Κοτζάι Αντιλιάν
Περίληψη
Η παρούσα εργασία καταπιάνεται με την κεντρική έννοια του χώρου ως πεδίου διαπραγμάτευσης διαφορετικών οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων. Όπως γνωρίζουμε ο χώρος είναι ένα από τα βασικότερα πεδία, όπου αποτυπώνονται οι κοινωνικές σχέσεις και συγκροτούνται τα κοινωνικά υποκείμενα. Χαρακτηριστικά, η μελέτη που θα κάνουμε στην συγκεκριμένη εργασία αφορά την διαδικασία συγκρότησης ταυτοτήτων στους μετανάστες, η οποία επιτελείται στην κεντρική πλατεία της κοινότητας . Επεξηγηματικότερα, τις τελευταίες δεκαετίες και μετά την κατάρρευση του περίφημου ανατολικού μπλοκ, χιλιάδες μετανάστες κυρίως από χώρες των Βαλκανίων και δη της Αλβανίας ήρθαν στην Ελλάδα, ώστε να φτιάξουν ένα πιο ευοίωνο μέλλον για τους ίδιους αλλά και τις οικογένειές τους.
Η έλευση χιλιάδων μεταναστών επέφερε τεράστιες αλλαγές στις κοινότητες, καθώς η ανάδυση της πολυπολιτισμικότητας και οι διαφορετικοί κώδικες επικοινωνίας των μεταναστών αποτελούσε μία πρωτόγνωρη διαδικασία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι διαφορετικές κοινωνικές και πολιτιστικές πρακτικές εκφράστηκαν στον δημόσιο χώρο, και δη στην κεντρική πλατεία της εκάστοτε κοινότητας. Η πλατεία είναι ο χώρος όπου οροθετούνται και οριοθετούνται ταυτότητες για τους μετανάστες, καθώς από την μία είναι ένας χώρος ελευθερίας αλλά από την άλλη είναι ένα πεδίο ανάδειξης αδήριτων αναγκαιοτήτων.
Το προαναφερθέν διαφαίνεται από τα δίπολα που δημιουργούνται στην κεντρική πλατεία: ένταξη/αποκλεισμός, κανονικό/αποκλίνων, ντόπιος/ξένος κ.α. Όλες οι προαναφερθείσες αντιθέσεις και αντιφάσεις διαποτίζονται όπως είπαμε από την αναγκαιότητα της υλικής αναπαραγωγής και της επιβίωσης. Το θέμα πους θα μας απασχολήσει είναι η διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ των μεταναστών αλβανικής καταγωγής κυρίως στο επίπεδο της εύρεσης εργασίας. Δηλαδή στον αγώνα του “μεροκάματου” ποιος έθετε τους όρους και τα όρια της διαπραγμάτευσης μεταξύ των Αλβανών μεταναστών και ποια ήταν τα χωρικά πλαίσια τους συνεχούς αυτού αγώνα για επιβίωση. Στο πλαίσιο αυτό έγιναν τρεις εις βάθος συνεντεύξεις σε Αλβανούς μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα περίπου είκοσι χρόνια και έχουν βιώσει όλες τις αντιθέσεις και τις μεταβολές που έχουν επέλθει στην κεντρική πλατεία ως πεδίου σύγκρουσης αλλά και πολλές φορές συναίνεσης. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στις Μεξιάτες, το οποίο είναι ένα χωριό που είναι δώδεκα χιλιόμετρα έξω από την Λαμία και υπάγεται στην περιφέρεια της Στερεάς Ελλάδας. Επιπροσθέτως σε μεθοδολογικό επίπεδο έγινε μια όσο το δυνατόν βαθύτερη αναδρομή στην βιβλιογραφία που έχει ασχοληθεί με τα ζητήματα της μετανάστευσης.
Εισαγωγή
Κάποτε ο Νόαμ Τσόμσκι είχε πει ότι: «όσο πιο πολύ μεγαλώνει η κυρίαρχη εξουσία τον φόβο για τα ναρκωτικά, το έγκλημα και τους μετανάστες, τόσο περισσότερο ελέγχει τους ανθρώπους». Η προαναφερθείσα φράση θα μπορούσε να είναι η σκοτεινή επιγραφή που συμπυκνώνει με ενάργεια όλη την μεταναστευτική πολιτική του ελληνικού κράτους από την δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα, όπου οι μετανάστες έμεναν συστηματικά στο κοινωνικό περιθώριο, βορρά στην εκμετάλλευση των εργοδοτών χωρίς κανένα δικαίωμα αντίστασης.
Πιο συγκεκριμένα, πριν διεισδύσουμε στο κεντρικό θέμα της εργασίας αλλά και της διαχείρισης του κράτους προς τις μεταναστευτικές ροές, αξίζει να γίνει μία συνοπτική αναφορά στο φαινόμενο της μετανάστευσης, που τα τελευταία χρόνια γιγαντώνεται ολοένα και περισσότερο σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Τις τελευταίες δεκαετίες ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο διεθνής καταμερισμός της εργασίας ρευστοποιείται με τάχιστους ρυθμούς, καθώς η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η διεθνοποίηση του κεφαλαίου έχουν επιφέρει τεράστιες αλλαγές σε όλες τις χώρες, εάν και με διαφορετικά επίπεδα έντασης. Τα προαναφερθέντα σε συνδυασμό με την φτωχοποίηση ολόκληρων πληθυσμών, τους πολέμους σε διάφορες γωνίες του πλανήτη μας (π.χ Μέση Ανατολή) αλλά και την κατάρρευση των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εντείνουν το φαινόμενο της μετανάστευσης, καθώς ολόκληροι πληθυσμοί μετακινούνται στην προσπάθεια τους για την εύρεση καλύτερων συνθηκών διαβίωσης.
Όμως οι μετακινήσεις πληθυσμών δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο στην ανθρώπινη ιστορία, καθώς πριν ακόμη οι άνθρωποι συγκροτήσουν οργανωμένες κοινωνίες μετακινούνταν κατά νομάδες για να βρουν καλύτερες συνθήκες επιβίωσης. Μόνο που οι αιτίες σε αυτή την εποχή της ανθρώπινης ιστορίας ήταν η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, καθώς έπρεπε να βρουν τις φυσικές προϋποθέσεις για την επιβίωση (ευφορία εδαφών, κατάλληλο κλίμα κ.α). Όμως ακόμη και όταν συγκροτήθηκαν ανθρώπινες κοινωνίες με συγκεκριμένους κανόνες σε σταθερό χωρικό περιβάλλον, οι άνθρωποι συνέχιζαν να μετακινούνται, με την ποιοτική διαφορά να έγκειται στο γεγονός ότι οι μετακινήσεις γίνονται πλέον για κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτικούς λόγους. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στην αρχαιοελληνική γραμματολογία και δη στα ομηρικά έργα (Οδύσσεια, Ιλιάδα) ανιχνεύεται η έννοια του ξένου και της φιλοξενίας, ως εκείνου που έρχεται από διαφορετικό μέρος και κουβαλάει διαφορετικά ήθη και έθιμα[1]. Η τραγική ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ενώ τότε ο Ξένος Ζεύς ήταν ο προστάτης των ξένων, και σύμφωνα με τους μύθους της εποχής η φιλοξενία θεωρούνταν πράξη αρετής, στην σύγχρονη Ελλάδα ο Ξένος Ζεύς μέχρι πριν λίγα χρόνια ως τμήμα της ελληνικής αστυνομίας ακολουθούσε επιχειρήσεις «σκούπας» κατά των μεταναστών, με σκοπό την ταχύτατη απέλαση τους και την επιστροφή των μεταναστών στις άθλιες συνθήκες των χωρών προέλευσης τους.
