Χρύσα Τζώρτζη
Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι η συνθήκη στην οποία υπάρχει συνδυασμός κοινωνικής απομόνωσης, έλλειψης οικονομικών πόρων και περιορισμένης πρόσβασης στα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα. Ακόμα και οι πιο αδύναμες οικονομικά ομάδες, που πλήττονται περισσότερο με τη μείωση των εισοδημάτων τους και την ανεργία σε περιόδους κρίσης, οδηγούνται βαθμιαία στο περιθώριο και στον κοινωνικό αποκλεισμό. Οι επιπτώσεις της κρίσης, στις μέρες μας, στα φαινόμενα της χρήσης ουσιών και του εθισμού αποτελούν ένα εύγλωττο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο η κρίση εντείνει τα προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά αδιέξοδα και μπορεί να οδηγήσει σε κλιμάκωση του κοινωνικού αποκλεισμού. Από τη μία, ευνοεί τους παράγοντες κινδύνου για εξάπλωση της χρήσης ουσιών σε νέες ομάδες και από την άλλη, επιβαρύνει τα προβλήματα όσων είναι ήδη εξαρτημένοι.[1]
Ακόμα ο Merton αναφέρθηκε σε μια κατάσταση ανομίας εμφανίζεται στη σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία όπου υπάρχει μεγάλη αντίφαση και σύγκρουση ανάμεσα στους κανόνες, τις αξίες και τα μέσα που υιοθετούνται από τα άτομα, με αποτέλεσμα να επικρατεί σύγχυση και αβεβαιότητα. Θεωρεί πως η ανομία ταυτίζεται με την αστάθεια και συνδέεται με την απώλεια του ηθικού και την αποθεσμοποίηση. Σε αυτή την κατάσταση ορισμένα άτομα, αισθανόμενα ξένα προς το περιβάλλον τους, απορρίπτουν τους σκοπούς και τα μέσα που υιοθετούνται από την κοινωνία και οδηγούνται σε απόσυρση. Οι αυτόχειρες αποτελούν παράδειγμα ανθρώπων που αποσύρθηκαν κοινωνικά, απομονώθηκαν ψυχολογικά και κατέρρευσαν. [2]
Από την μια πλευρά, η είσοδος στην αγορά εργασίας επιτρέπει στους νέους να ενσωματωθούν στην κοινωνία των ενηλίκων, να αποκτήσουν στόχους και να νιώσουν ότι συμβάλλουν θετικά στην ευρύτερη κοινωνία. Η απώλεια ή η αδυναμία εύρεσης εργασίας τοποθετεί το άτομο στο περιθώριο της κοινωνίας. Η χρήση ουσιών στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός που χρησιμοποιεί το άτομο για να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να συνδεθεί με άλλους που έχουν παρόμοια προβλήματα.
