διαφθορά σε ιδρυματικό πλαίσιο ως την «ενεργή προδοσία των αξιών στις οποίες η λειτουργία του οργανισμού υποτίθεται πως βασίστηκε» (Paterson, 2013, σ. 229). Η διαφθορά της κουλτούρας έχει άμεση σχέση με την απανθρωποποίηση, η οποία πρωταρχικά πραγματοποιείται με την «ταμπελοποίηση» [labelling] (Paterson, 2013, σ. 229), τη σύνδεση δηλαδή συγκεκριμένων ανθρώπων με συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς, η οποία με τη σειρά της οδηγεί στην «ηθική απόσταση» [moral distance] (Paterson, 2013, σ. 229) από εκείνους, αντίστοιχη της απόστασης που αναφέρει ο Gilles (2002) πως λαμβάνουν οι «κανονικοί» άνθρωποι – ανάμεσα τους και οι ψυχίατροι – από τους «αφύσικους» [deviant] ανθρώπους. Η ηθική απόσταση, που αναφέρθηκε και με τη μορφή του ηθικού αποκλεισμού (Haslam et al., 2007) σχετικά με την απανθρωποποίηση, καταργεί τα αρνητικά συναισθήματα που θα είχε κάποιος απέναντι στην κακομεταχείριση ενός άλλου ανθρώπου, καθώς μέσω της ταμπελοποίησής του ως «τρελού», «επικίνδυνου ασθενή» κ.λπ. γίνεται αντιληπτός ως λιγότερο άνθρωπος.
Η διαδικασία αυτή δεν είναι άσχετη από τον λόγο που οι γιατροί του Ψ.Ν.Α., αλλά και οι συγγενείς των τροφίμων αναφέρονται συνέχεια στον κίνδυνο που διατρέχουν οι ίδιοι, ενώ οι τρόφιμοι του ψυχιατρείου είναι αυτοί που έχουν καεί ζωντανοί. Η διαφθορά της ιδρυματικής κουλτούρας επέρχεται, καταρχάς, από τη συγκεντρωτική μορφή του ίδιου του ιδρύματος. Εάν όμως συνδυαστεί με ανισότητες μεταξύ των μελών του προσωπικού, αδύναμη διοίκηση, ανεπαρκή ασφαλιστικά συστήματα, ανεπαρκή ή ακατάλληλη εκπαίδευση, έλλειψη κλινικής εποπτείας, έλλειψη αξιολόγησης μετά το περιστατικό στο οποίο χρησιμοποιήθηκαν περιοριστικά μέσα, και ακόμη περισσότερο με συρρίκνωση των δομών, έλλειψη προσωπικού ή υποαμοιβή του, όπως στις σημερινές συνθήκες οικονομικής κρίσης, τότε καλλιεργείται το απόλυτα γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια της διαφθοράς (Paterson, 2013).
Στο πλαίσιο της διεφθαρμένης κουλτούρας οι ανάγκες των ληπτών των υπηρεσιών γίνονται δευτερεύουσες σε σχέση με τις ανάγκες του προσωπικού. Έχουμε ήδη δει στην ενότητα με τις μαρτυρίες για τα ιδρύματα με παιδιά με νοητικές αναπηρίες πως το πρόγραμμα των παιδιών στο ίδρυμα βασιζόταν στην εξυπηρέτηση του προσωπικού. Και τα ψυχιατρικά ιδρύματα όμως δεν πάνε πίσω.
Σε περιπτώσεις που το προσωπικό νιώθει αδικημένο ή αποδυναμωμένο, κάτι που συμβαίνει σε συνθήκες άκαμπτης ιεραρχίας, οι οποίες χαρακτηρίζουν τα περισσότερα ιδρύματα, καθώς και σε περιπτώσεις που κυριαρχούν συγκεκριμένα επιστημονικά «δόγματα» έναντι άλλων γνώσεων (για παράδειγμα η βιολογική ή φαρμακευτική αντιμετώπιση έναντι της κοινοτικής προσέγγισης), αλλά και σε συνθήκες φτωχού εργασιακού σχεδιασμού, τότε «ο κονφορμισμός στους κανόνες της υπηρεσίας και η διαδικασία [procedure] που εφαρμόζεται με τον εξαναγκασμό γίνεται το ορόσημο της διεφθαρμένης κουλτούρας» (Paterson, 2013, σ. 229).