Εκτός όμως από τις αρχαίες κοινωνίες, οι μετακινήσεις πληθυσμών υπήρχαν και στην περίοδο των μεγάλων αυτοκρατοριών, καθώς ακόμη και η τεράστια σε γεωγραφικό εύρος ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατέρρευσε λόγω των μεγάλων κυμάτων μετανάστευσης από διάφορες φυλές, όπως οι Ούννοι, οι Φράγκοι και οι Οστρογότθοι, αλλά και από τις αντιφάσεις του τότε κοινωνικοπολιτικού συστήματος. Με την έλευση της νεωτερικότητας και την βιομηχανική επανάσταση υπήρξε μία ποιοτική μεταβολή στο φαινόμενο της μετανάστευσης, καθώς υπήρξε μία ραγδαία ανάπτυξη του πληθυσμού, με αποτέλεσμα οι μεταναστευτικές ροές να λαμβάνουν μαζικά χαρακτηριστικά. Πλέον, με την επικράτηση του καπιταλισμού, η μετανάστευση είτε εσωτερική είτε εξωτερική είναι ένα από το εργαλεία όπου χρησιμοποιούν οι εργοδότες για να μειώσουν το κόστος εργασίας. Και η πιο κατάλληλη στιγμή για την θεμελίωση της εκμετάλλευσης είναι η περίοδος των γενικευμένων κρίσεων, όπου η αναγκαιότητα των μεταναστών για την εξασφάλιση των όρων διαβίωσης, τους καθιστά μια ευάλωτη κοινωνικά ομάδα όπου γίνεται αντικείμενο σκληρής εκμετάλλευσης.
Η ελληνική περίπτωση
Σε αυτό το πλαίσιο που αναφέρθηκε προηγουμένως εντάσσεται και η Ελλάδα, η οποία από χώρα προέλευσης μεταναστών στις δεκαετίες του 1950 και 1960, έγινε τα τελευταία χρόνια χώρα υποδοχής μεταναστευτικών ροών, κυρίως από βαλκανικές χώρες. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία η πολυπληθέστερη κοινότητα μεταναστών στην Ελλάδα είναι η Αλβανική κοινότητα που αποτελεί το 69% των μεταναστών με νόμιμα έγγραφα. Σε αριθμούς αυτό μεταφράζεται σε 387.023 χιλιάδες μετανάστες, ενώ ακολουθούν μετανάστες από την Ουκρανία (19.595), Γεωργία (18.334), Πακιστάν (16.578), Ινδία (14.357), Αίγυπτο (12.084), Φιλιππίνες (10.468), Μολδαβία (9.092), Μπαγκλαντές (6.301), Συρία (5.799), Κίνα (4.840), και Σερβία (2.968).[2] Στους παραπάνω αριθμούς δεν συγκαταλέγονται χιλιάδες μετανάστες, οι οποίοι δεν έχουν καμία νομική αναγνώριση, οπότε και κανένα κατοχυρωμένο δικαίωμα. Είναι προφανές ότι το έντονο μεταναστευτικό ρεύμα των τελευταίων δεκαετιών προς την Ελλάδα έχει επιφέρει τεράστιες αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες εκτείνονται από το επίπεδο του πολιτισμού μέχρι τις κοινωνικές αντιλήψεις και την διάρθρωση της αγοράς εργασίας. Χαρακτηριστικά, σε ότι αφορά την αγορά εργασίας και το ειδικό καθεστώς που επικρατεί για τους μετανάστες, ο Ιορδάνης Ψημμένος στο έργο του «Μετανάστευση από τα Βαλκάνια» παραθέτει έγκαιρα κάποια στοιχεία που συγκρότησαν αυτή την ακραία κατάσταση εκμετάλλευσης, ειδικά για τους μετανάστες πρώτης γενιάς.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον Ιορδάνη Ψημμένο η ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, η κοινωνική και εθνική απομόνωση των Αλβανών μεταναστών διαμεσολαβήθηκε από μία μείζονα έννοια, την φυλετικοποίηση της εργασίας.[3] Πλέον η σύνθεση της εργασίας εμπεριέχει φυλετικές προκείμενες, καθώς ο κοινωνικός αποκλεισμός, μεταφράζεται σε φθηνά εργατικά χέρια, οπότε και σε στυγνή εκμετάλλευση κατά των αδύναμων και περιθωριοποιημένων μεταναστών. Το προαναφερθέν, κατά το κ. Ψημμένο δεν είναι στοιχείο μόνο της ελληνικής κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, καθώς η φυλετικοποίηση της εργασίας είχε προηγηθεί και σε άλλες χώρες.
Χαρακτηριστικά, η περίφημη οικονομική ανάπτυξη που επήλθε στην μεταπολεμική Γερμανία οφείλεται κατά μείζονα βαθμό στην φυλετικοποίηση της τούρκικης φθηνής εργασίας, καθώς οι Τούρκοι μετανάστες εργάζονταν για δεκαετίες σε άθλιες εργασιακές συνθήκες, δίχως θεμελιώδη δικαιώματα. Σε ένα ευρύτερο θεωρητικό πλαίσιο η φυλετικοποίηση της εργασίας και οι κοινωνικές διακρίσεις στους χώρους εργασίας είναι απόρροια της έντασης που επικρατεί ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Και επειδή ένας εσωτερικός κανόνας του κεφαλαίου είναι η διευρυνόμενη απαίτηση για περισσότερα κέρδη, μπαίνουν από τα κράτη κοινωνικά, εθνικά, θρησκευτικά και φυλετικά γνωρίσματα στην διαδικασία εύρεσης της εργασίας αλλά και στους χώρους παραγωγής υπεραξιών.
Το προαναφερθέν, διαπιστώνεται ρητά και στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου οι Αλβανοί μετανάστες που είναι η ομάδα εστίασης της εργασίας, απομονώθηκαν κοινωνικά και στιγματίστηκαν με διάφορες προκαταλήψεις και στερεότυπα, με αποτέλεσμα οι ντόπιοι εργοδότες να επιβάλλουν σκληρούς όρους εργασίας εκμεταλλευόμενοι την συστηματική προπαγάνδα των ΜΜΕ, αλλά κυρίως την κρατική πολιτική που τους άφηνε συνειδητά απροστάτευτους και «απογυμνωμένους» από κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα. Πλέον, η ταξική πάλη στον σύγχρονο καπιταλισμό δεν διεξάγεται μόνο σε οικονομικό επίπεδο, καθώς η ταξική εκμετάλλευση διαμεσολαβείται από πολιτιστικούς και φυλετικούς προσδιορισμούς, που ανακατασκευάζονται από τα σύγχρονα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, με σκοπό την κοινωνική περιθωριοποίηση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων και τάξεων.
Όροι διαβίωσης Αλβανών μεταναστών
Όπως γίνεται κατανοητό η μη κρατική αναγνώριση των Αλβανών μεταναστών σε νομικό κυρίως επίπεδο είχε μία σειρά σκληρών συνεπειών στις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Πρώτα από όλα ο χώρος που κινούνταν οι μετανάστες ήταν εξ αρχής οριοθετημένος, καθώς η έλλειψη υλικών πόρων σε συνδυασμό με την κοινωνική στοχοποίηση δημιούργησαν άθλιες συνθήκες ζωής. Πιο επεξηγηματικά, ο κοινωνικός χώρος των Αλβανών μεταναστών χαρακτηρίζεται από μία απαγόρευση όπως θα έλεγε ο Rabinow, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται υποβαθμισμένες περιοχές, όπου σύμφωνα με τα κυρίαρχα αφηγήματα επικρατεί η «εγκληματικότητα» και ζουν άνθρωποι που δεν έχουν σχέση με τα δυτικά πρότυπα. Με την οριοθέτηση του κοινωνικού χώρου επιτυγχάνεται η «εγκληματοποίηση» της σκέψης[4] , όπου ο μετανάστης νιώθει ξένος στον χώρο, εσωτερικεύοντας και φυσικοποιώντας την κυρίαρχη κοινωνική προκατάληψη περί κατωτερότητας. Σε αυτό το πλαίσιο όπου ο κοινωνικά και κρατικά προσδιορισμένος χώρος συγκροτεί υποκείμενα με αισθήματα κατωτερότητας, παρατηρούμε τον τρόπο που οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του νεοφιλελευθερισμού τροφοδοτούν τον ρατσισμό και πως o ρατσισμός φυσικοποιεί τον νεοφιλελευθερισμό.
