Ραφαήλ Λαμπριανού
Εισαγωγή
Η κοινωνική επιρροή αποτελεί, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα στην κοινωνική ψυχολογία, γεγονός που αποδεικνύεται από τον ορισμό που προδίδει ο Allport (1925) για τον συγκεκριμένο κλάδο ως: “…η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα άτομα επηρεάζονται από την πραγματική ή φανταστική παρουσία των άλλων.” (Γαρδικιώτης, 2008). Με βάση αυτό, η ικανότητα του ατόμου να επηρεάζει και να επηρεάζεται, οφείλεται σε κάποιου είδους σύγκρουση, η οποία καθιστάται υπεύθυνη για την ατομική και κοινωνική αλλαγή. (Μαντόγλου, 1996)
Κατά συνέπεια, η έννοια της σύγκρουσης, τοποθετείται στο επίκεντρο της θεωρίας της κοινωνικής επιρροής, και προσδιορίζεται ως η κοινωνικοψυχολογική κατάσταση στην οποία τα άτομα ή οι ομάδες, συγκρούονται στο ίδιο ζήτημα αφού παρουσιάζουν διαφορετικές απόψεις. Οι διάφορες μορφές που παίρνει η σύγκρουση, αλλά και οι λόγοι (αιτίες) πίσω από την συγκεκριμένη κατάσταση, επιφέρουν τους ανάλογους τρόπους επίλυσης της. Όπως αρκετοί επιστήμονες υποστηρίζουν, η σύγκρουση είναι δυνατόν να παρουσιάσει θετικά αποτελέσματα οδηγώντας προς την καινοτομία, ενώ αντίθετα, οι πιο «συντηρητικοί» της προσδίδουν αρνητικό πρόσημο, χαρακτηρίζοντας την επιβλαβή για την «ομαλή» λειτουργία της κοινωνίας (Μαντόγλου, 1996).
Στο ίδιο περίπου πλαίσιο, η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, καθότι αναφέρεται σε ένα σύστημα αξιών, ιδεών και πρακτικών που στοχεύει, τόσο στην δημιουργία ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας, όσο και στον κοινωνικό-υλικό προσανατολισμό των υποκειμένων, προϋποθέτει ακόμα, την διαδικασία της σύγκρουσης αλλά και της κοινωνικής αλλαγής. Η νοηματοδότηση των κοινωνικών αναπαραστάσεων σύμφωνα με τον ο Gonn (1971), αποτελεί το βασικότερο κίνητρο δια το οποίο, αναπτύσσονται συγκρούσεις μηδενικής ή μη μηδενικής κατάληξης. Αναλυτικότερα, η μηδενική σύγκρουση διακρίνεται από έντονο ανταγωνιστικό χαρακτήρα, με κύριο γνώρισμα συμπεριφορές του είδους «ο θάνατος σου η ζωή μου», ενώ αντίθετα στις μη μηδενικές συγκρούσεις παρατηρούνται στρατηγικές συνεργασίας (Μαντόγλου, 1996; Παπαστάμου & Μαντόγλου, 1995).
Το ερώτημα που προκύπτει παραθέτοντας τις πιο πάνω θεωρίες, περιστρέφεται γύρω από την επιστημολογική σχέση μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαν οι δύο ανεξάρτητες θεωρίες, να αναπτύξουν μια δυναμική προσέγγιση για την ανάλυση και την ευρύτερη κατανόηση της κοινωνικής αλλαγής (Orfali, 2002);
Διαδικασίες Κοινωνικής Επιρροής
Σύμφωνα με τον Dahrendorf (1972), κάθε κοινωνικό σύστημα αποτελείται από μία διακριτή δύναμη (αυθεντία), η οποία διχοτομεί τις ομάδες ανάλογα με την κοινωνική θέση και τον κοινωνικό ρόλο που έχουν, ενώ παράλληλα καθορίζει την κάθε συγκρουσιακή σχέση. Απορρίπτοντας την μονοδιάστατη θεωρία του Μάρξ (θεωρία της σύγκρουσης με κεντρικό πυρήνα την ταξική πάλη), ο ίδιος αναφέρεται στις διάφορες κοινωνικο-πολιτικές υπαγωγές του σύγχρονου ατόμου, όπου αντικατοπτρίζουν την πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής και καθιστούν την κοινωνική επιρροή ως μία ανομοιόμορφη διαδικασία που εξελίσσεται σε διάφορα επίπεδα (Γαρδικιώτης, 2008).
Αναφερόμενοι στο κοινωνικό σύστημα, αναγκαία φαίνεται η εξέταση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, και συγκεκριμένα των όρων πλειονότητα και μειονότητα που ακολουθούν. Ως αφετηρία, οι συγκεκριμένοι όροι βασίζονται αφενός στην πιο πάνω συνθήκη (αυθεντία), η οποία ταυτόχρονα ορίζει τους κοινωνικούς κανόνες, τοποθετώντας την πλειονότητα σε προνομιακή (κανονιστική) θέση, και αφετέρου στο αριθμητικό μέγεθος των ομάδων (πλειοψηφία-μειοψηφία). Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Μαντόγλου (1996) κάθε κοινωνική ομάδα, αποτελείται από ένα σύνολο ατόμων, τα οποία παρουσιάζουν παρόμοιες πεποιθήσεις και στόχους. Η ομοιογένεια αυτή, όχι μόνο διασφαλίζει την ενδο-ομαδική ευνοιοκρατία, αλλά παράλληλα καθορίζει την κοινωνική ταυτότητα της ομάδας σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο. Καθιστάται έτσι λογική, η ύπαρξη των διομαδικών συγκρούσεων. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι οι ελίτ μειονότητες (οικονομικές, πολιτικές ή στρατιωτικές), αποκλείονται από το συγκεκριμένο θεώρημα (Γαρδικιώτης, 2008), αφού κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε ένα κλειστού τύπου σύστημα, τεχνοδιοικητικής φύσεως, και σαφώς θα αποτελούσε σφάλμα στην εξέταση του πλουραλιστικού μοντέλου των σύγχρονων κοινωνιών (Γεωργουλάς, Κασιμάτη, Πράνταλος & Παπαϊωάννου, 2015).
Εξετάζοντας εις βάθος το φαινόμενο των κοινωνικών συγκρούσεων, ο Moscovici, παραθέτει τα ακόλουθα μοντέλα κοινωνικής επιρροής. Αρχικά, αναφέρεται στο λειτουργικό μοντέλο, το οποίο χαρακτηρίζεται “συντηρητικό” και συνάμα μονοδιάστατο, αφού η κοινωνική επιρροή ασκείται μόνο από άτομα ή ομάδες που τυγχάνουν κάποιας μορφής εξουσία. Με δεδομένη λοιπόν την εξαρτησιακή σχέση μεταξύ των δύο ομάδων, η πλειονότητα ως η απόλυτη πηγή κοινωνικής επιρροής, καταστέλλει την οποιαδήποτε αποκλίνουσα συμπεριφορά (στάση) της μειονοτικής ομάδας, με απώτερο σκοπό τον κοινωνικό έλεγχο και την διατήρηση του κατεστημένου. Συνεπώς, η διαδικασία αυτή, επικεντρώνεται στις διαφορές ανάμεσα στην πλειονότητα και την μειονότητα (σύγκριση), παρά στο αντικείμενο σύγκρουσης τους. Τρανό παράδειγμα, αποτελεί η κλασσική μελέτη του Asch (1956), όπου παρατηρήθηκε το φαινόμενο της συμμόρφωσης, δηλαδή, η αλλαγή στάσης του υποκειμένου προς την ομόφωνα λανθασμένη εκτίμηση της πλειονότητας.