Από την άλλη πλευρά η πιθανότητα της ανεργίας στη μέση ηλικία, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση ότι η ανεύρεση εργασίας σε αυτήν την ηλικία είναι σχεδόν αδύνατη και με το γεγονός ότι τα άτομα είναι ανειδίκευτα και με χαμηλό μισθό προκαλεί απογοήτευση και είναι μια μόνιμη αιτία συναισθηματικής διαταραχής και αγωνίας για τους ανέργους άνω των 40 ετών. Η ανεργία σε αυτή την ηλικία δε ρίχνει μόνο το ηθικό του ατόμου, αλλά θέτει σε κίνδυνο και την ασφάλεια όλης της οικογένειας. Η απώλεια της εργασίας στη μέση ηλικία σημαίνει ότι το άτομο θα προσπαθήσει να ζήσει χωρίς εισόδημα, χωρίς υπερηφάνεια και κοινωνική αποδοχή και με το πρόβλημα της δυσκολίας ανεύρεσης νέας εργασίας. όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι πολύ επιβαρυντικοί για τον άνεργο.[3]
Γενικά υπάρχει η άποψη στην αγορά εργασίας ότι οι μεσήλικες δεν μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα σε μια νέα εργασία και δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους νεότερους στο ρυθμό εργασίας τους. Στη βιομηχανία, τις κατασκευές και γενικότερα στα χειρονακτικά επαγγέλματα, προτιμούνται από τους εργοδότες, νέοι άνθρωποι προκειμένου να επιτευχθεί αύξηση της παραγωγικότητας και για να αποφευχθούν οι μεγάλοι μισθοί που θα πρέπει να δοθούν σε έναν μεγαλύτερο σε ηλικία εργαζόμενο με πολύχρονη προϋπηρεσία. Επίσης όσοι απασχολούνται ως ανειδίκευτο προσωπικό, αναγκάζονται να εργάζονται με μικρότερο μισθό από ότι προβλέπεται και από ότι λάμβαναν όταν ήταν νέοι.[4]
Γενικότερα θα μπορούσαμε να οριοθετήσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις της ανεργίας σε δύο επίπεδα: το ατομικό και το διαπροσωπικό-κοινωνικό. Στο ατομικό επίπεδο μπορούμε να κατατάξουμε την αίσθηση αδιεξόδου-αβεβαιότητας και ανασφάλειας, την απόρριψη-στιγματισμό των ανέργων, τη χαμηλή αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση και την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά. Ενώ στο κοινωνικό επίπεδο μπορούμε να κατατάξουμε την αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού, τη φτώχεια, τη περιθωριοποίηση, την απομόνωση και τις εκδηλώσεις αντικοινωνικής συμπεριφοράς.
Έτσι όσο περισσότερο επιμηκύνεται το διάστημα της ανεργίας, πέρα από το κατώφλι της ανοχής που αντιστοιχεί στην ηλικιακή ομάδα του ανέργου, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο αμφισβητείται όλη η κοινωνική του ταυτότητα, όχι μόνο η κοινωνική του υπόσταση αλλά, μέσα στο κενό και δραματικά ανιαρό και όχι ελεύθερο χρόνο, και το ίδιο το νόημα της ύπαρξής του.[5]
Τέλος η εργασία παραδοσιακά κατέχει μια κεντρική θέση στην ιεραρχία των οικονομικών και κοινωνικών αξιών ως μέσο απόκτησης αγαθών, αλλά και ως μέσο αξιοποίησης των ατόμων στην παραγωγική διαδικασία, ενώ επιπλέον συμβάλλει στην κοινωνική ένταξη και την καταξίωση αυτών και στη δημιουργία κλίματος ψυχολογικής ηρεμίας, αξιοπρέπειας και ασφάλειας που συντελεί στον καθορισμό της ταυτότητας του κάθε ατόμου. Επόμενο είναι, λοιπόν, η ανεργία να προκαλεί τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Πέρα από τις οικονομικές και τεχνολογικές επιπτώσεις της ανεργίας, οι ψυχολογικές επιπτώσεις υποβαθμίζουν την ίδια την κοινωνική φύση του ατόμου υπονομεύουν το βασικό δικαίωμα στην εργασία και παραμερίζουν την κοινωνική του προσφορά. Με άλλα λόγια η ανεργία υποβαθμίζει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων, που συχνά οδηγούνται σε εξαθλίωση, ανέχεια και κοινωνικό αποκλεισμό.[6]
—————————————
[1] Πουλόπουλος, Χαράλαμπος, Κρίση, φόβος και διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα: 2014.
[2] Στο ίδιο.
[3] Ασπρούκος Η., Οι επιπτώσεις της ανεργίας σε άτομα μέσης ηλικίας στην Ελλάδα.
[4] Στο ίδιο.
[5] Παναγιωτόπουλος, Νίκος, Η οδύνη των ανέργων, επιμέλεια: Έφη Γιαννοπούλου, Εκδόσεις: Πολύτροπον, Αθήνα: 2005.
[6] Στο ίδιο.