Πιο συγκεκριμένα, οι φυλετικοί μύθοι που προσδιόριζαν τους μετανάστες ως εγκληματικά στοιχεία που δεν έχουν σχέση με τα δυτικά πρότυπα συνδέονταν με την βασική στόχευση του νεοφιλελευθερισμού που στην περίπτωση των μεταναστών ήταν όπως προείπαμε η φυλετικοποίηση της εργασίας. Με την φυλετικοποίηση της εργασίας τα κυρίαρχα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι κυρίαρχες τάξεις έβαλαν στο κοινωνικό προσκήνιο όλες τις νεοφιλελεύθερες πρακτικές σε απόλυτη εφαρμογή. Οι ευέλικτες και ελαστικές μορφές εργασίας, η μη κατοχύρωση κανενός εργασιακού δικαιώματος και η μη τήρηση κανενός ορίου στις ώρες εργασίας των Αλβανών και όχι μόνο μεταναστών ήταν ο απόλυτος κανόνας για πολλά χρόνια. Στις μέρες μας όπου οι περισσότεροι μετανάστες δεύτερης γενιάς αναγνωρίζονται νομικά σύμφωνα με τον νόμο περί ιθαγένειας του 2015 και διεκδικούν πολλά περισσότερα δικαιώματα από τους γονείς τους λόγω και των καλύτερων συγκριτικά (α΄γενιά) όρων διαβίωσης και εκπαίδευσης, το νεοφιλελεύθερο αφήγημα αναπροσαρμόζεται ώστε να συνεχιστεί η εκμετάλλευση και η περιθωριοποίηση. Κατά κύριο λόγο ο βασικός στόχος δεν είναι πλέον οι μετανάστες αλβανικής καταγωγής αλλά οι μετανάστες από την Αφρική, την Ασία και σαφώς οι πρόσφυγες. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται εμπράκτως ότι η φυλετικοποίηση της εργασίας συνδέεται με τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό, καθώς η στοχοποίηση με φυλετικούς όρους απειλεί αποκλειστικά τους πιο αδύναμους πολίτες και διαχέεται μέσω του κοινωνικού αυτοματισμού σε όλες τις αδύναμες κοινωνικές τάξεις ανεξαρτήτως καταγωγής.
Μία άλλη πολύ σημαντική διάσταση για να αντιληφθούμε την αυστηρά προσδιορισμένη ζωή των Αλβανών μεταναστών είναι και οι χώροι διαμονής την δεκαετία κυρίως του 1990 και στις αρχές της νέας χιλιετίας. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια οι χώροι διαμονής των Αλβανών μεταναστών χαρακτηρίζονταν από την «ψύχρα, την παγωνιά και την ανασφάλεια»[5]. Χαρακτηριστικά, οι Αλβανοί μετανάστες ζούσαν κυρίως ομαδικά, σε χώρους όπου δεν πληρούνταν τα κριτήρια για μια αξιοπρεπή ζωή ενώ υπήρχαν τεράστιες ελλείψεις και σε υγειονομικά ζητήματα. Επιπροσθέτως, λόγω της έλλειψης μιας αξιοπρεπούς οικίας οι Αλβανοί μετανάστες όχι μόνο δεν μπορούσαν να αναπτύξουν την προσωπικότητα τους αλλά αντιθέτως το μοναδικό μέλημα ήταν η επιβίωση σε έναν κόσμο όπου δεν υπήρχε κανένα απολύτως δικαίωμα. Το φιλελεύθερο αφήγημα περί φυσικών δικαιωμάτων και τον σεβασμό στην ιδιωτικότητα του κάθε ανθρώπου στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών ήταν στην δεκαετία του 1990 ένα όνειρο θερινής νυκτός, καθώς ήταν άνθρωποι που είχαν αποξενωθεί από οτιδήποτε κοινωνικό. Εάν ισχύει η διατύπωση του Μαρξ ότι η ελευθερία είναι προϊόν κοινωνικών σχέσεων στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών, οι κοινωνικές σχέσεις ήταν απόρροια αποκλειστικά αδήριτων αναγκαιοτήτων, όπου γίνονταν με μοναδικό σκοπό την υλική αναπαραγωγή.
Ουσιαστικά, ο ιδιωτικός βίος των Αλβανών μεταναστών θα μπορούσε να ταυτιστεί με τα λογοτεχνικά αριστουργήματα του Franz Kafka, και κυρίως με τον βασικό χαρακτήρα της Δίκης, τον Γιόζεφ Κ. Ουσιαστικά, όπως ο Γιόζεφ Κ. δεν είχε ιδιωτικό βίο, καθώς είχε παραβιαστεί από απρόσωπους εξουσιαστικούς μηχανισμούς που τον εξεδίωκαν χωρίς ο ίδιος ο πρωταγωνιστής να γνωρίζει τον λόγο, έτσι και οι Αλβανοί μετανάστες δεν μπορούσαν να διακρίνουν το πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου ή της εργασίας. Θα έπρεπε εν είδει ρομπότ να είναι έτοιμοι για εργασία ανά πάσα στιγμή στο εικοσιτετράωρο, όποτε ο εκάστοτε εργοδότης το θεωρούσε απαραίτητο. Το αποτέλεσμα για τους μετανάστες ήταν ο πολυκερματισμός της προσωπικότητας και η συνειδησιακή αλλοτρίωση.
Τα προαναφερθέντα, θα λέγαμε ότι δημιουργούν μία κατάσταση εξαίρεσης όπως αναφέρει ο Αγκάμπεν, όπου στην περίπτωση των μεταναστών η προσωρινότητα παίρνει χαρακτηριστικά μονιμότητας. Πιο αναλυτικά, η ποινικοποίηση της φτώχειας και η υποβάθμιση περιοχών ώστε να δημιουργηθούν γκέτο μεταναστών, δημιουργεί μία κατάσταση ασφυξίας όπου η φιγούρα του μετανάστη είναι πλήρως διαποτισμένη από μία κατάσταση συνεχούς εξαίρεσης και ανασφάλειας.[6] Οι Αλβανοί μετανάστες ήταν ουσιαστικά άνθρωποι που ήταν διαρκώς σε μία κατάσταση συνεχούς εργασιακής επισφάλειας και περιπλάνησης, όπου οι νομικές εγγυήσεις που ίσχυαν για τους δυτικούς εργαζόμενους, ήταν διαρκώς υπό άρση. Ουσιαστικά, προϋπόθεση για την δυνατότητα της υλικής αναπαραγωγής ήταν στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών η παραίτηση από οτιδήποτε συγκροτεί υποκείμενα δικαιωμάτων.[7] Με τον προαναφερθέντα τρόπο οι Αλβανοί μετανάστες ειδικά την δεκαετία του 1990 αντιμετωπίζονταν ως άνθρωποι χαμηλότερης ποιότητας, χωρίς δικαιώματα ή προστασία, όπου οι χώροι διαμονής ήταν πάντοτε προσωρινοί. Οι Αλβανοί μετανάστες ως κάτοικοι ζουν και εργάζονται σε τόπους που ουσιαστικά είναι μη τόποι, καθώς η σχετικοποίηση του χώρου και του χρόνου είναι κανόνας. Η ρευστοποίηση του χώρου και του χρόνου μπορεί να συνδεθεί με αυτό που ο Ulrich Beck ονομάζει, κοινωνία της διακινδύνευσης.
Πιο αναλυτικά, κατά τον Γερμανό κοινωνιολόγο ως κοινωνία της διακινδύνευσης χαρακτηρίζεται μία φάση εξέλιξης της σύγχρονης κοινωνίας, στην οποία οι κοινωνικές, πολιτικές, οικολογικές, και ατομικές διακινδυνεύσεις που προκαλούνται από την δυναμική της ανανέωσης, ξεφεύγουν ολοένα και περισσότερο από τους θεσμούς ελέγχου και εξασφάλισης που είχε δημιουργήσει ο μεταπολεμικός καπιταλισμός. Το ιδιάζον στοιχείο στην ανάλυση του Βeck είναι ότι οι διακινδυνεύσεις και οι κίνδυνοι που διατρέχουν τα άτομα στις σύγχρονες «μετανεωτερικές» κοινωνίες είναι μία απόφαση των ίδιων των υποκειμένων, τα οποία θέλουν να κινούνται συνεχώς στον χώρο και αναπροσαρμόζουν διαρκώς τον χρόνο για να ξεφύγουν από τους απρόσωπους και αφανείς μηχανισμούς της εξουσίας και των θεσμών. Η προαναφερθείσα ατομοκεντρική προσέγγιση του Γερμανού κοινωνικού στοχαστή στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών και όχι μόνο, δεν ισχύει, καθώς οι αποφάσεις των μεταναστών διέπονται από το στοιχείο της αδήριτης αναγκαιότητας, η οποία καθοδηγεί τις αποφάσεις των υποκειμένων στον σκληρό αγώνα της επιβίωσης. Οπότε η θεώρηση ότι η ζωή βουτηγμένη σε ένα διαρκή κίνδυνο είναι απόφαση των ατόμων είναι ένα ιδεολόγημα, καθώς στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Πιο επεξηγηματικά, η αποδόμηση των κοινωνικών ασφαλίσεων και των κοινωνικών δικαιωμάτων που είχαν κατοχυρωθεί μετά τον Β΄Παγκόσμιο πόλεμο, δεν είναι απόφαση των υποκειμένων, αλλά των ανώτερων κοινωνικών τάξεων οι οποίες στο κυνήγι του κέρδους αποδομούν κάθε κοινωνική κατάκτηση. Ουσιαστικά, το βαθύ περιεχόμενο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας είναι, ότι η αντικειμενική καταβύθιση των μεταναστών και εργαζομένων σε σκληρές συνθήκες διαμονής και εργασίας παρουσιάζεται στο μυαλό των ανθρώπων ως μία απόφαση ελευθερίας.