Η αριθμητική υπεροχή της ομάδας (πλειοψηφία), οι επαναλαμβανόμενες ομοιόμορφες εκτιμήσεις των πειραματικών συνεργών, καθώς επίσης, η αντιληπτή συνοχή της πλειονότητας (ανεξάρτητοι κριτές ή ομάδα), φαίνεται να λειτούργησαν ως ένας μοχλός πίεσης, αναγκάζοντας το υποκείμενο να συμμορφωθεί στις κυρίαρχες απόψεις, παρόλο που γνώριζε ότι ήταν λανθασμένες (Παπαστάμου, 1998) . Όπως αναφέρει ο Γαρδικιώτης (2008) : “Ο συνήθης ορισμός της συμμόρφωσης ως αλλαγής, στις στάσεις και την συμπεριφορά του ατόμου λόγω πίεσης της ομάδα, περιγράφει τις περιπτώσεις όπου τα άτομα δέχονται την πίεση της ομάδας και δρουν με έναν τρόπο διαφορετικό από αυτόν που θα ακολουθούσαν εάν ήταν μόνα τους.”
Στην προκειμένη περίπτωση, η συμμόρφωση παίρνει την μορφή της δημόσιας ενδοτικότητας, δεδομένου ότι το υποκείμενο, εξακολουθεί να διατηρεί τις προσωπικές του πεποιθήσεις. Ωστόσο, έρευνες έχουν δείξει ότι η συμμόρφωση είναι πιθανόν να οδηγήσει σε ιδιωτική αλλαγή, εφόσον η διατήρηση των κυρίαρχων απόψεων (κανόνων), κατά την απουσία οποιασδήποτε μορφής ελέγχου από την ομάδα, αποτελεί ένδειξη ιδιωτικής αποδοχής. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τους Deutsch και Gerard (1955), αποδίδεται στα ασαφείς χαρακτηριστικά του αντικειμένου σύγκρουσης, όπου προσανατολίζουν το υποκείμενο στην αποδοχή των πληροφοριών της ομάδας, ως η ορθή εκτίμηση της πραγματικότητας (πληροφοριακή επιρροή). Και αυτό, γιατί η πραγματικότητα καθορίζεται από την ομοιογένεια των πεποιθήσεων (αντιλήψεων) που χαρακτηρίζουν κάθε κοινωνική ομάδα (Festinger, 1950). Από την άλλη, το αποτέλεσμα της προσπάθειας του ατόμου να συμμορφωθεί με την πλειονότητα, μηδενίζοντας τις πιθανότητες περιθωριοποίησης ή απόρριψης του, ορίζεται ως η διαδικασία κανονιστικής επιρροής, και ταυτίζεται με το φαινόμενο της ενδοτικότητας πιο πάνω (Deutsch & Gerard, 1955).
Συμπερασματικά, έχει καταστεί σαφές ότι η συμμόρφωση αποτελεί συνθήκη του μοντέλου διπλής διαδικασίας, όπου η κανονιστική επιρροή, διασφαλίζει τους κυρίαρχους κανόνες, αφού το υποκείμενο στην προσπάθεια του να αποφύγει την περιθωριοποίηση, ενδίδει στις πεποιθήσεις της πλειονότητας. Παρομοίως, η ιδιωτική αποδοχή του λειτουργικού μοντέλου, αντικατοπτρίζει την πληροφοριακή εξάρτηση μεταξύ ατόμου-ομάδας, η οποία βασίζεται στην ανάγκη για την ακριβή κατανόηση του περιβάλλοντος. Πέρα από τις δύο αυτές διαδικασίες, ο Kelman (1958) υποστήριξε ότι το υποκείμενο, είναι πιθανόν να συμμορφωθεί με την πηγή, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που προβάλλει όπως είναι για παράδειγμα το κύρος (ταύτιση). Φυσικά, η ταύτιση του ατόμου με την ομάδα, επηρεάζεται από την διαδικασία της αυτό-κατηγοριοποίησης, δηλαδή της γνωστικής κατάταξης του εαυτού σε µια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα µε βάση τις πεποιθήσεις, τα πιστεύω και τους στόχους της. Συνεπώς, η διαφοροποίηση των προσωπικών πεποιθήσεων του ατόμου, θα σήμανε και την λήξη της ταύτισης του, ως μορφή της συμμόρφωσης (Turner, 1987).
Συνοψίζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν, το λειτουργικό μοντέλο παρουσιάζει την συμμόρφωση ως η πιθανέστερη διαδικασία κοινωνικής επιρροής, γεγονός που εγείρει αρκετά ερωτήματα τόσο για την σημασιολογία της κοινωνικής αλλαγής, όσο και για την εγκυρότητά του. Η κοινωνική αλλαγή, όπως αναφέρει ο Moscovici (1985) ορίζεται ως η δυνατότητα εξέλιξης της κοινωνίας, η οποία οδηγεί στην πρόοδο και την καινοτομία, παρά ως αποτέλεσμα του κοινωνικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, το γενετικό μοντέλο, αντικατοπτρίζει την αμοιβαία διαδικασία, στην οποία κάθε άτομο ή ομάδα είναι δυνατόν να αποτελέσει πηγή και στόχος κοινωνικής επιρροής.
Αδιαμφισβήτητα λοιπόν, η κοινωνική αλλαγή απόκειται στην αντιμετώπιση και το χειρισμό των κοινωνικών συγκρούσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσοχή στρέφεται στο αντικείμενο διαφωνίας, διαδικασία η οποία προϋποθέτει τη γνωστική επεξεργασία των πληροφοριών (διαδικασία επικύρωσης), προκαλώντας έτσι ιδεολογική μεταστροφή. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί, ότι η θεωρία συγκλίνουσας ή αποκλίνουσας σκέψης, συμβάλει θετικά στην επεξήγηση της καινοτομίας, αφού όπως αναφέρει η Nemeth (1986), η μειονοτική επιρροή, οδηγεί στην εμπεριστατωμένη γνωστική επεξεργασία της αποκλίνουσας σκέψης, με αποτέλεσμα την δημιουργική επίλυση της σύγκρουσης. Κατά συνέπεια, όπως φαίνεται πιο κάτω, η μειονότητα, οδηγεί στην ιδεολογική μεταστροφή όχι μόνο σε άμεσου τύπου ζητήματα, αλλά και σε έμμεσα. Εντούτοις, σε αντίθεση με τον Moscovici, η ίδια υποστηρίζει ότι η κανονιστική επιρροή, προκαλεί επίσης γνωστική επεξεργασία, διαφορετικού ωστόσο χαρακτήρα, κατά την οποία η μειονότητα συγκλίνει στην πλειονοτική θέση.