Σε συνθήκες μεγάλης δυσαρέκειας, για τους λόγους που αναφέραμε ή άλλους, ο λήπτης των ψυχιατρικών υπηρεσιών γίνεται ο εύκολος στόχος της διοχέτευσης όλων των αρνητικών συναισθημάτων του προσωπικού και του γενικότερου αρνητικού κλίματος του οργανισμού. Και αυτό γιατί τα μέλη του προσωπικού διαθέτουν άμεσους τρόπους να επιδιορθώσουν την τραυματισμένη τους αυτοεκτίμηση. Έχοντας την ανάλογη δικαιοδοσία, μπορούν να αποκτήσουν πλήρη έλεγχο στη ζωή των ληπτών των υπηρεσιών. Αν η συμπεριφορά του λήπτη γίνει αντιληπτή ως απειλή στον ήδη τραυματισμένο εγωισμό των μελών του προσωπικού, τότε η αλληλεπίδραση μεταξύ λήπτη και προσωπικού μπορεί να κορυφωθεί σε συναισθηματική σημασία, ενώ σε αντίστοιχη περίπτωση το ίδιο προσωπικό μπορεί να συμπεριφερόταν με απόλυτη διακριτικότητα και να μη χρησιμοποιούσε εξαναγκασμό (Paterson, 2013). Δεν είναι σπάνιο για το αποξενωμένο και «πικραμένο» προσωπικό να εκτελέσει εξαναγκαστικές παρεμβάσεις και χωρίς λόγο, να υποκινήσει δηλαδή τον λήπτη να εκδηλώσει μια συμπεριφορά που θα οδηγήσει σε επιβολή εξαναγκαστικού περιορισμού (Paterson, 2013).
Οι βίαιες αυτές παρεμβάσεις θα οδηγήσουν σε τραύμα του λήπτη, ο οποίος υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να υποφέρει ήδη από ψυχικά τραύματα, υπαίτια της παθολογίας του. Το νέο τραύμα θα οδηγήσει σε εκ νέου χρήση των εξαναγκαστικών περιορισμών και ο φαύλος κύκλος ξεκινά (Paterson, 2013). Οι λήπτες ψυχιατρικών υπηρεσιών προέρχονται συχνά από περιβάλλοντα φτώχειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, κακοποιημένης ή παραμελημένης παιδικής ηλικίας καθώς και περιβάλλοντα εξαρτήσεων. Τα τραύματα που δημιουργήθηκαν σε εκείνες τις συνθήκες έχουν πιθανότατα μεγάλη σχέση με τον ψυχικό πόνο που βιώνουν μετέπειτα. Αντί όμως να εισέλθουν σε πλαίσια όπου μπορεί να αναγνωριστεί ο ψυχικός τους τραυματισμός, που μπορεί να είναι η ρίζα της ψυχικής τους διαταραχής, σε πλαίσια δηλαδή που είναι «πληροφορημένα για το τραύμα» [trauma informed] (Paterson, 2013 σ. 230), εισέρχονται σε πλαίσια όπου έρχονται αντιμέτωποι με «άκαμπτους κανόνες, ευτελιστικές διαδικασίες, συγκρουσιακές και αποδυναμωτικές μεθόδους και ασύμφωνα, μπερδεμένα και επικριτικά εξηγητικά συστήματα» (Paterson, 2013 σ. 230). Όλα τα προηγούμενα είναι χαρακτηριστικά που συναντώνται σε διεφθαρμένα πλαίσια.
Το ψυχιατρικό προσωπικό θα έπρεπε καταρχάς να μπορεί να αναγνωρίζει τους λήπτες των υπηρεσιών που υποφέρουν από τραύμα και, κατά δεύτερον, να είναι εξειδικευμένα εκπαιδευμένο ούτως ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τη ρητή και άρρητη συμπεριφορά του με τρόπο που να μην ενεργοποιεί τις επιθετικές αντιδράσεις των ληπτών που είναι υπερευαίσθητοι σε οποιαδήποτε αίσθηση απειλής. Στην πραγματικότητα, το αντίθετο συμβαίνει. Η νομιμοποίηση των εξαναγκαστικών περιορισμών δίνει στα μέλη του προσωπικού «λανθασμένη αίσθηση της προσωπικής τους εξουσίας» (Paterson, 2013 σ. 230). Αντί το προσωπικό να χτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης και αλληλοσεβασμού με τους λήπτες, προτιμά «τις απόλυτες και μερικές φορές αυθαίρετες εντολές, των οποίων η ανυπακοή θα οδηγήσει
σε παρέμβαση» (Paterson, 2013 σ. 230).