Νεοφιλελευθερισμός
Χαρακτηριστικά, για να ανιχνεύσουμε τις βαθύτερες δομές εκμετάλλευσης στους μετανάστες θα πρέπει να διεισδύσουμε στην εσωτερική λογική του νεοφιλελευθερισμού. Πιο αναλυτικά, λαμβάνοντας ως εφαλτήριο τις θεωρητικές επεξεργασίες του David Harvey, γίνεται σαφές ότι το νεοφιλελεύθερο ρεύμα συγκροτήθηκε στο επίπεδο της πρακτικής πολιτικής από τους Θάτσερ και Ρείγκαν, από αντιδραστικά-αυταρχικά καθεστώτα, όπως εκείνο του Πινοσέτ, αλλά και από την πολιτική της Ρωσίας μετά την κατάρρευση της σοβιετικής ένωσης, όπως και από το Κομμουνιστικό κόμμα της Κίνας, το οποίο με την ανάδειξη του Ντενγκ Χιάοπινγκ στην ηγεσία (1978), στράφηκε προς τον λεγόμενο επιθετικό καπιταλισμό. Πριν την ιλιγγιώδη εξάπλωση του νεοφιλελευθερισμού σε πολιτικό επίπεδο, ο νεοφιλελευθερισμός ως ρεύμα σκέψης είχε ως αφετηρία του την σφαίρα της οικονομίας και τις οικονομικές σχέσεις. Πιο αναλυτικά, κατά την δεκαετία του 1960, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού, ο Μίλτον Φρίντμαν προώθησε στις θεωρητικές του δημοσιεύσεις μία μακροοικονομική πολιτική που έμεινε γνωστή ως μονεταρισμός. [8]
Στο επίκεντρο της κριτικής του δημιουργού της περίφημης «Σχολής του Σικάγο» ήταν το κοινωνικό κράτος που είχε επικρατήσει μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και η αποδόμηση των οικονομικών επεξεργασιών του Κέυνς. Η βασική κριτική στον Κεϋνσιανισμό ήταν ότι το παρεμβατικό κράτος πλήττει την ατομική ελευθερία και πρωτίστως μειώνει την ιδιωτική πρωτοβουλία σε οικονομικό επίπεδο. Για αυτόν τον λόγο κατά τον Φρίντμαν το κράτος θα πρέπει να έχει μόνο εποπτικό ρόλο και να ιδιωτικοποιηθεί ολόκληρη η δημόσια περιουσία. Επιπροσθέτως, θεωρούσε ότι οι αγορές θα πρέπει να απελευθερωθούν από οποιαδήποτε κυβερνητική ρύθμιση, ενώ τασσόταν και κατά των συνδικάτων, υποστηρίζοντας ουσιαστικά την αυτοματοποίηση της κοινωνίας αρχικά σε οικονομικό επίπεδο και εν συνεχεία σε όλα τα επίπεδα του κοινωνικού βίου. Οι μισθοί και τα δικαιώματα των εργαζομένων κατά τον Φρίντμαν θα έπρεπε να καθορίζονται μόνο από τις ελεύθερες αγορές, και όχι από το κυβερνήσεις και την πίεση των εργατικών σωματείων. Λίγα χρόνια πριν τις διατυπώσεις του Φρίντμαν είχαν προηγηθεί οι θεωρητικές επεξεργασίες του Φρίντριχ Φον Χάγιεκ (1899-1992), ο οποίος το 1944 εξέδωσε ένα βιβλίο που επηρέασε κατά μείζονα βαθμό τους νεοφιλελεύθερους κύκλους, «Ο Δρόμος προς την Δουλεία». Στο προαναφερθέν βιβλίο ο Αυστριακός οικονομολόγος υποστηρίζει ότι πίσω από κάθε κρατική κοινωνική πολιτική υποβόσκουν οι σοσιαλιστικές ιδέες, οι οποίες κατά τον ίδιο πλήττουν την επιχειρηματικότητα και τις ατομικές ελευθερίες. Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σε χώρες όπως η μεγάλη Βρετανία και οι ΗΠΑ, παρατηρούμε ότι στην πρακτική εφαρμογή όχι μόνο δεν διασώζει τις ατομικές ελευθερίες, αλλά τις καθιστά προνόμιο μόνο μίας μικρής μειοψηφίας. Χαρακτηριστικά, κατά τον Harvey ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένα ρεύμα με έντονο οικονομισμό, που δεν κατανοεί ότι ο άνθρωπος δεν είναι ένα ον χωρίς συναισθηματισμούς, δεσμεύσεις και αρχές.[9] Μία άλλη συνέπεια του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι εξατομικεύοντας πλήρως την κοινωνία, διαρρηγνύεται κάθε συλλογική ταυτότητα, με αποτέλεσμα να πλήττεται βάναυσα η έννοια της πολιτικής και της δημοκρατίας, οι οποίες έχουν σαν προϋπόθεση την συγκρότηση ταυτοτήτων και συλλογικοτήτων.
Εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο τον συλλογισμό του, ο Harvey αναφέρει, ότι η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία χαρακτηρίζεται από την πεποίθηση ότι η ιδιοκτησία και η συσσώρευση του πλούτου είναι η ουσία της δημοκρατίας και ότι η κατανάλωση είναι ο μοναδικός ρόλος του πολίτη σε μία δημοκρατική κοινωνία. Επιπλέον, ο νεοφιλελευθερισμός ως τρόπος «διακυβέρνησης» προάγει την ιδέα της επιβίωσης του ισχυρότερου (κοινωνικός δαρβινισμός), βασιζόμενος στην ιδέα του κτητικού ατόμου και στο δικαίωμα των ιδιωτών και των κυρίαρχων τάξεων να συγκεντρώνουν πλούτο χωρίς να έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για θέματα ηθικής ή για την προάσπιση των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων, (π.χ κοινωνικό κράτος). Ουσιαστικά, η δημοκρατία στην εποχή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας είναι μία έννοια αποκομμένη από συλλογικά και πολιτικά οράματα, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να υπονομεύσει με οποιοδήποτε τρόπο την αναφορά σε δημόσιες αξίες, συλλογικές δραστηριότητες και γενικότερα αντιμάχεται οτιδήποτε στρέφεται κατά του ατομικισμού και της κοινωνικής αδικίας που επικρατεί στην σημερινή εποχή στον πλανήτη μας. Άλλωστε κατά τον Harvey η μεγάλη επιτυχία σε ιδεολογικό επίπεδο του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι από την δεκαετία του 1970 και εντεύθεν διείσδυσε στον «κοινό νου», ως αναγκαίος και «φυσιολογικός» τρόπος ρύθμισης της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. [10]
Οι προαναφερθείσες διατυπώσεις είναι σημαντικές για να αντιληφθούμε ότι η περιθωριοποίηση των Αλβανών μεταναστών πρώτης γενιάς δεν ήταν μία τυχαία η φυσική διαδικασία αλλά ένα συγκροτημένο σχέδιο που αναπαρήγαγε την φτώχεια και τη εξαθλίωση. Άλλωστε οι χώροι που διέμεναν οι Αλβανοί μετανάστες ήταν θεσμοθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα σύναψης ουσιαστικών κοινωνικών σχέσεων, αλλά να αποξενώνονται οι μετανάστες από τον εαυτό τους αλλά και από τους συνανθρώπους τους[11]. Ουσιαστικά εάν δούμε από κοντά τους χώρους διαβίωσης των Αλβανών μεταναστών, θα προσέξουμε δύο βασικά στοιχεία που τους διέπουν: αυτό της επιβίωσης σε καθημερινή βάση και αυτό της αντίστασης στην περιθωριοποίηση που τους είχε επιβληθεί και στον ρατσισμό.