Μελετώντας εις βάθος το γενετικό μοντέλο, παρατηρείται η ενεργός συμμετοχή της μειονότητας, δηλαδή η ικανότητα της να αμφισβητήσει τα εδραιωμένα πρότυπα της αυθεντίας (κοινωνικούς ρόλους και κανόνες), δημιουργώντας ρωγμή στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Συγκεκριμένα, η άρνηση της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελεί και το μοναδικό της προνόμιο, αφού εξ ορισμού, δεν διαθέτει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για την άσκηση της οποιαδήποτε πίεσης. Παράλληλα, η επιλογή μιας ξεκάθαρης εναλλακτικής θέσης (αντινομιστική), καθώς επίσης ο αμετάκλητος χαρακτήρας στην πιθανότητα οποιουδήποτε συμβιβασμού με την πλειονότητα, αποσκοπούν στην διατήρηση της κοινωνικής σύγκρουσης, και στοχεύουν στην αναθεώρηση και τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών κανόνων (Γαρδικιώτης, 2008; Moscovici, 1985).
Σύμφωνα με τον Moscovici, το ύφος συμπεριφοράς, καθορίζει το αποτέλεσμα της μειονοτικής επιρροής, αφού η αποδοχή ή η απόρριψη της μειονοτικής θέσης, εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και παρουσιάζεται.
Ως εκ τούτου, ο ίδιος προτείνει τα εξής είδη συμπεριφοράς. Αρχικά αναφέρεται στην αφοσίωση, η οποία ορίζεται ως η δέσμευση στις αξίες και πεποιθήσεις της ομάδας, καθώς επίσης, στην ακλόνητη προσήλωση για την πραγματοποίηση των στόχων της. Στη συνέχεια, παρουσιάζει την αυτονομία, συμπεριφορά η οποία υποδηλώνει την ικανότητα της ομάδας να αναπτύξει μια ανεξάρτητη κρίση σύμφωνα με τα δικά της πιστεύω, όπου ταυτόχρονα στηρίζεται στην αντικειμενικότητα και στο δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης. Παράλληλα, η δικαιοσύνη, αντικατοπτρίζει την διάθεση για διάλογο, αλλά και την σχέση αμοιβαίου σεβασμού, χαρακτηριστικό της θεωρίας του Piaget. Ιδιαίτερη έμφαση, δίνει στο σταθερό ύφος συμπεριφοράς, δηλαδή στην συνεχής παρουσίαση της μειονοτικής άποψης, ενέργεια η οποία φανερώνει αποφασιστικότητα και αφοσίωση στις θέσεις της ομάδας. Άτομα τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με μια σταθερή μειονοτική θέση, είναι πιθανόν να παρουσιάσουν άμεση ή έμμεση ιδιωτική μεταστροφή αλλά όχι δημόσια, αποτέλεσμα της επιθυμίας τους για την αποφυγή ταύτισης τους με την μειονότητα (Γαρδικιώτης, 2008).
Επιβεβαιώνοντας την σπουδαιότητα της σταθερής συμπεριφοράς, οι Wood et al., (1994) αναφέρουν: “Οι μειονότητες, που κρίθηκαν από τους στόχους να είναι ιδιαίτερα σταθερές οδήγησαν σε μεγαλύτερη επιρροή σε σύγκριση με τις πηγές που παρουσιάζονταν λιγότερο σταθερές. Αυτό ήταν στατιστικά σημαντικό σε άμεσες ιδιωτικές απαντήσεις και οριακά σημαντικό σε έμμεσες ιδιωτικές απαντήσεις.” Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί το φαινόμενο της πλουραλιστικής άγνοιας, δηλαδή η ιδιωτική μεταστροφή των ατόμων της πλειονοτικής ομάδας, οι οποίοι ως ανεξάρτητοι κριτές, υιοθετούν την μειονοτική άποψη, εντούτοις, στο δημόσιο επίπεδο την επικρίνουν για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Στη προκείμενη περίπτωση, η αναγνώριση των ατόμων αυτών μεταξύ τους, έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική αλλαγή. Τέλος, η ακαμψία στο ύφος συμπεριφοράς, είναι πιθανόν να ερμηνευθεί ως αδιαλλαξία, καταλήγοντας στην απόρριψη της μειονοτικής θέσης, και στην περιθωριοποίηση της ομάδας (Psaltis & Zapiti, 2014).
Παράλληλα, οι Παπαστάμου και Mugny (1983), αναθεωρώντας την δομή του κοινωνικού πλαισίου, αναφέρθηκαν στην διαφοροποίηση της διαπραγμάτευσης κατά τρόπο ανάλογο με το στόχο. Συγκεκριμένα, η σύνθεση του τριαδικού μοντέλου επιρροής, εξουσία, πλειονότητα, μειονότητα, αναπαριστά ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο όπου η μειονότητα αμφισβητεί ενεργά την εξουσία, δημιουργώντας μια σταθερή ανταγωνιστική σχέση, χωρίς την πιθανότητα του οποιουδήποτε συμβιβασμού, ενώ από την άλλη, οι σχέσεις επιρροής που αναπτύσσει με την πλειονότητα-πληθυσμό, διακρίνονται τόσο από σταθερότητα αλλά και από ευλυγισία, προϋποθέσεις απαραίτητες για την επίτευξη της μειονοτικής επιρροής. Συμπληρώνοντας, οι ίδιοι αναφέρονται στην ανατρεπτική στρατηγική της πλειονότητας, δηλαδή στο φαινόμενο της ψυχολογιοποίησης, όπου η αιτιώδης σχέση μεταξύ των ψυχολογικών χαρακτηριστικών της μειονότητας και του σταθερού ύφους συμπεριφοράς της, οδηγεί στην απόρριψη της μειονοτικής άποψης.
Επιπλέον όπως αρκετές έρευνες υποστήριξαν, η κοινωνική ταυτότητα της μειονότητας φαίνεται να επηρεάζει το αποτέλεσμα της μειονοτικής επιρροής, κατά τρόπο αντίστοιχο όπως στην διαδικασία της αυτό-κατηγοριοποίησης πιο πάνω. Με άλλα λόγια, ο εντοπισμός κοινών χαρακτηριστικών με την πηγή, σε σχέση με την κοινωνική της κατηγοριοποίηση, οδηγεί το στόχο (πλειονότητα), στην αποδοχή της μειονοτικής θέσης αφού πλέον αποτελεί ενδο-ομαδική στάση μιας ευρύτερης κοινωνικής κατηγορίας (Γαρδικιώτης, 2008).