Αναφερθήκαμε προηγουμένως στις ιεραρχικές ανισότητες μεταξύ του προσωπικού που δημιουργούν δυσαρέσκεια, η οποία ξεσπά στους λήπτες. Οι σχέσεις των μελών του προσωπικού εν γένει μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την αντιμετώπιση των ληπτών. Οι ανισότητες, οι διαφορές, ακόμη και οι συγκρούσεις, που μπορεί να έχουν εξωτερικευθεί ή να υποβόσκουν ανάμεσα στα μέλη του προσωπικού, δημιουργούν κλίμα συλλογικής αναστάτωσης [collective disturbance] που καθρεφτίζεται [mirrored] στους λήπτες των υπηρεσιών του ιδρύματος (Paterson, 2013 σ. 231). Οι λήπτες θα αντιδράσουν και εκείνοι από τη μεριά τους επιθετικά στον εχθρικό συναισθηματικό τόνο που εισπραττουν, το προσωπικό θα αποκτήσει έτσι λόγους να επιβάλει περιοριστικά μέσα, και έτσι αντί τα μέλη του προσωπικού να λύνουν τις διαφορές τους μεταξύ τους, τις διαιωνίζουν συμπεριφερόμενοι εξαναγκαστικά στους λήπτες των υπηρεσιών. Ένα τέτοιο κλίμα μπορεί να αφορά ολόκληρο τον οργανισμό του ιδρύματος, μια συγκεκριμένη πτέρυγα ή ακόμη και μια συγκεκριμένη βάρδια. Είδαμε προηγουμένως, στην περίπτωση του Θ.Χ.Π. Λεχαινών, την αποστασιοποίηση και τον απρόσωπο χαρακτήρα του τρόπου με τον οποίο τα μέλη του προσωπικού του ιδρύματος αναφέρονται στους ψυχιάτρους που υπογράφουν τις γνωματεύσεις για τους περιορισμούς, καθώς και την έντονη ιεραρχική ανισότητα που υπονοείται με τις φράσεις που επαναλαμβάνονται με τόνο («εμείς εντολές δεχόμαστε», «να σας τα πουν οι αρμόδιοι»).
Βέβαια, στο συγκεκριμένο ίδρυμα τα μέλη που απαρτίζουν το προσωπικό δεν έχουν κακές σχέσεις μεταξύ τους, αφού… δεν γνωρίζονται καν, καθώς ο υπεύθυνος ψυχίατρος δεν ξέρει κανείς πότε έρχεται. Από την άλλη μεριά, το ψυχικό τραύμα και η ψυχολογική πίεση δεν αφορά μόνο τους λήπτες αλλά και το προσωπικό της ψυχιατρικής εγκατάστασης, καθώς τα μέλη του εκτίθενται συχνά – ιδιαίτερα στην περίπτωση της διεφθαρμένης κουλτούρας – σε βίαιες καταστάσεις. Η συμμετοχή ή η παρακολούθηση εξαναγκαστικών καθηλώσεων, οδήγησης στην απομόνωση ή εξαναγκαστικής χορήγησης φαρμάκων, ακόμη και αν δεν δημιουργήσει ψυχικό τραυματισμό, δημιουργεί πολύ δυνατά συναισθήματα που περιλαμβάνουν φόβο, θυμό και σύγχυση. Ακόμη και στην περίπτωση που τα συναισθήματα αυτά μπορούν να εκφραστούν και να συζητηθούν στο πλαίσιο κλινικής εποπτείας, είναι δύσκολο για τα μέλη του προσωπικού να διατηρήσουν μια θεραπευτική σχέση με τους λήπτες. Εάν τα συναισθήματα δεν εκφραστούν καθόλου, οδηγούν σε αμυντικούς μηχανισμούς που συχνά αποβαίνουν καταστροφικοί (Paterson, 2013). Όλη αυτή η κατάσταση δεν επηρεάζει μόνο τον καθένα ως άτομο αλλά δημιουργεί τοξικό περιβάλλον για το σύνολο του προσωπικού και για το ίδρυμα στο σύνολό του. Τα ανέκφραστα συναισθήματα και οι αμυντικοί μηχανισμοί, που αυτά ενεργοποιούν, καταλήγουν να καθορίζουν τη συμπεριφορά του προσωπικού απέναντι στους λήπτες, η οποία μπορεί να εκφράζει ακόμη και υποβόσκον μίσος.