Αλβανοί μετανάστες και βιοπολιτική
Αυτές οι σύγχρονες τραγωδίες που εκτυλίχθηκαν αλλά και συνεχίζουν να εκτυλίσσονται είτε με τους μετανάστες Αλβανικής καταγωγής είτε ακόμη περισσότερο στις ημέρες μας με μετανάστες από την Αφρική ή την Ασία, επιβεβαιώνουν τις θεωρητικές επεξεργασίες του Μισέλ Φουκώ, ο οποίος παρατήρησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ότι στις σύγχρονες κοινωνίες υπάρχει μία ποιοτική διαφοροποίηση στην εκδίπλωση της εξουσίας. Πιο αναλυτικά, ο τρόπος που το ελληνικός κράτος αντιμετώπισε τους Αλβανούς μετανάστες τις δεκαετίες κυρίως του 1990 και 2000, αποδεικνύει ότι η εξουσία σήμερα έχει βιοπολιτικές διαστάσεις. Ακριβώς επειδή ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο ένα είδος διακυβέρνησης αλλά και μια «τεχνολογία διαπλάσεως του εαυτού», χαρακτηρίζεται από τον Φουκώ ως βιοπολιτική, δηλαδή ως στρατηγική «βιοεξουσίας»[12]. Με τον προαναφερθέντα όρο επισημαίνεται το είδος της εξουσίας που ασκείται πάνω στη ζωή των ανθρώπων, όπου η πειθαρχική εξουσία επιβάλλεται απρόσωπα από πολυδιάστατους μηχανισμούς.
Πρακτικά, η «βιοπολιτική» καταργεί τα όρια μεταξύ θεσμοθετημένης και μη θεσμοθετημένης σφαίρας, παρεμβαίνοντας σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Η χωρική οριοθέτηση της εξουσίας στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών ήταν μία βάναυση διαδικασία ένταξης της ανειδίκευτης εργατικής δύναμης στην παραγωγική διαδικασία. Επιπλέον, η κρατική διαχείριση των Αλβανών μεταναστών και η συστηματική περιθωριοποίηση τους αποδεικνύουν ότι στο βωμό της διεύρυνσης του κέρδους του κεφαλαίου οι σημερινές σύνθετες μορφές εξουσίας, επενδύουν και αποτυπώνουν τις εξουσιαστικές δομές στα σώματα, στην υγεία και στις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών. Πλέον στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες η πειθάρχηση των σωμάτων δια της χωρικής διάστασης της εξουσίας δεν γίνεται μόνο στις φυλακές, τα ψυχιατρικά ιδρύματα, τον στρατό ή στα σχολεία όπως ίσχυε ήδη από την πρώιμη νεωτερικότητα[13], αλλά έχει επεκταθεί σε ολόκληρες κοινωνικές ομάδες, όπως διαπιστώνουμε στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών πρώτης γενιάς. Επιπλέον, οι νέες μορφές πειθάρχησης αναδιαμορφώνουν τον χώρο και τον χρόνο, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται ο έλεγχος επί της εργατικής δύναμης. Με τον προαναφερθέντα τρόπο οι σχέσεις εξουσίας επενεργούν με σκοπό να οριοθετήσουν την δράση των υποκειμένων, που στην μελέτη μας είναι οι Αλβανοί μετανάστες. Η εκδίπλωση της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών είχε ως κεντρική στρατηγική τη διαχείριση και την οριοθέτηση του πεδίου άσκησης της εξουσίας αλλά και των αντιστάσεων που προκύπτουν από τα καταπιεσμένα υποκείμενα που ζητούν κοινωνική αναγνώριση.
Επιπλέον, ο Μισέλ Φουκώ έχει ασχοληθεί και με άλλες πολύ σημαντικές έννοιες, όπως η εξουσία, οι «αρχές του αποκλεισμού», και με τα ανθρώπινα σώματα ως αντικείμενα της εξουσίας. Οι προαναφερθείσες έννοιες θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν με γλαφυρό τρόπο την μεταχείριση των μεταναστών από το ελληνικό κράτος, καθώς ο κοινωνικός αποκλεισμός των Αλβανών μεταναστών σε περιθωριοποιημένους χώρους διαμεσολαβήθηκε από την συρρίκνωση του ιδιωτικού βίου και τον έλεγχο των σωμάτων δια της χωρικής οριοθέτησης. Πέρα όμως από την χωρική διάσταση της εξουσίας και την πειθάρχηση των σωμάτων των μεταναστών, ένας άλλος πολύ σημαντικός παράγοντας καταπίεσης των Αλβανών μεταναστών ήταν και ο Λόγος, ο οποίος κατά τον Φουκώ αλλά και γενικότερα τους μεταδομιστές (Ντεριντά, Λακλάου), εμπεριέχει εξουσιαστικά περιεχόμενα. Πιο αναλυτικά, στη μετα-δομιστική θεωρία ο Λόγος και εν γένει η γλώσσα είναι αυτή που αναπαριστά την πραγματικότητα και θέτει τα όρια της, καθώς εάν και η πραγματικότητα έχει κάποια μορφή αυθυπαρξίας, δεν μπορεί να νοηθεί εκτός των ορίων του Λόγου.
Ο Λόγος που αναπτύχθηκε σχετικά με τους Αλβανούς μετανάστες συγκρότησε κατά μείζονα βαθμό τις κοινωνικές ταυτότητες και τις κοινωνικές σχέσεις των ίδιων των μεταναστών. Αυτό συνέβη διότι η κοινωνική και φυλετική περιθωριοποίηση των μεταναστών σε επίπεδο χώρου αλλά και λόγου από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, φυσικοποίησε την αίσθηση κατωτερότητας στις συνειδήσεις των Αλβανών μεταναστών. Το προαναφερθέν επιβεβαιώνει την άποψη του Φουκώ, ο οποίος υποστήριζε ότι η συγκρότηση των υποκειμένων διαπερνάται από την εξουσία του λόγου, που θέτει εν τέλει τα όρια της σκέψης και αμφισβήτησης των ατόμων [14] . Μία άλλη πολύ σημαντική έννοια του Γάλλου στοχαστή που διαπιστώνεται εμπειρικά στην περίπτωση των Αλβανών μεταναστών είναι και η σχέση εξουσίας και κανονικοποίησης σε αντιπαράθεση με την προβληματοποίηση. Πιο αναλυτικά, ο Φουκώ θεωρούσε ότι η έννοια της προβληματοποίησης εφαρμοζόταν από την αρχαιότητα και εντείνεται ολοένα και περισσότερο στην νεωτερικότητα, διαχωρίζοντας τους ανθρώπους σε κανονικούς ή προβληματικούς.[15] Αυτό διαφαίνεται καθαρά στην προβληματοποίηση και την περιθωριοποίηση των Αλβανών μεταναστών, οι οποίοι προσδιορίστηκαν ως προβληματικοί με αποκλίνουσες συμπεριφορές σχετικά με τα δυτικά πρότυπα.