Ανακεφαλαιώνοντας, η πλειονοτική και μειονοτική επιρροή, αποτελούν ανεξάρτητες ερευνητικές προσεγγίσεις μεμονωμένων αποτελεσμάτων, συνθήκες οι οποίες συγκροτούν το θεώρημα του μοντέλου διπλής διαδικασίας. Αντιθέτως, οι σύγχρονες θεωρίες κοινωνικής επιρροής, επιτρέπουν την διερεύνηση πολλαπλών παραγόντων, όπως είναι για παράδειγμα, το αντικείμενο σύγκρουσης, η ασυμμετρία του κύρους και το επίπεδο επιρροής, γεγονός που αντικατοπτρίζει την πολυπλοκότητα της κοινωνικής ζωής και αφενός οδηγεί, τόσο στην διαφοροποίηση των μέχρι τώρα διαδικασιών επίλυσης των συγκρούσεων όσο και των αποτελεσμάτων.
Σύμφωνα με τους Perez και Mugny (1996), η θεωρία επεξεργασίας της σύγκρουσης, εξετάζει την κοινωνική επιρροή, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο σύγκρουσης, αλλά και τα χαρακτηριστικά της πηγής, διαδικασία η οποία οδηγεί σε διαφορετικά επίπεδα έκδηλης (δημόσιας) ή λανθάνουσας (ιδιωτικής) επιρροής. Αναλυτικότερα, κάθε αντικείμενο σύγκρουσης, διακρίνεται από δύο διαστάσεις, την κοινωνική παγίωση και την υψηλή ή χαμηλή θεμελίωση λάθους. Αρχικά, η κοινωνική παγίωση, αναφέρεται στα πειραματικά έργα, όπου προσδιορίζουν την κοινωνική ταυτότητα του υποκειμένου, με βάση την απάντηση του στο αντικείμενο σύγκρουσης, ενώ αντίθετα, στα μη παγιωμένα, κάτι τέτοιο μοιάζει αδύνατο. Από την άλλη, η υψηλή ή χαμηλή θεμελίωση λάθους, αναφέρεται στην πιθανότητα, σωστής ή λανθασμένης απάντησης σε σχέση με το αντικείμενο αλληλεπίδρασης.
Συνδυάζοντας τις δύο αυτές διαστάσεις, προκύπτουν οι ακόλουθοι τέσσερεις τύποι πειραματικών έργων. Τα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα, χαρακτηρίζονται από υψηλή θεμελίωση λάθους, και χαμηλή εμπλοκή στην πιθανότητα κοινωνικής κατηγοριοποίησης του υποκειμένου. Με άλλα λόγια, τα αντικείμενα σύγκρουσης που συμπίπτουν στη κατηγορία αυτή, παρουσιάζουν μία αντικειμενικά σωστή απάντηση, ωστόσο δεν δύναται να προσδιορίσουν κοινωνικά το υποκείμενο, όπως για παράδειγμα το πείραμα του Asch. Στην συνέχεια, τα έργα ικανοτήτων, αναφέρονται σε κοινωνικά παγιωμένα και υψηλής θεμελίωσης λάθους αντικείμενα, όπως για παράδειγμα το τεστ νοημοσύνης. Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τα αντικείμενα γνώμης, έργα τα οποία δεν υπόκεινται στη διαδικασία αξιολόγησης σωστής ή λανθασμένη απάντησης, εντούτοις διακρίνονται ως κοινωνικά παγιωμένα. Για παράδειγμα, τα αντικείμενα πεποιθήσεων (π.χ., πολιτική ιδεολογία, θρησκεία). Τέλος, τα έργα μη εμπλοκής, χαρακτηρίζονται από χαμηλή θεμελίωση λάθους απάντησης, καθώς επίσης χαμηλή εμπλοκή στη πιθανότητα κοινωνικής κατηγοριοποίησης του υποκειμένου. Πειραματικά έργα τέτοιου τύπου, αποτελούν τα αντικείμενα προτίμησης (π.χ., χρώμα), (Μαντόγλου, 1996).
Αναφορικά για το είδος σύγκρουσης που παρατηρείται σε κάθε μία από τις πιο πάνω κατηγορίες, οι Perez και Mugny (1996) αναφέρουν τα εξής. Στα αντικειμενικά μη διφορούμενα έργα, η σύγκρουση παίρνει κοινωνιογνωστική ή σχεσιολογική μορφή, αφού η διαφορά μεταξύ πηγής και στόχου απόκειται σε γνωστικούς (αντίληψη, γνώση) παράγοντες και επιλύεται ανάλογα με την κοινωνική θέση της πηγής. Στην περίπτωση της πλειονοτικής επιρροής, το υποκείμενο, προσαρμόζεται (ενδίδει) στους κυρίαρχους κανόνες, αποτέλεσμα της σχεσιολογικής σύγκρουσης που δημιουργείται, δηλαδή, την επιθυμία του υποκειμένου για την αποφυγή περιθωριοποίησης του, αλλά και την διατήρηση των κοινωνικών σχέσεων με την πλειονότητα. Το υποκείμενο, αποδέχεται δημόσια τη πλειονοτική εκτίμηση, χωρίς ωστόσο να επηρεάζεται σε προσωπικό επίπεδο (έκδηλη επιρροή). Από τη άλλη, όταν το υποκείμενο αντιμετωπίζει μια μειονοτική ομάδα, η προσοχή επικεντρώνεται στο αντικείμενο σύγκρουσης, προκαλώντας την γνωστική επεξεργασία του μηνύματος, με αποτέλεσμα την ιδεολογική μεταστροφή στο λανθάνον (ιδιωτικό) έμμεσο επίπεδο. Και αυτό, γιατί το υποκείμενο δεν επιθυμεί να ταυτιστεί με την μειονοτική ομάδα, γεγονός που αρχικά οδηγεί στην απόρριψη της μειονοτικής θέσης, εντούτοις, λόγω του σταθερού ύφους συμπεριφοράς της μειονότητας, επικυρώνεται στο προσωπικό έμμεσο επίπεδο, μετά το πέρας της αλληλεπίδρασης. Όπως αποδείχτηκε η ιδεολογική μεταστροφή επιτυγχάνεται μακροπρόθεσμα, γεγονός που ίσως συνδέεται με το φαινόμενο της κρυπτομνησίας, δηλαδή, την απόδοση της πλέον αποδεκτής θέσης στα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου, αδυνατώντας παράλληλα να επαναφέρει στην μνήμη την αυθεντική πηγή της συγκεκριμένης τοποθέτησης (Μαντόγλου, 1996; Γαρδικιώτης, 2008; Perez & Mugny, 1996).