Ο Winnicott λέει πολύ εύστοχα πως «το μίσος στην αντιμεταβίβαση [counter trasference] δείχνει ότι θα πρέπει πραγματικά να αναγνωρίζουμε πως μπορεί να έχουμε μη αποδεκτά αρνητικά συναισθήματα απέναντι στους λήπτες των υπηρεσιών, παρά να χρησιμοποιούμε τους μηχανισμούς της άρνησης ή της προβολής» (Paterson, 2013 σ. 230). Είναι διαφορετικό ένα μέλος του προσωπικού να μοιράζεται με τους συναδέλφους του, για παράδειγμα, ότι «Ο ασθενής Χ με θυμώνει πάρα πολύ όταν με στοχοποιεί για λεκτική κακοποίηση» (Paterson, 2013 σ. 231), από το να συμπεριφέρεται θυμωμένα απέναντι στον ασθενή, ακόμη και με ήπιο ή ασυνείδητο τρόπο, χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία ότι «οι λέξεις δεν είναι πράξεις» [saying is not doing] (Paterson, 2013 σ. 231).
Η διαιώνιση της κατάχρησης των περιοριστικών μέσων οδηγεί στη διαμόρφωση μοτίβων συμπεριφοράς ανάλογων με τα παραπάνω, με αποτέλεσμα τόσο η κατάχρηση των περιορισμών όσο και η αντίστοιχη συναισθηματική διαχείριση να αφομοιωθούν ως συστατικό μέρος της κουλτούρας του εκάστοτε ιδρύματος. Η διεφθαρμένη κουλτούρα μεταδίδεται στα νέα μέλη του προσωπικού ως μοντέλο και όχι ως φανερή έγκριση μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Μεταδίδεται δηλαδή με τη νοοτροπία του τύπου «έτσι γίνονταν τα πράγματα πάντοτε εδώ» (Paterson, 2013 σ. 231). Ο εμποτιστικός χαρακτήρας των διεφθαρμένων κουλτούρων μπορεί να γίνει τόσο ισχυρός που τα νέα μέλη του προσωπικού αρχίζουν να ορίζουν ως «συμμόρφωση» αυτό που σε άλλη περίπτωση θα αναγνωριζόταν ως κακοποίηση ή ακόμη και ως εγκληματική συμπεριφορά. Τα νέα μέλη του προσωπικού, δεχόμενα πίεση να υιοθετήσουν βίαιες συμπεριφορές που επικυρώνονται από το ίδρυμα, είναι πολύ πιθανό να καταφύγουν σε γνωστικούς μηχανισμούς που θα τους βοηθήσουν να απεμπλακούν ηθικά από τις συνέπειες των πράξεών τους, σε μηχανισμούς δηλαδή όπως η απανθρωποποίηση των ληπτών των υπηρεσιών ή ακόμη και η αλλαγή της ονομασίας των όρων, για παράδειγμα «περιορισμός» αντί για «βία» (Paterson, 2013, σ. 231). Από τους γνωστικούς αυτούς μηχανισμούς δεν θα μπορούσε να λείπει η δικαιολόγηση πως ακόμη και ο τιμωρητικός χαρακτήρας των περιοριστικών πρακτικών είναι απαραίτητος, υπονοώντας ότι οι λήπτες τις προκάλεσαν στον ίδιο τους τον εαυτό.
[irp]
Αυτό που καθίσταται σταδιακά σαφές είναι πως προκειμένου να υπάρξει ουσιαστικός περιορισμός της χρήσης εξαναγκαστικών μέτρων στην ιδρυματική ψυχιατρική χρειάζεται η συνολική αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των ψυχιατρείων, ούτως ώστε να μην επιτρέπεται η ανάπτυξη της διεφθαρμένης κουλτούρας, και δεν επαρκεί η απλή διατύπωση του αιτήματος για περιορισμό των εξαναγκαστικών παρεμβάσεων. Στις περιπτώσεις κατάχρησης των περιοριστικών μέσων ουδέποτε οι επιπλήξεις και οι επιθεωρήσεις έχουν φέρει αποτέλεσμα. Την αλλαγή θα μπορούσε να επιφέρει ουσιαστικά η αντικατάσταση του αμφίσημου ισχυρισμού πως τα περιοριστικά μέσα είναι η αναγκαστική λύση για την ανεξέλεγκτη συμπεριφορά των ληπτών, με τη συνειδητοποίηση πως ο εξαναγκασμός σημαίνει «αποτυχία της θεραπείας» (Paterson, 2013, σ. 232), πως είναι ένα σημαντικό γεγονός το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί και να κριθεί προσεκτικά τόσο ως προς τον λήπτη όσο και ως προς τον νοσηλευτή ή γιατρό, ούτως ώστε να αποφευχθεί η επανάληψή του. Η προσοχή θα πρέπει πλέον να στραφεί στην ουσιαστικότερη εκπαίδευση του προσωπικού και στην αξιολόγηση «όχι μόνο των πράξεών του, αλλά και της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, των πεποιθήσεων και των αξιών του» (Paterson, 2013, σ. 232).