Διαφωτισμός και δυτικές διακρίσεις
Κάποτε ο Καντ, ο μεγαλύτερος φιλόσοφος της νεωτερικότητας είχε ορίσει τον Διαφωτισμό με τον εξής τρόπο: «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητα για την οποία φταίει ο ίδιος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία του ανθρώπου να μεταχειρίζεται τον νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Φταίει γι’ αυτήν την ανωριμότητα ο άνθρωπος όταν η αιτία της έγκειται όχι σε ανεπάρκεια του νου, αλλά στην έλλειψη της απόφασης και του θάρρους να μεταχειριστεί τον νου του χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου. Sapere aude! Να έχεις το θάρρος να μεταχειρίζεσαι τον δικό σου νου! Αυτή είναι η εμβληματική φράση του Διαφωτισμού»[16]. Το δικαίωμα του διαφωτισμού κατά τα δυτικά κράτη δεν έπρεπε να το έχουν οι μετανάστες, για αυτό σε μεγάλο βαθμό η κρατική μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας αλλά και άλλων δυτικών χωρών φρόντιζαν συστηματικά ώστε οι μετανάστες να μην έχουν ούτε καν το δικαίωμα της ανάπτυξης της προσωπικότητας, το οποίο διασφαλιζόταν με τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ εργασίας και του ελεύθερου χρόνου. Όμως ακόμη και όταν οι Αλβανοί μετανάστες είχαν ελάχιστο ελεύθερο χρόνο δεν μπορούσαν να αναστοχαστούν συστηματικά για οποιοδήποτε συλλογικό πρόβλημα, καθώς έμεναν ομαδικά σε άθλιους χώρους διαμονής, όπου δεν πληρούνταν ούτε οι βασικές προϋποθέσεις υγιεινής και αξιοπρεπούς βίου. Ουσιαστικά, η ζωή των Αλβανών μεταναστών θα μπορούσε να παρουσιαστεί ειδικά το πρώτα χρόνια, με την φυσική κατάσταση του Χομπς, όπου το μόνο που επικρατούσε είναι ο αγώνας για αυτοσυντήρηση και ο ανταγωνισμός για το κυνήγι του μεροκάματου.
Εμπειρική διάσταση- Συνεντεύξεις
Στο τελευταίο στάδιο της εργασίας θα δούμε τρεις περιπτώσεις Αλβανών μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα είκοσι χρόνια και πάνω. Οι συνεντεύξεις όπως είπαμε και στον πρόλογο πραγματοποιήθηκαν στις Μεξιάτες, ένα ορεινό χωριό δώδεκα χιλιόμετρα έξω από την Λαμία. Οι ντόπιοι κάτοικοι στις Μεξιάτες είναι περίπου 700 άτομα, ενώ οι εναπομείναντες Αλβανοί είναι περίπου 50 άτομα, από τους οποίους η συντριπτική πλειονότητα διαμένουν πλέον στο χωριό με τις οικογένειες τους. Όλοι οι Αλβανοί μετανάστες που συμμετείχαν στην έρευνα πριν αποφασίσουν να μείνουν μόνιμα στο χωριό είχαν διαμείνει κατά διαστήματα σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, καθώς στα πρώτα ειδικά χρόνια οι μετακινήσεις ήταν μία μόνιμη κατάσταση μέχρι να βρουν τον κατάλληλο χώρο για να επιβιώσουν. Ο Ερβίς με τον οποίο διεξήχθη η πρώτη συνέντευξη ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία 22 χρονών, και όπως μας εξηγεί η απόφαση για να φύγει από την Ελλάδα ήταν μονόδρομος, ώστε να μπορεί να κυνηγήσει καλύτερους όρους διαβίωσης για τον ίδιο αλλά και για τους γονείς του πίσω στην Αλβανία. Ο Ερβίς πήγε για πρώτη φορά στο ορεινό χωριό της Φθιώτιδας το 1995, και από τότε με ελάχιστα διαλείμματα μένει μόνιμα στις Μεξιάτες. Όπως μας εξηγεί τα πρώτα χρόνια ήταν πάρα πολύ δύσκολα, καθώς οι περισσότεροι Αλβανοί ήταν τότε δακτυλοδεικτούμενοι, αντιμετωπίζοντας πολλές λεκτικές φυλετικές επιθέσεις. Από την άλλη όπως μας εξομολογήθηκε υπήρχαν αρκετοί ντόπιοι που με δική τους πρωτοβουλία βοηθούσαν τους πρώτους Αλβανούς που κατέφθασαν στο χωριό προσφέροντας τους ένα πιάτο φαϊ όπως μας λέει, και λίγα ρούχα για τον παγερό χειμώνα.
Στο επίπεδο της διαμονής ο Ερβίς μας αναφέρει ότι τα πρώτα χρόνια οι Αλβανοί μετανάστες έμεναν ομαδικά σε ετοιμόρροπες αποθήκες όπου δεν υπήρχε ούτε καν ηλεκτρικό ρεύμα, και όλα λειτουργούσαν σύμφωνα με τους κανόνες της φύσης, δηλαδή όταν έπεφτε ο ήλιος όλοι κοιμόντουσαν ώστε να μπορέσουν πάλι τα ξημερώματα να βγουν στην κεντρική πλατεία του χωριού για την εύρεση δουλειάς. Όπως χαρακτηριστικά μας λέει δεν ένοιαζε κανέναν τι δουλειά θα έκανε αρκεί να βγάλουν τα προς το ζην για την επιβίωση. Σε ότι αφορά την κεντρική πλατεία η επιλογή γινόταν όπως μας λέει διότι σε αυτόν το χώρο έβγαιναν οι ντόπιοι για καφέ και οι πιθανότητες να βρεις δουλειά ήταν πολύ περισσότερες από άλλα μέρη του χωριού. Οι ποικιλία των εργασιών που έκαναν όλοι οι Αλβανοί μετανάστες εμπεριείχε από το κλάδεμα και μάζεμα ελιών, μέχρι κτηνοτροφικές και οικοδομικές εργασίες. Ο μεγαλύτερος φόβος που διακατείχε όλους τους μετανάστες μας λέει ο Ερβίς «ήταν ο φόβος της απέλασης, ο οποίος στοίχειωνε το μυαλό των Αλβανών όλη την μέρα, ακόμη και στον ύπνο τους» λέει χαμογελώντας. Η απειλή της απέλασης όπως μας λέει ήταν μόνιμη από τα «αφεντικά» όπως τους αποκαλεί, με αποτέλεσμα για πολλά χρόνια κανένας Αλβανός μετανάστης να μην αντιμιλάει στους εργοδότες ακόμη και εάν ήταν απλήρωτοι για μήνες. Εάν κάποιος αντιμιλούσε στο «αφεντικό» τότε γινόταν κοινωνικό θέμα στην κοινότητα των Αλβανών, καθώς το μελετούσαν για πολύ καιρό εν είδει αστικού μύθου.
Σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ των Αλβανών όπως μας λέει ήταν σχετικά έντονες, καθώς οι συναναστροφές κυρίως στην αρχή γίνονταν με βάση το κριτήριο της συγγένειας ή της κοινής περιοχής στην Αλβανία. Ουσιαστικά, παρέες μεταξύ τους έκαναν τα αδέρφια και οι συγγενείς αλλά και άνθρωποι που προέρχονταν από την ίδια περιοχή στην Αλβανία και υπήρχαν πιο εμπιστευτικές σχέσεις. Ρωτώντας τον για σημαντικότερο στοιχείο που προσέδιδε στους Αλβανούς κύρος στην κοινότητα τους, μου απάντησε χωρίς να το σκεφτεί πολύ η καλύτερη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Αναλύοντας το περισσότερο ο Ερβίς μας λέει ότι στην αρχή πού ελάχιστοι γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, ήταν τεράστιο προτέρημα καθώς μπορούσαν να μιλήσουν αδιαμεσολάβητα με τους ντόπιους Έλληνες και να βρουν ευκολότερα δουλειά. Σήμερα ο Ερβίς είναι ως επί το πλείστον υδραυλικός, αλλά ταυτόχρονα κάνει όλες τις άλλες αγροτικές ή οικοδομικές εργασίες όταν δεν βγαίνει το μεροκάματο.