Στη συνέχεια, στα έργα ικανοτήτων, η σύγκρουση με την επιδέξια πηγή (υψηλών ικανοτήτων) οδηγεί το υποκείμενο στην έκδηλη αποδοχή (μίμηση) του μηνύματος, λόγω της πληροφοριακής εξάρτησης μεταξύ ατόμου-ομάδας, για την ορθή εκτίμηση του αντικειμένου. Αντίθετα, όταν η πηγή χαρακτηρίζεται χαμηλών ικανοτήτων, τότε η σύγκρουση παίρνει την μορφή της επικύρωσης, διαδικασία κατά την οποία η πηγή και ο στόχος, επικεντρώνονται στην αναζήτηση και την επεξεργασία κάθε πιθανής πληροφορίας, στοχεύοντας στην εξεύρεση της ορθής απάντησης (Μαντόγλου, 1996; Γαρδικιώτης, 2008).
Κάπως πιο περίπλοκη, φαίνεται να είναι η διαδικασία επιρροής στα πειραματικά έργα γνώμης. Συγκεκριμένα, η σύγκρουση με την ενδο-ομαδική πηγή, χαρακτηρίζεται κανονιστικής μορφής, αφού το υποκείμενο συμμορφώνεται με τις κυρίαρχες απόψεις της ομάδας (έκδηλη επιρροή), θέλοντας να διατηρήσει την ενδο-ομαδική του ταυτότητα. Η διαδικασία αυτή στηρίζεται στη θεωρία της αυτό-κατηγοριοποίησης, με βάση την οποία το υποκείμενο προσδιορίζει την θετική του αυτό-εικόνα. Στην προκειμένη περίπτωση, παρατηρείται μια κοινωνιογνωστική παραλυσία, δηλαδή η απουσία επεξεργασίας της σύγκρουσης και η παθητική αποδοχή των κανόνων, κάτι που οφείλεται στην πιο πάνω συνθήκη. Ωστόσο, είναι πιθανόν να παρουσιαστεί και κάποιας μορφής λανθάνουσα (έμμεση) επιρροή. Από την άλλη, η ύπαρξη μιας εξω-ομαδικής πηγής, οδηγεί στην δι-ομαδική σύγκρουση, η οποία επιλύεται ανάλογα με την διακριτή δύναμη που χαρακτηρίζει τις ομάδες (πλειονοτική εξω-ομάδα, μειονοτική εξω-ομάδα).
Στην περίπτωση της πλειονοτικής εξω-ομάδας, παρατηρείται το φαινόμενο της κοινωνικής διαφοροποίησης, δηλαδή η οξέα αντιπαράθεση της πηγής και του στόχου, χωρίς ωστόσο καμία άσκηση επιρροής. Αντίθετα, όταν η πηγή αποτελεί μειονοτική εξω-ομάδα (περίπτωση διπλών μειονοτήτων), η σύγκρουση έχει ως αρχικό αποτέλεσμα την (δημόσια) άμεση απόρριψη του μηνύματος, ενώ βραχυπρόθεσμα, οδηγεί στην ιδεολογική μεταστροφή (λανθάνουσα επιρροή). Η διαδικασία αυτή, προϋποθέτει την επίλυση, τόσο της δι-ομαδικής όσο και της γνωστικής ασυμφωνίας, ενώ μερικές φορές παίρνει την μορφή της πολιτιστικο-γνωστικής σύγκρουσης, πολιτισμικής ως προς το δικαίωμα της ισότητας και της ελεύθερης έκφρασης, και γνωστικής ως προς την ικανότητα αυτό-κατηγοριοποίησης του ατόμου σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο. Τέλος, στα πειραματικά έργα μη εμπλοκής, παρατηρείται η απουσία κάθε σύγκρουσης, λόγω της καθαυτό φύσης του αντικειμένου αλληλεπίδρασης (Μαντόγλου, 1996; Γαρδικιώτης, 2008).
Θεωρία Κοινωνικών Αναπαραστάσεων
Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, σύμφωνα με τον Moscovici (1984) αναφέρεται: “…σε ένα σύστημα αξιών, ιδεών και πρακτικών με διπλή λειτουργία· αρχικά, την εγκαθίδρυση μιας τάξης, η οποία θα επιτρέπει στα υποκείμενα να προσανατολίσουν τους εαυτούς τους στον υλικό και κοινωνικό κόσμο και να τον ελέγξουν, καθώς επίσης, να διευκολύνουν την επικοινωνία μεταξύ των μελών μιας κοινότητας, παρέχοντας τους ένα κώδικα κοινωνικής συναλλαγής και ένα κώδικα για να ονομάσουν και να ταξινομήσουν, χωρίς ασάφεια, τις διάφορες πτυχές του κόσμου, και την ατομική και ομαδική τους ιστορία.” Κατά κύριο λόγο λοιπόν, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις στοχεύουν στη κατανόηση του αγνώστου, αποτέλεσμα των διαδικασιών της αγκυροβόλησης και της αντικειμενοποίησης (Fraser, Burchell, Hay & Duveen, 2001).
Συγκεκριμένα, η αγκυροβόληση αναφέρεται στην κατηγοριοποίηση και ονομασία του αγνώστου, στη βάση των υπάρχων κοινωνικο-γνωστικών σχημάτων, προσδίδοντας του ταυτόχρονα εννοιολογική σημασία κατά τρόπο ο οποίος θα εξυπηρετεί το υποκείμενο. Η διαδικασία αυτή, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στην διδακτορική διατριβή του Moscovici, παραπέμπει σε μορφές επικοινωνίας όπως είναι η διάδοση, η μετάδοση αλλά και η προπαγάνδα. Από την άλλη, η αντικειμενοποίηση, προσδιορίζεται ως ο τρόπος με τον οποίο οι αναπαραστάσεις, προβάλλονται και συνθέτουν τον εξωτερικό κόσμο. Δηλαδή, αντικατοπτρίζει την προσωποποίηση, την κατασκευή μιας εικονικής μορφής, σε συνδυασμό με ένα φάσμα από ερμηνείες όπως είναι για παράδειγμα οι πεποιθήσεις, για την στελέχωση των αφηρημένων εννοιών. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις, διέπονται από την αγκυροβόληση στο βαθμό που τυγχάνουν εικονικής επεξεργασίας, και αντίστροφα, η αντικειμενοποίηση είναι εφικτή, εάν και εφόσον οι διάφορες αναπαραστάσεις δύναται να κατηγοριοποιηθούν ως γνωστικά αντικείμενα. Όπως τονίζουν οι Fraser et at., (2001): “… πιο πιθανό είναι να βλέπουμε (αντιλαμβανόμαστε) ότι γνωρίζουμε, παρά να γνωρίζουμε ότι βλέπουμε.”