Όταν γίνεται λόγος για τη χρήση ή κατάχρηση των περιοριστικών μέσων στην ιδρυματική ψυχιατρική, προβάλλεται αμέσως με έμφαση το αίτημα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μελών του προσωπικού, οι οποίοι – όπως λέγεται – είναι οι «αθώοι» της υπόθεσης (Paterson, 2013, σ. 233). Αυτός ο καθόλου σπάνιος ισχυρισμός σημαίνει αυτομάτως ότι οι λήπτες των ψυχιατρικών υπηρεσιών είναι οι «ένοχοι» των όσων συμβαίνουν στα ψυχιατρεία. Η δυσκολία της ψυχολογικής τους κατάστασης, ακριβώς εξαιτίας της οποίας βρίσκονται έγκλειστοι σε ένα ψυχιατρείο, φαίνεται να μη λαμβάνεται καθόλου υπ’ όψιν. Επίσης, παραβλέπεται εντελώς η έννοια του καθήκοντος, του γεγονότος δηλαδή ότι το νοσηλευτικό προσωπικό και οι ψυχίατροι είναι επαγγελματίες, των οποίων η υποχρέωση δεν είναι να δένουν και να απομονώνουν τους ασθενείς αλλά να τους βοηθήσουν να αισθανθούν καλύτερα ώστε να μην οδηγούνται σε αυτές τις συμπεριφορές. Εάν προκύψει ακραίο περιστατικό, θα πρέπει, όπως προαναφέραμε, να αξιολογηθεί ώστε να μην επαναληφθεί. Η εισαγωγή της έννοιας της «ηθικής θεραπείας» [moral treatment] (Paterson, 2013, σ. 233) έχει γίνει από το 1813, ενώ στα πλαίσια όπου εφαρμόστηκε αποδείχθηκε ότι επέφερε ασφαλέστερες συνθήκες τόσο για το προσωπικό όσο και για τους λήπτες. Ο Tuke διατύπωσε τότε την ανάγκη για «ένα σύστημα, που περιορίζει την εξουσία του υπαλλήλου και καθιστά ως ενδιαφέρον του την απόκτηση της καλής γνώμης όσων βρίσκονται υπό τη φροντίδα του» (Paterson, 2013, σ. 233). Για τους λήπτες αλλά και για το προσωπικό, «ο ασφαλέστερος περιορισμός είναι αυτός που δεν συμβαίνει ποτέ» (Paterson, 2013, σ. 233-234).
Είναι πλέον ξεκάθαρο πως η ανάγκη του επανασχεδιασμού του χαρακτήρα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και ιδρυματικής πρόνοιας είναι επιτακτική. Προς αυτή την κατεύθυνση, αυτό που δείχνει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη προτεραιότητα είναι η τακτική κλινική εποπτεία των μελών του προσωπικού, τόσο των ψυχιάτρων όσο και των νοσηλευτών. Έρευνα, που έγινε στη Μ. Βρετανία το 2005, έδειξε ότι το ένα-τρίτο των ψυχιατρικών νοσηλευτών, που εκθέτονταν συχνά σε περιστατικά βίας και επιθετικότητας, δεν λάμβανε κλινική εποπτεία, ενώ το ένα-τέταρτο περίπου από όσους λάμβαναν εποπτεία δεν συζητούσαν εκεί τα συναισθήματά τους σε σχέση με τη βία στο χώρο εργασίας τους (Paterson, 2013, σ. 233). Η έλλειψη έκφρασης και συζήτησης των συναισθημάτων αναφέραμε διεξοδικά σε προηγούμενο σημείο τι καταστρεπτικές συνέπειες μπορεί να έχει.