Η δεύτερη συνέντευξη πραγματοποιήθηκε με τον Μπλεντάρ, ο οποίος θεωρείται από τους πιο παλιούς μετανάστες στο χωριό, καθώς πήγε πρώτη φορά το 1991, και από τότε με ελάχιστες εξαιρέσεις ζει μόνιμα στις Μεξιάτες. Όπως μας λέει ο 58χρονος πια Μπλεντάρ, οι συνθήκες στην δεκαετία κυρίως του 1990 ήταν πάρα πολύ δύσκολες, καθώς ακόμη και η εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού ήταν κατόρθωμα. Οι δυσκολίες λέει, ξεπεράστηκαν τότε με την αλληλεγγύη μεταξύ των πρώτων Αλβανών, καθώς αυτός που τύγχανε να βγάλει κανένα μεροκάματο αγόραζε ψωμί και για τους άλλους. Το προαναφερθέν λέει ο Μπλεντάρ γινόταν για μήνες και για άλλους για χρόνια, καθώς η καχυποψία από την μεριά των ντόπιων ήταν ειδικά τα πρώτα χρόνια πολύ έντονη. Όπως ο ίδιος αναφέρει υπήρχαν μετανάστες που δεν είχαν πάρει για χρόνια έναν καφέ από την τοπική καφετέρια του χωριού, καθώς σκέφτονταν το κάθε λεπτό που σπαταλούσαν λόγω των πολύ δύσκολων συνθηκών. Ακόμη και τις Κυριακές όπου οι ντόπιοι παρακολουθούσαν αγώνες ποδοσφαίρου οι Αλβανοί μετανάστες παρακολουθούσαν έξω από το μαγαζί μέσα στο κρύο και την παγωνιά τον αγώνα, μέχρις ότου φύγουν όλοι ντόπιοι, ώστε να υπάρχει η ελπίδα για κανένα μεροκάματο, όπως ο ίδιος λέει. Σε ότι αφορά τις σχέσεις μεταξύ τους ο Μπλεντάρ, μας λέει ότι τα πρώτα χρόνια υπήρχαν σχέσεις αλληλεγγύης μεταξύ των μεταναστών, καθώς όλοι ήταν βυθισμένοι στην ίδια μοίρα της φτώχειας και του περιθωρίου.
Τα πράγματα άλλαξαν λέει ο Μπλεντάρ όταν μπήκε στην μέση το χρήμα, καθώς στο πέρασμα το μηνών και των χρόνων κάποιοι Αλβανοί μετανάστες είχαν την τύχη να βρουν κάποια δουλειά, είτε ως βοηθοί οικοδόμων, είτε κυρίως τα πρώτα χρόνια ως βοηθοί κτηνοτρόφων. Τότε λέει ο πολύπειρος στις δυσκολίες Μπλεντάρ, άρχισε να αναδύεται στην μικρή Αλβανική κοινότητα η ζήλεια και ο φθόνος, καθώς κάποιοι έβγαζαν έστω και ελάχιστα χρήματα που εξασφάλιζαν την υλική τους αναπαραγωγή, ενώ άλλοι ήταν βουτηγμένοι στην απόλυτη εξαθλίωση, δίχως να ξέρουν εάν θα μπορέσουν να αγοράσουν μισό κιλό ψωμί. Από την άλλη στους ανθρώπους που δεν έβρισκαν εύκολα δουλειά ειδικά στην αρχή είχαν δημιουργηθεί μεταξύ των Αλβανών δομές αλληλεγγύης, καθώς υπήρχαν άνθρωποι που δάνειζαν χρήματα στους μη έχοντες, κυρίως τους παγερούς μήνες του χειμώνα, όπου τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Σε ότι αφορά τους χώρους διαμονής, όπως μας λέει ο Μπλεντάρ που ήταν από τους πρώτους μετανάστες στο χωριό, τις πρώτες μέρες έμενε έξω και σκεπάζονταν με τα λιγοστά ρούχα που είχε, αλλά και με κουβέρτες που του είχαν προσφέρει ντόπιοι πολίτες. Μετά την εύρεση μιας αποθήκης ήρθαν και τα ξαδέρφια του στο χωριό και έμεναν όλοι μαζί σε ένα κοινό δωμάτιο. Στην αποθήκη δεν υπήρχε ρεύμα, καθώς δεν υπήρχαν τα χρήματα για την πληρωμή της ΔΕΗ. Στην αποθήκη που έμεναν 6 άτομα στην αρχή μας λέει ο Μπλεντάρ υπήρχε κατανομή αρμοδιοτήτων, η οποία αποφασίζονταν από κοινού. Επί παραδείγματι στο επίπεδο της μαγειρικής είχε αναλάβει ο καθένας να μαγειρεύει για όλους, και οι μέρες τις εβδομάδας ήταν ισομερώς κατανεμημένες. Εάν κάποιος δεν ήξερε να μαγειρεύει, τότε αναλάμβανε το καθάρισμα του χώρου διαμονής, ή το ζέσταμα του νερού σε ένα καζάνι έξω από την αποθήκη για μπάνιο.
Όπως ο Μπλεντάρ εξομολογείται υπήρχαν πολλές δύσκολες στιγμές και τριβές στα χρόνια της συγκατοίκησης, καθώς δεν υπήρχε καθόλου χρόνος για να σκεφτεί ο καθένας τα προβλήματα του, ή τους δικούς του ανθρώπους πίσω στην Αλβανία. Για να ξεφύγει από την ασφυξία ο Μπλεντάρ, όπως και οι συγκάτοικοι του έκαναν βόλτες στο χωριό για να πάρουν καθαρό αέρα και να ξεκαθαρίσει λίγο το μυαλό από τις δύσκολες συνθήκες. Ακόμη όμως και στην βόλτα υπήρχε ο κίνδυνος του περιπολικού, καθώς ο φόβος της απέλασης ήταν ο απόλυτος εφιάλτης, για όλους, οι οποίοι περπατούσαν για μέρες στα δύσβατα βουνά τη Ελλάδας για να βρουν την δική του «γη της Επαγγελίας» στην Ελλάδα. Σε ότι αφορά το πεδίο της εύρεσης εργασίας ο Μπλεντάρ μας αναφέρει ότι οι Αλβανοί που έβρισκαν ευκολότερα δουλειά ήταν οι παλιοί μετανάστες, οι οποίοι είχαν μάθει να συνεννοούνται στα ελληνικά, και είχαν έρθει σε συστηματική επαφή με κάποιους ντόπιους εργοδότες.
Η τρίτη και τελευταία συνέντευξη διεξήχθη με τον σαρανταπεντάχρονο Πετρίτ, ο οποίος εγκαταστάθηκε στις Μεξιάτες το 1997, και από τότε διαμένει μόνιμα στο χωριό. Σε ότι αφορά τα πρώτα χρόνια ο Πετρίτ μας αναφέρει ότι οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες, καθώς την εποχή που πήγε εκείνος στο χωριό ήδη υπήρχαν αρκετοί Αλβανοί μετανάστες, οπότε οι εργοδότες έπαιρναν συγκεκριμένα άτομα στις δουλειές τους. Όμως με την βοήθεια των παλαιότερων ξαδέρφων του άρχισε να βγάζει κάποια μεροκάματα, κυρίως στο μάζεμα ελιών το χειμώνα, και σε άλλες αγροτικές δραστηριότητες το καλοκαίρι. Όπως μας εξομολογείται ο Πετρίτ, τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για εκείνον, καθώς δυσκολεύτηκε πολύ να μάθει να επικοινωνεί στην ελληνική γλώσσα, με αποτέλεσμα, να νιώθει πολύ αμήχανα όταν του μιλάγανε οι ντόπιοι στο χωριό και δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν. Τα πράγματα για τον ίδιο αλλά και πολλούς άλλους Αλβανούς μετανάστες έγιναν πολύ ευκολότερα όταν αναγνωρίστηκε νομικά και πήρε την άδεια διαμονής, καθώς μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στο χωριό δίχως την δαμόκλειο σπάθη της απέλασης. Στο επίπεδο των σχέσεων των μεταναστών μεταξύ τους ο Πετρίτ, αναφέρει ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που προσέδιδε κύρος στον Αλβανό μετανάστη στην μικρή αλβανική κοινότητα.