Μελετώντας εις βάθος την θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει με ευκολία τον πρωταρχικό ρόλο της γλώσσας (language), όπου κατά τον Moscovici, αποτελεί απαραίτητο στοιχείο, τόσο για την κατανόηση του κοινωνικού-υλικού κόσμου, όσο και για την διάπλαση του πνευματικού πολιτισμού (π.χ., ιδεολογικές πεποιθήσεις, αξίες). Ειδικότερα, όπως ο ίδιος τονίζει, η διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης σε κοινή λογική, επιτυγχάνεται διαμέσου της επικοινωνίας και στοχεύει στη διάδοση της γνώσης. Κατά συνέπεια, η επικοινωνία αντικατοπτρίζει την διαδικασία επαφής, την αλληλεπίδραση, όπου τα επιχειρήματα αλληλοσυγκρούονται, παίρνοντας την μορφή του διαλόγου (Fraser et al., 2001; Moscovici, 2000).
Ως εκ τούτου, στην προσπάθεια του το υποκείμενο να αντιληφθεί, να συλλάβει το άγνωστο, (επιστημονική σκέψη), είναι πιθανόν να παραλείψει σημαντικές πληροφορίες κατά την διάρκεια της αγκυροβόλησης, οι οποίες αντιτίθενται στις προσωπικές του πεποιθήσεις. Το φαινόμενο της μετάδοσης όπως ονομάζεται, παρατηρήθηκε στην διδακτορική του εργασία, όπου οι Καθολικοί, εξισορροπούσαν την ψυχανάλυση με την διαδικασία της εξομολόγησης, αγνοώντας ωστόσο κάθε χαρακτηριστικό της λίμπιντο.
Αντίθετα, οι Μαρξιστές φαίνεται να χαρακτήρισαν την ψυχανάλυση ως προπαγάνδα, δηλαδή αντικείμενο που στόχευε στον αποπροσανατολισμό του πληθυσμού από τα κύρια ζητήματα της εποχής (καπιταλισμός). Η συγκεκριμένη ερμηνεία της ψυχανάλυσης, σύμφωνα με τον Moscovici οδήγησε σε προκατειλημμένες στάσεις, μηδενίζοντας παράλληλα την οποιαδήποτε πιθανότητα ανακατασκευής της γνώσης. Συμπληρώνοντας, όπως ο ίδιος αναφέρει, οι διάφορες στάσεις (attitudes) που προκύπτουν κατά την διάρκεια έκθεσης του υποκειμένου σε ένα αντικείμενο, δεν καθίστανται αποτέλεσμα ανεξάρτητων γνωστικών λειτουργιών, αντί αυτού αποτελούν συμπληρωματικές διαστάσεις των κοινωνικών αναπαραστάσεων. Για παράδειγμα, η προκατειλημμένη στάση των Μαρξιστών απέναντι στη ψυχανάλυση, αποδίδεται στην προ-υπάρχουσα αντίληψη τους (κοινωνική αναπαράσταση) για την συγκεκριμένη επιστήμη ως αμερικάνικο “προϊόν” ή “ψευδο-επιστήμη”, κάτι που οφείλεται σε κοινωνιολογικούς παράγοντες όπως είναι το κοινωνικό τους υπόβαθρο-περιβάλλον (π.χ., κουλτούρα, Ψυχρός πόλεμος).
Σύνδεση και Εφαρμογή των Θεωριών
Συνοψίζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν, έχει καταστεί σαφές ότι, η θεωρία της κοινωνικής επιρροής, αλλά και η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, προϋποθέτουν την διαδικασία της σύγκρουσης, ως μέσο για την επίτευξη της κοινωνικής αλλαγής. Το γεγονός αυτό, δεν φαίνεται να εκπλήσσει καθόλου, αφού και οι δύο θεωρίες αναπτύχθηκαν από τον ίδιο επιστήμονα. Συγκεκριμένα, τόσο η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων όσο και η θεωρία της κοινωνικής επιρροής, στηρίζονται στο τριαδικό μοντέλο αλληλεπίδρασης, υποκείμενο, άλλος, αντικείμενο, θεωρητικός σχηματισμός ο οποίος βασίζεται στον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό. Το τριαδικό μοντέλο αλληλεπίδρασης, παρουσιάζει αρχικά την ατομική αλλαγή ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων που διαδραματίζονται στο μικρογενετικό επίπεδο (δι-ομαδικό) και συνεπώς οδηγούν στην ιδεολογική μεταστροφή (οντογενετικό επίπεδο), (Ψάλτης, 2011; Psaltis & Zapiti, 2014). Κατά συνέπεια, η κοινωνική πρόοδος και η καινοτομία, όπως για παράδειγμα η ισότητα των δύο φύλων, επιτυγχάνονται διαμέσου της κοινωνικής σύγκρουσης (κοινωνιογενετικό επίπεδο), αφού προηγηθούν οι πιο πάνω συνθήκες.
Επιπρόσθετα, σημαντικές ομοιότητες φαίνεται να προκύπτουν στα ακόλουθα ζητήματα. Αρχικά, η κοινή λογική δηλαδή, η ακούσια συναίνεση στις αξίες, τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές (κοινωνικο-γνωστικές δομές) της ομάδας, καθώς επίσης, η συλλογική μνήμη, όπως παρουσιάζονται στην θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, φαίνεται να ταυτίζονται με την διαδικασία της συμμόρφωσης, όπου το υποκείμενο ενδίδει στις κυρίαρχες απόψεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η κοινή λογική σχετίζεται με τους κοινωνικούς κανόνες, αφού αντικατοπτρίζει τις προ-υπάρχουσες (κυρίαρχες) πεποιθήσεις στο αναπαραστατικό πεδίο. Ο ορός “ακούσια” αναφέρεται στο γεγονός ότι κάθε υποκείμενο εκτίθεται και εσωτερικεύει τις διάφορες κοινωνικές αναπαραστάσεις, που ήδη χαρακτηρίζουν τον εξωτερικό κόσμο, διαμέσου της αλληλεπίδρασής του με το κοινωνικό περιβάλλον. Υπενθυμίζοντας, οι κοινωνικές αναπαραστάσεις σε πρώτο στάδιο, αποτελούν ανεξάρτητες οντότητες από το άτομο (π.χ., κοινωνικές αναπαραστάσεις του φύλου), (Psaltis & Zapiti, 2014).
Παράλληλα, η προσπάθεια διαμόρφωσης της επιστημονικής γνώσης σε κοινή λογική, ταυτίζεται με την διαδικασία της μειονοτικής επιρροής, κατά την οποία το υποκείμενο συγκρούεται με την πλειονότητα (κοινή λογική), με στόχο την αναθεώρηση των κοινωνικών κανόνων. Η επιστημονική γνώση στη περίπτωση αυτή, ισοδυναμεί με τις μειονοτικές απόψεις, ως προς την ιδιότητα της (αποκλίνουσα στάση) απέναντι στην κοινή λογική, καθώς επίσης ως προς το αριθμητικό μέγεθος των ατόμων που την συνθέτουν.
