Ορισμένοι όροι που αφορούν τον φεμινισμό είναι εδραιωμένοι, ενώ άλλοι αποτελούν σύγχρονες προσθήκες σε ένα εξελισσόμενο λεξιλόγιο. Παρακάτω θα βρείτε τους σχετικούς ορισμούς, από το τι είναι «φεμινισμός» και «μισογυνισμός», έως τους όρους «bropropriated» και «φεμιναζισμός.»
Βασικοί και πιο εξειδικευμένοι ορισμοί
Φεμινισμός: Η πίστη και η επιθυμία για την ισότητα μεταξύ των φύλων. Περιλαμβάνει την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισότητα. |
Πατριαρχία: Μια ιεραρχικά δομημένη κοινωνία στην οποία οι άνδρες κατέχουν περισσότερη δύναμη. |
Σεξισμός: Η ιδέα ότι οι γυναίκες είναι κατώτερες από τους άνδρες. |
Μισογυνισμός: To μίσος για τις γυναίκες. |
Mισανδρία: To μίσος για τους άνδρες. |
Εχθρικός σεξισμός: Δημόσια προσβολή, αντικειμενοποίηση και ταπείνωση των γυναικών. |
Καλοπροαίρετος σεξισμός: Σεξισμός λιγότερο προφανής. Φαίνεται σαν κομπλιμέντο, παρόλο που έχει ρίζες στα ανδρικά συναισθήματα ανωτερότητας. Συμβαίνει όταν οι άνδρες λένε ότι οι γυναίκες αξίζουν την προστασία τους ή ότι οι γυναίκες είναι πιο περιποιητικές από τους άντρες (ως εκ τούτου, θα πρέπει να αναθρέψουν παιδιά). Αποτελεί περιοριστική άποψη. |
Εσωτερικευμένος σεξισμός: Όταν η πίστη στην κατωτερότητα της γυναίκας γίνεται μέρος της κοσμοθεωρίας του ατόμου και αυτο-αντίληψη. |
Misogynoir: Μισογυνισμός απέναντι στις μαύρες γυναίκες. |
LGBTQ (ΛΟΑΤΚ): Το ακρωνύμιο για “lesbian, gay, bisexual, transgender and queer” (Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος, Transgender-Διεμφυλικός και κουήρ). Ορισμένοι χρησιμοποιούν επίσης το Q για την λέξη “questioning”, δηλαδή για τους ανθρώπους που αναζητούν την σεξουαλική του ταυτότητα ή την ταυτότητα του φύλου τους. Μπορεί επίσης να συναντήσετε το ακρωνύμιο LGBTQIA (ΛΟΑΤΚΙΑ), όπου το Ι αντιπροσωπεύει τον όρο Ίντερσεξ (μεσοφυλικός/η) και το Α τον όρο ασεξουαλικός/aromantic/άφυλος |
Cisgender (μη-τρανς): Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου σχετίζεται με το βιολογικό του φύλο. |
Transgender-Διεμφυλικός: Πρόσωπο του οποίου η ταυτότητα φύλου διαφέρει από τις πολιτιστικές προσδοκίες του βιολογικού του φύλου. |
Ρευστότητα του φύλου: Που δεν προσδιορίζει με ένα προκαθορισμένο φύλο. |
Μη δυαδικό πρόσωπο: Ένας γενικός όρος για τους ανθρώπους που δεν προσδιορίζονται ως γυναίκα/ άνδρας ή αρσενικό/θηλυκό. |
Έγχρωμες γυναίκες: Οι γυναίκες που δεν είναι λευκές. |
Title IX: Προστατεύει τα άτομα από διακρίσεις βάσει του φύλου σε εκπαιδευτικά προγράμματα ή δραστηριότητες που λαμβάνουν Ομοσπονδιακή οικονομική βοήθεια. |
Victim-blaming (Ενοχοποίηση του θύματος): Όταν το θύμα ενός εγκλήματος ή μιας επιβλαβούς πράξης θεωρείται πλήρως ή εν μέρει υπεύθυνο για αυτό. Εάν ακούτε κάποιον να αμφισβητεί τι θα μπορούσε το θύμα να έχει κάνει για την πρόληψη του εγκλήματος, τότε αυτό επιφέρει απόδοση ευθυνών στο θύμα / ενοχοποίηση του θύματος, και καθιστά δυσκολότερο για τους ανθρώπους να προσέλθουν και να αναφέρουν κακοποίηση. Ομάδες που εργάζονται για την εξάλειψη της κακοποίησης και της σεξουαλικής επίθεσης το έχουν δηλώσει σαφώς: καμία γυναίκα δεν είναι ένοχη για τη βία που διαπράττει ένας άνδρας. |
Ναι σημαίνει Ναι (Yes mens Yes): Ένα παράδειγμα αλλαγής στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε τον βιασμό, προχωρώντας πέρα από το “Όχι σημαίνει Όχι” (No means NO), προς την ιδέα ότι η συγκατάθεση πρέπει να είναι ρητή. |
Ανδρικό βλέμμα: Τρόπος να κοιτάς τον κόσμο μέσα από ένα αρσενικό φακό που βλέπει τις γυναίκες ως σεξουαλικά αντικείμενα. |
Προνόμιο: Η ιδέα ότι κάποιοι άνθρωποι στην κοινωνία είναι ευνοημένοι σε σχέση με άλλους. |
Διαδίκτυο
Bropropriating: Το να κλέβεις μια ιδέα από μια γυναίκα και να την προβάλλεις στον κόσμο ως δική σου. |
Manterrupting: Όταν ένας άντρας διακόπτει μια γυναίκα, ιδιαίτερα όταν το κάνει καθ’ υπερβολή. |