Πιο συγκεκριμένα οι Αλβανοί μετανάστες που γνώριζαν τα γραφειοκρατικά ζητήματα για την άδεια διαμονής είχαν σεβασμό από όλους, καθώς τις αγχώδεις μέρες των αιτήσεων και διαδικασιών για τις άδειες, όλοι ζητούσαν βοήθεια από τους ελάχιστους που ήταν γνώστες. Συνήθως οι γνώστες των γραφειοκρατικών ζητημάτων είχαν επαφές με κάποιον ντόπιο «υψηλού» κύρους, που δούλευε συνήθως στο δημόσιο και έδινε συμβουλές για τις διαδικασίες που έπρεπε να ακολουθηθούν για τις αιτήσεις των άδειων διαμονής. Επιπροσθέτως, καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των Αλβανών μεταναστών στο χωριό ήταν και ο γάμος, ο οποίος άλλαζε ριζικά τις ζωές των μέχρι πρότινος εργένηδων Αλβανών μεταναστών. Κατά τον Πετρίτ, ο γάμος και έλευση νέων μελών στην οικογένεια άλλαξε κατά πολύ την εικόνα των ντόπιων για τους Αλβανούς. Πλέον οι οικογενειάρχες Αλβανοί ιεραρχούσαν πολύ διαφορετικά την ζωή τους με αποτέλεσμα οι επαφές μεταξύ τους να αλλάξουν ποιοτικά. Ο καθένας μας λέει ο Πετρίτ κοιτούσε το σπίτι του, καθώς είχε να θρέψει κι άλλους ανθρώπους εκτός από τον εαυτό τους. Επιπλέον, με τις συνεχείς βαφτίσεις Αλβανών παιδιών στις αρχές του 2000 ήρθαν αρκετά πιο κοντά οι ντόπιοι με τους Αλβανούς, καθώς τα παιδιά Αλβανών και Ελλήνων πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, οπότε οι κοινωνικές επαφές διευρύνθηκαν πέρα από τα όρια της πλατείας και των χώρων εργασίας. Το προαναφερθέν, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι εξαλείφθηκε ο ρατσισμός λέει ο Πετρίτ, αλλά σίγουρα τα πράγματα ήταν καλύτερα από την δεκαετία του 1990 όπου η φυλετική και κοινωνική περιθωριοποίηση ήταν γενικευμένη. Άλλωστε κατά τον Πετρίτ δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι εν έτει 2017 οι εναπομείναντες Αλβανοί μετανάστες στο χωριό είναι στην συντριπτική τους πλειονότητα οικογενειάρχες, καθώς ενώ τα παιδιά πήγαιναν σχολείο ήταν πολύ δύσκολο να μετακινηθούν σε άλλο χωρίο ή πόλη, διότι ο κοινωνικός κόσμος των Αλβανών μεταναστών συγκροτήθηκε και διαμεσολαβήθηκε από τις ανάγκες των παιδιών
Συμπεράσματα
Από τις θεωρητικές προσεγγίσεις μέχρι τις συνεντεύξεις των ίδιων των μεταναστών, γίνεται πλήρως κατανοητό ότι οι μετανάστες Αλβανικής καταγωγής που μελετήσαμε στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν για πολλά χρόνια άνθρωποι που ήταν κοινωνικά και φυλετικά περιθωριοποιημένοι, με αποτέλεσμα να ζουν κάτω από πολύ σκληρές και αδιανόητες για τα «δυτικά» πρότυπα συνθήκες. Στη σημερινή εποχή όπου τα παιδιά της πρώτης γενιάς μεταναστών αλβανικής καταγωγής έχουν πολύ περισσότερα δικαιώματα από τους γονείς τους, παρατηρούμε, ότι η φυλετική και κοινωνική περιθωριοποίηση μετατοπίζεται σε μετανάστες κυρίως αφρικανικής η ασιατικής καταγωγής και βεβαίως στους πρόσφυγες.
Ο καπιταλισμός αποδεικνύει για άλλη μία φορά στην ιστορία του ότι ο μοναδικός νόμος είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων, με μοναδικό σκοπό την διεύρυνση των κερδών για μία μικρή μειοψηφία. Το κοινωνικό και φυλετικό περιθώριο δημιουργεί φθηνά εργατικά χέρια και ανθρώπους που βυθίζονται στην αδήριτη αναγκαιότητα της υλικής αναπαραγωγής, για αυτό όπως είπε ο Πετρίτ στο τέλος της συνέντευξης μόνο μέσω της αλληλεγγύης μπορούν οι άνθρωποι να φτιάξουν ένα πιο ευοίωνο μέλλον χωρίς φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις.
________________________________________________________________________________
Βιβλιογραφία
Μετανάστευση Από Τα Βαλκάνια: Κοινωνικός Αποκλεισμός Στην Αθήνα: Ιορδάνης Ψημμένος, εκδόσεις Παπαζήση
Μετέωροι χώροι της ετερότητας: Σταύρος Σταυρίδης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
David Harvey: Νεοφιλελευθερισμός- ιστορία και παρόν, Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
Foucault, M.(2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής. Αθήνα: Πλέθρον
Foucault, M. (2011b), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον
Η εξουσία της γνώσης δεν έχει μόνο αρνητική, αλλά και θετική διάσταση. Βλ. Μισέλ Φουκώ, Εξουσία, γνώση και ηθική, μτφρ. Ζήσης Ζαρίκας, Αθήνα
Μισέλ Φουκώ, Η ιστορία της σεξουαλικότητας, Μετάφραση Γιώργος Κωνσταντινίδης, Εκδόσεις Ράππα,
Τι είναι Διαφωτισμός, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Κριτική
Κοινωνία της διακινδύνευσης, Ούρλιχ Μπεκ, Επιμέλεια: Νικήτας Πατινιώτης, Εκδ. Πεδίο
Η Δίκη: Franz Kafka, μετάφραση, Κοτζιάς Αλέξανδρος, Κέδρος
Capitalism and Freedom (1962): Milton Friedman
Βαΐου Ν. κ.α., Διάπλεκόμενες καθημερινότητες και χωροκοινωνικές μεταβολές στην πόλη. Μετανάστιες και νόπιες στις γειτονιές της Αθήνας, ΕΜΠ – Σχολή Αρχιτεκτόνων. Τομέας πολεοδομίας και χωροταξίας, Αθήνα 2007
Μαλούτας Θ., Κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα , ΕΚΚΕ, Αθήνα 2009
Βαΐου Ντ., Καλαντίδης Α., Πόλεις των «άλλων». Καθημερινές πρακτικές και συγκρότηση του δημόσιου χώρου, στο Χωρικοί μετασχηματισμοί και κοινωνική έρευνα, επ. Μ. Σπυριδάκης, Νήσος, Αθήνα 2009 γλώσσα, καταγωγή, γνώση για γραφειοκρατία, κινητο, αμάξι, βαπτίσια, οικοδομή,
—————————————————–
[1] Ραψ. α ΄ στ.127-161, Ραψ α ΄στ.174-353, Ραψ ε ΄ στ. 99-105
[2] Στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών για το 2016.
[3] Μετανάστευση Από Τα Βαλκάνια: Κοινωνικός Αποκλεισμός Στην Αθήνα: Ιορδάνης Ψημμένος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 42
[4] Μετανάστευση Από τα Βαλκάνια: Κοινωνικός Αποκλεισμός Στην Αθήνα: Ιορδάνης Ψημμένος, Εκδόσεις Παπαζήση
[5] Μετανάστευση Από τα Βαλκάνια: Κοινωνικός Αποκλεισμός Στην Αθήνα: Ιορδάνης Ψημμένος, Εκδόσεις Παπαζήση
[6] Μετέωροι χώροι της ετερότητας: Σταύρος Σταυρίδης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 25
[7] Μετέωροι χώροι της ετερότητας: Σταύρος Σταυρίδης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 26
[8] Capitalism and Freedom (1962): Milton Friedman
[9] David Harvey: Νεοφιλελευθερισμός- ιστορία και παρόν, Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου, Εκδόσεις Καστανιώτη
[10] David Harvey: Νεοφιλελευθερισμός- ιστορία και παρόν, Μετάφραση: Αριάδνη Αλαβάνου, Εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 70
[11] Μετανάστευση Από Τα Βαλκάνια: Κοινωνικός Αποκλεισμός Στην Αθήνα: Ιορδάνης Ψημμένος, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 158
[12] Foucault, M.(2012), Η γέννηση της βιοπολιτικής. Αθήνα: Πλέθρον
[13] Foucault, M. (2011b), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Πλέθρον
[14] Η εξουσία της γνώσης δεν έχει μόνο αρνητική, αλλά και θετική διάσταση. Βλ. Μισέλ Φουκό, Εξουσία, γνώση και ηθική, μτφρ. Ζήσης Ζαρίκας, Αθήνα 1987, 21, 23,
[15] Μισέλ Φουκώ, Η ιστορία της σεξουαλικότητας, Μετάφραση Γιώργος Κωνσταντινίδης, Εκδόσεις Ράππα, σελ. 20
[16] Τι είναι Διαφωτισμός, μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Κριτική, 1989.