Τρίτον, οι διαδικασίες αγκυροβόλησης και αντικειμενοποίησης, φαίνεται να σχετίζονται με τις γνωστικές διεργασίες που παρουσιάζονται στην διαδικασία σύγκρουσης κατά τη διάρκεια της μειονοτική επιρροής, αφού και στις δύο περιπτώσεις, το άγνωστο οδηγεί στην επεξεργασία του μηνύματος με σκοπό την ιδεολογική μεταστροφή ή την ανακατασκευή των υπάρχων κοινωνικο-γνωστικών σχημάτων. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί η επίδρασή του Piaget, στην θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων του Moscovici, αφού οι διαδικασίες αγκυροβόλησης και αντικειμενοποίησης σχετίζονται άμεσα με τα στάδια γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών.
Εκτός από αυτά, οι διάφορες μορφές επικοινωνίας που προκύπτουν από την θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων, φαίνεται να σχετίζονται άμεσα με τα αποτελέσματα των διαδικασιών κοινωνικής επιρροής. Συγκεκριμένα, η διάδοση ταυτίζεται με την ιδεολογική μεταστροφή, αφού η επιτυχής διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης σε κοινή λογική, οδηγεί στο ανασχηματισμό των κοινωνικών αναπαραστάσεων και αφενός στην διάδοση της γνώσης. Παρομοίως, η επιτυχής διαδικασία της μειονοτικής επιρροής, έχει ως αποτέλεσμα την ιδεολογική μεταστροφή, δηλαδή την κατανόηση και αποδοχή της μειονοτικής άποψης. Από την άλλη, η μετάδοση σχετίζεται με το φαινόμενο της ταύτισης, δεδομένου ότι ο στόχος υιοθετεί την επιστημονική γνώση κατά τρόπο ο οποίος να εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα.
Κάτι παρόμοιο, φαίνεται να συμβαίνει τόσο στην πλειονοτική όσο και στην μειονοτική επιρροή. Στην πρώτη περίπτωση, το υποκείμενο συμμορφώνεται με την πλειονότητα, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που προβάλει όπως είναι για παράδειγμα το κύρος (αυτό-κατηγοριοποίηση), ενώ αντίθετα στην δεύτερη περίπτωση η πλειονότητα αποδέχεται την μειονοτική άποψη με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά που εντοπίζει (κοινωνική-κατηγοριοποίηση-αφορμή), αποσκοπώντας ωστόσο στην ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. Η μετάδοση όπως ξεκάθαρα φαίνεται, οδηγεί στην παραγωγή στάσεων απέναντι στις εξω-ομάδες. Τέλος, η προπαγάνδα, σχετίζεται με την περιθωριοποίηση της επιστημονικής σκέψης, διαδικασία η οποία οδηγεί στην δημιουργία προκαταλήψεων απέναντι στην εξω-ομάδα. Κάτι ανάλογο, παρουσιάζεται στην μειονοτική επιρροή όταν η πλειονότητα απορρίπτει την μειονοτική άποψη, ισχυριζόμενη την αιτιώδη σχέση μεταξύ των ψυχολογικών χαρακτηριστικών της ομάδας και του ύφους συμπεριφοράς της.
Εφαρμόζοντας τα όσα προαναφέρθηκαν στο κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της Κύπρου, οι έρευνες επιβεβαίωσαν την σπουδαιότητα της επαφής μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αφού όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων (2003) οδήγησε στην μείωση των προκαταλήψεων καθώς επίσης στην δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης.
Ανατρέχοντας στο παρελθόν για την εμπεριστατωμένη κατανόηση του κυπριακού προβλήματος, φαίνονται ξεκάθαρα τα μετατραυματικά κατάλοιπα του πολέμου (συναισθήματα, αναμνήσεις), όπου διαμόρφωσαν τις συλλογικές αναπαραστάσεις κάθε κοινότητας. Συγκεκριμένα, η συλλογική μνήμη, τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων, βασιζόμενη στην αφηγηματική διήγηση (αυτοβιογραφική) αλλά και την ιστορική περιγραφή των γεγονότων, αποτέλεσε το μέσο για την κατασκευή της κοινωνική τους ταυτότητας. Ως εκ τούτου, η επιλεγμένη ερμηνεία της ιστορίας, οδήγησε στην δημιουργία διαφορετικών κοινωνικών αναπαραστάσεων και συνεπώς δύο ξεχωριστές πραγματικότητες. Επιπρόσθετα, οι πολιτικές πρακτικές της εποχής, όπως για παράδειγμα η χειραγώγηση του εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, ενδυνάμωσαν το ανταγωνιστικό πνεύμα (μηδενικής κατάληξης) μεταξύ των δύο κοινοτήτων, σκορπίζοντας έτσι την μισαλλοδοξία και τον φόβο.
Με δεδομένα τα πιο πάνω, ο Ψάλτης (2011, 2016) μελέτησε την σχέση μεταξύ της επαφής (ποιότητα και ποσότητα) και της εμπιστοσύνης, συμπεριλαμβάνοντας ωστόσο, διάφορα άλλα χαρακτηριστικά όπως είναι η κοινωνική ταυτότητα, τα συναισθήματα (θετικά ή αρνητικά), το επίπεδο συγχώρεσης, η αμοιβαία κατανόηση (perspective taking), οι ρεαλιστικές απειλές, και το δι-ομαδικό άγχος. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τόσο στους Ελληνοκύπριους όσο και στους Τουρκοκύπριους, προέκυψαν οι ακόλουθες τρείς κοινωνικές κατηγορίες, οι οποίες παρουσίασαν σημαντικές διαφορές. Αναλυτικότερα, στην πρώτη κοινωνική ομάδα παρατηρήθηκαν τα υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης, επαφής και συγχώρεσης, καθώς επίσης θετικά συναισθήματα απέναντι στην άλλη κοινότητα. Επιπρόσθετα, τα άτομα που συγκροτούσαν την συγκεκριμένη ομάδα εξέφρασαν χαμηλότερα επίπεδα ρεαλιστικών απειλών και δι-ομαδικού άγχους. Όσο αφορά την κοινωνική τους ταυτότητα, οι περισσότεροι δήλωσαν Κύπριοι, γεγονός που αντικατοπτρίζει ξεκάθαρα την κοινωνική αναπαράσταση της υπηκοότητας, δηλαδή την νόμιμη συνύπαρξη των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο νησί, ανεξάρτητα της εθνικής τους κατηγοριοποίησης (Ελλάδα, Τουρκία). Με άλλα λόγια, υποστήριξαν ένα ενιαίο ανεξάρτητο κράτος χωρίς την οποιαδήποτε παρέμβαση των εγγυήτριων δυνάμεων. Επίσης όπως παρατηρήθηκε, η ομάδα αυτή συνιστούσε την αριστερή ή κεντρώα πολιτική ιδεολογία του τόπου, η οποία στηρίζεται στην εξεύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης (σχέση αμοιβαίου σεβασμού και συνεργασίας). Αναντίρρητα λοιποί, η συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, φαίνεται να συνδέεται άμεσα με το φαινόμενο της διάδοσης και της ιδεολογικής μεταστροφής αφού, η επαφή μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οδήγησε στην αναθεώρηση και τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών αναπαραστάσεων σε ότι αφορά το Κυπριακό πρόβλημα. Τρανό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια και από τις δύο πλευρές για την αναδιαμόρφωση του μαθήματος της ιστορίας, αφού μέχρι τώρα, κάθε κοινότητα παρουσίαζε μία μονόπλευρη αφηγηματική διήγηση με κύριο χαρακτηριστικό την θυματοποίηση.