Ο Paterson, για να εξετάσει πώς μπορούν να περιοριστούν οι εξαναγκαστικές παρεμβάσεις στην ιδρυματική ψυχιατρική, θέτει το ζήτημα στα πλαίσια του σχετικού άρθρου του ως εξής: «Αρκεί η μείωση των περιοριστικών μέτρων για να επέλθει πρόοδος στα ιδρύματα;» (Paterson, 2013). Βάσει του αιτήματος της αποϊδρυματοποίησης, που έχει τεθεί διεθνώς από το 1980 μετά την ψυχιατρική μεταρρύθμιση στην Ιταλία και που έχει τεθεί σε εφαρμογή στην Ελλάδα από το 2009 με το πρόγραμμα «Ψυχαργώς» [17], ένα πρόγραμμα που έχει τρέξει παράλληλα με τα μοιραία γεγονότα και τις καθιερωμένες απανθρωποποιητικές αντιλήψεις που εκφράζονται σχετικά με τους τροφίμους των ψυχιατρείων και που παραθέσαμε πιο πάνω, θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε το ερώτημα και να το θέσουμε ως εξής: «Αρκεί τα ιδρύματα να κλείσουν;» Αρκεί αυτό για να αλλάξει τις νοοτροπίες που νομιμοποιούν τη χρήση και κατάχρηση των περιοριστικών μέσων; Και αν έκλειναν τα ψυχιατρικά ιδρύματα, πού θα μεταφέρονταν οι ασθενείς; Θα δέχονταν εκεί διαφορετική αντιμετώπιση από αυτή που είχαν στο ψυχιατρείο; Ο Paterson κλείνει το άρθρο του λέγοντας πως το ζήτημα της διεφθαρμένης κουλτούρας και η σημασία του για την ελαχιστοποίηση των εξαναγκαστικών παρεμβάσεων δεν αφορά μόνο τα ψυχιατρικά ιδρύματα, αλλά κάθε είδους κλειστό ίδρυμα για ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (Paterson, 2013, σ. 234), όπως είναι οι άνθρωποι με νοητικές αναπηρίες. Έχουν υπάρξει ιδρύματα που έκλεισαν λόγω της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των τροφίμων, όπως το Belchertown το 1992 (H. & K. Keith, 2013).
Αυτό σημαίνει πως άλλα ανάλογα ιδρύματα έκλεισαν; Και ακόμη χειρότερα, άλλα ιδρύματα που άνοιξαν πριν ή μετά από αυτό, πώς λειτουργούν; Σύμφωνα με τα ερευνητικά στοιχεία, η κατάχρηση των περιοριστικών μέσων και η χρήση του ηλεκτροσόκ δείχνουν ανησυχητική αύξηση (Paterson, 2013 & Gilles, 2002). Επομένως, εάν εφαρμόσουμε την ανάλυση του Paterson στην περίπτωση του ιδρύματος για παιδιά με νοητικές αναπηρίες Θ.Χ.Π. – Παράρτημα ΑμεΑ Λεχαινών, στο οποίο είναι επιτακτική ανάγκη να σταματήσει άμεσα ο εγκλεισμός των παιδιών σε κλουβιά και το συνεχές δέσιμό τους, οφείλουμε επιπλέον να διατυπώσουμε την ανάγκη αποκατάστασης της διεφθαρμένης κουλτούρας του. Αυτή μπορεί να ξεκινήσει, υπό την προϋπόθεση της κατάργησης των κλουβιών και του συνεχούς δεσίματος των άκρων, όχι με την ενίσχυση του προσωπικού, που απλώς θα διαιωνίσει τη διεφθαρμένη κουλτούρα του υπάρχοντος, αλλά με την καθιέρωση της κλινικής εποπτείας των μελών του. Η κλινική εποπτεία οφείλει κατά προτεραιότητα να καθιερωθεί και στα υπόλοιπα ιδρύματα ψυχικής υγείας και πρόνοιας της χώρας με ταυτόχρονη ανάληψη πρωτοβουλιών για ελαχιστοποίηση των περιοριστικών μέτρων.
Συμπεράσματα – Προτάσεις
Η απανθρωποποίηση του «άλλου» με βάση οποιοδήποτε χαρακτηριστικό του είναι, όπως είδαμε, ένα ευρύ κοινωνικό φαινόμενο που δεν αφορά, όπως μέχρι πρόσφατα εθεωρείτο, μόνο ακραίες καταστάσεις βίας ή πολέμου, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ηπιότερες μορφές στο εκάστοτε κοινωνικό σύνολο. Ιδιαίτερα το φαινόμενο αφορά το καθεστώς των ιδρυμάτων ψυχικής υγείας και πρόνοιας, τα οποία δεν είναι καθόλου δύσκολο να μετατραπούν σε κολαστήρια, ενώ πολύ ισχυρή είναι η αντίσταση που συναντά κανείς για την αλλαγή ή το κλείσιμό τους. Η βαθύτερη αιτία της αντίστασης έχει διαπιστωθεί πως σε μεγάλο βαθμό είναι η απανθρωποποίηση των ατόμων που εισάγονται σε αυτά και η οποία έχει ξεκινήσει πριν από την εισαγωγή τους στο ίδρυμα. Στην περίπτωση της δημόσιας ψυχικής υγείας, απανθρωποποιητικές μέθοδοι είδαμε να εφαρμόζονται και εκτός ιδρυματικού πλαισίου.