Mansplain (ρήμα) mansplainy (επίθετο): Όταν ένας άνδρας εξηγεί κάτι σε μια γυναίκα με ένα συγκαταβατικό τρόπο όταν αυτός είτε (1ον) δεν γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτό ή (2ον) γνωρίζει πολύ λιγότερα από τη γυναίκα στην οποία μιλά. |
Manspreading: Όταν άνδρες καταλαμβάνουν επιπλέον χώρο όταν κάθονται με τα πόδια τους ανοιχτά. Πρόκειται για μια πραγματικότητα: το 2014 η μητροπολιτική αρχή συγκοινωνιών της Νέας Υόρκης ξεκίνησε μια εκστρατεία για να κάνει τους άνδρες να κάθονται με πόδια τους κλειστά ώστε να υπάρχει περισσότερος χώρος στο μετρό. |
Feminazi (φεμιναζισμός): Ένας υποτιμητικός όρος για μια ριζοσπαστική φεμινίστρια. |
Woke: Ο όρος έχει ρίζες στην ακτιβιστική κουλτούρα των μαύρων, και σημαίνει πως είσαι μορφωμένος και έχεις επίγνωση, ιδίως σχετικά με την αδικία. |
Τύποι φεμινισμού
Διαθεματικός Φεμινισμός: Αν ο φεμινισμός υποστηρίζει την ανάγκη για τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα των φύλων, ο διαθεματικός φεμινισμός είναι η κατανόηση του πώς οι επικαλυπτόμενες ταυτότητες της γυναίκας — όπως είναι η φυλή, η τάξη, η εθνότητα, η θρησκεία, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και το καθεστώς αναπηρίας — έχουν αντίκτυπο στον τρόπο που βιώνουν την καταπίεση και τις διακρίσεις. |
Διαφεμινισμός: Ορίζεται ως “ένα κίνημα από και για τις τρανς γυναίκες που βλέπουν την απελευθέρωση τους να συνδέεται εγγενώς με την απελευθέρωση όλων των γυναικών και πέρα ακόμα και από τις γυναίκες”. Είναι μια μορφή φεμινισμού που περιλαμβάνει όλες τις αυτο-προσδιοριζόμενες γυναίκες, ανεξάρτητα από το αντιστοιχισμένο φύλο και προκαλεί το cisgender προνόμιο. Ένα κεντρικό δόγμα του διαφεμινισμού είναι ότι τα άτομα έχουν το δικαίωμα να καθορίσουν ποιοι είναι. |
Φεμινισμός έγχρωμων γυναικών: Μια μορφή φεμινισμού που επιδιώκει να διευκρινίσει και να καταπολεμήσει τις ιδιαίτερες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι έγχρωμες γυναίκες. Πρόκειται για έναν φεμινισμό που αγωνίζεται ενάντια σε διασταυρούμενες μορφές καταπίεσης. |
Empowerment feminism/ Φεμινισμός Ενδυνάμωσης: Δίνει έμφαση στο αίσθημα, αν και κάποιες φεμινίστριες υποστηρίζουν πως το να αισθάνεσαι καταπληκτικά δεν αποτελεί μεγάλο μέτρο αναφοράς για το πώς η κοινωνία στην πραγματικότητα υποστηρίζει την ατομική έκφραση και εξέλιξη. |
Εμπορευματοποιημένος φεμινισμός: Ένα είδος φεμινισμού που προτάσσει τα ιδεώδη του κινήματος για το κέρδος. |
Φιλελεύθερος φεμινισμός (συντηρητικός φεμινισμός): Επικεντρώνεται στη νομική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ ο «Φεμινισμός φύλου» επικεντρώνεται στην αποδυνάμωση των γυναικών απεικονίζοντας τες ως αιώνια θύματα της πατριαρχίας. |
Κύματα Φεμινισμού
Φεμινισμός πρώτου κύματος: Ξεκίνησε με τη σύμβαση του Seneca Falls το 1848 για να θέσει προς συζήτηση την «κοινωνική, πολιτική και θρησκευτική κατάσταση της γυναίκας» και συνέχισε στις αρχές του εικοστού αιώνα. Στις ΗΠΑ κορυφώθηκε το 1920 με το πέρασμα της 19ης τροπολογίας — δίνοντας το δικαίωμα ψήφου στις γυναίκες. |
Φεμινισμός δεύτερου κύματος: Άρχισε στη δεκαετία του 1960 και άνθισε στη δεκαετία του 1970 με μια ώθηση για περισσότερη ισότητα. Χαρακτηρίστηκε από τεράστια κέρδη για τις γυναίκες όσον αφορά την νομική και δομική ισότητα. |
Φεμινισμός τρίτου κύματος: Ξεκινώντας τη δεκαετία του ’90, άρχισε να κάνει τον φεμινισμό πιο ανοιχτό (χωρίς αποκλεισμούς), διαθεματικό και να επιτρέπει στις γυναίκες να ορίζουν οι ίδιες τι σημαίνει για αυτές προσωπικά να είναι φεμινίστριες. |
Πηγή: usatoday.com
Απόδοση/Επιμέλεια: Τομπέα Ελένη
socialpolicy.gr
[irp posts=”129672″ ]
Γεια σας!
Έχουμε προτίμηση στο γλωσσάρι σας ως υποβοήθημα για τις μεταφράσεις μας, αλλά και απορία για την απόδοση του όρου transgender ως “διαφυλικός”, επειδή βλέπουμε συχνά να αποδίδεται ως “διεμφυλικός”. Υπάρχει διαφορά; Ποιος από τους δύο όρους έχει καθιερωθεί ως μετάφραση του transgender;
Ευχαριστούμε!
DiEM25 Greek Translators Collective