Η δεύτερη κοινωνική κατηγορία, μολονότι παρουσίασε κάποιας μορφής θετικά συναισθήματα προς τα μέλη της άλλης κοινότητας (Ελληνοκύπριοι) και μέτριας ποιότητας επαφή (Τουρκοκύπριοι), χαρακτηρίζονταν από υψηλά επίπεδα ρεαλιστικών αλλά και συμβολικών απειλών, γεγονός που οδήγησε στην κατασκευή μίας Ελληνοκεντρικής ή Τουρκοκεντρικής στάσης (φαινόμενο μετάδοσης). Όπως ήταν αναμενόμενο τα άτομα αυτά, εξέφρασαν χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης καθώς επίσης χαμηλότερα επίπεδα συγχώρεσης. Συγκεκριμένα οι Ελληνοκύπριοι φαίνεται να διακατέχονταν από την κοινωνική αναπαράσταση της επεκτατικής πολιτικής της Τουρκίας (εισβολή) σε συνδυασμό με την αντι-ιμπεριαλιστική ιδεολογία όπου το ΝΑΤΟ και οι Αγγλο-Αμερικάνοι ευθύνονται για το Κυπριακό πρόβλημα, αγνοώντας παντελώς την άδικη μεταχείριση των Τουρκοκυπρίων, κατά την διάρκεια του 1960-1970. Κατά συνέπεια οι ίδιοι, υποστηρίξαν την απομάκρυνση του κατοχικού στρατού ως η ιδεατή λύση για την διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα, η επιθυμία για την επανατοποθέτηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, στα δεδομένα του 1960, αντικατοπτρίζει την κοινωνική αναπαράσταση της Κύπρου ως Ελληνικό κράτος, με την ύπαρξη μιας μειονοτικής κοινωνικής κατηγορίας, αυτής των Τουρκοκυπρίων. Από την άλλη οι Τουρκοκύπριοι, εξέφρασαν το φόβο για την πολιτική αλλά και την κοινωνική τους περιθωριοποίηση όπως για παράδειγμα κατά την διάρκεια του 1964, επιθυμώντας έτσι την ίδρυση ενός ανεξάρτητου αναγνωρισμένου κράτους, ή την δημιουργία μιας ομοσπονδίας με δύο αυτόνομα κράτη μέλη. Αβίαστα λοιπόν, συνάγεται το συμπέρασμα για την δημιουργία σχέσεων κοινωνικού ελέγχου και ανταγωνισμού, αποτέλεσμα της διαμόρφωσης (μετάδοση) των συγκεκριμένων κοινωνικών αναπαραστάσεων.
Τέλος, η τρίτη κοινωνική ομάδα φαίνεται να χαρακτηρίζεται από την δεξιά ή ακροδεξιά πολιτική ιδεολογία, όπου κάθε κοινότητα υποστηρίζει κάθετα την εθνική της ταυτότητα. Για παράδειγμα, η Ελληνοκυπριακή διοίκηση, αναφέρεται στην επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας καθώς επίσης στην ανταρσία των Τουρκοκυπρίων, κατά την διάρκεια του 1963-1964, ως τα κύρια αίτια που οδήγησαν στην διχοτόμηση της Κύπρου. Παρομοίως, τα άτομα που συνθέτουν αυτή την ομάδα, επίσης υποστηρίξαν την απομάκρυνση του κατοχικού στρατού ως η ιδεατή λύση για την διευθέτηση του Κυπριακού προβλήματος, ενώ αναφέρθηκαν στην αναδιοργάνωση του κράτους, υπό τον πλήρη έλεγχο των Ελληνοκυπρίων. Όπως είναι λογικό, η συστάδα αυτή παρουσίασε τα χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης, επαφής και συγχώρεσης ενώ ταυτόχρονα, διακατείχε τα υψηλότερα ποσοστά στις ρεαλιστικές ή συμβολικές απειλές και στο δι-ομαδικό άγχος. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, αποτέλεσε η εθνοκεντρική στάση των ατόμων και συνεπώς οι προκαταλήψεις και τα ρατσιστικά σχόλια για την έξω–ομάδα.
——————————-
Βιβλιογραφία
Deutsch, M., & Gerard, H. B. (1955). A study of normative and informational social influence upon individual judgment. Journal of Abnormal and Social Psychology, 629-636.
Festinger, L. (1950). Informal social communication . Psychological Review, 271-281.
Fraser, C., Burchell, B., Duvenn, G., & Hay, D. (2001). Introducing Social Psychology. Polity Press.
Gonn, H. P. (1971). Conflict and decision making . Row Publishers.
Kelman, H. C. (1958). Compliance, identification and internalisation: three processes of opinion change. Journal of conflict resolution, 51-60.
Moscovici, S. (2000). Social Representations Edited by Gerard Duveen . Polity Press.
Nemeth, C. (1986). Differential contributions of majority and minority influence. Psychological Review, 23-32.
Orfali, B. (2002). Active Minorities and Social Representations: Two Theories, One Epistemology. Journal for the Theory of Social Behaviour, 395-416.
Perez, J. A., & Mugny, G. (1996). Η θεωρία της επεξεργασίας της σύγκρουσης. Μετάφραση Αννα Μαντόγλου. Οδυσσέας.
Psaltis, C. (2010). Intergroup trust and contact in transition. Routledge.
Psaltis, C. (2016). Collective Memory, Social Representations of Intercommunal Relations and Conflict Transformation in Divided Cyprus. Journal of Peace Psychology, 19-27.
Psaltis, C., & Zapiti, A. (2014). Interaction, Communication and Development. Routledge.
Turner, J. C. (1987). Rediscovering the social group, A self-categorization theory. Basil Blackwell.
Wood, W., Lundgren, S., Ouellette, A. J., Busceme, S., & Blackstone, T. (1994). Minority Influence: A Meta-Analytic Review of Social Influence Processes. Psychological Bulletin, 323-345.
Γαρδικιώτης, Α. (2008). Κοινωνική Επιρροή. Αθήνα: Gutenberg.
Κασιμάτη, Ρ., Γεωργουλάς, Σ., Παπαϊωάννου, Μ., & Πράνταλος, Ι. (2015). Κοινωνιολογία. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.
Παπαστάμου, Σ., & Μαντόγλου, Ά. (1995). Κοινωνικές Αναπαραστάσεις. Οδυσσέας.
Παπαστάμου, Σ., & Μιούνυ, Γ. (1983). Μειονότητες και εξουσία. Αθήνα.
Discover more from socialpolicy.gr
Subscribe to get the latest posts sent to your email.