Το φαινόμενο δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, όπως ήδη τονίσαμε, στα πλαίσια της εργασίας όμως έγινε ιδιαίτερη αναφορά σε ιδρύματα της χώρας μας, καθώς στις ιδιαίτερες οικονομικο-κοινωνικές συνθήκες που βρίσκεται η Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια, φαινόμενα όπως η ιδρυματική απανθρωποποίηση όχι μόνο διαιωνίζονται αλλά καταλήγουν μοιραία όπως στην περίπτωση των γεγονότων στο Ψ.Ν.Α. Δαφνίου το 2015. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, όπως το Θ.Χ.Π. Λεχαινών, οι ήδη διαιωνισμένες απανθρωποποιητικές καταστάσεις, όπως η χρήση κλουβιών για τον εγκλεισμό παιδιών με νοητικές αναπηρίες, αποκτούν στη συγκυρία της οικονομικής κρίσης έναν ακόμη λόγο για να διαιωνιστούν επ’ αόριστον. Η λύση όμως δεν είναι οικονομική, όπως συχνά υποστηρίζεται. Είναι κοινωνιοψυχολογική. Για να λήξει οριστικά η κυριολεκτικά μεσαιωνική κατάσταση τόσο στο Θ.Χ.Π. Λεχαινών όσο και στα υπόλοιπα κατασταλτικά ιδρύματα της χώρας, χρειάζεται να γίνουν δραστικές και συνολικές ενέργειες που να περιλαμβάνουν:
– Την άμεση κατάργηση των βάρβαρων και βασανιστικών μεθόδων, όπως ο εγκλεισμός παιδιών σε κλουβιά, όπως και αν αυτά ονομάζονται («παρκοκρέβατα»), το δέσιμο των άνω και κάτω άκρων των τροφίμων και μάλιστα επί 24ώρου βάσεως, καθώς και τη συνεχιζόμενη χρήση της απομόνωσης. Περιορισμοί, όπως μηχανικές καθηλώσεις ή υποχρεωτική φαρμακευτική αγωγή, οφείλουν να χρησιμοποιούνται, όπως είναι θεσμοθετημένο, μόνο σε καταστάσεις εξαίρεσης ενώ τα περιστατικά στα οποία χρησιμοποιήθηκαν περιοριστικά μέτρα θα πρέπει να αξιολογούνται εκ των υστέρων ώστε να μην επαναλαμβάνονται.
– Την άμεση καθιέρωση κλινικής εποπτείας στα ιδρύματα ψυχικής υγείας και πρόνοιας, στα πλαίσια της οποίας θα πρέπει να διασφαλίζεται η επικοινωνία στα πλαίσια της οποίας τα μέλη του προσωπικού (γιατροί και νοσηλευτές) να μπορούν να συζητούν είτε σε ατομικό είτε σε ομαδικό επίπεδο τα βιώματά τους καθώς και τα συναισθήματά τους στη διάρκεια της εργασίας τους.
– Την έναρξη ερευνητικής δραστηριότητας που θα διαφωτίσει το βαθμό της απανθρωποποίησης που σχετίζεται με τα ιδρύματα της ελληνικής επικράτειας.
– Τη μετάφραση ξενόγλωσσων (αγγλόφωνων) επιστημονικών δημοσιεύσεων στην ελληνική γλώσσα και την έκδοση επιλογής τους σε βιβλίο, ώστε το θέμα της απανθρωποποίησης τόσο ως προς το κοινωνικό σύνολο γενικότερα, όσο και ως προς συγκεκριμένα πλαίσια και ομάδες, όπως τα ιδρύματα ή οι ναρκομανείς, να αρχίσει να έρχεται στην επιφάνεια για το ευρύ κοινό.
– Την κατάργηση μεθόδων που αποδεδειγμένα δεν έχουν αξιοσημείωτα θεραπευτικά αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα προκαλούν σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες, όπως το ηλεκτροσόκ ή αλλιώς ηλεκτροσπασμωδική θεραπεία. Η κατάργηση αυτών των μεθόδων είναι, όπως είναι κατανοητό, ζήτημα διεθνές.
– Την επέκταση της ηθικής και δεοντολογικής εκπαίδευσης των ψυχιάτρων, πέραν του ιπποκράτειου όρκου, με την καλλιέργεια της επίγνωσης πως το επάγγελμά τους εμπεριέχει σημαντικές ψυχολογικούς παραμέτρους για τις οποίες οφείλουν να βρίσκονται σε επαγρύπνηση και τις οποίες οφείλουν να επιμορφώνουν είτε με ψυχοθεραπευτική εκπαίδευση είτε με την ενεργό και ουσιαστική συμμετοχή σε εποπτείες.
Το κρατικό πρόγραμμα “Ψυχαργώς” έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία ανοιχτών και κοινοτικών δομών που συμβάλλουν αρκετά στην αποϊδρυματοποίηση των ληπτών υπηρεσιών ψυχικής υγείας ή κοινωνικής πρόνοιας. Όσο όμως η ύπαρξη των ανοιχτών δομών συνυπάρχει με την παράλληλη καθιερωμένη λειτουργία των κλειστών ιδρυμάτων ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας καθώς και με την εκτεταμένη διεφθαρμένη κουλτούρα που αυτά φέρουν, το ζήτημα της αποϊδρυματοποίησης στην Ελλάδα εμπίπτει σε φαύλο κύκλο. Η επέκταση των ανοιχτών κοινοτικών δομών ψυχικής υγείας οφείλει να πραγματοποιείται παράλληλα με άμεσες παρεμβάσεις στα υπάρχοντα κλειστά ιδρύματα, ώστε να καταργηθεί το αναχρονιστικό καθεστώς τους και να επιδιωχθεί η σταδιακή αλλαγή της νοοτροπίας που εξακολουθεί να είναι διαδεδομένη στον ευρύτερο χώρο της δημόσιας ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
——————————–
Βιβλιογραφία
Gilles J. (2002). Electroconvulsive Therapy and the Fear of Deviance, Journal for the Theory of Social Behaviour, 32:1, 61-87.
Glicke P. & Fiske S. T. (2013). Τα αμφίσημα στερεότυπα ως νομιμοποιητικές ιδεολογίες: Διαφοροποιώντας μεταξύ πατερναλιστικής και ζηλόφθονης προκατάληψης, Όψεις της ηγεμονίας στις φιλελεύθερες κοινωνίες (επιμ.: Ξ. Χρυσοχόυ & Τ. Ιατρίδης), Πεδίο, Αθήνα.
Haslam N., Loughnan S., Reynolds C. & Wilson S. (2007). Dehumanization: A New Perspective, Social and Personality Psychology Compass, 1/1, 409-422.
Keith H. E. & Keith K. D. (2013). The Social Construction of Purgatory: Ideas and Institutions,
Intellectual Disability: Ethics, Dehumanization, and a New Moral Community, JohnWiley & Sons, Inc.
Paterson B., Mcintosh J., Wilkinson D., Mccomish S. & Smith I. (2013). Corrupted cultures in mental health inpatient settings. Is restraint reduction the answer?, Journal of Psychiatric and Mental Health Nursing, 20, 228–235.
Vaes J., Leyens J.-P., Paladino M. P. & Miranda M. P. (2012). We are human, they are not: Driving forces behind outgroup dehumanisation and the humanisation of the ingroup, European Review of Social Psychology, 23, 64-106.
Παραπομπές
1 Η καταγγελία μπορεί να βρεθεί στο διαδίκτυο:https://drive.google.com/file/d/0BxogJ2gJtYeQRGh0WnBieDZDMmM/view
2 Το άρθρο είναι δημοσιευμένο στο διαδίκτυο: http://www.bbc.com/news/magazine-30038753
3 Το ψήφισμα έχει κατέβει, ο σύνδεσμός του ήταν ο εξής: https://www.change.org/p/marinakoutsouri-provide-human-rights-for-children-and-young-adults-with-disabilitiesin-lechaina-greece
4 https://www.youtube.com/watch?v=AIiNxDKd4xs
5 https://www.youtube.com/watch?v=AIiNxDKd4xs
6 Σχετικό δημοσίευμα: http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231408471
7 http://news.in.gr/greece/article/?aid=1231408471
8 Σχετικό δημοσίευμα: http://www.protothema.gr/greece/article/506240/tragodia-sto-dafni-othiriodis-asthenis-ipurkagia-kai-oi-treis-nekroi-/
9 http://www.protothema.gr/greece/article/506240/tragodia-sto-dafni-o-thiriodis-asthenis-i-purkagiakai-oi-treisnekroi-/
10 Ένα από τα πρώτα δημοσιεύματα: http://www.thetoc.gr/koinwnia/article/purkagia-sto-dafniapomakrunounastheneis
11 https://www.youtube.com/watch?v=Yy2BzymT1MY
12 https://www.youtube.com/watch?v=1Dq2zz3QMNY
13 https://www.youtube.com/watch?v=Yy2BzymT1MY
14 https://www.youtube.com/watch?v=Yy2BzymT1MY
15 https://www.youtube.com/watch?v=Yy2BzymT1MY
16 http://www.bbc.com/news/magazine-30038753
17 Διαδικτυακή διεύθυνση προγράμματος «Ψυχαργώς»: http://www.psychargos.gov.gr/
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.